Χῶμα κι οὐρανό ἤ στάχτη καί μηδέν;

     Εὐδοξία Αὐγουστίνου. Φιλόλογος – Θεολόγος 
 
   Μέ ὑπουργικές ὑπογραφές καί ἀπο­φάσεις δημοτικῶν συμβουλίων ἀνοίγει πλέον ὁ δρόμος γιά τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν. Βεβαίως ὁ ἀνθρώπινος πολιτι­σμός ἀπό τά πανάρχαια χρόνια ἔχει στη­ριχθεῖ στήν ἱερότητα τῆς ταφῆς τους. 
  Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας εἶναι γνω­στό ὅτι πίστευαν στή μεταθανάτια ζωή. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ τρόπος θανάτου ἀλ­λά καί οἱ ἐπικήδειες τελετουργίες ἦταν πολύ σημαντικές. Ἡ ἀμέλεια τῶν νεκρῶν θεωροῦνταν βαρύ ἔγκλημα μέ ἐπιπτώσεις τόσο γιά τούς οἰκείους ὅσο καί γιά τόν νεκρό. Πεποίθησή τους ἦταν ὅτι ἡ ψυχή ἔβρισκε ἀνάπαυση στόν Ἅδη, μόνο ὅταν οἱ ζωντανοί ἔθαβαν τό νεκρό σῶμα. Ἑ­πο­μένως ἦταν ἀτιμωτικό νά μείνει ἄταφο τό σῶμα καί νά γίνει βορά ὀρνέων. Συνή­θως ἄταφοι ἔμεναν οἱ προδότες τῆς πα­τρίδας, οἱ λιποτάκτες, οἱ ἱερόσυλοι καί οἱ αὐτόχειρες.


     Ἀπό τή μαθητεία μας στήν ὑποχρε­ωτική ἐκπαίδευση ὡστόσο ὅλοι γνωρί­ζου­με τήν καύση τοῦ Πατρόκλου καί τοῦ Ἕκτορα ἀπό τήν Ἰλιάδα ἤ τοῦ Ἐλπήνορα ἀπό τήν Ὀδύσσεια. Εἶναι ὅμως διαπι­στωμένο ὅτι στά χρόνια τοῦ Τρωικοῦ Πο­λέμου (12ος αἰ. π.Χ.) συνήθι­ζαν νά θά­­βουν τούς νεκρούς σέ σκαπτούς (τά «ὑπο­γαῖα») ἤ θολωτούς τάφους, ὅπως ἄλλωστε ἐπιβεβαιώνεται κι ἀπό τά εὑρή­ματα τό­σων ἀνασκαφῶν. Τό κάψιμο τῶν νεκρῶν καί ὁ ἐνταφιασμός τῆς στάχτης τους μέσα σέ δοχεῖο ἐπικράτησε -λόγῳ ἐπιρροῶν ἀ­πό τούς Χετταίους- κατά τόν 9ο καί 8ο αἰ­ώνα π.Χ. Ὁ Ὅμηρος, δη­λα­δή, ἐπιχει­­­ρών­­­τας ἕναν ἀναχρονισμό, μετα­φέ­ρει μιά συνήθεια τῆς ἐποχῆς του στά χρόνια πού διαδραματίζεται ἡ Ἰλιάδα.
   Ἐπίσης στήν τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ «Ἀντιγόνη» καταδεικνύεται ἡ σπουδαιό­τητα τῆς ταφῆς στόν ἀρχαῖο κόσμο. Ἡ Ἀντιγόνη προτιμοῦσε νά πεθάνει, παρά νά μήν ἀποδώσει τίς πρέ­πουσες ταφικές τιμές στόν ἀδελφό της. Ὁ Πολυνείκης βέβαια θεωροῦνταν προ­δό­της τῆς πα­τρί­δας του. Γιά τόν λόγο αὐ­τό ὁ Κρέοντας ἔδωσε διαταγή νά τόν ἀφή­σουν ἄταφο ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς πόλης. Ἡ στάση ὅ­μως τῆς Ἀντιγόνης ἀποκα­λύ­πτει τήν ἀν­τί­ληψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιά τήν τα­φή. Ἦταν χρέος της, κατά τά «ἄγραπτα κ’ ἀσφαλῆ θεῶν νό­μι­μα», νά θάψει μέ κάθε κόστος τόν ἀ­δελ­φό της· μόνον ἔτσι θά τόν τιμοῦσε καί θά ἐπέτρεπε στήν ψυχή του νά ἀναπαυθεῖ. 
   Τό ἔτος 406 π.Χ., κατά τή διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, στίς Ἀρ­γινοῦσες οἱ Ἀθηναῖοι πέτυχαν περι­φανῆ νίκη κατά τῶν Πελοποννησίων. Ἦ­ταν ἡ μεγαλύτερη νίκη ἀπ᾽ ὅσες εἶχαν πε­­τύχει μέχρι τότε, μέ τήν ὁποία ἐξα­σφά­λι­ζαν τήν πλήρη κυριαρχία στό Αἰγαῖο. Οἱ δέκα στρατηγοί, ὅμως, παρά τόν ναυτικό θρί­αμ­βο, παραπέμφθηκαν σέ δίκη καί κατα­δι­κά­σθηκαν σέ θάνατο, ἐπειδή, λό­γῳ τῆς θα­λασσοταραχῆς, δέν μπό­ρεσαν νά περισυλλέξουν τούς ναυαγούς. 
     Μάθημα, λοιπόν, τιμῆς καί σεβασμοῦ πρός τούς νεκρούς μᾶς παραδίδουν οἱ πρό­γονοί μας, φροντίζοντας γιά τόν ἐντα­φιασμό τους! Καί ἡ παράδοση αὐτή ἰ­σχυ­ροποιεῖται στά χρόνια τῆς Καινῆς Δια­θή­κης! «Ὄλβιος τάφος» καί «ἡ Ζωὴ ἐν τά­φῳ», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας γιά τόν πανάγιο τάφο τοῦ Κυρίου μας. Στούς τά­φους τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, ἀλλά καί ὅλων τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία εἶδε τήν προέκταση τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου μας μέ­σα στόν χῶρο καί στόν χρόνο. Γι’ αὐ­τό οἱ τά­φοι ἀποτέλεσαν καί τήν πρώτη ἁγία Τράπεζα, ἐπάνω στήν ὁποία ἡ Ἐκ­κλησία ἐπιτελοῦσε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐ­χα­ριστίας. Κατά τόν ἐγκαινισμό μά­λιστα τῶν ἱερῶν ναῶν χρησιμοποιοῦνται ὥς σήμε­ρα λείψανα ἁγίων, τά ὁποῖα ἀποθησαυ­ρίζονται μέσα στήν ἁγία Τρά­πε­ζα. 
    Ἀσφαλῶς, τό γεγονός τῆς ταφῆς ἐν­αρμονίζεται ἀπόλυτα μέ τούς φυσικούς νόμους, καθώς τό σῶμα παραδίδεται μέ τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη στήν αἰώνια ζωή στήν ἀγκαλιά τῆς «παμμήτορος» γῆς, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι «καὶ πατρὶς καὶ τάφος». Δημιουργώντας ἕναν οἰκολογικό χῶρο, παρόμοιο μέ αὐ­τόν τῆς ἐμβρυϊκῆς ζωῆς, διαφυλάσ­σουμε τή σωματική ἀκεραιότητα τοῦ νε­κροῦ ὡς ἱερή καί ἀπαραβίαστη καί ἐνα­ποθέτουμε τό σῶμα στή «μήτρα» τῆς γῆς, ὅπου θά συνεχισθεῖ χωρίς κανέναν ἐξα­ναγκασμό ἡ ἀποσύνθεσή του. Ἡ τα­φή, δηλαδή, ἀ­ποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς ἔθιμο ἀλλά φυσική κατάληξη τοῦ σώματος σύμ­φωνα μέ τήν ἐπιταγή τοῦ Θεοῦ «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπε­λεύσῃ»! (Γέ 3,19). 
    Ἀντίθετα, ἡ βίαιη παρέμβαση στό νε­κρό σῶμα συνιστᾶ ἀσέβεια καί βιασμό τοῦ βιολογικοῦ κύκλου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐπινοήθηκε καί ἐ­φαρμόσθηκε λόγῳ ἄγνοιας, φόβου καί δεισιδαιμονίας σέ περιόδους μετανά­στευσης τῶν λαῶν καί πολεμικῶν συρρά­ξεων. Μέ τήν καύση τό σῶμα παραδίδεται στή βιαιότητα καί στήν ἀδηφαγία τῶν κλι­βάνων, στά ἀποτεφρωτήρια (=crematoria ἀπό τό ρῆμα τῆς λατ. cremo=καίω). Ἐκεῖ κατακαίεται στή θερμοκρασία τῶν 1400 -2100οC. Οἱ καιόμενες οὐσίες κα­ταλή­γουν κυρίως σέ ἀέρια, ἐνῶ τά ὀστᾶ μέ εἰ­δικό μηχάνημα κονιορτοποιοῦνται, κυ­ριολεκτικά ἀλέθονται. Τό ὑπόλειμμα τῆς καύσεως, ἕνα εἶδος ἄμμου γκρί χρώμα­τος καί βάρους 2-3 κιλῶν, ἐναποτίθεται σέ λήκυθο-τεφροδόχο καί παραδίδεται στούς οἰκείους γιά τά περαιτέρω. 
   Ἀναμφισβήτητα ἡ καύση δέν θεωρεῖ­ται ἀτομικό δικαίωμα γιά τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μία καθαρά μηδε­νιστική πράξη, πού ἐπισφραγίζει τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κοινωνία μέ τήν ἀπο­τέφρωση τῶν νεκρῶν, πράξη καθαρά εἰ­κονοκλαστική, προσυπογράφει ὅτι προσ­δένεται στό ἅρμα τοῦ μηδενισμοῦ· ὁμο­λογεῖ τή ρήξη της μέ τήν παράδοση τό­σων αἰώνων· τήν ἀπιστία της ἐπιβεβαιώνει στή δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλη­σί­ας· ἀπορρίπτει τήν πίστη στήν Ἀνάστα­ση. Ἀντιθέτως ἡ ταφή, ὁ μόνος χριστια­νο­πρε­πής, «ἱερός καί αἰδέσιμος» τρό­πος φροντίδας τῶν νεκρῶν σωμάτων, εὐθυ­γραμ­­μί­ζεται πρός τή διαιώνια παρά­δοση καί σηματοδοτεῖ τήν ἐλπίδα καί τήν προσδο­κία τῆς ἀναστά­σεως τῶν νεκρῶν.

http://aktines.blogspot.gr/2016/03/blog-post_53.html#more