Μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων
Ἀπομαγνητοφωνημένο
ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, πού
ἔγινε στά πλαίσια τῶν κατηχητικῶν ἀναλύσεων τοῦ κατάἸωάννην Εὐαγγελίου,
στό χωρίο Κεφάλαιο 10, στίχοι 17-18, στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου,
Δικηγορικῶν Γλυφάδας, τήν Πέμπτη 28-02-2002.
(Ἡ
ἀπομαγνητοφώνηση ἔγινε ἀπό τόν Ἁγιορείτη Μοναχό Δαμασκηνό τόν
Καρακαλληνό καί πρωτοδημοσιεύτηκε στό περιοδικό Θεοδρομία, τεῦχος 2,
Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2003).
«….Διά
τοῦτό ὁ πατήρ με ἀγαπᾶ, ὅτι ἐγώ τίθημι τήν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω
αὐτήν» (Ἰωάν. 10, 17). «Γι’ αὐτό μ’ ἀγαπάει ὁ Πατέρας, λέει, γιατί ἐγώ
βάζω τήν ζωή μου, τήν ψυχή μου, γιά νά τήν πάρω πάλι πίσω».
Κοιτᾶξτε
αὐτό πού λέει ἐδῶ. Εἶναι ἐκεῖνο πού ἔλεγε τήν προηγούμενη φορά, «τήν
ψυχήν μου τίθημι» (Ἰωάν. 10, 15), ἀλλά διευρυμένο. Προσέξτε αὐτό τό
«διευρυμένο». Δέν λέει [τώρα] μόνο «τίθημι τήν ψυχήν μου», [ἀλλά
προσθέτει] «ἵνα λάβω αὐτήν». Ἐδῶ, σημαίνει κάτι τρομερά ἐξουσιαστικό.
Κανείς δέν μπορεῖ νά πῆ τήν φράση ὁλοκληρωμένη «ἐγώ, θά βάλω τήν ψυχήν
μου ἐδῶ, δηλαδή θά θυσιασθῶ», χωρίς νά ἔχη καί τό δεύτερο στοιχεῖο.
Ἔβαλες τήν ψυχή σου. Μετά, τί γίνεται;
Ὁ
Χριστός, [ὅμως], εἶναι κυρίαρχος, καί λέει «ἵνα λάβω αὐτήν». Τήν βάζω
καί τήν παίρνω. Ποῦ τήν βάζει τήν ψυχή του; Πρέπει νά θεολογήσωμε ἐδῶ.
«Τίθημι», λέει. Ποῦ; Γιά ποιούς; Γιά τόν λαό. Ποῦ; [Ἐδῶ] εἶναι καθαρή
θεολογία, ἡ περί Ἀναστάσεως θεολογία, καί ἡ περί καθόδου στόν Ἅδη
θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Τό λέει καί
τό τροπάριο: «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς, ὡς Θεός…, [πάντα
πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος]». Ὑπάρχει, λοιπόν, μία θεολογία. Εἶναι ἡ κάθοδος
στόν Ἅδη, πού κατεβαίνει ὁ Χριστός, μέ τήν ψυχή Του, γιατί τό σῶμα Του
εἶναι στόν τάφο. Καί κατεβαίνει ὡς νικητής, καί εἶναι κυρίαρχος τοῦ Ἅδη,
καί αἴρει τίς ψυχές ἐπάνω.
Δηλαδή, ἐνῶ ὁ
κάθε νεκρός δέν μπορεῖ πιά νά κυριαρχήση στά πράγματα, ὁ Χριστός
κυριαρχεῖ στά πράγματα. Κι αυτή εἶναι ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτοῦ τοῦ νεκροῦ.
Μέχρι τότε, ὅλοι οἱ νεκροί, ὅλοι οἱ δίκαιοι… πήγαιναν στόν Ἅδη, καί δέν
μποροῦσαν νά ἔχουν μία ἄρση τῆς ψυχῆς τους ἀπό μέσα. Καί ἔρχεται ὁ
Χριστός καί κάνει αὐτήν τήν κίνηση, πού κατεβαίνει καί μπορεῖ νά ἀνεβῆ
καί νά πάρη ὅλες τίς ψυχές μαζί Του.
Γι’
αὐτό λέει : «αἴρω αὐτήν». «Δέν εἶναι ἁπλῶς, ὅτι μποροῦν νά μέ σκοτώσουν.
Φυσικά, καί μπορεῖ νά μέ σκοτώσουν, ἀνά πᾶσα στιγμή. Ἀλλά, ἐγώ,
κυριαρχῶ στά πράγματα. Καί ἄν ἀκόμη μέ σκοτώσουν, ἡ ψυχή μου, κατά τήν
κοινή λογική, θά πάη στόν Ἅδη». Μέ τήν θεία, ὅμως, λογική, θά τούς πάρη
ὅλους ἀπό τόν Ἅδη καί θά τόν ἀδειάση τόν Ἅδη. Καί, ἐδῶ, ἔχει τά
οὐσιαστικά στοιχεῖα τῆς θεολογίας τῆς καθόδου στόν Ἅδη.
Καί
δευτερευόντως, ὡς ἦθος, δηλώνει καί κάτι πολύ οὐσιαστικό. Ὅτι ἕνας
Χριστιανός πού μπαίνη σέ ἕναν δύσκολο χῶρο, ἄν ἔχη κουράγιο καί εἶναι
ἄνθρωπος πνευματικός, τόν καθαρίζει τόν χῶρο. Περνάει μαρτυρικά, ἀλλά
τόν καθαρίζει.
Ἀλλά τό χωρίο, ἐδῶ, εἶναι
συγκεκριμένο. Τό χωρίο αὐτό, ἀφορᾶ τόν Χριστό, καί μόνο Αὐτόν… Λέει
ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι αὐτό τό χωρίο ἀναφέρεται μόνο
στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· καί κανείς δέν μπορεῖ νά κάνη χρήση τοῦ χωρίου
αὐτοῦ γιά τόν ἑαυτό του. Γιατί κανείς δέν μπορεῖ μόνος του «νά ἄρη τήν
ψυχήν αὐτοῦ». Γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά σώση κάποιον, παρά μόνον ὁ
Χριστός σώζει, μ’ αὐτήν τήν νίκη Του ἐπάνω στόν θάνατο. Κι ἐμεῖς
ἀκολουθοῦμε πιά τόν Χριστό, ἑνωνόμαστε μαζί Του, καί ἔχοντας αὐτήν τήν
ἕνωση μαζί Του, ξεπερνοῦμε τόν θάνατο. Ἀλλά, ἐν Χριστῷ!
Πρωτογενῶς,
Ἐκεῖνος τό ἔκανε. Ἐμεῖς, [ἁπλῶς] μετέχομε στήν ζωή Του.
Χριστοποιούμεθα. Καί ἐπειδή Ἐκεῖνος εἶναι ὁ νικητής τοῦ Ἅδη, ἐμεῖς
ἔχοντας ζωή μέσα στήν ζωή τοῦ νικητῆ τοῦ Ἅδη, νικοῦμε τόν Ἅδη. Ἀλλά ὄχι
πρωτογενῶς! Ἐδῶ, τό λέει Ἐκεῖνος. Λέει « ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν».Μιλάει
προσωπικά. Ἐμεῖς, μετέχομε στόν Χριστό. Ἐκεῖνος, μιλάει προσωπικά. Ἀφορᾶ
μόνο τόν Χριστό αὐτό τό κομμάτι. Καί τό τονίζω, γιατί αὐτό τό χωρίο
εἶναι καίριο.
Καί εἶναι μιά πιό προωθημένη
ἀπάντηση, αὐτό εἰδικά τό δεύτερο μέρος, στήν θεολογία περί
μεταμοσχεύσεων, πού προσπαθοῦν να θεμελιώσουν, μέσα ἀπό αὐτό τό χωρίο.
Εἶναι αἰρετική ἡ χρῆσις τοῦ χωρίου αὐτοῦ γιά τίς μεταμοσχεύσεις. Γιατί,
δέν μπορεῖς νά πῆς, ὅτι δίνεις τά ὄργανά σου καί «θέτεις τήν ψυχήν σου».
Μπορεῖς νά τήν λάβης; Καί τί εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, ὅτι μόνο
τόν Χριστό ἀφορᾶ αὐτό τό κομμάτι;
Τουλάχιστον,
γιατί χρησιμοποιοῦν αὐτό τό χωρίο; Γιά νά δείξουν ψευτο-αγαπητική
διάθεση; Εἶναι δύο πράγματα, πού τρέχουν γύρω ἀπό αὐτήν τήν ἱστορία…
Πρέπει νά ξεκαθαρίσωμε τά πράγματα. Ὁ λαός πρέπει νά ξέρη. Καί μπορεῖ νά
ξέρη μόνο μέσα ἀπό τήν θεολογία του, καί τίποτε ἄλλο. Καί αὐτά εἶναι
κείμενα θεολογικά.
Καί ἀπό τούς ἄλλους,
δέν ζητῶ τίποτε. Ἀς κάνουν μόνο ἐπιστήμη. Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τους.
Μακάρι νά θεολογοῦσαν, κι ὅλας. Ἀλλά, ἀπό ἐμᾶς ζητῶ θεολογία. Καί τά
κείμενα αὐτά εἶναι ἀναλλοίωτα. Οὔτε τόν Ἰωάννη [τόν Εὐαγγελιστή]
ἀλλάζεις, οὔτε τόν Χρυσόστομο ἀλλάζεις. Σοῦ ἀρέσει, δέν σοῦ ἀρέσει!
Θέλεις δέν θέλεις! Δέν γίνεται ἀλλιῶς! Δέν εἶναι δική σου ἐπιθυμία πῶς
θά τόν χρησιμοποιήσης.
Πρέπει νά ἔχωμε,
λοιπόν, δύο πράγματα στόν νοῦ μας. Δύο βασικώτατα στοιχεῖα. Γιά νά ἔχετε
ξεκαθαρισμένο νοῦ. Μέ ἐνδιαφέρει οἱ Χριστιανοί νά ἔχουν μέ ἁπλότητα
ξεκαθαρισμένο νοῦ. Νά ξέρουν ἕνα – δυό πράγματα, ὥστε νά εἶναι
ξεκαθαρισμένος ὁ νοῦς τους.
Προσέξτε:
ἀφετηριακά, κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τίς μεταμοσχεύσεις. Ἄν ἔχω
πραγματικά πεθάνει καί μοῦ πάρουν τό δάκτυλό μου, δέν μέ νοιάζει. Ἀν
εἶναι κάποιος ἐν ζωῇ καί θέλη νά δώση στό παιδί του, πού εἶναι ἄρρωστο,
τό νεφρό του, ἐγώ δέν ἔχω ἀντίρρηση. Ἀφετηριακά, δέν ἔχομε ἀντίσταση,
ἀντίδραση. Ἀρκεῖ, ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖο παίρνομε τά ὄργανά του νά εἶναι
νεκρός.
Ἡ ἀντίδρασις ἀρχίζει ἀπό ἐκεῖνο τό
σημεῖο ἀκριβῶς : ὅτι ἐμεῖς πιστεύομε ὅτι δέν εἶναι νεκρός. Ἐκεῖ ἀρχίζει
τό καίριο σημεῖο. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἄλλαξαν τόν ὅρο. Ἔκαναν τόν θάνατο
«ἐγκεφαλικό θάνατο». Καί ὑπάρχει καί ὁ κλινικός θάνατος. Δύο «θάνατοι»
ὑπάρχουν γι’ αὐτούς! [Γιατί;] Γιά νά πάρουν στό [ὑποτιθέμενο] ἐνδιάμεσο,
τά ὄργανα [δηλαδή, γιά νά κάνουν χρήση τοῦ τεχνητοῦ κατασκευάσματος τοῦ
ἐγκεφαλικοῦ θανάτου καί νά πάρουν κάποιου τά ὄργανα].
Λοιπόν,
δέν ἀρνούμεθα αὐτές καθ’ ἑαυτές τίς μεταμοσχεύσεις. Καί οἱ ἅγιοι
Ἀνάργυροι μεταμόσχευση ἔκαναν. Πῆραν τό πόδι ἑνός μαύρου, μετά 4 ἡμέρες
ἀπό τόν θάνατό του, καί τό ἔβαλαν σέ ἕναν ἀσθενῆ. Ἔτσι… Ἄς μή φοβόμαστε,
μήπως στόν Παράδεισο θά εἴμαστε χωρίς μέλη [ἐάν μᾶς τά πάρουν ἐδῶ]. Δέν
εἶναι αὐτή ἡ θεολογία!
Ἄρα, βλέπετε, τό
πρῶτο [ἐπιχείρημά μας] εἶναι ὅτι δέν ἀρνούμεθα. Ἀλλά δέν θέλομε νά
σκοτώνουν ἀνθρώπους γιά νά παίρνουν τά ὄργανα. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο
βασικό πού πρέπει νά ἔχετε στόν νοῦ σας. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο βασικό καί
οὐσιαστικό.
Προκειμένου, ὅμως, νά πείσουν
τούς Χριστιανούς γιά νά δίνουν τά ὄργανά τους, δέν μποροῦν νά
χρησιμοποιοῦν αὐτό τό χωρίο. Καί, ὅμως, τό χρησιμοποιοῦν. Αὐτό εἶναι τό
λάθος. Δέν μποροῦν, ὅμως, οἱ θεολόγοι, νά πλανοῦν τούς πιστούς. Δέν εἶπα
«ἡ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει πάρει ἀκόμη ἐπίσημη ἀπόφαση, παρ’ ὅλο
πού οἱ εἰσηγήσεις, πού γίνονται ἀπό τούς θεολόγους, αὐτό τό χωρίο
χρησιμοποιοῦν. Αἱρετικώτατα. Σκανδαλωδῶς αἱρετικώτατα.
Ἄν
δέν ξέρουν τί λένε οἱ Πατέρες, νά σωπάσουν. Ἄς μιλήσουν γιά οὐράνια
πράγματα, περί ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων, Σεραφείμ, Χερουβείμ -θα εἶναι πολύ
καλύτερα- καί νά σταματήσουν τήν ἄκαιρη ἀνθρωπολογία τους. Δέν μπορεῖ
κανείς νά παίζη μέ αὐτά τά πράγματα καί μέ τήν ζωή τοῦ λαοῦ.
Ἔτσι,
λοιπόν, ἐδῶ, εἶναι συγκεκριμένο τό πρᾶγμα. Εἶναι μόνο γιά τόν Χριστό
αὐτό τό κομμάτι. Δέν μποροῦν νά λένε καί αὐτοί: «Τήν ψυχήν μου τίθημι
ὑπέρ τῶν προβάτων», καί νά ἐννοοῦν, ὅτι καί αὐτοί μποροῦν νά κάνουν τό
ἴδιο. [Ἐσύ, πού τό λές αὐτό, τί εἶσαι;] Σωτήρ, εἶσαι;
Νά
βρεῖ ἡ ἐπιστήμη τρόπο μετά τόν θάνατό μου νά διατηροῦνται τά ὄργανά
μου, να τά πάρουν [μετά τόν θάνατό μου], καμμία ἀντίρρηση. Ἀλλά, δέν
γίνεται [αὐτό] σήμερα. Πρέπει τό ὄργανο νά εἶναι ζωντανό. Ἄν ἔχης
πεθάνει, δέν μπορεῖ νά στό πάρη. Ἄρα, πρέπει νά σέ σκοτώση γιά νά σοῦ τό
πάρη.
Ἡ ἱστορία δέν εἶναι «μόλις τρία
δευτερόλεπτα ἔχει ἀκόμα καί θά πεθάνη», όπως λένε. Γιά μένα, ὅμως, τρία
δευτερόλεπτα εἶναι αἰώνας. Γιά τό μάτι τοῦ Χριστοῦ εἶναι αἰώνας. Δέν
μπορεῖ ὁ λαός νά πλανᾶται μέ ψευτοθεολογίες.
Τί
εἶναι, ὅμως, αὐτό τό φαινόμενο; Ἐγώ, αὐτό τό λέω «μία κακοδοξία τοῦ
ψευτοαγαπισμοῦ». Ἔτσι τό λέω. Εἶναι κακοδοξία τοῦ ψευτοαγαπισμοῦ.
Ὑπῆρχαν καί παληά, καί στόν αἰώνα μας, στόν χῶρο εἰδικά τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας», τέτοιες κακοδοξίες ψευτοαγαπισμοῦ, σέ ἄλλα
μεγέθη… Ἐπανέρχεται, ὅμως, αὐτή ἡ ὁρολογία κάτω ἀπό νέο πρῖσμα. Εἶναι ἡ
κακοδοξία τοῦ ψευτοαγαπισμοῦ.
Ἔτσι,
πείθεται ὁ λαός, συγκινεῖται καί λέει: «Νά, κοίταξε, τό ἔκανε καί ὁ
Χριστός». Τί ἔκανε ὁ Χριστός; [Ὁ Χριστός] κατέβηκε ὡς νικητής στόν Ἅδη
καί ἔσωσε ἐμᾶς. Καί δέν σημαίνει -τό «τίθημι τήν ψυχή μου» τοῦ Χριστοῦ-
δέν σημαίνει : «Πάρετε τά ὄργανά μου γιά νά σωθῆτε»!
Μακάρι
νά βρῆ ἡ ἐπιστήμη τρόπο καί νά τά παίρνη μετά τόν θάνατό μου. Ἐγώ,
προσωπικά, δέν ἔχω ἀντίρρηση. Ἀλλά, ὄχι ἔτσι. Ὄχι πλανῶντας τόν κόσμο
καί μπαίνοντας σέ μία διεργασία πραγματικοῦ θανάτου γιά τόν ἄλλον, ἐνῶ
ζῆ ἀκόμη. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά μή θεολογήσωμε.
Τό
Κράτος νά πάρη τίς εὐθύνες του. Ἀλλά, ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά γίνωμε
ἀγκωνάρι στό κράτος γιά νά πετύχη τά ἐπιδιωκώμενα. Καί τό Κράτος
καίγεται. Καί ἔχει τρομερά τήν ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας γι’ αὐτό τό θέμα. Ἡ
Ἑλλάδα εἶναι ἡ τελευταία χώρα σέ δότες στήν Εὐρώπη. Και ἄν ἡ Ἐκκλησία πῆ
λόγο [ὑπέρ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου] θά ἀνοίξουν οἱ κρουνοί…
Ἡ
Ἐκκλησία, ὅμως, δέν πρέπει νά πῆ λόγο. Καί δέν πρέπει νά παίξη τό
παιχνίδι τους · γιά λόγους θεολογικούς. Γιατί, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἔχομε
[γνήσια] θεολογία. Δέν ἔχομε ἄκαιρη ἀνθρωπολογία.
Και
κάτι οὐσιαστικό καί τελικό: αὐτό τό κομμάτι τοῦ Εὐαγγελίου πού ἀρχίζει
μέ τήν φράση «αἴρω τήν ψυχή μου…» κ.λ.π. -πού αὐτό το κάνει μόνο ὁ
Χριστός- ἔχει μία μοναδικότητα μέσα του. Μία μοναδικότητα καί ἕνα κάλλος
πού κανείς δέν μπορεῖ νά ὑποκαταστήση καί νά παίζη μέ αὐτά τά πράγματα.
Καί
νά «ἀποκτήσωμε», λοιπόν, ἀγάπη! Καί οὔτε νά λέμε: «Ξέρεις, μά καί οἱ
μάρτυρες ἔδιναν τό αἷμα τους…». Μά, τί; Εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα; Τό ἄκουγα
προχθές, πού τό ἔλεγε ἕνας καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Μά εἶναι τό
ἴδιο πρᾶγμα;
Και τό τελευταῖο ἐπιχείρημα,
εἶναι ὅτι ὁ Χριστός θέλει καί κάνει αὐτό πού κάνει. Ἕνας, ὁ ὁποῖος
εἶναι, κατ’ αὐτούς, νεκρός, θέλει νά κάνη αὐτό πού ἐκεῖνοι θέλουν; Εἶπε
«ἐγώ θέλω»; [ Ὄχι.] Δέν εἶπε τό «θέλω» του. Δέν εἶπε: «Ναί, σκοτῶστε με
για νά πάρετε τά ὄργανά μου».
Τό θέμα
εἶναι ἀνοικτό; Ὄχι. [Τό θέμα εἶναι κλειστό.] Τό θέμα, πιστεύω, πώς, ἀπό
ἐδῶ καί μετά, δέν σηκώνει κουβέντα. Γιατί; Δέν σηκώνει κουβέντα πιά, γιά
ἕναν λόγο. Δέν χρειάζεται πιά νά γίνεται διαμάχη στό διπλό ἐπίπεδο, τί
λέει ἡ ἐπιστήμη και τί λέει ἡ θεολογία. Ἡ μέν ἐπιστήμη πῆρε τόν δρόμο
της. Ἡ ἐπιστήμη τόσο γνωρίζει. Ξέρει ὅτι πεθαίνει τό σῶμα. Μπορεῖ νά δῆ
τί ὥρα φεύγει ἡ ψυχή; Ἁπλῶς, διαπιστώνει πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζωντανός
ἀκόμα, ἀλλά θά πεθάνη σύντομα και τοῦ παίρνουν τά ὄργανα. Ἡ θεολογία
ξέρει πότε φεύγει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα; Ὄχι. Οὔτε αὐτή τό ξέρει! Ἀφοῦ
μιλοῦν τά τροπάρια περί «τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου».
Ἔ,
λοιπόν, πρόκειται περί μυστηρίου. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία. Ἡ ὥρα πού
χωρίζεται τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή εἶναι μυστήριο. Ποιός μπορεῖ νά μπῆ στό
μυστήριο; Ἡ ἐπιστήμη; Ἀδύνατον. Ἡ θεολογία; Ἀδύνατον. Ἄρα, ἡ θεολογία
εἶναι περιφερειακή -καί ὅλα αὐτά πού σᾶς λέω- γιά νά ἀποτραπῆ τό
ἔγκλημα, καί ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἀνύπαρκτη [ἀνίκανη], ὥστε νά μπορῆ νά ἔχη
λόγο γιά τήν ὥρα τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
Ἐφ’
ὅσον, λοιπόν, πρόκειται περί μυστηρίου, ὁποιοσδήποτε λόγος εἶναι
περιττός, περί [ἐγκεφαλικοῦ] θανάτου. Ὁποιοιδήποτε ἄλλοι μιλοῦν, τί
κάνουν; Πᾶνε νά ἐρευνήσουν τό μυστήριο. Ἀλλά, «οὐ φέρει τό μυστήριον
ἔρευναν».
Αὐτό πῆγε νά κάνη ὁ Βαρλαάμ, καί
ἀντιτάχθηκε ὁ Παλαμᾶς. [Ὁ Βαρλαάμ] πῆγε νά ἐρευνήση τό μυστήριο τῆς
γνώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυνατόν νά γίνη; Καί ἐκεῖ χτυπήθηκαν
οἱ δύο πολιτισμοί. Τοῦ ἐγκεφαλισμοῦ καί τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, πρίν ἀπό
ἑπτά αἰῶνες. Ἐμεῖς, δέν μποροῦμε νά ἐπανέλθωμε σέ Νεοβαρλααμισμούς : νά
ἐρευνοῦμε τό μυστήριο. Ὅ,τι καί νά ποῦν, ὅ,τι καί νά βροῦν, ὅπως καί ἄν
ὁρίσουν τόν θάνατο, ὁ θάνατος θά παραμένη μυστήριο. Τό τί ὥρα φεύγει ἡ
ψυχή ἀπό τό σῶμα.
Γι’ αὐτό, ἐμεῖς, πρέπει
νά περιμένωμε τό σῶμα πραγματικά νά εἶναι πεθαμένο. Ἄς τό διαπιστώνωμε,
ὅπως τό διεπίστωνε ἡ παληά Ἰατρική, ὁ παληός ὁ γιατρουδάκος, ὥστε νά
εἴμαστε σίγουροι. Τό πότε ἀκριβῶς πέθανε ἕνας ἄνθρωπος δεν τό ξέρομε.
Γι’ αὐτό, δέν πρέπει νά γίνωνται ἄκαιρες παρεμβάσεις. «Οὐ φέρει, λοιπόν,
τό μυστήριον ἔρευναν».
Καί σ’ αὐτό, ποιός
θά ἔχη [θά μπορῆ] νά ἀπαντήση; Νά πῆ κάτι; [Κανείς.] Ποιός θά ἔχη νά πῆ
κάτι γιά το μυστήριο; Ἄρα, τονίζω καί φωνάζω, ἀπό σήμερα καί μετά, ὅτι
«τό θέμα δέν σηκώνει κουβέντα». Παύσετε νά κουβεντιάζετε, θεολογικά. Ἤ
χρησιμοποιῶντας τήν Ἰατρική σάν δεκανίκι. Δέν γίνεται! Πρόκειται περί
μυστηρίου! Καί πίσω ἀπό ἐκεῖ, εἶναι [κρυμμένο] τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ
σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Βλέπετε, τό κείμενο τί ἐπικαιρότητα ἀποκτᾶ τώρα;
Βλέπετε, πῶς τά λέει ὁ Χριστός! Μέ τί προοπτικές τά λέει! Τί ἔχει στόν
νοῦ Του! Ξέρει καί τό αὔριο καί τό μεθαύριο, Ἐκεῖνος.
Ἔτσι,
μετά ἀπό αὐτά πού λέει [στήν ἀρχή], ἐπανέρχεται καί λέει: «Ἵνα λάβω
αὐτήν». Καί συνεχίζει τό κείμενο: «Οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγώ
τίθημι αὐτήν ἀπ’ ἐμαυτοῦ. Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν καί ἐξουσίαν ἔχω
πάλιν λαβεῖν αὐτήν · ταύτην τήν ἐντολήν ἔλαβον παρά τοῦ πατρός μου»
(Ἰωάν. 10, 18).
«Κανείς δέν μπορεῖ νά πάρη
τήν ψυχή μου, λέει, κι ἄς μέ σκοτώσουν». Ἐγώ, τήν καταθέτω καί ἔχω, ἀπ’
ἐμαυτοῦ, ἐξουσίαν νά τήν θύσω καί πάλιν ἔχω ἐξουσίαν ἵνα λάβω αὐτήν,
γιατί ἔτσι μοῦ εἶπε ὁ Πατέρας μου». Βλέπετε τήν μοναδικότητα τῆς
ἐξουσίας; Αὐτός μόνο [μπορεῖ νά τό κάνη].«Ἐξουσίαν ἔχω -λέει- παρά τοῦ
πατρός μου».
Δέν ἔχει τό κείμενο
μοναδικότητα; Μπορεῖ κανείς νά τό χρησιμοποιήση γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη
περίπτωση; Μπορεῖ κάποιος ἀπό ἐμᾶς νά πῆ, ὅτι «ἔχω ἐξουσία ἐγώ νά πάρω
τήν ψυχή μου καί νά τήν δώσω»; Ἔχομε, ἐμεῖς, τέτοια ἐξουσία; Πού
σημαίνει, [ἐγώ] σώζω τόν ἄλλον;
Σωζώμεθα
ἐν Χριστῷ. Καί, ἀγαπῶντας τόν ἄλλον, τοῦ ἀνοίγομε τόν δρόμο γιά τόν
Χριστό. Ὅλος ὁ κόσμος. Αὐτό πού κάνετε ἐσεῖς, καί αὐτό πού κάνω ἐγώ. Ὁ
καθένας μας, μέ τόν τρόπο του, ἀπό τόν χῶρο καί τό μετερίζι πού
βρίσκεται μέσα στήν Ἐκκλησία, γίνεται ἕνας βοηθός σωτηρίας τοῦ ἄλλου.
Βλέπετε,
ἡ Εὔα ἦταν «βοηθός κατ’ αὐτόν [τόν Ἀδάμ]». Δηλαδή, βοηθός σωτηρίας τοῦ
Ἀδάμ. Αὐτό παραμένει τό μοναδικό μέγεθος. Καί ἕνα ἱερέας, ἕνας
πνευματικός, ἕνας ἐπίσκοπος, τί εἶναι; Εἶναι αὐτό τό μέγεθος πού βοηθεῖ,
ἀνοίγει δρόμο, ἀλλά ἕνας εἶναι ὁ σώζων. Ὁ Χριστός μας.
Δέν
μπορεῖ κάποιος νά πάρη αὐτήν τήν ἐξουσία καί νά πῆ: «Ἐγώ θά σώσω». Ἄν
τό πῆ, θά κρύβεται πίσω ἕνας τρομερός ἐγωϊσμός… Εἴμαστε ἐν δυνάμει
συνεργοί τῆς σωτηρίας τοῦ ἄλλου. Συνεργοί τῆς σωτηρίας τοῦ ἄλλου…
Διακονοῦμε τήν σωτηρία τῶν ἄλλων… Αὐτό εἶναι τό κύριο, τό πρωτογενές
ἔργο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὅπου καί ἄν βρίσκεται.
Ὁ
Χριστός, ὅταν γιατρεύη, γιατρεύει καί τά δύο. Καί τήν ψυχή καί τό σῶμα.
Δέν ὑπάρχει ἀγάπη μονομερής, πού ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο μονομερῶς
[πού θέλει δηλαδή νά γιατρέψη μόνο τό σῶμα, καί ἀδιαφορεῖ γιά τήν ψυχή].
Ὅσο βλέπομε τήν ἀγάπη μονομερῶς, τότε ἤ θά τήν κουκουλώνομε μέ τήν
τραγωδία μας, ἤ θά κομματιαζόμαστε. Καί ὁ Χριστός ἐπιτρέπει νά
κομματιαζώμαστε γιά νά δοῦμε τήν ἀποτυχία μας. Δέν ὑπάρχει ἀγάπη
μονομερής.
…Ἀκόμη καί ἡ κουβέντα περί
ἀγάπης εἶναι δαιμονισμένη, πολλές φορές, ἄν κρύβη τήν ἀλήθεια [τήν περί
ζωῆς ἀλήθεια]. Π.χ. «ἀγαπηθῆτε, ἀγαπᾶτε, καί μή σᾶς νοιάζη γιά τά
ὑπόλοιπα». Καί, ἐν ὀνόματι μιᾶς ψευτοαγάπης, διχάζουν τόν κόσμο….
Ξέρω
ὅτι εἶναι μυστήριο ὁ θάνατος. Καί, ἐπειδή θά περάσω -καί ἐγώ και ἐσεῖς-
ἀπό τό μυστήριο τοῦ θανάτου, προτρέχω, [προσπαθῶ] νά εἶμαι μέσα στό
μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ζήσω τόν θάνατο ὡς μυστήριο
χριστοειδές, καί ὄχι ὡς μυστήριο χαμοῦ. Προσεγγίζω τό μυστήριο βιωματικά
πιά.
Καί, πραγματικά, ἐκεῖ φθάνει ὅλη
αὐτή ἡ ἀναζήτηση γιά τόν ἐγκεφαλικό θάνατο, κ.λ.π. Δέν μποροῦμε πιά νά
ποῦμε τίποτε. Ἡ ἐπιστήμη χίλια νά πῆ, δέν μπορεῖ νά εἰσέλθη [στό
μυστήριο]. Θά λέη πάντα πῶς εἶναι τό σῶμα. Βλέπει τήν ψυχή; Ἔχει ὄργανα
[γιά νά τήν ἀνιχνεύση];
…Ἡ ψυχή, κατά τούς
Πατέρες, διαχέεται σ’ ὅλο τό σῶμα. Σταμάτησε [ἔστω] ὁ ἐγκέφαλος. Ἡ
ψυχή, δέν εἶναι στά ἄλλα μέρη τοῦ σώματος; Δέν μπορῶ νά τό ἀγνοήσω αὐτό
τό πρᾶγμα.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, λέει, ὅτι
μαζεύεται στά μέσα στοιχεῖα τοῦ σώματος. Συγκεντρώνεται μέσα, ἀκόμη καί
ἄν δέν ὑπάρχη ψυχή στόν ἐγκέφαλο, καί [ὁ ἄνθρωπος] δέν κινεῖται. Πέθανε ὁ
ἄνθρωπος; Ὄχι. Νά, ἡ δογματική τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι διαχέεται παντοῦ ἡ
ψυχή. Σ’ ὅλο τό σῶμα. Πότε φεύγει ὁριστικά, τελευταῖα – τελευταῖα, δέν
ξέρομε. Ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ὑπάρχη ἀκόμη [μέσα στό σῶμα], δέν μποροῦμε νά τόν
ἀγγίξωμε [τόν ἄνθρωπο].
Ἄκουσα, προχθές,
ἕναν καθηγητή νά χρησιμοποιῆ, ἀνοήτως, τό πείραμα τοῦ βατράχου, το
γνωστό πείραμα πού κάνουν ὅλοι οἱ πρωτοετεῖς φοιτητές τῆς Ἰατρικῆς
Σχολής, γιά νά ἀναλύσει τον άνθρωπο! [και νά δώση λύση στό θέμα τοῦ
ἐγκεφαλικοῦ θανάτου] Μά, αὐτά, εἶναι ἀνόητα πράγματα.
Παίρνουν
τόν βάτραχο, τοῦ κόβουν τό κεφάλι καί παρατηροῦν ὅτι ὁ βάτραχος ἀκόμη
κινεῖται… Καί λένε: «κοίταξε, τοῦ ἔκοψα το κεφάλι, δέν ἔχει ἐγκέφαλο,
ἀλλά κινεῖται». Εἶναι δηλαδή ἕνας μυϊκός τόνος. Ἀλλά ξεχνᾶνε ὅτι ὁ
βάτραχος δέν ἔχει ψυχή, πού ἔχει εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω της.
Καί
αὐτό τό εἶπε ὁ καθηγητής γιά νά ἐπιβεβαιώση [ὑποστηρίξη] τίς
μεταμοσχεύσεις! Καί ἔφερε [ὡς ἀπόδειξη], σέ κληρικούς καί θεολόγους, τό
πείραμα τοῦ βατράχου! Μά, εἶναι σοβαρά πράγματα αὐτά;
…Συγγνώμη,
ἀλλά ξέρεις πότε πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος; Ἐσύ, βλέπεις τόν ἐγκέφαλο. Λές
μόνο ὅτι «πέθανε ὁ ἐγκέφαλος». Καί μοῦ λές, μόνος σου, ὅτι «ἡ καρδιά ζεῖ
ἀκόμη», καί γι’αὐτό , λές, «μπορῶ νά τήν πάρω». Ἄρα, ζεῖ ἡ καρδιά. Και
ἐγώ μέν σοῦ μιλάω γιά τό «μυστήριο τοῦ θανάτου» καί ὅτι ἡ ψυχή παραμένει
ἀκόμη στό σῶμα, καί ἐσύ μοῦ λές γιά τό «μυστήριο τοῦ βατράχου»! Ἔ, δέν
μπορεῖ νά γίνη διάλογος ἔτσι. Μιλᾶμε γιά ἀνόμοια πράγματα…
Ἄν
μετά ἀπό ἕνα τροχαῖο δυστύχημα, ἕνας καταλήξη ἐγκεφαλικά νεκρός, καί
δηλωθῆ ὡς ἐγκεφαλικά νεκρός, ἀλλά ὄχι κλινικά νεκρός, ἐγώ δέν μπορῶ νά
πάρω τά ὄργανά του. Μέ τήν προοπτική ὅτι θά πεθάνη μετά ἀπό πέντε
δευτερόλεπτα, ἐγώ ὄργανα δέν μπορῶ νά πάρω. Ἀδυνατῶ.
Μᾶς
ἔλεγε, προχθές, ὁ πατήρ Κωνσταντῖνος, ἀπό τό Ἀσκληπιεῖο [Βούλας], ἕνα
πολύ ὡραῖο παράδειγμα. Καί μᾶς τόνισε τήν προσωπική του εὐθύνη σ’ αὐτό
τό γεγονός. Το εἶπε δημόσια.
Παληά, πρίν
ἀρχίση ὅλη αὐτή ἡ διαμάχη [γιά τίς μεταμοσχεύσεις], ὅταν ἦταν ἐφημέριος
τοῦ Νοσοκομείου, ὁ παππούλης, ἔρχεται ἕνας πατέρας καί λέει στόν πατέρα
Κωνσταντῖνο: «Τό παιδί μου εἶναι ἐγκεφαλικά νεκρό, καί μοῦ ζητοῦν οἱ
γιατροί νά ὑπογράψω γιά νά πάρουν τά ὄργανά του. Παππούλη, τί νά κάνω;»
Τοῦ λέει ἐκεῖνος: «Δῶστα». Δέν ἤξερε, τότε, ὁ παππούλης.
Ὁ
πατέρας, πηγαίνοντας νά ὑπογράψη, πέρασε ἀπό τό ἐκκλησάκι τοῦ
νοσοκομείου, τόν ἅγιο Παντελεήμονα. Τοῦ λέει: «Ἅγιε Παντελεήμονα, πές
μου τί νά κάνω; Εἶμαι σέ προβληματισμό». Καί λέει μετά: «Ἄς τό ἀφήσω
μέχρι αὔριο τό πρωΐ καί μετά ὑπογράφω». Τό ἄλλο πρωΐ, τό παιδί του
γίνεται καλά! Καί μᾶς ρωτάει ὁ πατήρ Κωνσταντῖνος: «Ἐγώ, τί εὐθύνη θά
εἶχα μετά;»
Ἀλλά καί πόσοι γονεῖς
ὑπέγραψαν, χωρίς νά ξέρουν οἱ ἄνθρωποι. Δέν ζητοῦμε εὐθύνες…δέν κάνομε
δικαστήριο. Κάνομε θεολογία. Περί θανάτου θεολογία, γιά νά μή
λειτουργήση ἕνα ἄνομο σύστημα ἀγρίας ἐκμεταλλεύσεως τοῦ ἄλλου. Δεν μπορῶ
νά κρίνω κανέναν ἐγώ. Δέν εἶμαι ἀρμόδιος. Οὔτε ἐγείρεται θέμα σωτηρίας
γιά ἐκεῖνον πού ἔδωσε τά ὄργανά του. Αὐτά, εἶναι ἀνόητα πράγματα. Νά
μποῦμε στήν οὐσία του πράγματος…
…Ἠθελημένα
μιλᾶνε γιά διπλό θάνατο… Ἰατρικά, [τό θέμα τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς] ποτέ
δέν θά τό λύσουν. [Ἐπιφανειακά], αὐτοί, τό ἔλυσαν. Ἔβαλαν τόν ὅρο
“ἐγκεφαλικός θάνατος”, καί τό ἔλυσαν. Ἀλλά, στήν πράξη, [κατά ἀλήθειαν,]
δεν θα το λύσουν. Ἀπόδειξις, ὅτι δεκάδες ἐπιστήμονες, παγκοσμίως,
διαμαρτύρονται. Αὐτό, δέν λέει κάτι; Ὅταν δέ εἴπαμε [σ’ αὐτούς], ὅτι
δεκάδες ἐπιστήμονες διαμαρτύρονται, ξέρετε τί ἀπάντηση πήραμε; «Ὅσοι
διαμαρτύρονται, διαμαρτύρονται ὄχι ἰατρικά, ἀλλά φιλοσοφικά. Εἶναι
φιλόσοφοι, ἀγνοῆστε τους»!
Μά, αὐτά, εἶναι
σοφίσματα. Δέν μποροῦμε, διά σοφισμάτων, [νά βροῦμε ἄκρη, καί] νά
ἀναιροῦμε ὅλους τούς γιατρούς πού δέν συμφωνοῦν μαζί μας καί νά λέμε,
ὅτι εἶναι φιλόσοφοι, ἐπειδή δέν συμφωνοῦν [μαζί μας]. Λένε, ὅτι οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχουν ἐπαρκεῖς ἀποδείξεις. Ἄν ζοῦσαν σήμερα,
λένε, ἄλλα πράγματα θά ἔλεγαν. Ἔτσι, πετᾶμε καί τούς Πατέρες, καί μένει ἡ
δική μας γνώμη μόνο! Ἀκρότατα Βατικάνειο [πνεῦμα]. Ὅμως, σ’αὐτόν τόν
τόπο, δέν μπορεῖ νά λειτουργήση Βατικάνειο πνεύμα. Καί τίποτε ἄλλο νά
μήν ὑπάρχη, ὑπάρχει τό μυστήριο τοῦ θανάτου, πού θά τούς κυνηγάει μέχρι
τόν θάνατο…».
Πηγή Alopsis