Οἱ δαιμονικοί πειρασμοί τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργίου

Ἡ ζωή καί οἱ ἀγῶνες τοῦ Γέροντος π. Κλεόπα Ἡλίε
Κεφάλαιο δεύτερο

 π.Ἰωαννίκιος  Μπάλαν

 Τό ἔτος 1927, ὁ Γεώργιος ἀνεχώρησε γιά ὑποτακτικός τοῦ Γέροντος Παϊσίου στήν Σκήτη Κοζάντσεα. ‘Εκεῖ ἔκανε ὑπακοή στόν Γέροντα, ἐργαζόταν στόν κῆπο, ἔψαλε στήν ἐκκλησία καί ἐπανελάμβανε πάντοτε τήν εὐχή τοῦ ‘Ιησοῦ, τρώγοντας μία μόνο φορά τήν ἡμέρα. ‘Ενίοτε μετέβαινε καί στήν Σκήτη Συχαστρία, πού εἶναι στά βουνά Νεάμτς.

Κάποτε ὅμως, πειρασθείς ἀπό τόν νοητό ἐχθρό καί ἀκολουθώντας τήν δική του γνώμη, μπῆκε στό κελλί του καί ἄφησε ἐπάνω στό τραπέζι τό ἑξῆς σημείωμα: <Συγχώρεσέ με, πάτερ Παῒσιε, ἀνεχώρησα γιά πέντε ἡμέρες στό δάσος  νά μετανοήσω>.
Τό βράδυ, διαβάζοντας ὁ Γέροντας τό σημείωμα, εἶπε: <Αὐτή ἡ δουλειά εἶναι τοῦ διαβόλου καί δέν θά ὠφελήση τόν ἀδελφό Γεώργιο αὐτή ἡ ἀναχώρησις, διότι ἔφυγε χωρίς εὐλογία!> Τά μεσάνυκτα ἐκτύπησε κάποιος τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του.
– Εὐλόγησον, πάτερ Παῒσιε καί συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλό.
– Ποιός εἶναι, ἐρώτησε ὁ Γέροντας.
– ‘Ο ‘Αδελφός Γεώργιος ὁ ἁμαρτωλός εἶμαι Γέροντα!
– Πῶς συμβαίνει αὐτό; ‘Ο ‘Αδελφός Γεώργιος ἀνεχώρησε γιά τό δάσος νά μετανοήση γιά πέντε ἡμέρες.
– Συγχώρεσέ με, πάτερ Παῒσιε, ἔσφαλα!
– ‘Ο Θεός νά σέ συγχωρέση, ἀδελφέ Γεώργιε. ῎Ελα μέσα στό κελλί καί πές μου τί σοῦ συνέβη.
– ‘Από καιρό ἤθελα, Γέροντα, νά προσεύχωμαι μόνος μερικές ἡμέρες στό δάσος. ῎Ετσι ἐπῆρα τό ‘Ωρολόγιο τῆς ‘Εκκλησίας, τό Ψαλτήριο, μερικά κεριά καί σπίρτα καί κρύφθηκα στό δάσος μέσα σέ μιά λακκοῦβα.
‘Εκεῖ ἄρχισα νά κάνω μετάνοιες καί νά προσεύχωμαι. Τά μεσάνυκτα ἀκούω δίπλα μου μία φρικιαστική φωνή: <Τί κάνεις ἐδῶ;> Γυρίζω λίγο καί βλέπω ἕνα μαῦρο γίγαντα μέ μορφή τρομακτική. *Ηταν ὁ διάβολος! Κατόπιν μοῦ εἶπε: <Γιατί ἦλθες ἐδῶ χωρίς εὐλογία;> Τότε, κυριευμένος ἀπό μεγάλο φόβο, ἄφησα τό ‘Ωρολογιο κι ἔφυγα τρεχᾶτος! Λοιπόν, σέ παρακαλῶ, πάτερ Παῒσιε, συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλό καί δέξαι με πάλι κοντά σου!
‘Από ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἀδελφός Γεώργιος δέν ἔκανε τίποτε χωρίς εὐλογία.

‘Η εἴσοδος τοῦ ‘Αδελφοῦ Γεωργίου στήν Συχαστρία. 

Κατά τήν λῆξι τοῦ ἔτους 1927, ὁ Γεώργιος μπῆκε στήν ‘Αδελφότητα τῆς Σκήτης Συχαστρία. Βλέποντάς τον μέ πολύ ζῆλο ὁ ‘Ηγούμενος τόν δοκίμασε μέ τόν ἑξῆς τρόπο: Τόν ἄφησε νά σταθῆ ἔξω ἀπό τήν πύλη τῆς Μονῆς ἐπί τρεῖς ἡμέρες. ‘Εκεῖ ἀκόμη ἔπρεπε αὐτός νά κρατῆ στήν πλάτη του ἕνα σακκί χῶμα καί νά λέγη ἐπί 10 φορές τόν Πεντηκοστό ψαλμό. Μετά νά ξεκουράζεται λίγα λεπτά καί πάλι νά παίρνη τό σακκί στήν πλάτη ἐπαναλαμβάνοντας δεκάκις τόν ψαλμό. Στό τέλος τῆς τρίτης ἡμέρας ἦλθε ὁ ‘Ηγούμενος καί τοῦ εἶπε:
῎Ακουσε, ‘Αδελφέ Γεώργιε, σχετικά μέ τήν μοναχική ζωή. Αὐτή ἡ ζωή εἶναι δύσκολη. Πρέπει νά νηστεύης, νά προσεύχεσαι, νά κάνης ὅ, τιδήποτε σέ διατάσσουν οἱ ἄλλοι, νά μεταφέρης μέ ὑπομονή καί ἀγάπη στούς ὤμους σου τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως  μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου. ῎Εχεις τήν ὑπομονή νά ζήσης στήν ἄσκησι αὐτή μέχρι τέλους ἐδῶ;
‘Ο ‘Αδελφός Γεώργιος τοῦ ἀπήντησε:
Συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλό, ὁ Θεός μέ τήν βοήθειά του θά μοῦ δυναμώση τίς ἀσθενεῖς δυνάμεις νά πράξω καί ὑπομείνω ὅ, τι μέ ἀκολουθήσει σ’ αὐτή τήν ζωή.
Τότε ὁ ‘Ηγούμενος τόν δέχθηκε στήν Μονή καί τόν διώρισε στό διακόνημα τοῦ τσοπάνη ἀγελάδων.
‘Η ἀναχώρησις στήν Σκήτη Συχαστρία τῶν ‘Αδελφῶν Βασιλείου καί Κωνσταντίνου.
Τόν χειμῶνα τοῦ ἔτους 1929, μετά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου ‘Ιεράρχου Νικολάου, ὁ Βασίλειος καί ὁ Κωνσταντῖνος ἀπεφάσισαν ν’ ἀναχωρήσουν γιά τήν Σκήτη Συχαστρία τοῦ νομοῦ Νεάμτς γιά νά ὑπηρετήσουν μέ ὅλη τήν ψυχή τους τόν Χριστό. ‘Αφοῦ προσευχήθηκαν πολύ στόν Θεό μέ νηστεία καί μετάνοιες, ἐπῆραν εὐλογία ἀπό τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ καί εἶπαν στούς γονεῖς τους τούς λογισμούς των.
Δέν ὑπῆρχε γιά τήν μητέρα τους, δυσκολώτερος χωρισμός ἀπ’αὐτόν. ῎Εκλαιγε ἡ καημένη ἀπαρηγόρητα, διότι τῆς ἔφευγαν ξαφνικά δύο νεαρά παιδιά της. ‘Αλλά ὁ πατέρας τους τῆς ἔλεγε: <῎Αφησέ τους νά πᾶνε! Γιατί ἐμεῖς δέν εἴχαμε τό μυαλό τους, ὅταν εἴμασταν νέοι σάν αὐτούς. Νά, αὔριο θά πεθάνουμε καί τί μᾶς ὠφέλησε ἡ ζωή αὐτή;>
Στήν συνέχεια οἱ ‘Αδελφοί ἑτοίμασαν τά πράγματά τους. ῞Ομως δέν ἐπῆραν μαζί τους, παρά δύο σακκίδια στά ὁποῖα εἶχαν μερικά ροῦχα. ‘Ακόμη ἐπῆραν τήν ‘Αγία Γραφή, τούς Βίους τῶν ‘Αγίων, τό ‘Ωρολόγιο, τό Ψαλτήρι καί δύο μεγάλες εἰκόνες, τίς ὁποῖες ἀγαποῦσαν πάρα πολύ. ῏Ησαν τοῦ ‘Αγίου Γεωργίου καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου
Κατόπιν, ἐγονάτισαν καί παρεκάλεσαν τόν Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο νά εὐλογήσουν τό ταξίδι τους καί ν’ ἀξιωθοῦν νά ἐπιδοθοῦν στίς πνευματικές ἀσκήσεις. Μέχρι τήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ τούς συνώδευαν οἱ γονεῖς τους, οἱ ὁποῖοι ἔκλαιγαν ἀπό φυσική ἀγάπη πρός τά παιδιά τους καί δέν τούς ἦτο εὔκολο ν’ ἀποχωρισθοῦν ἀπ’ αὐτά. Τά παιδιά τους ὅμως τούς παρηγοροῦσαν καί τούς μιλοῦσαν γιά τόν Χριστό καί τήν αἰώνιο ζωή.
‘Αλλά, βλέποντας ὅτι οἱ γονεῖς τους δέν ἠμποροῦσαν νά τούς ἀποχωρισθοῦν, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός, ὁ Βασίλειος, ἄρχισε νά τούς ψάλλει τό Κοντάκιο τοῦ ‘Ακαθίστου τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ: <‘Ιησοῦ γλυκύτατε τό φῶς τοῦ κόσμου, τῆς ψυχῆς μου φώτισον τούς ὀφθαλμούς. . . >
Κατόπιν ὑποκλίθηκαν κι ἐφίλησαν τά χέρια τῶν γονέων τους καί ἀνεχώρησαν γιά τήν Σκήτη Κοζάντσεα. Τήν στιγμή ἐκείνη οἱ γονεῖς τους ἔπεσαν κάτω κι ἄρχισαν νά κλαίγουν μέ ἀναφυλλητά.
Στήν Κοζάντσεα ἔμειναν μία ἡμέρα στόν καλό τους Γέροντα Παῒσιο, ὁ ὁποῖος τούς διηγόταν πάντοτε γιά τούς ἐρημίτες τῶν ὀρέων Νεάμτς. Τήν δεύτερη ἡμέρα ἀνεχώρησαν γιά τήν Σουτσεάβα παίρνοντας μαζί τους καί τόν ἀδελφό τους Γεώργιο, ὁ ὁποῖος εἶχε πάει γιά ἐπίσκεψι στήν Σκήτη Κοζάντσεα.

Μετάφρασις-ἐπιμέλεια ὑπό Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
1999
Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
________________________________________________

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.