Καὶ πάλι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, ἂν παρουσιαστῇ ἕνας πραγματικὰ πιστὸς Χριστιανός ―τώρα δὲν ὑπάρχει, σᾶς τὸ λέω καθαρά, γιατὶ εἴμαστε ἄξιοι τιμωρίας―, ἂν βρισκόταν ἕνας, καὶ ἔλεγε· «Ἕλληνες, δὲν θὰ κυβερνήσουμε τὴν Ἑλλάδα μὲ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα ἢ γάμμα κόμμα, ἀλλὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, (μὲ τοῦτο ποὺ κρατῶ, ποὺ εἶναι σοφία. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο. Ὅλα τ᾿ ἄλλα εἶνε βλακεῖες, ἀνοησίες καὶ κουταμάρες)· τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ σοφία καὶ μ᾿ αὐτὸ θὰ κυβερνήσουμε τὴν Ἑλλάδα», πέστε μου, θὰ τὸν ψήφιζαν οἱ Χριστιανοί; Ἐμένα, λοιπόν, νὰ μοῦ τρυπήσετε τὴ μύτη, ἂν ἡ παράταξί του θὰ ἔπαιρνε ἕνα βουλευτὴ στὴν Ἑλλάδα. Τὸ Βαραββᾶ θὰ ἐκλέξουν, διότι εἶνε κουμπάρος τους, διότι τοὺς εὐνοεῖ…, πολλὰ ἄλλα διότι.
Δὲν θέλεις, λαέ, Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον; Ἔ, ἄφησε τότε νὰ ἐκλέγωνται οἱ Βαραββᾶδες σου καὶ νὰ σὲ κυβερνοῦν οἱ ἀντίχριστοι.
Δὲν θέλω νὰ ἐπεκταθῶ περισσότερο, γιατὶ θὰ νομίσετε ὅτι πολιτικολογῶ. Δὲν ἀνήκω σὲ κανένα κόμμα. Τοὺς ξέρω ὅλους, ἐπὶ τόσα χρόνια. Ξέρω ποιός εἶνε ὁ ἕνας καὶ ποιός εἶνε ὁ ἄλλος. Ποιός ἀπ᾿ αὐτοὺς πατάει στὴν ἐκκλησία; ποιός ἐξομολογεῖται; ποιός κοινωνεῖ; Ὁ ἕνας τραβάει ἀπὸ ᾿δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπὸ ᾿κεῖ.
Τὸ Εὐαγγέλιο μόνο λύνει τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα. Ἡ λύσι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος εἶνε πάρα πολὺ εὔκολη. Καὶ εἶνε εὔκολη ὄχι μὲ τὸν ἀντίχριστο, ἀλλὰ μὲ τὸ Χριστό.

Πρέπει νὰ γίνῃ στὴν Ἑλλάδα μιὰ κίνησι χριστιανική. Ἀλλὰ ποῦ εἶνε οἱ Χριστιανοί; Εἶνε σπάνιοι οἱ Χριστιανοί, ὅπως σπάνιοι εἶνε καὶ οἱ ἀστροναῦται. Ἀλλ᾿ ὅ,τι καὶ ἂν γίνῃ, τὸ Εὐαγγέλιο θὰ νικήσῃ. Αὐτὸ τὸ τρομερὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο ἐσεῖς δὲν τὸ διαβάζετε.
Τὸ «Αὐτὸ εἶνε δικό μου, κι αὐτὸ εἶνε δικό σου» κατέστρεψε τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔχω ἕνα συρτάρι μὲ διαζύγια καὶ τὰ ἐξετάζω· γιατὶ ἡ οἰκογένεια, αὐτή εἶνε ἡ πρώτη κοινωνία, τὸ πρῶτο βασίλειο στὸν κόσμο. Ἔχουν τὰ ἀντρόγυνα ἢ δημοκρατία ἢ δικτατορία. Ἕνας μοῦ παρουσιαζόταν σὰν ἀρχιδημοκράτης. Καὶ τοῦ λέω· «Ρώτησα τὴ γυναῖκα σου καὶ ἔμαθα, ὅτι στὸ σπίτι σου δὲν ἔχεις δημοκρατία ἀλλὰ δικτατορία. Εἶσαι Παπαδόπουλος μὲ βούρδουλα. Ἔχεις σακατέψει τὴ γυναῖκα σου».
Ὅταν πάλι στὸ σπίτι ἀρχίσῃ ἡ γυναίκα νὰ λέῃ, «Αὐτὸ εἶνε δικό μου, κι αὐτὸ δικό σου», πάει, δὲν ὑπάρχει οἰκογένεια. Παντρεύτηκες; Θὰ τὰ ἔχῃς ὅλα τὰ πράγματα κοινά.
Τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια, ποὺ τὰ εἶχαν ὅλα κοινά, ἡ λύσι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος ἦταν τὸ εὐκολώτερο πρᾶγμα. Ἰσότης, δικαιοσύνη, καὶ δουλειά. Δὲν πεινοῦσε κανένας. Τώρα ποιός τὸ δέχεται αὐτό;
➡ Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 129-139
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ