Εὐλογητός εἶ Κύριε (Ψαλμ.118,12)
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε
Ὁ ναός ἦταν γεμᾶτος ἀπό κόσμο. Εἶχε πεθάνει ὁ ἀρχιμανδρίτης Λαυρέντιος, ἄνθρωπος ἐκλεκτός καί φιλάνθρωπος, πολύ ἀγαπημένος ἀπ᾿ ὅλους καί εἶχαν ἔλθει νά τόν ἰδοῦν γιά τελευταία φορά. Τώρα εὑρισκόταν στό νεκροκράββατο, στήν μέση τῆς ἐκκλησίας καί οἱ μοναχοί ὁλόγυρά του.
Ἦλθε σιωπηλός καί ὁ Καθηγούμενος μέ θλιμμένο τό πρόσωπο γιά τόν ἀγαπητό του φίλο. Ἐπῆγε στό στασίδι του κι ἀμέσως ἕνας μεγάλος ἀριθμός ἀπό ἱερομονάχους καί διακόνους ἄρχισε τήν νεκρώσιμο ἀκολουθία.
Στό προσκέφαλο τοῦ κεκοιμημένου, ἕνας μοναχός πού φοροῦσε μανδύα καί καλυμμαύχι, ἄρχισε νά διαβάζη τό 17ο Κάθισμα: Μακάριοι οἱ ἄμωμοι οἱ ἐν ὁδῶ…».
Ταυτοχρόνως, ἀπό τόν δεξιό χορό ἀκούεται ἀργά καί σιγανά μία χαμηλή ψαλμωδία: «Εὐλογητός εἶ, Κύριε…». Σάν ἕνας ἀντίλαλος ἐπαναλαμβάνει ὁ ἄλλος χορός: «Εὐλογητός εἶ, Κύριε…».
Τό διάβασμα συνεχίζεται καθαρά καί ἀργά: «Ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξεζήτησά Σε, ὁδόν ἐντολῶν Σου ἔδραμον…», «αἱ χεῖρες Σου ἐποιήσάν με καί ἔπλασάν με», καί ἡ ἐπωδός τῶν χορῶν πού τό συνοδεύει, ἐξαφανίζεται στό ὕψος τῶν θόλων, ὅπως ὁ καπνός τοῦ θυμιάματος.
«Σός εἰμι ἐγώ…», συνεχίζει ὁ ἀναγνώστης καί οἱ χοροί ἐπαναλαμβάνουν μέ τήν σειρά: «Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με», «Σός εἰμι ἐγώ σῶσον με».
«Ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς χερσί Σου…», ἀκολουθεῖ ὁ ἀναγνώστης, «θλίψεις καί ἀνάγκαι εὕρωσάν με…ἐκέκραξα ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου…, Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με».
Ἡ ἐκκλησία εἶναι γεμάτη ἀπ᾿ αὐτό τό μουρμουρητό καί δάκρυα σιωπηλά πέφτουν ἀπό τά μάτια ὅλων. Ὁ Καθηγούμενος στηρίζεται στήν ράβδο του, τό ἱερατεῖο καί τό πλῆθος τῶν πιστῶν ἀκούουν με βαθειά σιωπή….
Καί ξαφνικά φαίνεται ὅτι τό τέμπλο μαζεύεται σάν μιά αὐλαία. Στό κέντρο, στόν μεγαλοπρεπῆ θρόνο, φαίνεται ὁ Βασιλεύς Χριστός δορυφορούμενος μέ ἀγγελικές τάξεις. Ὁ κακοιμημένος ντυμένος μέ τό ταπεινό μοναχικό ἔνδυμα, τό κεφάλι γερμένο καί τά χέρια στό στῆθος, στέκεται μπροστά στόν Δεσπότη, ὅπως σέ μιά μυστική ἐξομολόγησι.,
«Εὐλογητός εἶ, Κύριε», ἀρχίζει αὐτός καί σάν ἕνα φλοίσβιμα ἐπαναλαμβάνει τό πλῆθος τῶν πιστῶν «εὐλογητός εἶ, Κύριε». Εὐλογητός εἶ, Κύριε, διότι μ᾿ἔβγαλες ἀπό τό βάθος τῆς ἀνυπαρξίας καί μέ ἐδόξασες μέ τήν θεϊκή Σου εἰκόνα. Εὐλογητός εἶ, Κύριε, πού μέ ἀξίωσες τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τῆς ἀγγελικῆς τάξεως τῶν μοναχῶν. Εὐλογητός εἶ, Κύριε, διότι μέ ἀξίωσες τῆς χάριτος τῆς ἁγίας ἱερωσύνης καί μέ ἐτοποθέτησες οἰκονόμο τῶν ἱερῶν Σου θεϊκῶν μυστηρίων. Εὐλογητός εἶ, Κύριε….
Ἀλλά ἀκολουθεῖ ἡ μυστική ἐξομολόγησις: «…θλίψεις καί ἀνάγκαι εὕροσάν με, ὅμως, Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με….ἔθεντο ἀμαρτωλοί παγίδα μοι, ἀλλά Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με,… ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός, Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με…». Καί τό πλῆθος ἐπαναλαμβάνει ψιθυριστά: «Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με…».
Τό Κάθισμα ἐτελείωσε, ὁ κοιμηθείς ἐνταφιάσθηκε μέ τιμή, ὁ κόσμος ἀποσύρθηκε στά ἴδια. Ἀλλά ἡ ἠχώ τοῦ Καθίσματος καί ἡ μυστική ἐξομολόγησις ἀποτυπώθηκαν γιά πάντα στήν καρδιά μου καί συχνά ἀντηχοῦν μέσα μου.
Ὅταν μιά βαθειά εἰρήνη πλημμυρίζει τήν ψυχή μου καί κανένα κακό δέν τήν ταράζει, ἀπό τά κατάβαθα τῆς καρδιᾶς μου μιά συναίσθησις εὐγνωμοσύνης ἀνεβαίνει: «Εὐλογητός εἶ, Κύριε». Ὅταν τό γαλήνιο πρόσωπο ἑνός ἀδελφοῦ καί ἡ ἀγαπημένη φωνή μέ προϋπαντοῦν καί ἡ καρδιά μου ἀνασκιρτᾶ ἀπό πνευμαιτκή ἀγαλλίασι, μιά μυστική φωνή μέσα μου ψιθυρίζει: «Εὐλογητός εἶ, Κύριε». Μπροστά στό θεῖο Θυσιαστήριο, ὅταν ἡ ψυχή λειώνει ἀπό ἀνείπωτη εὐσπλαγχνία τοῦ Δεσπότου, μιά φωνή εὐχαριστίας ἐξέρχεται: «Εὐλογητός εἶ, Κύριε».
Ἀλλά καμμιά φορά μαῦρα καί ἀπειλητικά σύννεφα ἐμφανίζονται στόν οὐρανό τῆς καρδιᾶς μου καί ἕνας ἐχθρικός ἄνεμος μέ περικυκλώνει. Τότε μέ τρόμο ἡ καρδιά μου κραυγάζει: «Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με…». Ὅταν τό πόδι μου γλυστράει καί κινδυνεύει νά πέση στόν γκρεμό, μιά ἐσωτερική βοή ξεσπάει: «Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με…». Καί, ὅταν ὁ πονηρός μέ περιτριγυρίζει γιά νά μέ καταβροχθίση, ἡ ψυχή μου τρομαγμένη ζητεῖ τόν Κύριο: «Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με…».
Κι ἔτσι συχνά, στό κελλί μου, στήν ἐκκλησία, στόν δρόμο, στήν δουλειά νοερά μετέχω σ᾿ ἐκείνη τήν μυστική ἐξομολόγησι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί στήν καρδιά μου ἀντηχοῦν οἱ δύο ἐπωδές:
«Εὐλογητός εἶ, Κύριε».
«Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με…».
Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.