π.Ἰωαννίκιος Μπάλαν
Στά ἑπόμενα χρόνια 1943-1944 γιά τά κελλιά αὐτά ἐργάσθηκαν πολλοί Χριστιανοί ἀπό τό χωριό Ραντασένι τῆς Σουτσεάβας, τοῦ ὁποίου οἱ κάτοικοι ἐκρύβησαν ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου στά αἰωνόβια δάση τῆς περιοχῆς.
‘Ο νέος Ἡγούμενος ἦτο ἀξιοτίμητος τόσο ἀπό τήν Ἀδελφότητα τῆς Σκήτης, ὅσο κι ἀπό τούς Πιστούς, πού λόγῳ προσφυγιᾶς ἔμεναν ἐκεῖ. Εἶχε πολλήν εὐλάβεια, ἐνήστευε πολύ, ἦτο πρᾶος, ἐνίσχυε μέ τίς συμβουλές του ὅλους τούς Μοναχούς καί Χριστιανούς. Σέ μεγάλο βαθμό εἶχε τό χάρισμα τῆς διδασκαλίας μέ τόν ὁποῖο καθωδηγοῦσε καί ἔτρεφε πνευματικά τόν καθένα.
῞Οταν τό μέτωπο τοῦ πολέμου ἐπέρασε στά δυτικά τῶν Καρπαθίων Ὀρέων, ὁ π. Κλεόπας ἐσυνέχιζε νά κατασκευάζη τά κελλιά καί ἐσκέπασε μέ ξύλο καί ἐπάνω μέ λαμαρίνα καί τήν κεντρική πέτρινη ἐκκλησία.
῎Ετσι, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν εὐλογία τῆς Παναγίας Παρθένου, Προστάτιδος αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ καθιδρύματος, ὁ π. Κλεόπας ἀναδείχθηκε ἀπό τήν ἀρχή ἕνας πολύ φλογερός μοναχός, ἕνας ἀκατάβλητος καί πνευματικός ἡγούμενος καί ἕνας καλός οἰκονόμος τῆς Σκήτης.
Μετά ἀπό 33 χρόνια σκληρᾶς πνευματικῆς ἀσκήσεως, ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Ἰωαννίκιος Μορόϊ ἠσθένησε βαρειά καί δέν ἠμποροῦσε πλέον νά διευθύνη τήν Σκήτη. ῞Ομως ἦτο εὐτυχής, διότι ὁ ὑποτακτικός του, μοναχός Κλεόπας, ἐξελέγη νά κατευθύνη τίς δραστηριότητες καί τά προβλήματα τῆς Σκήτης.
Τά δύο τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ π. Ἰωαννίκιος ἔμεινε στό κελλί του, προσευχόμενος στόν Κύριο ἡμέρα καί νύκτα καί συμβουλεύοντας τούς μαθητάς του. Βέβαια ἦτο πολύ εὐτυχισμένος, διότι ἡ Σκήτη ὑλικῶς καί πνευματικῶς ἀνασυγκροτήθηκε.
Τό ἔτος 1943, ἡ ἀσθένειά του τόν ἔριξε στό κρεββάτι μόνιμα. ῞Ολα τά νυχθήμερα εἶχε μαζί του δύο ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπεριποιοῦντο. ‘Ενῶ τόν Αὔγουστο τοῦ 1944, ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του, Μοναχός Νικόλαος, ντουφεκίσθηκε ἀπό ρώσους στρατιῶτας πλησίον τοῦ πολεμικοῦ μετώπου.
Στίς 3 Σεπτεμβρίου 1944, αἰσθανθείς τό τέλος του νά πλησιάζη, ὁ Γέροντας ἐκάλεσε ὅλους δίπλα στό κρεββάτι του καί τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες του συμβουλές. Δηλαδή τούς παρακαλοῦσε ἀκατάπαυστα νά κάνουν τό διακόνημά τους μέ ἀγάπη, νά ἀγαποῦν τίς Ακολουθίες τῆς ἐκκλησίας καί νά διάγουν καθαρά ζωή ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.
Κατόπιν ζητῶντας συγχώρησι καί ἀσπασθείς ὅλους, τούς εἶπε τρεῖς φορές: «Τήν Τρίτη θά πάω στόν Πατέρα!. . . », προλέγοντας μ’ αὐτό τόν λόγο τό ἐπικείμενο τέλος τῆς ζωῆς του.
Μετά ἀπό μία ζωή μέ πολλές δοκιμασίες καί στενοχώριες, στίς 5 Σεπτεμβρίου, ὥρα 10, τοῦ ἔτους 1944 ὁ μεγάλος στάρετς π. ‘Ιωαννίκιος Μορόϊ παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Οὐρανίου Πατρός, ἀφήνοντας ὀπίσω του ἕναν ἄξιο συνεχιστή στό ἔργο τῆς ἀναβιώσεως τῆς Σκήτης, τόν π. Κλεόπα. Τόν ἔκλαψε ὅλη ἡ ‘Αδελφότης καί ἐτάφη στό νέο Κοιμητήριο, πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν Μονή.
Μετά ἀπό μερικά χρόνια καί ἡ μεγαλόσχημη μοναχή Αὐγουστίνα ἀπό τό Μοναστήρι Αγαπία, πρώην κατά σάρκα ἀδελφή του, παρέδωσε κι αὐτή τήν ψυχή της μέ εἰρήνη στόν Χριστό καί ἐτάφη στό Κοιμητήριο τοῦ Μοναστηριοῦ της.
Μετάφρασις-ἐπιμέλεια ὑπό Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου