ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗ

μέρος α΄

Ἡ ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά, κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη (Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, Περί θείων ὀνομάτων, P.G. 3,705), ὅπως ἀναφέραμε, ἀποτελεῖ μία κυκλική κίνησι τῆς ψυχῆς ἀπό τά ἔξω πράγματα πρός τόν ἑαυτό της, μέ τήν ὁποία ἡ ψυχή συγκεντρώνεται στόν ἑαυτό της καί ἐξασφαλίζεται ἀπό κάθε πλάνη.

Πῶς ὅμως γίνεται αὐτό;

Στήν “Φυλακή τῶν πέντε αἰσθήσεων” τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον, περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων, ἐκδ. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀθῆναι, σελ. 118), γίνεται λόγος εἰδικώτερα γιά κάποιο κράτημα τῆς ἀναπνοῆς. Ὁ νοῦς δέν ἔχει τήν ἀνάγκη τῆς ἀναπνοῆς, ἀλλά οἱ Πατέρες βρῆκαν τόν τρόπο αὐτό, γιά τούς ἀρχαρίους εἰδικά. Μέ τήν ἀναπνοή βοηθεῖται ὁ νοῦς, κατά κάποιον τρόπο, νά μπῆ στήν καρδιά ἤ μᾶλλον διευκολύνεται ὁ προσευχόμενος νά καταλάβη σέ ποιό ἀκριβῶς μέρος πρέπει νά κατεβάζη τόν νοῦ.

Ὁ εἰσπνεόμενος ἀέρας, περνῶντας μέσα ἀπό τά ἀναπνευστικά ὄργανα, φθάνει μέχρι τούς πνεύμονες. Ἄν εἰσπνεύσουμε βαθειά καί κρατήσουμε τόν ἀέρα ἐπί ἕνα περίπου λεπτό, θά νοιώσουμε κάποια μικρή ἐνόχλησι σέ κάποιο σημεῖο ἀριστερά στό στῆθος, σάν ἐλαφρό πόνο, σάν ἕνα μικρό τσίμπημα. Ἐκεῖ εἶναι τό στόμιο τῆς καρδιᾶς, ἀπ᾿ ὅπου καί ἀκοῦμε τούς καρδιακούς παλμούς. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά κατεβαίνη καί νά ἐντοπίζη τήν προσοχή-προσευχή ὁ νοῦς μέ ὅλες τίς δυνάμεις του, ἀλλά καί:

ἀφαντάστως,

ἀνειδέως,

ἀνεικονίστως,

ἀμετεωρίστως,

ἀμόρφως.

Βέβαια, ὁ τρόπος αὐτός μέ τό κράτημα τῆς ἀναπνοῆς, γίνεται μόνο στήν ἀρχή καί πάντα μέ τήν συμπαράστασι ἀπλανοῦς Γέροντος, πολύ διακριτικοῦ καί ἐμπείρου καθηγητοῦ τῆς Νοερᾶς προσευχῆς. Γιατί χωρίς ὁδηγό διατρέχει κανείς τόν κίνδυνο νά πέση σέ πλάνη.

Δέν θά πρέπει νά λησμονοῦμε ποτέ (ἰδίως ὅσοι ἐργάζονται τήν Νοερά προσευχή) ὅτι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν. Α΄: 18), ὅπως σφραγίζει ὁ εὐαγγελικός λόγος. Γιατί, μήπως ὁ ἐν Τριάδι Θεός ἔχει μορφή καί σχῆμα γιά νά Τόν δοῦμε; Ὄχι! Ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος Νοῦς, ὅλος Φῶς. Εἶναι Πνεῦμα καί ὡς ἄπειρο Πνεῦμα εἶναι πανταχοῦ παρών, καί στόν οὐρανό καί στήν γῆ καί στήν κόλασι καί στόν παράδεισο. Ἀλλά καί Παρών στήν καρδιά κάθε ἀνθρώπου, ἀφοῦ Αὐτός «ἐτάζει καρδίας καί νεφρούς» (πβ. Ψαλμ. 7 : 10), καί εἰδικώτερα στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ ἀγωνιζομένου χριστιανοῦ, ὅταν αὐτή καθαρισθῆ ἀπό τά πάθη καί γίνη δεκτικό δοχεῖο τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος.

Γνωρίζουμε ὅτι πρῶτα καθαρίζεται ὁ νοῦς κι ὕστερα ἡ καρδιά. Καί ὅταν καθαρίζεται ἡ καρδιά, καί μάλιστα ἀπό τήν οἴησι, τήν ὑπερηφάνεια, τήν κενοδοξία, τόν ἐγωϊσμό καί τίς πλάνες, τότε γίνεται κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί, ὅπως εἶναι σκεπασμένη ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, φαντάζεται ὁ προσευχόμενος τήν παρουσία τῶν Ἀγγέλων, τῶν Ἁγίων, τῆς Θεοτόκου, ἀκόμα καί τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἁπλῶς φαντάζεται ὁ προσευχόμενος! οὔτε κἄν αἰσθάνεται, γι᾿ αὐτό καί τόση πλάνη γύρω μας.

Δέν εἶναι ὅμως μόνο ἡ φαντασία ἐπικίνδυνη, ἀλλά καί τό πλῆθος τῶν δῆθεν καλῶν ὀνείρων, ὁραμάτων καί ὀπτασιῶν καί ἄλλων σκοτεινῶν καταστάσεων, ὅπως εἶναι οἱ κρότοι, οἱ θόρυβοι, κάποιες φωνές ἀνθρώπων ἤ ζώων, τριξίματα ἀπό εἰκόνες καί ἄλλα πολλά, πού εἶναι γνωστά μέσα ἀπό τήν πολύτιμη πεῖρα τῶν διακριτικῶν Ἁγειορειτῶν πατέρων καί Γερόντων καί ἔχουν δημοσιευθῆ σ᾿ ὅλα τά μέχρι σήμερα ἐκδοθέντα Γεροντικά, στόν Εὐεργετινό, στήν Φιλοκαλία, στούς βίους τῶν Ἁγίων, στίς “Ἁγιορείτικες μορφές”…

Γιά τόν πνευματικό – Ἐξομολόγο ἱερέα, πού στερεῖται βιωματικῆς ἐμπειρίας τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τῆς θείας Χάριτος, εἶναι πολύ δύσκολο νά διακρίνη τήν προέλευσι τῶν διαφόρων ψυχικῶν καταστάσεων, πού δέχεται ὁ προσευχόμενος στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἆραγε, τά ὁποιαδήποτε σκιρτήματα πού δέχεται ὁ νοερά προσευχόμενος εἶναι ὄντως ἐνέργειες καί ἀποκυήματα νοσηρᾶς φαντασίας;

 

Ἐάν, ἀπό τήν ἄγνοια, (πού διακρίνει ἐμᾶς τούς Πνευματικούς), χαρακτηρίσουμε τούς “ἀνασασμούς” τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὡς πλάνη τῆς φαντασίας ἤ ὡς ἀπάτη τῆς “μαύρης χάριτος” τότε κινδυνεύουμε νά βλασφημήσουμε τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐάν, πάλι, τίς δαιμονικές φαντασιώσεις τίς ἐκλάβουμε ὡς θεϊκές ἐνέργειες, τότε θά ὁδηγήσουμε τόν “εὐχόμενο” σέ πλάνη οἰκτρά καί διά μέσου αὐτῆς σέ πιθανή δαιμονοκρατία. Γι᾿ αὐτό ἀπαιτεῖται ὁ Πνευματικός νά εἶναι ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ μέ οὐράνια βιώματα καί πεῖρα. Εἶναι ὄντως μέγα τό χάρισμα τῆς διακρίσεως πνευμάτων καί πνευματικῶν καταστάσεων! Καί ὅσοι ἀπό ἐμᾶς πού διακονοῦμε τό Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, στερούμεθα αὐτοῦ τοῦ μεγάλου χαρίσματος, ὅπως ἡ ἐλαχιστότητά μου, καλόν εἶναι νά μᾶς διακρίνη ἡ καθαρή ζωή, ἡ πολλή προσευχή, ἡ ταπείνωσις καί ἡ μετάνοια, πού θά μᾶς καταστήσουν προσεκτικούς στήν ἀντιμετώπισι ἀναλόγων φαινομένων.

Ἀλλά καί ἡ θεία ἔλλαμψις πού καταλαμβάνει θεοειδῶς ὅλον τόν κεκαθαρμένον νοῦν, ὀφείλει νά φέρη τήν σφραγῖδα καί τήν ὑπογραφή τῶν ἐμπείρων Πνευματικῶν ὁδηγῶν, πού θά βεβαιώνουν τήν ἀπλανῆ αἴσθησι τῶν “ἀνασασμῶν” τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῆς νοερῶς προσευχομένης ψυχῆς, κι ἡ ψυχή μέ τήν σειρά της θά χαρακτηρίζεται ἀφ᾿ ἑνός ἀπό τήν ἀκριβῆ τήρησι τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί ἀφ᾿ ἑτέρου ἀπό δεδοκιμασμένη κτῆσι τῶν θεοαρετῶν τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς πραότητος καί τοῦ ταπεινοῦ φρονήματος, τῆς συντριβῆς, τῆς μετανοίας, τῆς ὑπομονῆς, τοῦ πένθους, τῶν δακρύων καί ἄλλων, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Μόνον ἔτσι δημιουργεῖται ἡ ἀσφάλεια ἀπό τούς κινδύνους τῆς πλάνης ἐκ τῶν ἐνεργημάτων τῆς θεϊκῆς ἐλλάμψεως καί τῆς θείας Χάριτος!γι᾿ αὐτό καί οἱ Νηπτικοί Πατέρες τονίζουν:

«Ὅρα μή σέ ἀπατήσωσι διά τινος ὀπτασίας οἱ πονηροί δαίμονες, ἀλλά γίνου σύννους τρεπόμενος εἰς προσευχήν, ἵνα ταχέως τόν πλάνον ἀπελάσῃ ἀπό σοῦ» (Ὁσίου Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ, Περί προσευχῆς 153 κεφ. , Φιλοκαλία…, τ. Α, σελ. 229).

«Δίκαιόν ἐστι μηδέ τόν δόλον σε τοῦτον ἀγνοεῖν, ὅτι ἐν καιρῷ μερίζουσιν ἑαυτούς οἱ δαίμονες καί εἰς δόξης βοήθειαν ἐπιζητεῖν εἰσίασιν οἱ λοιπόι ἐν σχήμασιν ἀγγελικοῖς, τούς πρώτους ἀπελαύνοντες, πρός τό σέ ἐξαπατᾶσθαι ὑπ᾿ αὐτῶν τῇ γνώμῃ ὡς δῆθεν ὄντως ἀγγέλων» (Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ, Περί διακρίσεως παθῶν καί λογισμῶν, Φιλοκαλία…, τ. Α΄, σελ. 77).

«Μήν ἐπιθυμῆς νά δῆς ἀγγέλους ἤ δυνάμεις ἤ τόν Χριστό σωματικῶς, μήν τυχόν καί φθάσης σέ τέτοια κατάστασι φρενῶν, ὥστε νά δεχθῆς λύκο ἀντί βοσκοῦ καί προσκυνήσης τούς ἐχθρούς δαίμονες» (Ὁσίου Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ, Περί προσευχῆς 153 κεφ. , Φιλοκαλία…, τ. Α΄, σελ. 231).

Ὁ μεγάλος ἀσκητής καί ὅσιος, Κύριλλος ὁ Φιλεώτης, διηγεῖται τό ἑξῆς περιστατικό:

Κατά τήν διάρκεια μιᾶς νυκτερινῆς του προσευχῆς στό κελλάκι του, ἀγρυπνῶντας καί λέγοντας τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», στό ἐνενηκοστόν ἔτος τῆς ἡλικίας του, καί βλέποτάς τον ὁ διάβολος ἐξασθενημένον καί παραλελυμένον ἀπό τό βαθύτατον γῆρας, θέλησε ἔστω καί στίς τελευταῖες του στιγμές νά τόν κολάση μέ δαιμονική πλάνη.

Ἔτσι, ἐντελῶς ξαφνικά, ἐμφανίστηκε μπροστά στόν Ὅσιο τό ἐσωτερικό ἑνός ὡραίου ναοῦ, ἐντός τοῦ ὁποίου λειτουργοῦσε ἕνας πολύ γνωστός καί ξακουστός ἐρημίτης ἱερεύς, τόν ὁποῖο εἶδε ἀπότομα νά βγαίνη στήν Ὡραία πύλη καί χωρίς νά πῆ τό «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης», νά τόν καλῆ νά κοινωνήση:

Ἔλα, Κύριλλε, νά κοινωνήσης, ἔλα!

Πηγαίνοντας προς τόν ἱερέα, χωρίς νά καταλάβη πῶς κινήθηκε πρός τά ἐκεῖ γιά νά μεταλάβη, ἀπό τήν συνήθεια πού εἶχε καί ἀπό τόν φόβο τόν πολύ ἔκανε τόν σταυρό του, λέγοντας:

Χριστέ μου, σέ μένα τόν ἀνάξιο;

Καί τότε ἀκούσθηκε φοβερή βροντή! Ἔπεσε «κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ», ὅπως θά λέγαμε, καί τά πάντα διελύθησαν μέσα σέ καπνό καί ἀπαίσια δυσοσμία. Βρώμισε ὅλο τό κελλί τοῦ ὁσίου Κυρίλλου καί ἄνοιξε τίς πόρτες καί τά παράθυρα γιά νά ξεβρωμίση ὁ τόπος. Γιατί ὅμως; Διότι αὐτή ἦτο σατανική ὀπτασία, ἀφοῦ «αὐτός (γάρ) ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται (ἀκόμη καί) εἰς ἄγγελον φωτός» (Β΄ Κορ. ιγ΄ : 14), μέ κίνδυνο μάλιστα νά χάση ὁ Ὅσιος καί τήν ψυχή του.

Εἶναι γνωστό ὅτι κανένας μας δέν ἔχει ἀσφάλεια, μέχρις ὅτου χωρισθῆ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Κίνδυνο ἀπωλείας καί κολάσεως δέν ἔχει μόνον ὁ νέος, ἀλλά καί ὁ εὑρισκόμενος σέ βαθύ γῆρας, τότε πού τόν ἐγκαταλείπουν οἱ σωματικές καί πνευματικές δυνάμεις μαζί μέ τήν μνήμη. Μόνον τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς σώζει. Γι᾿ αὐτό μέρα-νύχτα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μέχρι καί τήν τελευταία μας ἀναπνοή. (Λαγγῆ Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής, Ἀθῆναι 1991, τ. 12, σελ. 93-96 (Διασκευή).

Ὁ Θεός, ὅ,τι δημιούργησε, δέν τό ἔκανε μόνο γιά τούς Ἀγγέλους. Καλοί εἶναι οἱ Ἄγγελοι καί ἀπολαμβάνουν καί χαίρονται τά κάλλη τοῦ οὐρανοῦ. Ὅμως μακαρίζουν ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Θεός δέν ἔγινε Ἄγγελος, ἀλλά τέλειος ἄνθρωπος καί ταυτόχρονα τέλειος Θεός, ὁ ΘεάνθρωποςἸησοῦς Χριστός. Καί γνωρίζουν οἱ Ἄγγελοι πολύ καλά ὅτι ὅλα, ὅσα ἔχει ὁ Θεός, τά ἔχει καί γιά τούς ἀνθρώπους. Βέβαια, ὄχι αὐτά πού θέλει νά μᾶς παρουσιάση διά τῆς φαντασίας ὁ διάβολος, ἀλλα αὐτά πού θέλει νά μᾶς δώση Ἐκεῖνος. Πότε; Ὅταν ἡ καρδιά μας καθαρισθῆ καί γίνη ναός Του.

Προσοχή, λοιπόν! Χρειάζεται πολλή πνευματική δουλειά καί πολύς κόπος μαζί μέ καθαρή ἐξαγόρευσι καί Ἐξομολόγησι ὅλων τῶν λογισμῶν στόν Πνευματικό, γιατί πολύ εὔκολα ὁ διάβολος μᾶς παρασύρει στήν πλάνη. Ἀποτελεσματικά μέσα πρός ἀποφυγήν τῆς πλάνης, εἶναι τό μακάριον πένθος, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, τό ταπεινό φρόνημα, ὁ μή μετεωρισμός τοῦ νοῦ καί ἡ προσοχή μας στήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Γι᾿ αὐτό καί ἐπιμένουμε πολύ στήν Ἐξομολόγησι νά λέμε πρῶτα τίς ἁμαρτίες τῶν λογισμῶν, γιατί ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει ὅλο τό κακό, καί ὕστερα τίς στενοχώριες μας καί τά βάσανά μας. Ἄλλωστε, κανένας ἄλλος δέν φταίει, παρά μόνο ἐμεῖς…

Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί

στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ἀμήν!

συνεχίζεται…