ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ΛΟΥΚΑ[:Β΄Koρ. 1, 21-24 και 2,1-4]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
[…]«Ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀῤῥαβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν(:Εκείνος δε ο Οποίος δίδει την ακλόνητη και βέβαιη πεποίθηση σε μας μαζί με σας, ώστε να μένουμε πιστοί στον Χριστό και ο Οποίος μας έχρισε με το Άγιο Πνεύμα, είναι ο Θεός. Αυτός και έβαλε την σφραγίδα Του επάνω μας, για να δείξει ότι είμαστε δικοί Του και έδωσε το Πνεύμα Του το Άγιο στις καρδιές μας ως προκαταβολή και εγγύηση για όλα όσα μας έχει υποσχεθεί)»[Β΄Κορ.1,21-22].
Πάλι από τα περασμένα επιβεβαιώνει τα μέλλοντα. Γιατί εάν Αυτός είναι που μας κρατά σταθερούς στην πίστη μας προς τον Χριστό, δηλαδή, Εκείνος που δε μας αφήνει να παρασαλευτούμε από την πίστη μας στον Χριστό, και είναι Αυτός που μας έχρισε και έδωσε στις καρδιές μας το Άγιο Πνεύμα, πώς δεν θα μας δώσει και την ρίζα και την πηγή, δηλαδή την αληθή γνώση για Αυτόν, τη μετάληψη του Αγίου Πνεύματος, πώς δεν θα μας δώσει τα όσα προέρχονται από αυτά; Γιατί, εάν εκείνα δίνονται για αυτά, πολύ περισσότερο Αυτός θα μας δώσει και εκείνα. Και εάν αυτά μας τα έδωσε ενώ ήμασταν εχθροί Του, πολύ περισσότερο θα μας τα χαρίσει εκείνα τώρα που γίναμε φίλοι Του. Γι’ αυτό δεν είπε απλώς «Πνεύμα», αλλά το ονόμασε «αρραβώνα», για να παίρνει από αυτό θάρρος για όλα. Γιατί, εάν δεν επρόκειτο να μας δώσει το παν, δεν θα δεχόταν να μας δώσει τον αρραβώνα, και να μας καταστρέψει έτσι χωρίς κανένα σκοπό.
Και πρόσεχε την ευγνωμοσύνη του Παύλου. «Γιατί», λέγει, «τι χρειάζεται να λέω ότι δεν ανήκει σε εμάς η αλήθεια των υποσχέσεων; Ακριβώς αυτό, το ότι παραμένετε εσείς αμετάτρεπτοι και σταθεροί, δεν οφείλεται σε μας, αλλά και αυτό είναι έργο του Θεού»· γιατί λέγει: «Ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός (:Εκείνος λοιπόν, ο Οποίος δίδει την ακλόνητη και βέβαιη πεποίθηση σε μας μαζί με σας, ώστε να μένουμε πιστοί στον Χριστό και ο Οποίος μας έχρισε με το Άγιο Πνεύμα, είναι ο Θεός)». Επομένως δεν είμαστε εμείς εκείνοι που σας στηρίζουμε· γιατί και εμείς έχουμε ανάγκη Εκείνου που στηρίζει. Ώστε κανένας από εμάς ας μην νομίζει ότι κινδυνεύει το κήρυγμα· Αυτός ανέλαβε το παν, σε Αυτόν ανήκει η φροντίδα του παντός.
Τι σημαίνει, όμως, η φράση «Εκείνος που μας έχρισε και μας σφράγισε»; Εκείνος που μας έδωσε το Πνεύμα, με το οποίο έχουμε και τα δύο, καθιστώντας συγχρόνως προφήτες και ιερείς και βασιλείς· γιατί αυτοί την παλιά εποχή χρίονταν. Εμείς όμως τώρα έχουμε όχι ένα, αλλά και τα τρία αξιώματα με υπεροχή· καθόσον και βασιλεία πρόκειται να απολαύσουμε, και ιερείς γινόμαστε προσφέροντας θυσία τα σώματά μας· γιατί λέγει: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν(:Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, και σας εξορκίζω εν ονόματι της στοργής και της ευσπλαχνίας, που δείχνει σε μας ο Θεός, να καταστήσετε και να παρουσιάσετε, σαν άλλοι ιερείς με θυσιαστήριο, τον εαυτό σας, τα σώματά σας, θυσία ζωντανή, αγία, ευάρεστη στον Θεό, η οποία αποτελεί έτσι την πράγματι ορθή και πνευματική λατρεία σας, άξια του λογικού σας)»[Ρωμ.12,1]· και μαζί με αυτά γινόμαστε προφήτες· διότι λέγει: «ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν(:Αλλά έγινε αυτό σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφτεί στην Παλαιά Διαθήκη: “εκείνα που έχει ετοιμάσει ο Θεός από καταβολής κόσμου για εκείνους που Τον αγαπούν είναι τέτοια, τα οποία μάτι δεν είδε ποτέ και αυτί δεν έχει ακούσει και ανθρώπινος νους δεν έχει φανταστεί”)»[Α΄Κορ.2,9],αυτά έχουν φανερωθεί σε μας.
Και με άλλο τρόπο γινόμαστε βασιλείς, εάν θελήσουμε να εξουσιάσουμε τους παράλογους λογισμούς. Γιατί, το ότι ο παρόμοιος άνθρωπος γίνεται βασιλιάς και περισσότερο από εκείνον που φοράει το βασιλικό στέμμα, θα σας το κάνω φανερό τώρα. Εκείνος έχει πολλούς στρατιώτες, αλλά δεν είναι δυνατόν να αριθμήσουμε το άπειρο πλήθος των λογισμών που υπάρχουν μέσα μας. Και είναι δυνατόν να δούμε όχι μόνο πλήθος, αλλά και πολλούς μέσα στο πλήθος αυτό των λογισμών και στρατηγούς και ταξίαρχους και λοχαγούς και τοξότες και σφενδονίτες. Τι άλλο κάνει κάποιον βασιλιά; Τα ενδύματα; Αλλά και αυτός φοράει καλύτερη και ωραιότερη στολή, την οποία ούτε ο σκόρος την τρώει, ούτε ο χρόνος την εξαφανίζει· και έχει ποικιλόμορφο στεφάνι, το στεφάνι της δόξας και της ευσπλαχνίας του Θεού· γιατί λέγει: «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ· τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου·τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς(:Να δοξολογείς, ω ψυχή μου, τον Κύριο και να μη λησμονείς ποτέ καμία από τις ευεργεσίες Του προς εσένα. Να δοξολογείς τον Θεό σου, ο Οποίος σου συγχωρεί όλες τις ανομίες, θεραπεύει όλες τις σωματικές και πνευματικές ασθένειές σου. Αυτόν, που λυτρώνει και απαλλάσσει την ζωή σου, πολλές φορές, από την φθορά του θανάτου και του άδη και περικοσμεί πάντοτε την κεφαλή σου, σαν με λαμπρό στεφάνι, με το πλήθος του ελέους και των οικτιρμών Του)»[ Ψαλμ.102,2-4]· και το στεφάνι της δόξας· γιατί λέγει: «Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν(:Δημιούργησες τον άνθρωπο λίγο κατώτερο από τους αγγέλους, με δόξα όμως και τιμή τον έχεις στεφανώσει)»[ Ψαλμ.8,6]· και το στεφάνι των χαρίτων· γιατί λέγει: «Στέφανον γὰρ χαρίτων δέξῃ σῇ κορυφῇ καὶ κλοιὸν χρύσεον περὶ σῷ τραχήλῳ(:Διότι, εάν πρόθυμα δεχτείς την παιδαγωγία των γονέων σου, θα τιμηθείς, θα δεχτείς στο κεφάλι σου στεφάνι από τις χάριτες των αρετών και γύρω από τον λαιμό σου περιδέραιο χρυσό, ασυγκρίτως πολυτιμότερο από κάθε άλλο κόσμημα)»[Παροιμ.1,9]. Είδες ότι είναι πολύπλοκο και χαριέστερο αυτό το διάδημα;
[…] «Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον(:Πρέπει δε να σας πω τούτο: ότι εγώ, επειδή σας λυπούμαι, δεν ήλθα ακόμη στην Κόρινθο, για να μη σας στενοχωρήσω με τις παρατηρήσεις μου και σε αυτό επικαλούμαι μάρτυρα τον Θεό, που βλέπει την ψυχή μου)».
Τι λες, μακάριε Παύλε; Δεν πήγες στην Κόρινθο επειδή λυπάσαι αυτούς; Κάποια, λοιπόν, αντίφαση μάς αναφέρεις εδώ. Γιατί πιο πάνω έλεγες ότι γι’ αυτό δεν πήγες, επειδή δεν σκέπτεσαι όπως οι κοσμικοί άνθρωποι, ούτε είσαι κύριος του εαυτού σου, αλλά παντού μετακινείσαι κάτω από την εξουσία του Αγίου Πνεύματος· καθόσον λέγει ότι «δεν ήλθα στην Κόρινθο, επειδή σας λυπάμαι». Τι μπορούμε, λοιπόν, να πούμε; Ή ότι και αυτό ήταν απόφαση του Αγίου Πνεύματος, και θέλησε βέβαια αυτός να πάει, αλλά το Άγιο Πνεύμα τού υπαγόρευσε να μην πάει, προβάλλοντας την λύπη γι΄αυτούς, ή ομιλεί για κάποια άλλη επίσκεψή του εκεί, δηλώνοντας ότι, προτού γράψει την πρώτη επιστολή, θέλησε να πάει, αλλά συγκράτησε τον εαυτό του από αγάπη προς αυτούς, για να μη βρεθεί εκεί, ενώ ήταν αδιόρθωτοι. Φυσικό είναι ότι και μετά την δεύτερη επιστολή, όταν το Άγιο Πνεύμα δεν το εμπόδιζε πλέον, δεν πήγε με την θέλησή του για την ίδια αιτία. Και πολύ περισσότερο αυτό μπορούμε να υποπτευθούμε, ότι δηλαδή στην αρχή τον εμπόδιζε το Πνεύμα, αργότερα όμως και αυτός, αφού αναλογίστηκε ότι αυτό είναι καλύτερο, έμεινε. Εσύ όμως, σε παρακαλώ, πρόσεχε πώς πάλι θυμάται τον εαυτό του, πράγμα που δεν θα παύσω να το λέγω συνέχεια, παρουσιάζοντας τον εαυτό του από τα αντίθετα. Επειδή δηλαδή και αυτό φυσικό ήταν να το υποπτεύονται αυτοί και να λέγουν ότι «γι’ αυτό δε θέλησες να έρθεις, γιατί μας μίσησες» δείχνει το αντίθετο, ότι γι’ αυτό δεν θέλησε, επειδή αγαπούσε αυτούς.
Τι σημαίνει όμως «επειδή σας λυπάμαι»; «Άκουσα», λέγει, «ότι μερικοί από εσάς πόρνευσαν· δεν ήθελα, λοιπόν, να έρθω και να σας λυπήσω. Γιατί έπρεπε να έρθω εκεί και να εξετάσω το πράγμα, να δικάσω και να τιμωρήσω και να καταδικάσω πολλούς. Έκρινα λοιπόν προτιμότερο να απουσιάσω, και να σας δώσω την ευκαιρία να μετανοήσετε, παρά να παραβρεθώ εκεί και να εξετάσω το πράγμα και να εξοργιστώ περισσότερο». Καθόσον προς το τέλος της επιστολής το δήλωσε αυτό ξεκάθαρα, λέγοντας ότι φοβόταν «μὴ πάλιν ἐλθόντα με ταπεινώσῃ ὁ Θεός μου πρὸς ὑμᾶς καὶ πενθήσω πολλοὺς τῶν προημαρτηκότων καὶ μὴ μετανοησάντων ἐπὶ τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ πορνείᾳ καὶ ἀσελγείᾳ ᾗ ἔπραξαν(:Φοβούμαι μήπως, όταν πάλι έλθω προς εσάς, με ταπεινώσει ο Θεός, όπως και προηγουμένως, και πενθήσω για πολλούς από εκείνους, που πιθανόν να έχουν αμαρτήσει πριν από τη νέα μου αυτή επίσκεψη και δεν έχουν μετανοήσει για την ακαθαρσία και την πορνεία και την ασέλγεια, που διέπραξαν)»[Β΄Κορ.12,21].
Αυτό, λοιπόν, δείχνει και εδώ, και ομιλεί βέβαια αυτός σαν να απολογείται, ψέγει όμως αυτούς σφοδρότατα και τους φοβίζει. Καθόσον υπαινίχτηκε ότι είναι υπεύθυνοι τιμωρίας και θα υποστούν κάποια τιμωρία, εάν δεν διορθωθούν γρήγορα, πράγμα που και αυτό το λέγει πάλι στο τέλος της επιστολής, ότι δηλαδή, «προείρηκα καὶ προλέγω, ὡς παρὼν τὸ δεύτερον, καὶ ἀπὼν νῦν γράφω τοῖς προημαρτηκόσι καὶ τοῖς λοιποῖς πᾶσιν, ὅτι ἐὰν ἔλθω εἰς τὸ πάλιν οὐ φείσομαι(:Σας το έχω παραγγείλει, σας το λέγω εκ των προτέρων και τώρα. Σας το προείπα αυτοπροσώπως την δεύτερη φορά και τώρα που είμαι απών σας το λέγω και γράφω προς εκείνους που είχαν αμαρτήσει προηγουμένως και είχαν δεχτεί ελέγχους από εμένα, όπως επίσης και σε όλους, που εν τω μεταξύ πιθανόν να παρασύρθηκαν στην αμαρτία και μένουν σε αυτήν, ότι, εάν ξαναέλθω, δεν θα διστάσω και δεν θα λυπηθώ κανένα)»[Β΄Κορ.13,2].Πλην όμως εκεί βέβαια το είπε σαφέστερα, ενώ εδώ, επειδή ήταν η αρχή της επιστολής, δεν το λέγει έτσι, αλλά πιο συγκρατημένα· και δεν αρκείται και σε αυτό, αλλά και αυτό ακόμα το θεραπεύει, χρησιμοποιώντας κάποια διόρθωση. Επειδή δηλαδή ο λόγος αυτός φαινόταν να δείχνει κάποια μεγάλη εξουσία( γιατί λυπάται κανείς εκείνους, τους οποίους έχει την εξουσία και να τιμωρήσει), καθιστώντας αυτό κάπως πιο ελαφρύ και επισκιάζοντας εκείνο που φαινόταν σκληρό, λέγει: «Οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως(:Δεν σας τα λέμε αυτά, διότι έχουμε εξουσία επάνω σε σας και στην πίστη σας)». Δηλαδή, «δεν είπα γι’ αυτό, ότι δεν ήρθα επειδή σας λυπάμαι, σαν να σας εξαναγκάζω». Και δεν είπε «εσάς», αλλά «της πίστεώς σας», πράγμα που ήταν και πιο μαλακό και αληθέστερο. Γιατί εκείνον που δε θέλει να πιστέψει, ποιος μπορεί να τον εξαναγκάσει;
«ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν(:διότι είμαστε συνεργάτες στη δική σας χαρά)». «Επειδή», λέγει, «η χαρά σας είναι και δική μας, δεν ήρθα, για να μη σας λυπήσω και αυξήσω και τη δική μου λύπη, αλλά έμεινα, ώστε, αφού διορθωθείτε με την απειλή, να ευφρανθείτε. Γιατί όλα τα κάνουμε για τη δική σας χαρά, και γι’ αυτό τον σκοπό καταβάλλουμε μεγάλη φροντίδα, επειδή και εμείς οι ίδιοι συμμετέχουμε στη χαρά σας αυτή».
«Τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε(:Άλλωστε εσείς στέκεστε στερεοί στην πίστη)». Πρόσεχε πάλι που ομιλεί συγκρατημένα. Γιατί φοβάται να τους ψέξει πάλι, επειδή τους έψεξε αυστηρά στην πρώτη επιστολή και επέδειξαν κάποια μεταβολή και επρόκειτο αυτό να τους αναστατώσει, εάν, ενώ επέδειξαν κάποια μεταβολή, δέχονταν πάλι την ίδια επιτίμηση. Γι’ αυτό αυτή η επιστολή είναι πολύ πιο ηπιότερη από την πρώτη.
«Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς(:Σκέφτηκα δε μόνος μου και αποφάσισα τούτο· να μην έλθω προς εσάς επειδή λυπόμουν για τα σφάλματά σας, λυπώντας δε και σας με τις παρατηρήσεις, που είμαι αναγκασμένος να σας κάμω)».Το «πάλι» δείχνει ότι τότε λυπήθηκε, και θέλοντας να απολογηθεί, ψέγει αυτούς συγκαλυμμένα. Εάν και τότε τον λύπησαν και επρόκειτο πάλι να τον λυπήσουν, σκέψου πόση, φυσικό ήταν, αηδία να προξενήσει αυτό. Αλλά αυτό βέβαια δεν το λέγει, ότι «με λυπήσατε», αλλά με άλλο τρόπο μεθοδεύει τον λόγο, υπαινισσόμενος ακριβώς το ίδιο, και λέγοντας, ότι « γι’ αυτό δεν ήρθα, για να μη σας λυπήσω», πράγμα που έχει βέβαια την ίδια ισχύ με αυτό που είπα, αλλά είναι πολύ πιο εύκολα αποδεκτό.
«Εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;(:Η λύπη όμως, που θα σας προκαλέσω, αποβλέπει στο καλό σας, διότι εάν εγώ με τους ελέγχους σάς στενοχωρώ, ποιος είναι εκείνος, που με ευφραίνει, παρά αυτός που δέχεται τις παρατηρήσεις μου, λυπάται και μετανοεί για τα σφάλματά του και προχωρεί σε διόρθωση;)». Ποια σχέση έχουν αυτά; Ασφαλώς πάρα πολύ μεγάλη. Και πρόσεχε. Δε θέλησα, λέγει, να έρθω σε σας, για να μη σας λυπήσω περισσότερο, επιτιμώντας σας, αγανακτώντας, αποστρεφόμενός σας.
Έπειτα, επειδή και αυτό ήταν αυστηρό και αποτελούσε κατηγορία γι΄αυτούς, εφόσον έτσι ζούσαν, ώστε να λυπούν τον Παύλο, χρησιμοποιώντας κάποια διόρθωση, λέγει: «Καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν(:Και σας έγραψα αυτό τούτο ακριβώς σε προηγουμένη επιστολή και σας έκανα παρατηρήσεις, για να διορθωθείτε εν τω μεταξύ, ώστε, όταν θα έλθω, να μη δοκιμάσω λύπη από εκείνους, από τους οποίους έπρεπε μάλλον να δοκιμάζω χαρά. Είμαι δε βέβαιος για όλους σας ότι η δική μου χαρά είναι και χαρά όλων σας)».Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: «Και αν ακόμα επρόκειτο να λυπηθώ, αναγκαζόμενος να σας επιτιμώ και να σας βλέπω λυπημένους, αλλά όμως και αυτό πάλι μου προξενούσε χαρά. Γιατί αυτό είναι απόδειξη μέγιστης αγάπης, το να θεωρούμαι από σας τόσο πολύ σπουδαίος, ώστε να μπορώ να σας πληγώσω εάν σας αποστρέφομαι».
Και πρόσεχε σύνεση. Γιατί εκείνο που αποτελούσε κανόνα για τους μαθητές, το να πονούν και να συναισθάνονται το παράπτωμά τους όταν επιτιμώνται, αυτό το λέγει σαν κάτι που τους προξενεί χαρά. «Γιατί», λέγει, «κανένας δε μου προξενεί τόση χαρά, όση εκείνος που μετανοεί με τα λόγια μου και λυπάται όταν με βλέπει να οργίζομαι». Αν και βέβαια μπορούσε να πει το εξής: «Εάν λοιπόν εγώ σας λυπώ, ποιος τότε είναι εκείνος που μπορεί να σας δώσει χαρά;». Όμως δεν το λέγει αυτό, αλλά αντιστρέφει πάλι αυτό, θεραπεύοντας αυτούς και λέγοντας· «αν και σας λυπώ, μου προξενείτε έστω και με αυτό πάρα πολύ μεγάλη χαρά, επειδή πληγώνεστε από τα λεγόμενά μου».
«Καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό(:Και σας έγραψα ακριβώς γι’ αυτό)». Ποιο; Ότι «γι’ αυτό δεν ήρθα επειδή σας λυπάμαι». Πότε τους το έγραψε; Στην πρώτη επιστολή, όταν έλεγε: «Οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἄρτι ἐν παρόδῳ ἰδεῖν, ἐλπίζω δὲ χρόνον τινὰ ἐπιμεῖναι πρὸς ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος ἐπιτρέπῃ(:Δεν έρχομαι δε τώρα, διότι δεν θέλω να σας δω περαστικός εν βία, αλλά ελπίζω να μείνω κοντά σας για λίγο διάστημα, εάν ο Κύριος επιτρέπει)»[Α΄Κορ.16,7]. Εγώ τουλάχιστον νομίζω όχι, αλλά σε αυτήν την επιστολή, όταν είπε: «Μὴ πάλιν ἐλθόντα με ταπεινώσῃ ὁ Θεός μου πρὸς ὑμᾶς καὶ πενθήσω πολλοὺς τῶν προημαρτηκότων καὶ μὴ μετανοησάντων ἐπὶ τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ πορνείᾳ καὶ ἀσελγείᾳ ᾗ ἔπραξαν(:Φοβούμαι μήπως, όταν πάλι έλθω προς εσάς, με ταπεινώσει ο Θεός, όπως και προηγουμένως, και πενθήσω για πολλούς από εκείνους, που πιθανόν να έχουν αμαρτήσει πριν από τη νέα μου αυτή επίσκεψη και δεν έχουν μετανοήσει για την ακαθαρσία και την πορνεία και την ασέλγεια, που διέπραξαν)»[Β΄Κορ.12,21]. Και γιατί το έγραψες; «Για να μη λυπηθώ, ερχόμενος εκεί από εκείνους από τους οποίους έπρεπε να χαίρομαι, γιατί είμαι απόλυτα πεπεισμένος για όλους σας, ότι η χαρά μου είναι και δική σας χαρά». Επειδή δηλαδή είπε: «Νιώθω χαρά που πονάτε» και έδειχνε αυτό μεγάλη θρασύτητα και σκληρότητα, πάλι αυτό το μετέστρεψε και το έκαμε ημερότερο με εκείνα που πρόσθεσε. «Γι’ αυτό λοιπόν», λέγει, «σας έγραψα προηγουμένως, για να μη σας βρω νιώθοντας λύπη που δε διορθωθήκατε. Γι’ αυτό είπα τη φράση ‘’για να μη λυπηθώ’’, αποβλέποντας όχι από δικό μου συμφέρον, αλλά στο δικό σας. Γιατί γνωρίζω, ότι εάν με δείτε να χαίρομαι θα χαρείτε· και αν με δείτε να λυπάμαι, θα λυπηθείτε».
Πρόσεχε λοιπόν από την αρχή τη συνέχεια των λεχθέντων· γιατί έτσι θα γίνει πιο κατανοητός ο λόγος. «Δεν ήρθα», λέγει, «για να μη σας λυπήσω, βρίσκοντάς σας αδιόρθωτους. Αυτό το έκαμα, αποβλέποντας όχι στο δικό μου συμφέρον, αλλά στο δικό σας. Γιατί εγώ, όταν λυπάστε εσείς, εγώ νιώθω ηδονή όχι μικρή όταν δω τόσο να φροντίζετε για μένα, ώστε και να λυπάστε και να πονάτε, όταν εγώ αγανακτώ». «Καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;(: Γιατί ποιος είναι εκείνος που μου προξενεί χαρά, παρά αυτός που λυπάται εξαιτίας μου;)». «Πλην όμως αν και διάκειμαι έτσι, επειδή αποβλέπω στο δικό σας συμφέρον, σας το έγραψα αυτό, ακριβώς για να μη λυπηθώ· και με αυτό πάλι δεν αποβλέπω στο δικό μου συμφέρον, αλλά στο δικό σας. Γιατί γνωρίζω ότι και εσείς πρόκειται να λυπηθείτε, βλέποντάς με να πονώ, όπως βέβαια και χαίρεστε, βλέποντάς με να χαίρομαι». Πρόσεχε λοιπόν σύνεση. Είπε: «Δεν ήρθα για να μη σας λυπήσω, αν και βέβαια χαίρομαι», λέγει.
Έπειτα, για να μη φανεί ότι χαίρεται επειδή εκείνοι λυπούνται, «γι’ αυτό», λέγει, «χαίρομαι, για το ότι σας ψέγω· γιατί στην αντίθετη περίπτωση λυπάμαι, όταν αναγκάζομαι να λυπώ εκείνους που τόσο με αγαπούν, όχι μόνο με αυτό, με το ότι τους επιτιμώ, αλλά και με το ότι λυπάμαι και ενώ ο ίδιος, και αυτό πάλι γίνεται αιτία να λυπάστε εσείς». Πρόσεχε, όμως, πως αυτό το λέγει με τρόπο επαινετικό, λέγοντας, «από τους οποίους έπρεπε να χαίρομαι». Γιατί αυτό επιβεβαιώνει ευγενικά αισθήματα και μεγάλη φιλοστοργία· όπως, εάν κάποιος τα έλεγε αυτά για τους γιους του που ευεργετήθηκαν πάρα πολύ και για τους οποίους κόπιασε πολύ. «Εάν, λοιπόν, γι’ αυτό σας γράφω και δεν έρχομαι, δεν έρχομαι, αποβλέποντας σε κάτι πολύ σπουδαίο, και δεν το κάνω από μίσος και αποστροφή, αλλά από μεγάλη αγάπη».
Έπειτα, για να μη λέγουν: «αυτή λοιπόν είναι η φροντίδα σου, για να χαίρεσαι και να δείξεις σε όλους πόση δύναμη έχεις», πρόσθεσε: «Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς(:Είχα βέβαια λυπηθεί και εγώ πολύ, για τους ελέγχους που σας έκανα στην πρώτη επιστολή βαθύτατα θλιμμένος και με σφιγμένη την καρδιά και με πολλά δάκρυα, όχι για να καταβληθείτε από λύπη, αλλά για να γνωρίσετε την εξαιρετική αγάπη, την οποία έχω προς εσάς)»[Β΄Κορ.2,4]. Τι υπάρχει πιο φιλόστοργο από την ψυχή αυτή; Γιατί δείχνει ότι πόνεσε όχι λιγότερο από εκείνους που αμάρτησαν αλλά και πολύ περισσότερο. Γιατί, λέγει, όχι μόνο «με θλίψη», αλλά «με μεγάλη θλίψη»· ούτε «με δάκρυα», αλλά «με πολλά δάκρυα και συντριβή καρδιάς»· δηλαδή, «υπόφερα πάρα πολύ, με έπνιγε η λύπη, και μην υποφέροντας πλέον το σύννεφο της λύπης, σας έγραψα ‘’όχι για να λυπηθείτε, αλλά για να γνωρίσετε την αγάπη», όπως λέγει, «που τρέφω σε μεγάλο βαθμό για σας’’». Αν και βέβαια θα μπορούσε να πει το εξής: «όχι για να λυπηθείτε, αλλά για να διορθωθείτε»· αφού γι’ αυτό τους έγραψε· όμως δεν λέγει αυτό, αλλά καταγλυκαίνοντας περισσότερο τον λόγο και αποσπώντας αυτούς σε μεγαλύτερη αγάπη, λέγει αυτό αντί εκείνου, για να δείξει ότι όλα τα κάνει από αγάπη. Και δεν λέγει απλώς «αγάπη» αλλά «την οποία τρέφω σε μεγάλο βαθμό για σας». Γιατί θέλει και με αυτό να τους προσελκύσει, με το να δείξει ότι περισσότερο από όλους αυτούς αγαπά και ότι οι διαθέσεις του προς αυτούς είναι σαν προς εξαίρετους μαθητές.
Γι΄ αυτό λέγει: «Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ(:Εάν, έστω, για άλλους ανθρώπους δεν είμαι Απόστολος, αλλά για εσάς οπωσδήποτε είμαι. Μαρτυρία και απόδειξη και επίσημη σφραγίδα του αποστολικού μου αξιώματος και έργου είστε εσείς με την χάρη του Κυρίου)»[Α΄Κορ.9,2] και «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα(:Διότι έστω και αν έχετε παρά πολλούς παιδαγωγούς και διδασκάλους κατά Χριστό, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρες. Ένας είναι ο πατέρας σας, εγώ. Διότι εγώ, με τον φωτισμό και την δύναμη του Χριστού, σας έχω γεννήσει πνευματικώς στη νέα ζωή διαμέσου του Ευαγγελίου)» [Α΄Κορ. 4,15]· και πάλι: «Ἡ γὰρ καύχησις ἡμῶν αὕτη ἐστί, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ, ἀλλ᾿ ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμῳ, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς(:Αυτό το οποίο μας κάνει να καυχόμαστε είναι η μαρτυρία της συνειδήσεώς μας, ότι έχουμε συμπεριφερθεί και εργαστεί σε όλον τον κόσμο και ιδιαιτέρως μεταξύ σας, με απλότητα και ειλικρίνεια, όπως θέλει ο Θεός, όχι με την κοσμική, την ψευδή και πλανεμένη σοφία, αλλά με την σοφία και την σύνεση, που μας δίδει η χάρη του Θεού)»[Β΄Κορ.1,12]· και προχωρώντας λέγει: «Ἐγὼ δὲ ἥδιστα δαπανήσω καὶ ἐκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, εἰ καὶ περισσοτέρως ὑμᾶς ἀγαπῶν ἧττον ἀγαπῶμαι(:Εγώ δε, σαν πατέρας σας που είμαι, με όλη μου την ευχαρίστηση θα δαπανήσω για σας χρήματα, αλλά και θα δαπανηθώ ολόκληρος για την σωτηρία των ψυχών σας. Αν και -ας πω αυτό το παράπονο-ενώ εγώ σας αγαπώ περισσότερο, εσείς λιγότερο με αγαπάτε)»[Β΄Κορ.12,15].
Ώστε, αν και τα λόγια ήταν γεμάτα από θυμό, αλλά όμως ο θυμός αυτός προερχόταν από την μεγάλη αγάπη και τον πόνο. «Και γράφοντας την επιστολή, υπόφερα, πονούσα, όχι μόνο γιατί αμαρτήσατε, αλλά και επειδή βρισκόμουν στην ανάγκη να σας λυπώ. Και αυτό πάλι γινόταν από αγάπη· όπως ακριβώς αν κάποιος, έχοντας παιδί γνήσιο, που υποφέρει από γάγγραινα, και αναγκαζόμενος να το εγχειρίσει και να το καυτηριάσει, υποφέρει και για τα δύο, και επειδή είναι άρρωστο και επειδή αναγκάζεται να το εγχειρίσει. Ώστε εκείνο που νομίζετε ότι είναι απόδειξη του μίσους μου προς εσάς, αυτό είναι απόδειξη της υπερβολικής αγάπης μου. Εάν το ότι σας λυπώ προέρχεται από αγάπη, πολύ περισσότερο η χαρά μας όταν λυπάστε».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Β΄ προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες Γ΄και Δ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1980, τόμος 19, σελίδες 99- 103 και 120-131.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
· http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html