1. Κατάγομαι ἀπ’ τό χωριό Ἅγιος Ἰωάννης (Περί σπατάλης), Ἀρχιμ. Σάββας
Ἁγιορείτης

 (Ματ 13, 53-58)- 1:45

 
Ἐκ τοῦ βιβλίου «Βίος καί Λόγοι» τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἕνας σύγχρονος προφήτης, αὐτοβιογραφεῖται. «Κατάγομαι ἀπό τό χωρίον Ἅγιος Ἰωάννης», λέγει ὁ Ἅγιος. «Στήν Εὔβοια ὑπάρχει ἕνα χωριό, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης∙ ἀπό αὐτό τό χωριό κατάγομαι. Οἱ γονεῖς μου ἤτανε φτωχοί, γι’ αὐτό ὁ πατέρας μου ἔφυγε ἀπό τό χωριό καί ἐπῆγε εἰς τήν Ἀμερική. Ἐκεῖ δούλευε ὡς ἐργάτης στήν διώρυγα τοῦ Παναμᾶ. Ἐμεῖς τά παιδιά στό χωριό, ἀπό μικρά πού ἤμασταν, κάναμε δουλειές. Ποτίζαμε τόν κῆπο, τά δέντρα, φέρναμε τά ζῶα, τρέχαμε παντοῦ, ὅπου μᾶς λέγανε οἱ μεγάλοι»[1]. Ἤτανε δηλαδή ὁ Ἅγιος ἀπό ἕνα ταπεινό χωριό καί ἔκανε τίς συνηθισμένες δουλειές, ἐνῶ ὁ πατέρας του ἦταν μετανάστης.
 
«Ἐγώ μικρός ἔβοσκα τά ζῶα στό βουνό. Ἤμουνα κουτός καί ντροπαλός», λέγει. «Στό σχολεῖο ἐπῆγα μόνο μιά τάξη καί σχεδόν δέν ἐμάθαμε τίποτε, γιατί ὁ δάσκαλος ἦταν ἄρρωστος». Ἦταν, ἑπομένως, ὁ Ἅγιος ἀγράμματος κατά κόσμον, ἀλλά στή συνέχεια ὅταν ἐμεγάλωσε, ἐνδιαφέρθηκε καί μελέτησε ὁ ἴδιος καί ἔγινε πράγματι σοφός. «Ἐκεῖ πού φύλαγα τά πρόβατα, διάβασα συλλαβιστά τόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου καί ἀπό ἐκεῖ μοῦ ἦρθε ὁ ζῆλος νά φύγω καί νά γίνω μοναχός. Χωρίς νά ξέρω τίποτε. Οὔτε μοναχό εἶχα δεῖ οὔτε μοναστήρι, τίποτα»[2]. Ἤτανε πραγματικά, θεία νεύση, θεία κλίση.
 
«Ὅταν ἔγινα ἑφτά χρονῶ, μ’ ἔστειλε ἡ μητέρα μου στή Χαλκίδα, νά δουλέψω σέ ἕνα κατάστημα. Πωλοῦσαν ἐκεῖ ἀπ’ ὅλα. Εἶχαν τά καταστήματα ἐκείνη τήν ἐποχή σιδερικά, βίδες, κλειδαριές καί σχοινιά, ἀλλά εἶχαν ὅμως καί ζάχαρη καί ρύζι καί καφέ καί πιπέρι καί ὅλα ὅσα ἔχει ἕνα μπακάλικο. Μεγάλο ἦταν τό κατάστημα. Καί ἦταν ἐκεῖ ἄλλα δύο παιδιά. Ἐπῆγα καί ἐγώ»[3]. Ἀπό πολύ μικρός ἑπομένως ὁ Ἅγιος, βρέθηκε μέσα στήν βιοπάλη καί μέσα στήν καθημερινότητα.
 
«Ὅ,τι μοῦ λέγανε αὐτοί, ἐγώ τά ἔκανα», λέει ὁ Ἅγιος. «Ὅλοι μέ διατάζανε ἐμένα καί ἐγώ ἔτρεχα παντοῦ. Ἐν τῷ μεταξύ οἱ ἄλλοι δύο εἶχαν κανονίσει πότε θά ποτίζανε τά βασιλικά τῆς κυρᾶς πάνω στό μπαλκόνια. Πήγαιναν ἐναλλάξ. Ὁ ἕνας τή μιά μέρα, ὁ ἄλλος τήν ἄλλη. Εἶχαν σειρά. Ὅταν ἐπῆγα ἐγώ, ἐβάλανε ἐμένα σ’ ὅλα. Καί στό σκούπισμα καί στά λουλούδια. Ἐγώ δέν πονηρευόμουνα ὅμως. Τά ἔκανα ὅλα. Ὅπως μοῦ λέγανε, πήγαινα»[4]. Βλέπουμε μιά πολύ ἁπλή καί ταπεινή συμπεριφορά.
 
«Καί μιά μέρα πού σκούπιζα τό κατάστημα, στό τέλος, ἐκεῖ πού εἶχα μαζέψει τά σκουπίδια, εἶχε χυθεῖ καφές, σπυριά ἄλεστα. Ἤτανε ἐκεῖ πέρα καμιά δεκαπενταριά σπυριά καφέ. Καί ἐγώ ἔσκυψα, τά μάζεψα καί τά ἔβαλα στό χέρι καί πῆγα νά τά ρίξω στό τσουβάλι, ἐκεῖ πού ἦταν ὁ καφές. Τό ἀφεντικό ἦταν στό γραφεῖο του. Εἶχε τζάμια γύρω-γύρω καί μέ εἶδε πού ἔσκυψα ἐκεῖ καί μετά πῆγα στό τσουβάλι νά τά ρίξω. Καί φωνάζει: – Ἄγγελε -ἐννοώντας ἐμένα, ἔτσι μέ φωνάζανε μικρό- ἔλα ’δῶ!». Τό πρῶτο του ὄνομα, τό βαπτιστικό του, ἦταν Ἄγγελος. «Πῆγα ἐκεῖ. – Τί ἔχεις στό χέρι; Τί εἶναι αὐτό; Λέγω: – Καφές. Τά ηὗρα ἐκεῖ κάτω καί τά μάζεψα. Ἀρχίζει λοιπόν: – Τάσοο, Ἀρίστοο, Γιάννηη, Γιώργοο!!!». Ἄρχισε δηλαδή νά φωνάζει τούς διαφόρους ὑπαλλήλους του. «Ἄλλος ἦταν μέσα στήν ἀποθήκη, ἄλλος ἀλλοῦ. Φώναζε τό ἀφεντικό. Ἦλθαν ὅλοι ἐκεῖ. Λοιπόν, ἄνοιξε τό χέρι μου τό ἀφεντικό. – Τά βλέπετε; τούς λέγει. Τί εἶναι αὐτά; Σπυριά ἀπό καφέ, λένε. – Ποῦ τά ηὗρες, Ἄγγελε; – Στό πάτωμα ἦταν σκορπισμένα, λέω, τά μάζεψα καί πῆγα νά τά ρίξω στό σακί μέ τόν καφέ. Λοιπόν, ἔκανε ὁλόκληρη διδασκαλία τό ἀφεντικό μου. Ἐκεῖ τί γινόταν! Σπατάλη μέ τίς σέσουλες. Πετοῦσαν ἀπό δῶ, ἀπό κεῖ…
 
Καί λέει: – Ἀκοῦστε με τώρα, ἀπό σήμερα θά βάλετε μία σειρά ἐδῶ μέσα. Μιά βδομάδα ὁ Ἀρίστος, μιά βδομάδα ὁ Τάσος, τήν ἄλλη ὁ Ἄγγελος καί γιά τά λουλούδια καί γιά ὅλα»[5]. Βλέπουμε, πῶς τό ἀφεντικό ἐξετίμησε τόν Ἅγιο καί πράγματι ἔβαλε μιά σειρά στό κατάστημά του. Ἀλλά πρό πάντων ἐντυπωσιάζει ἡ τάξη πού εἶχε ὁ Ἅγιος καί τό ὅτι δέν ἤθελε νά γίνεται καμία σπατάλη, καί μάλιστα σέ πράγματα πού ἦταν ξένα καί ὄχι δικά του. Βλέπουμε δηλαδή ἕναν σεβασμό στήν κτίση, στά ἀγαθά πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν πολύ μικρή αὐτή ἡλικία.
 
«Μ’ ἀγαποῦσαν, λοιπόν», λέγει ὁ Ἅγιος, «τ’ ἀφεντικά μου. Μέ καλοῦσαν πάνω, στό σπίτι τους, καί μ’ ἔβαζαν καί ἔψαλα ὅ,τι τροπάρια ἤξερα. Μέ πῆραν πολύ ἀπό καλό ἔτσι. Αὐτή τήν πράξη μου τήν ἐκτιμήσανε, γιατί δέν μέ ξέρανε.
 
Μετά δύο χρόνια ἐπῆγα στόν Πειραιᾶ, γιά νά ἐργαστῶ στό μπακάλικο ἑνός συγγενοῦς. Τό μπακάλικο ἦταν μαζί καί ταβέρνα. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μιά σοφίτα, ὅπου καί κοιμόμουνα τό βράδυ. Τό μαγαζί βρισκόταν σ’ ἕναν λόφο, στήν ὁδό Τσαμαδοῦ. Ἐρχόντουσαν κάθε μέρα καί ψωνίζανε καί ἀρκετοί ἀπό τούς πελάτες καθόντουσαν κάτι νά πιοῦνε, νά τσιμπήσουνε, ἐφόσον ἤτανε καί ταβέρνα»[6].
 
Λέγει ἡ Ἁγία Γραφή περί τῆς σπατάλης: «ὅς κατασπαταλᾷ ἐκ παιδός, οἰκέτης ἔσται, ἔσχατον δέ ὀδυνηθήσεται ἐφ᾿ ἑαυτῷ»[7]. Στίς Παροιμίες εἶναι αὐτό. Ἐκεῖνος πού ἀπό τά παιδικά του χρόνια κατασπαταλᾶ τά χρήματα, θά καταντήσει σύντομα φτωχός, καί θά γίνει δοῦλος, καί στό τέλος θά δοκιμάσει πολλές συμφορές καί ὀδύνες. Ἑπομένως δέν ἐπιτρέπεται, καί ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἡ σπατάλη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Πολύ περισσότερο ἡ σπατάλη τοῦ χρόνου, πού εἶναι πολυτιμότατο ἀγαθό καί μᾶς δίδεται ἀπό τόν Θεό γιά μετάνοια.
 
Κατάχρηση, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι ἡ δαπάνη πού κάνεις γιά ὅσα δέν χρειάζεσαι. Ὅταν σπαταλᾶς τά λεφτά σου τρώγοντας, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, πίνοντας καί ἀσωτεύοντας, καθόλου δέν σκέφτεσαι ὅτι θά φτωχύνεις. Ὅταν ὅμως εἶναι νά βοηθήσεις ἕναν φτωχό, τότε σέ κυριεύει ὁ φόβος μήπως βοηθώντας τον, καταντήσεις ἐσύ φτωχός. Ἡ σπατάλη εἶναι κλοπή τῆς ἰδιοκτησίας τῶν φτωχῶν, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, διότι τά περισσεύματά μας ἀνήκουν σέ αὐτούς. Τά ἀγαθά ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς εἴμαστε ἁπλοί διαχειριστές. Γι’ αὐτό θά πρέπει μέ πολύ σύνεση καί χωρίς καθόλου σπατάλη νά τά χρησιμοποιοῦμε.
 
«Μιά φορά ἐκεῖ πού ἐργαζόμουν ἦρθε τό ἀφεντικό», λέγει ἡ γερόντισσα Μακρίνα Βλασσοπούλου. «Βλέπει κάτω τό ἀφεντικό ἕνα κουτί, σκύβει καί τό παίρνει. Μᾶς ἔκανε ἐντύπωση. Σκέφτηκα, κοίτα τί παράδειγμα μᾶς ἔδωσε, τί διδασκαλία μᾶς ἔκανε, νά προσέχουμε νά μήν σπαταλοῦμε τό καθετί. Βλέπουμε κάτι; Νά τό συμμαζεύουμε, νά κάνουμε οἰκονομία. Νά τρῶμε τό φαγητό, νά παίρνουμε τήν μπουκίτσα μας, νά καθαρίζουμε τό πιάτο ἀπό τό λαδάκι καί ἔτσι οὔτε τό λάδι θά πετιέται, οὔτε θά ξοδεύεται ἐπιπλέον ἀπορρυπαντικό γιά νά καθαρίσει τό πιάτο»[8].
 
Ὑπάρχει ὅμως καί μιά κακή ἀντίληψη πού ἔχει σχέση μέ τήν ἐκκλησία, μέ τόν ναό, μέ τήν λαμπρότητα πού ὑπάρχει μέσα στήν ἐκκλησία, μέ τήν λαμπρότητα τῶν κειμηλίων, τῶν ἀμφίων, τῶν ἀφιερωμάτων. Πολλοί κοσμικοί ἄνθρωποι λένε ὅτι αὐτό εἶναι σπατάλη. Εἶναι ὅμως ἔτσι; «Θά ἀνεχότανε ὁ Χριστός τόση «λάμψη» στήν ἐκκλησία;». Ἄν ἐρχότανε πάλι ἄραγε θά μᾶς κατέκρινε; Καί τί ἀπαντάει σέ αὐτό ό Ἅγιος Νικόλαος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος; «Ὄχι -λέει- δέν εἶναι σπατάλη αὐτό. Ὁπωσδήποτε ὁ Θεός, ἄν ἐρχόταν καί σήμερα, πάλι θά ἀνεχόταν αὐτή τήν λαμπρότητα πού ὑπάρχει μέσα στούς ναούς. Ὅπως τό ἀνεχόταν καί τότε, θά τό ἀνεχόταν καί τώρα. Τότε πού ζοῦσε ὁ Χριστός ὑπῆρχε στά Ἱεροσόλυμα, ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντα, ἕνα ἀπό τά σπάνια θαύματα τῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἀλλά καί τῆς πολυτέλειας, στόν κόσμο. Αὐτός ὁ ναός εἶχε περισσότερο χρυσό καί πολύτιμες πέτρες ἐσωτερικά ἄπ’ ὅ,τι ἔχουν ὅλοι οἱ χριστιανικοί ναοί στά Βαλκάνια. Λέει στήν Τρίτη Βασιλειῶν: «καί ὅλον τόν οἶκον περιέσχε χρυσίῳ ἕως συντελείας παντός τοῦ οἴκου»[9]»[10]. Δηλαδή ὅλος ὁ οἶκος, ὅλος ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος εἶχε γύρω- γύρω χρυσάφι.
 
«Σέ αὐτόν τόν Ναό ἔμπαινε ὁ Χριστός πολλές φορές, ὅμως ποτέ δέν ἐξέφρασε τήν σκέψη αὐτῶν τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι ὅλα αὐτά πού ὑπάρχουν στούς ναούς θά πρέπει νά μεταμορφωθοῦν σέ ψωμί καί νά φαγωθοῦν. Αὐτός, ὁ Κύριός μας, προέβλεψε τήν κατάρρευση αὐτοῦ τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος. Ὁ ναός πράγματι καταστράφηκε, ἀλλά ὄχι ἐξαιτίας τοῦ χρυσοῦ πού ὑπῆρχε στόν ναό, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς λάσπης πού ὑπῆρχε στίς ἀνθρώπινες ψυχές.
 
Ἐμένα», λέει ὁ Ἅγιος Νικόλαος, «μέ εὐχαριστεῖ πού δείχνετε ἐλεήμων πρός τούς φτωχούς, ἀλλά ἀκόμα περισσότερο θά μέ εὐχαριστοῦσε ἐάν δείχνατε ἐλεήμων μέ τήν δική σας περιουσία καί ὄχι τῶν ἄλλων». Τί θέλει νά πεῖ; Αὐτοί ὅλοι πού κατηγοροῦν τήν ἐκκλησία γιά πολυτέλεια καί γιά σπατάλη καί τάχατες φαίνονται ὅτι εἶναι ἐλεήμονες, εἶναι ἐλεήμονες φαινομενικά, ἀλλά μέ τήν περιουσία τῶν ἄλλων. Ἄν εἶναι πράγματι ἐλεήμονες, ἄς τό κάνουν μέ τήν δική τους περιουσία. «Δέν θά ἤθελα νά σᾶς δῶ, ὅμως, στήν ἴδια πλευρά μέ τόν Ἰούδα», λέγει ὁ Ἅγιος Νικόλαος. «Θά θυμᾶστε πώς ὁ Ἰούδας θέλησε κάποτε νά φανεῖ πιό ἐλεήμων ἀπό τόν Χριστό. Διαβάστε τό 12ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου. Κάποια γυναίκα πῆρε ἕνα μπουκαλάκι μέ πολύτιμο μύρο νάρδου καί ἄλειψε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰούδας, πού ἀργότερα πρόδωσε τόν Δάσκαλό του γιά τά λεφτά, θύμωσε καί φώναξε: «Διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;»[11]»[12]. Γιατί τόση σπατάλη; θά λέγαμε.
 
Γιατί δέν πουλήσαμε αὐτό τό μύρο, νά πάρουμε τριακόσια δηνάρια καί νά τό δώσουμε στούς φτωχούς; Καί τί τοῦ ἀπάντησε σέ αὐτό ὁ στοργικός Κύριος, πού ἤτανε καθ’ ὁδόν νά δώσει καί τήν ζωή Του γιά τούς φτωχούς; «Τούς πτωχούς γάρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμέ δέ οὐ πάντοτε ἔχετε»[13]. Πολύ καλά ἔκανε αὐτή ἡ γυναίκα! Γιατί τούς φτωχούς τούς ἔχετε πάντα, Ἐμένα ὅμως δέν θά Μέ ἔχετε πάντα.
 
«Ἀκοῦστε λοιπόν», λέει ὁ Ἅγιος Νικόλαος, «τί θά σᾶς πῶ. Ἄν ὅλοι ἐμεῖς εἴχαμε πάντα τόν Χριστό μαζί μας, δέν θά ὑπῆρχαν φτωχοί ἀνάμεσά μας, ἐκεῖνοι πού ἔχουν τόν Χριστό μαζί τους, ἐκεῖνοι προσέφεραν στήν ἐκκλησία ὅλα αὐτά πού ἐσεῖς ὀνομάζετε «λάμψη» καί περιττά στολίδια καί σπατάλες. Ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι δίνουν τά μέγιστα στούς φτωχούς, καί δίνουν καί στήν ἐκκλησία. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ζωντανό Χριστό τούς σπρώχνει καί στίς δύο θυσίες: στή θυσία πρός τήν ἐκκλησία τους καί στή θυσία πρός τά φτωχά τους ἀδέλφια. Ἐνῶ ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν τόν Χριστό μαζί τους, δέν ἔχουν οὔτε τούς φτωχούς μαζί τους. Ἐκεῖνοι θά ἤθελαν νά πάρουν ἀπό τήν ἐκκλησία καί νά δώσουν στούς φτωχούς, γιά νά μήν δίνουν τά δικά τους, καί γιά νά μήν τους ἐνοχλοῦν οἱ φτωχοί. Αὐτός εἶναι ὁ βαθύτερος πειρασμός πού κάνει αὐθάδη περίπατο ἀνάμεσά μας μέ τό προσωπεῖο τῆς εὐεργεσίας. Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς φωτίσει»[14]. Αὐτό εἶναι μιά πολύ ὡραία ἀπάντηση γιά τούς σύγχρονους κατηγόρους τῆς ἐκκλησίας, γιά τάχατες πολυτέλεια καί γιά ἀμύθητα πλούτη, τά ὁποῖα ὀφείλουν νά δώσουν στούς φτωχούς.. Ἀλλά ὅλα αὐτά δέν εἶναι παρά ἡ προσφορά τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ στόν ἴδιο τόν Θεό.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Παρ. 29, 21.
[8] Λόγια καρδιᾶς, Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου, Ἱ.Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριά Βόλου, 2013.
[9] Γ΄ Βασ. 6, 22.
[10] Δέν φτάνει μόνο ἡ πίστη, Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, (Ἱεραποστολικές Ἐπιστολές Β΄), ἐκδόσεις Ἐν πλῷ (στό ἑξῆς: Δέν φτάνει μόνο ἡ πίστη, Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς).
[11] Βασ. 6, 22.
[12] Δέν φτάνει μόνο ἡ πίστη, Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς.
[13] Ματθ. 26, 11.
[14] Δέν φτάνει μόνο ἡ πίστη, Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς.