Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη
«Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ. κε´ 13) Αἱ τελευταῖαι ἡμέραι τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, αἱ μετὰ τὴν θριαμβευτικὴν καὶ βαϊοφόρον εἴσοδον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ἡμέραι μεγίστου ἐνδιαφέροντος.
Τόσον διότι προσέφερε τὴν ἀνεκτίμητον θυσίαν τῆς ἁγίας του ζωῆς, ὅσον καὶ διότι αἱ ἡμέραι αὐταὶ ἔχουν νὰ παρουσιάσουν πλουσιωτάτην διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν οἱ ἱεροὶ εὐαγγελισταὶ ἀπεθησαύρισαν εἰς τὰ Εὐαγγέλια. Εἰς τὴν διδασκαλίαν αὐτήν, τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ Χριστοῦ, σπουδαιοτάτη θέσιν κατέχει ὁ πε ρὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του καὶ μελλούσης κρίσεως προφητικός του λόγος. Θὰ εἶναι ἡμέρα ἀπροσδόκητος καὶ ξαφνική.
Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει οἱ πιστοὶ νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι, προσεκτικοί, ἄγρυπνοι, ἀναμένοντες εἰς κάθε στιγμὴν νὰ παρουσιασθῶμεν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.Διά νὰ ἐντυπωθοῦν ἀνεξάλειπτα εἰς τὴν ψυχήν μας τὰ παραγγέλματά του περὶ προσοχῆς καὶ ἑτοιμασίας, μὲ τὰ καλὰ ἔργα, ἐδίδαξε ὁ Κύριος τρεῖς ὡραιοτάτας παραβολάς, τὴν τοῦ πιστοῦ δούλου, τὴν τῶν δέκα παρθένων καὶ τὴν τῶν ταλάντων.
Ἀπὸ αὐτὲς ἀπόψε θὰ προσπαθήσωμε νὰ ἀναπτύξωμε τὴν παραβολὴν τῶν δέκα παρθένων, τὴν ὁποίαν εἶπε προτρέπων ἡμᾶς εἰς ἐλεημοσύνην καὶ συγχρόνως διδάσκων νὰ εἴμεθα ὅλοι ἕτοιμοι πρὸ τοῦ τέλους. Λέγει λοιπὸν ἡ παραβολὴ αὐτὴ ὅτι, ὅταν ὁ Κύριος θὰ ἔλθη νὰ κρίνη τὸν κόσμον, αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν μὲ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, θὰ παρουσιασθοῦν ὅμοια πρὸς δέκα παρθένους, αἱ ὁποῖαι ἀφοῦ ἐπῆραν τοὺς λύχνους των ἐβγῆκαν νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν νυμφίον, ποὺ θὰ ἤρχετο τὴν νύκτα νὰ παραλάβη τὴν νύμφην (Ἐκκλησία), σύμφωνα μὲ τὰ ἰουδαϊκὰ ἔθιμα.
Σύμφωνα μὲ αὐτὰ ὁ νυμφίος μαζὶ μὲ τοὺς φίλους του ἤρχετο εἰς τὸ σπίτι τῆς νύμφης, ὁπόθεν μαζὶ μὲ αὐτὴν καὶ μὲ πομπὴν χαρμόσυνον ἐπέστρεφε εἰς τὸ σπίτι του ἐν καιρῷ νυκτός. Διὰ τὴν ὑποδοχὴν τοῦ νυμφίου ἐχρησιμοποιοῦντο παρθένοι, αἱ ὁποῖαι, μόλις ὁ γαμβρὸς ἐπλησίαζε, εἰδοποιοῦντο καὶ ἔβγαιναν εἰς προϋπάντησίν του, στολισμέναι καὶ κρατοῦσαι λαμπάδες εἰς τὰ χέρια, διὰ νὰ φέγγουν εἰς τὸν νυμφίον καὶ οὕτως ὑπὸ φωταγωγίαν συνώδευον τοὺς νεονύμφους εἰς τὸ σπίτι τοῦ γαμβροῦ, ὅπου θὰ ἐγίνετο τὸ γαμήλιον δεῖπνον, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία.
Καὶ τὰς μὲν πέντε παρθένους ὁ Κύριος ὀνομάζει φρονίμους, συνετάς, διότι μαζὶ μὲ τὴν παρθενίαν εἶχον πολὺ καὶ ἄφθονον λάδι, δηλ. ἐλεημοσύνας καὶ ἄλλα καλὰ ἔργα. Τὰς ἄλλας δὲ πέντε ὀνομάζει μωράς, ἀνοήτους, διότι εἶχον μὲν παρθενίαν ἀλλ᾽ ὄχι καὶ ἐλεημοσύνας καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς ταπείνωσιν, ἀγάπην κ.λπ.
Διά τοῦτο τὰς ὀνομάζει μωράς, διότι ἐπέτυχον τὸ δυσκολώτερον τὴν παρθενίαν καὶ ἐνικήθησαν ἀπὸ τὰ χρήματα. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἀργοῦσε τὴν νύκτα νὰ ἔλθη ὁ γαμβρὸς ἐνύσταξαν ὅλαι καὶ ἐκοιμῶντο, δηλαδὴ ἀπέθανον.
Διότι, ὅπως εἴπαμε καὶ ἄλλοτε, οἱ χριστιανοὶ τὸν θάνατον ὀνομάζουν ὕπνον. Καὶ ἐνῶ ἐκοιμῶντο, κραυγὴ ἠκούσθη ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτὸς ὅτι ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέλθετε νὰ τὸν προϋπαντήσετε. Καὶ αἱ μὲν φρόνιμοι, ποὺ εἶχαν ἄφθονον τὸ λάδι τῆς ἐλεημοσύνης καὶ καλωσύνης, ὅταν ἄνοιξαν αἱ θύραι, εἰσῆλθαν μαζὶ μὲ τὸν Νυμφίον.
Αἱ δὲ μωραί, μὴ ἔχουσαι ἀρκετὸ λάδι, μετὰ τὸν ὕπνον, ἤτοι μετὰ θάνατον, ἐζήτουν αὐτό. Ἀλλ᾽ αἱ φρόνιμοι ἤθελαν νὰ δώσουν, δὲν μποροῦσαν ὅμως, πρὶν νὰ εἰσέλθουν, ἀπεκρίθησαν λέγουσαι: Μήπως δὲν μᾶς φθάση, πηγαίνετε πρὸς τοὺς πωλοῦντας, δηλαδὴ τοὺς φτωχούς, καὶ ἀγοράσατε.
Ἀλλὰ δὲν ἦτο εὔκολον. Διότι μετὰ θάνατον δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτό. Ὅπως εἶπε καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ εἰς τὸν πλούσιον διὰ τὸν Λάζαρον. Ἀλλὰ αἱ μωραί, πλησιάζουν χωρὶς λάδι, κτυποῦν τὰς πύλας καὶ φωνάζουν.
Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας. Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Κύριος δίδει τὴν φρικτὴν ἐκείνην ἀπόφασιν. Φύγετε. Ἀληθινά σᾶς λέγω δὲν σᾶς γνωρίζω. Διότι πῶς θὰ ἰδῆτε τὸν Νυμφίον, μὴ ἔχουσαι ἐλεημοσύνην καὶ ἀρετάς; Διὰ αὐτὸν τὸν λόγον ἡ παραβολὴ τῶν δέκα Παρθένων ὡρίσθη νὰ διαβάζεται τὴν Μ. Δευτέραν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας, διδάσκουσα ἡμᾶς πάντοτε νὰ εἴμεθα ἄγρυπνοι καὶ ἕτοιμοι πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ ἀληθινοῦ Νυμφίου διὰ τῶν καλῶν πράξεων καὶ περισσό- τερον τῆς ἐλεημοσύνης, ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς, διότι δὲν γνωρίζομεν τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν τοῦ τέλους τοῦ ἰδικοῦ μας, ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου.
* Ὁμιλία εἰς τὸ Κάϊρον, 16.4.84 -Μ. Δευτέρα.
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1973, 26 Απριλίου 2013