Μέ τή βοήθεια τού Θεού ό Γέροντας προγνώρισε το θάνατό του και τον προείπε, τρεις ήμερες νωρίτερα. Είπε στή μοναχή Εύλογία:

-Έγώ θά φύγω σε τρεις μέρες· νά λάβεις τά μέτρα σου, γιατί είσαι μόνη.

Εκείνη, όμως, δεν είχε τηλέφωνο νά ειδοποιήσει τον κόσμο. Ηταν καί μονάχη. Έπέτρεψε τότε ό Θεός νά έλθει κάποιος χριστιανός, γνώριμος του Γέροντος, ό Σπύρος ό Τζάφης, Ήπειρώτης στην καταγωγή πού έμενε στήν Κόρινθο. Αύτόν πολύ είχε εύεργετήσει ό Γέροντας στις δυσκολίες του.

Καί τά κατάφερε αυτός αργότερα μέ την εργασία του καί τις εύχές του Γέροντος νά δημιουργήσει καταστήματα στήν Κόρινθο.

Αυτός επισκέφτηκε τον Γέροντα την Κυριακή, λίγο πριν από την κοίμησή του. Ό Γέροντας προγνωρίζοντας τό επικείμενο τέλος τον παρεκάλεσε νά μείνει τό βράδυ στο Μοναστήρι, γιατί τηλέφωνο δεν υπήρχε και ή Γερόντισσα ήταν μόνη της. Εκείνος προέβαλλε άντίρρηση λέγοντας ότι την έπομένη έπρεπε να ταξιδέψει για την ’Ήπειρο.

Ό Γέροντας με επιμονή τον έπεισε να αναβάλει τό ταξιδιού για μιά-δύο ημέρες.

Στην επίμονη παράκληση του Γέροντος ό κ. Σπύρος δέχθηκε καί κοιμήθηκε κοντά του εκείνο, τό τελευταίο βράδυ τής επίγειας ζωής του. Αύτός ήταν καί ό οποίος ειδοποίησε μερικούς πιστούς για την κοίμηση του Γέροντος.

Πρίν όμως να έπέλθει τό τέλος του πατρός Άγαθαγγέλου ή Γερόντισσα Ευλογία είδε ένα συμβολικό όνειρο. Είδε ότι στην αύλή του Μοναστηριού, κάτω από τα δέντρα είχαν φυτρώσει πολλά μικρά κυπαρισάκια καί έπάνω τους κελαηδούσαν πάρα πολλά πολλά πουλάκια μέσα σε μιά ήσυχη βραδιά πού φωτιζόταν από μιά φωτεινή πανσέληνο. Καί έλεγε στον ύπνο της ή Γερόντισσα Εύλογία: «Δεν έρχεται κανείς νά άκούσει αυτό τό κελάηδημα καί νά ευφρανθεί ή καρδούλα του; Τόσα πουλάκια πού βρέθηκαν; Τό μέρος μοιάζει παραδεισένιο». Τότε βλέπει ένα νεαρό νά έρχεται μέσα από τήν αύλόπορτα με ένα φάκελο στη μασχάλη, νά περνάει από μπροστά της κάνοντας ύπόκλιση καί νά φεύγει προς τό κελλί τού Γέροντα.

Εκεί μπήκε μέσα καί έκλεισε τήν πόρτα. Ή Γερόντισσα Εύλογία βλέποντας αύτή τήν κίνηση του άγνωστου νεαρού στενοχωρήθηκε καί λέγει: «Ποιος είναι αυτός ό άγνωστος πού μπήκε μέσα καί έκλεισε καί τήν πόρτα»; Τρέχει στο κελλί του Γέροντος καί βλέπει τό νεαρό γονατισμένο κοντά στο μαξιλάρι του νά του έχει άγκαλιάσει τό κεφάλι. Του λέει τότε με άπορία:

-Τί θέλετε, κύριε;

Γιά νά πάρει από εκείνον τήν άπάντηση:

-Μή φοβάσαι, άδελφή Εύλογία, είμαι ό άγγελός του. Ήρθα νά τον δω.

Τότε ή Γερόντισσα με συστολή του είπε:

-Νά σάς άφήσω νά συζητήσετε καί εγώ νά βγω να χαρώ τά πουλιά πού κελαηδούνε.

Έτσι τελείωσε τό όνειρο. Τήν άλλη μέρα τό πρωί σηκώθηκε ή Γερόντισσα Εύλογία νά περιποιηθεί το Γέροντα καί εκείνος τής είπε:

-Σε τρεις ήμέρες θά φύγω. Μήν τό παίρνετε αψήφιστα

Είμαστε ταξιδιώτες

Ο Γέροντας έφθασε στις τελευταίες ήμερες της  ζωής του.

-Θά φύγω! Έπανέλαβε στη Γερόντισσα.

Εκείνη χαριεντιζόμενη καί για να γλυκάνει την ατμόσφαιρα του είπε:

-Που θά πας, Παππούλη, εδώ είναι το σπίτι μας.

Εκείνος με φωνή βροντερή άπάντησε:

-Λάθος κάνεις, δεν είναι τό σπίτι μας έδώ. Τό σπίτι

μας είναι στήν Άνω Ιερουσαλήμ. Έδώ είμαστε ταξιδιώτες».

Τού λέει εκείνη:

-Ποιος σου τό είπε, Παππούλη;.

-Μου τό είπε ό Άγγελός μου. Με ειδοποίησε. Σε τρεις μέρες θά φύγω.

Ηταν Μάρτιος μήνας. Ό Παππούλης είδε τον Άγγελό του Παρασκευή βράδυ, Σάββατο ξημερώματα καί ή τρίτη ήμερα ήταν πλέον τή Δευτέρα 20 Μαρτίου του 1972. Τότε πού κοιμήθηκε ό Γέροντας καί Άγγελοι παρέλαβαν τήν αγία του ψυχή, να τήν μεταφέρουν στο θρόνο του Θεού μας.

Νά συγχωρεθούμε!

Βλέποντας με ευγνωμοσύνη ό Γέροντας τή Γερόντισσα Ευλογία με τα μάτια πού έσβυναν στή γη, για νά ανοίξουν στή Βασιλεία των ούρανών, τής ζήτησε νά συγχωρεθούν, νά πάρει τήν εύχή της. Τής έλεγε:

-Δώσε μου τα χέρια σου νά τα φιλήσω, διότι αύτά

τα χέρια με ύπηρέτησαν οκτώ χρόνια, καί όσα τράβηξες εσύ μαζί μου, δεν τράβηξε ή μάνα πού με γέννησε.

Τήν εύχαρίστησε καί κατόπιν ευχαρίστησε όλα τα όργανά του, αύτά πού τον άξίωσαν νά διακονήσει το ιερό Θυσιαστήριο. Εύχαρίστησε τα μάτια του, τή μύτη του, το στόμα του, τα αύτιά του καί τις πέντε αισθήσεις του, τις πέντε θυρίδες από τις οποίες εισέρχεται στην καρδιά μας ό πειρασμός, αύτές πού υπάκουαν στη θέλησή του και τον διατήρησαν άσπιλο και άμώμητο, μακριά από παρεκλίσεις και τρικλοποδιές πού οδηγούν σε πτώσεις. Τέλος πάνω από όλους ευχαρίστησε τον Τριαδικό μας Θεό για τη δημιουργία των απάντων, τον δοξολόγησε για τις προς αύτόν εύεργεσίες του και με τη μονολόγιστη εύχή στο στόμα «Κύριε Ιησού Χριστέ έλέησόν με», έφυγε για την ’Άνω Ιερουσαλήμ κλείνοντας τα μάτια του στις 20 Μαρτίου 1972 σέ ηλικία 104 ετών.

Ευωδία ανεξίτηλη

Την κοίμηση τού Γέροντος συνοδέυσε εύωδία άνεξίτηλη. Ή άνοιξιάτικη φύση συνέστειλε την εύωδία της, για να απλωθεί παντού ή εύωδία τού Γέροντος καί να βεβαιωθεί ή θεϊκή ρήση: «Έγώ τούς εμέ φιλούντας άγαπώ, τούς δέ δοξάζοντάς με δοξάσω», λέγει ό Κύριος ( Παρ. η’ 17, Α’ Βασιλ. β’ 30). Ή δόξα πού δίνει ό Θεός στους Αγίους είναι τόσο μεγάλη, πού άν έβλεπαν οί άνθρωποι τόν Άγιο όπως είναι, από την εύλάβεια καί τό φόβο θά έπεφταν καταγής, γιατί ό σαρκικός άνθρωπος δεν μπορεί ν’ άντέξη τη δόξα της ούράνιας έμφανίσεως. Δεν μπορούμε νά δούμε τους

Αγίους στη δόξα τους, άλλά την αντιλαμβανόμαστε με την αίσθηση της όσφρήσεως, αφού ή έντονη και άρρητη εύωδία δείχνει την παρουσία τους κοντά μας  καί την ούράνια δόξα τους.

Την άλλη μέρα στην κηδεία μυρόβλυζε όλος ό Γέροντας καί ό Δαμασκηνός, ό Κορίνθιος Μητροπολίτης Δημητριάδος, μαζί με τό Μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα Καρανικόλα είπαν:

-Καί μυροβλύτη θά σε όνομάσωμεν!

Καί όταν τού έβαλαν τό Εύαγγέλιο πάνω στο φέρετρο, ελευθέρωσε τά χέρια του από τό δέσιμο που είχαν καί έπιασε άγκαλιά τό Εύαγγέλιο. Τότε θαυμάζοντας είπε ό Δεσπότης:

-Αφήστε τον νά τό πιάσει, διότι δεν τό χόρτασε εδώ στην γη.

Κατόπιν έκαναν κενοτάφιο καί τό έχτισαν μέσα, γιά νά βρεθούν καθαρά τά λείψανά του. Καί όντως έτσι βρέθηκαν μετά από 36 χρόνια που έγινε ή άνακομιδή τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.  ΔΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΠΟΥΣΙΑΣ. Ο ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ. ΑΓΑΘΟΣ ΛΕΥΙΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΑΚΙΟΥ ΙΣΘΜΙΑΣ

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/07/blog-post_698.html