Ἀπόσπασμα ἄρθρου
τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
ὑπὸ τὸν τίτλο «Πρόσωπο καί ἄτομο»

Περιοδ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ», ἀρ. τ. 211

ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Καίριες ἐπισημάνσεις. Κυριολεκτικῶς σῆμα κινδύνου γιὰ τὸν ἐπελαύνοντα (ὑπούλως) ἀντιησυχασμό.

.         […] Ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς αἰώνιας μοναδικότητας τῆς ὕπαρξης φαίνεται ὡς σαγηνευτική πού προκαλεῖ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀλλά ἐνέχει πολλούς κινδύνους στό νά ὑπονομευθῆ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν ἐπικρατήση μιά τέτοια ἀντίληψη, τότε ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλευθερία θά συνδέεται μέ τό πρόσωπο, ὁπότε κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος θά ἔχει ἰδιαίτερη ἀγάπη καί ἐλευθερία, καθώς ἐπίσης θά ταυτίζεται τό ἄκτιστο μέ τό κτιστό, θά συγχέεται ἡ τριαδολογία μέ τήν ἀνθρωπολογία, θά ἀποδίδονται στόν Θεό καταστάσεις πού συμβαίνουν στούς ἀνθρώπους, θά ἀποσυνδέεται ἡ θέληση ἀπό τήν φύση καί πολλά ἄλλα. Αὐτό συνιστᾶ ἀλλοτρίωση τοῦ θεολογικοῦ λόγου.
.        Ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ἡ μετάβαση τῆς σύγχρονης θεολογίας ἀπό τήν θεολογική ἔννοια τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁρολογία τοῦ προσώπου καί τοῦ ἀτόμου γίνεται γιά δύο βασικούς λόγους.

.         Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι γιά νά δοθῆ μιά νέα ἑρμηνεία περί τοῦ ἀνθρώπου καί στήν πραγματικότητα γιά νά ὑπονομευθῆ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν πορεία πρός τήν θέωση, πού γίνεται μέ τήν πρακτική φιλοσοφία, τήν φυσική θεωρία καί τήν μυστική θεολογία, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἤ κατ’ ἄλλη ἑρμηνεία ἀπό τήν πράξη στήν θεωρία μέ τήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Πράγματι, ὅσοι κάνουν λόγο γιά πρόσωπο καί ἄτομο στόν ἄνθρωπο ἀποφεύγουν νά ἀναφέρονται στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, τήν ὁποία θεωροῦν ὡς νεοπλατωνισμό, καί στήν πράξη εἶναι ἀντιησυχαστές καί ἀντίθετοι σέ ὅλη τήν ἀσκητική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
.         Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί κάνουν λόγο γιά τήν συμμετοχή στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὑπονομεύουν τήν φιλοκαλική ζωή. Αὐτό εἶναι βαρύτατο σφάλμα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐπισημαίνει: «ἐάν δέ ἐν τῷ φωτί περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων, καί τό αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α´ Ἰω. α´, 7). Τό πνευματικό νόημα εἶναι σαφέστατο. Ὁ Χριστός εἶναι μέσα στό Φῶς, εἶναι Φῶς ἄκτιστο, πού εἶναι τό Φῶς τῆς θεοπτίας, καί ὅσοι περιπατοῦν μέσα σέ αὐτό τό Φῶς, ἔχουν κοινωνία μεταξύ τους, καί βεβαίως καθαρίζονται ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία εἶναι στέρηση τοῦ Φωτός καί ὅσοι μετέχουν τοῦ Φωτός ἐλευθερώνονται ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔτσι, δέν πρόκειται γιά κάποια ἀφηρημένη «κοινωνία προσώπων», γιά κάποια συγχώρηση ἀπό ἐνοχές, γιά μιά τυπική μετοχή στήν θεία Κοινωνία, ἀλλά γιά κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους ἐν τῷ Φωτί.
.         Ὁ δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο γίνεται πολύς λόγος σήμερα γιά πρόσωπο καί ἄτομο στόν ἄνθρωπο καί ὄχι γιά κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση εἶναι ἡ μετάβαση ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνιολογία καί ἠθικολογία, στά λεγόμενα ἀνθρώπινα δικαιώματα. Βεβαίως, πρέπει νά σεβόμαστε τά ἀνθρώπινα δικαιώματα τῶν ἄλλων, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν ὁ θεολογικός καί ἐκκλησιαστικός λόγος νά μετατρέπεται σέ κοινωνιολογικό λόγο καί νά ἐκκοσμικεύεται. Τά ἀνθρώπινα δικαιώματα εἶναι σεβαστά γιά νά ὑπάρχουν μερικά βασικά στηρίγματα στήν κοινωνία, ὥστε νά μή γίνη ζούγκλα. Ὅμως, ὁ Χριστιανός ἀποβλέπει σέ μιά ἄλλη ζωή, θυσιάζει ὅλα τά δικά του ἀτομικά δικαιώματα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τό νά στηρίζεται κανείς στήν ἱκανοποίηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἶναι ἕνας πνευματικός θάνατος.
.               Στήν Ἐκκλησία διδασκόμαστε καί τό λέμε θριαμβευτικά στήν δοξολογία: «Εὐλογητός εἶ Κύριε δίδαξόν με τά δικαιώματά Σου, εὐλογητός εἶ Δέσποτα συνέτισόν με τά δικαιώματά Σου, εὐλογητός εἶ Ἅγιε φώτισόν με τοῖς δικαιώμασί Σου». Ὁ Χριστιανός ἀγωνίζεται στήν ζωή του συνεχῶς γιά νά διαφυλάξη τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι νά ἱκανοποιῆ τά δικά του δικαιώματα. Δυστυχῶς, ἡ πλειονότητα τῶν Χριστιανῶν τό «Σου» τό μετέτρεψε σέ «Μου», δηλαδή ζῆ καί προσεύχεται μέ τήν προσευχή «δίδαξόν με τά δικαιώματά Μου».
.         Ὅταν γινόμαστε Χριστιανοί, καί κυρίως ὅταν γινόμαστε μοναχοί καί Κληρικοί ἀπεκδυόμαστε ὅλα τά ἀτομικά μας δικαιώματα καί ὑποτασσόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Στηρίζουμε τήν ζωή μας στήν ὑπακοή, στήν ἐπιθυμία νά φθάσουμε ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση καί ὄχι στήν ἱκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων.
.         Ὅλα τά ἀνωτέρω δείχνουν ὅτι ὡς Κληρικοί, θεολόγοι μοναχοί καί Χριστιανοί πρέπει νά ὁμιλοῦμε γιά ἀνθρωπολογικά θέματα μέσα ἀπό τούς βιβλικοπατερικούς λόγους «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση» καί ὄχι μέ τούς σχολαστικούς, φιλοσοφικούς ὅρους πρόσωπο καί ἄτομο, προσωπικότητα καί ἀτομικότητα. Ἡ ἀλλοίωση τῆς ὀρθόδοξης ὁρολογίας συνιστᾶ ἀλλοίωση τοῦ στόχου τοῦ ἀνθρώπου, πού συνιστᾶ ἐκκοσμίκευση. Ἐπί τέλους δέν πρέπει νά παρασυρόμαστε ἀπό μερικούς «μεταπράτες» πού μεταφέρουν κάποια ἄλλη παράδοση στήν καρδιά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἔτσι νά συντελοῦμε καί ἐμεῖς στήν ὑπονόμευση τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καί ζωῆς.

.         Ἑπομένως, ἄν θέλουμε νά βρισκόμαστε μέσα στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν πρέπει νά κάνουμε λόγο γιά τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καί ἄτομο, ἀλλά ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, γιατί αὐτό συντονίζεται στήν ὅλη ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ὀρθόδοξη ποιμαντική.