Ό Μοναχός θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανίων, πού γίνεται ό μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τίς ευχές πού ψάλλει ή Εκκλησία μας και τα όποια λένε: «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε ή τελετή, ρώτησε το Γέροντα του Παπα – Γρηγόρη : «Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πως «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;»
Ό Γέροντας του Παπα – Γρηγόρης σ’ αυτά απάντησε:
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπατορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την άγια Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, πού προσφέρει θυσία των χριστιανών ό Ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει από ψωμί – Σώμα κι από κρασί – Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’ αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγηση τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι, αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και ή φύση των υδάτων.

Ό Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και είπε:
-Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
-Ναι αδελφέ, άκουσε και γι’ αυτό:
Πέφτοντας αυτοί, οι πρώην άγγελοι, από τους ουρανούς προς τη γη και επειδή εξακολουθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ό μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά φόβου Θεού» και με τη φωνή αύτη συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.
Εκείνοι όμως πού είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί πού βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών τής Γης και• της θαλάσσης, οπού πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχόμενους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου «Άπ’ αρχής, ό διάβολος ανθρωποκτόνος εστί» (Ίωάν. Η’ 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ό Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου αυτού οικονομίας, με την κάθοδο Του από τους ουρανούς αγίασε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα «τα εν αυτοίς», και με τον αγιασμό και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμη και την εξουσία του Σατανά πού είχε, πριν να σαρκωθή ό Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ό αέρας, ή γη και το νερό αγιάστηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.

ΓΛΥΚΥΤΕΡΟ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών πού σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πώς το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ό απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, ή οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωση και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πώς το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαριστήσει. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντα του, τον όποιον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιει κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν «τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ. ΞΖ’ 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ό Γέροντας παπα-Γρηγόρης, πλήρης ήμερων, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ό υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ήμερα των Θεοφανίων, νερό από τη θάλασσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, μετά την αγρυπνία των Θεοφανίων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το «Κυριάκο» βλέπουν τον αδελφό Θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα πού έμενε. Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν:
Ό πάτερ Θεοφύλακτος για απάντηση, τους φανέρωσε το μέχρι τότε άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πώς δηλαδή την ήμερα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι Πατέρες, επειδή γνώριζαν πώς ό αδελφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν στα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν.
Εκείνοι με ειρωνεία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιουν, αλλά το μέχρι κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρότερο και πολύ πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ό αδελφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πώς επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντα του το γλυκύτατο και νοστιμότατο, για την ήμερα εκείνη νερό της θάλασσας. Και έτσι από την ήμερα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!