ΟΙ “ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ” ΛΟΓΟΙ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Μετάφραση στη νεοελληνική
Βασίλης Καραγιώργος

 

ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

α. Βασίλειος, ο φίλος του Χρυσοστόμου, ο οποίος υπερέβαλλε όλους τους άλλους.

Στη ζωή μου δημιούργησα πολλούς φίλους, γνήσιους και αληθινούς, οι οποίοι γνώριζαν και φύλατταν με ακρίβεια τους νόμους της φιλίας. Από τους πολλούς όμως αυτούς, ένας προσπαθούσε να τους υπερβή όλους στην επιδεικνυόμενη προς το πρόσωπό μου φιλία τόσο πολύ, όσο όλοι εκείνοι μαζί υπερέβαλλαν τους απλώς φίλα διακείμενους έναντί μου. Αυτός, λοιπόν, ήταν ένας από εκείνους, με τους οποίους διήγα από κοινού το μεγαλύτερο μέρος του βίου μου, δεδομένου μάλιστα ότι επιλέξαμε κοινούς πνευματικούς δρόμους και διδασκάλους. Μας χαρακτήριζε δε η ίδια προθυμία και εργατικότητα για τις σπουδές μας, αλλά και γενικότερα είχαμε κοινούς στόχους, οι οποίοι εκκινούσαν από την ίδια αφετηρία, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των σπουδών μας, αλλά και μετά την περάτωσή τους, όταν προσπαθούσαμε να επιλέξουμε την καλύτερη οδό που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε στη ζωή μας· και στην περίπτωση αυτή το φρόνημά μας συνέπιπτε.β. Η ομόνοια Βασιλείου και Χρυσοστόμου, και συζητήσεις περί πάντων.

Πέραν τούτων, υπήρχαν και άλλα στοιχεία, τα οποία συντελούσαν στην αρραγή και ασφαλή διατήρηση της ήδη στενής φιλίας μας. Κανείς από τους δύο δηλαδή δεν φρονούσε υπεροπτικά για την πατρίδα του και την καταγωγή του, όσον δε αφορά στα υλικά αγαθά εγώ μεν δεν διέθετα υπερβολικά πλούτη, αλλά και εκείνος δεν βρισκόταν σε κατάσταση εσχάτης πενίας και έτσι το μέγεθος της περιουσίας του καθενός ήταν περίπου το ίδιο, όμοιο δηλαδή προς την ταυτότητα των εσωτερικών μας ανησυχιών. Είχαμε λοιπόν ισότιμη κοινωνική θέση και οι απόψεις μας συνέπιπταν.

γ. Ο ζυγός της φιλίας έγινε άνισος όταν ο Βασίλειος εγκολπώθηκε τον μοναστικό βίο.

Η ισορροπία αυτή όμως ανατράπηκε όταν ο μακάριος φίλος μου αποφάσισε να περιβληθή το μοναχικό σχήμα και να μυηθή στις αρχές της αληθούς φιλοσοφίας· η πλάστιγγα εκείνου εμετεωρείτο από την ελαφρύτητα των βαρών της, ενώ αντιθέτως εγώ, δεμένος σφικτά με τα δεσμά των κοσμικών επιθυμιών, την τραβούσα προς τα κάτω, όπου και τη διατηρούσα με τη βία, στιβάζοντας πάνω της νεανικές φαντασίες. Για τον λόγο λοιπόν αυτό η μεν φιλία μας έμεινε σταθερή, όπως και ενωρίτερα, η συναναστροφή μας όμως εύλογα διακόπηκε, αφού τα περί του βίου ενδιαφέροντα του καθενός είχαν διαφοροποιηθή πλέον. Όταν μάλιστα και εγώ κατόρθωσα κάποτε να διασωθώ από τις τρικυμίες του βίου, ο φίλος μου με δέχθηκε μεν με ανοικτές αγκάλες, όμως δεν ήταν δυνατό να διατηρηθή η προγενέστερη ισορροπημένη καθ᾿ όλα σχέση μας, διότι εκείνος έχοντας όχι μόνο προηγηθή χρονικώς στον μοναχικό βίο, αλλά και επιδεικνύοντας μεγάλο ζήλο στην οικείωση της ασκητικής εμπειρίας, ανήλθε σε τέτοιο ύψος, ώστε τελικά κατέστη ανώτερός μου.

δ. Η πρόθεση για τη συγκατοίκηση των δύο φίλων.

Πλην, όμως, όντας αγαθός και αποδίδοντας μεγάλη τιμή στη φιλία μας, απομάκρυνε τον εαυτό του από όλους και αφιέρωσε σε μένα όλο τον χρόνο του. Αυτό εξ άλλου επιθυμούσε και ενωρίτερα, κωλυόταν όμως από τη δική μου ραθυμία να ακολουθήσω τον ίδιο βίο. Πράγματι, δεν ήταν δυνατό εγώ, ασχολούμενος με τις δικαστικές υποθέσεις και συγκινούμενος από τις θεατρικές απολαύσεις να συναναστρέφομαι πολλές φορές εκείνον ο οποίος ήταν προσηλωμένος στη μελέτη των βιβλίων και δεν είχε εμφανισθή ποτέ στην αγορά. Όταν λοιπόν με αποδέχτηκε με ικανοποίηση στη ζωή του μου αποκάλυψε τον βαθύτερο πόθο που έτρεφε μέσα του από παλαιότερα· έκανε δηλαδή τα πάντα, ώστε να είμαστε το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας μαζί, επί πλέον δε με παρακαλούσε συνεχώς να εγκαταλείψουμε τις οικίες μας και να συγκατοικήσουμε, κάτι για το οποίο τελικά με έπεισε. Είμεθα λοιπόν έτοιμοι να υλοποιήσουμε την απόφαση αυτή.

ε. Οι διαμαρτυρίες της μητέρας.

Όμως οι συνεχείς διαμαρτυρίες της μητέρας μου με εμπόδισαν να ανταποκριθώ στην επιθυμία του, μάλλον δε να λάβω τη δωρεά που μου προσέφερε. Η μητέρα μου είχε καταλάβει τα σχέδιά μου και αφού έπιασε το δεξί μου χέρι με οδήγησε στον ιδιαίτερο χώρο της, όπου καθίσαμε κοντά στην κλίνη επί της οποίας με γέννησε. Εκεί, χύνοντας ποταμούς δακρύων, μου απηύθυνε οδυρόμενη τα ακόλουθα λόγια, τα οποία πονούσαν περισσότερο και από τα δάκρυά της· Εγώ, παιδί μου, είπε, δεν αφέθηκα να απολαύσω για πολύ την αρετή του πατέρα σου, επειδή αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Τις ωδίνες που γνώρισα κατά τον τοκετό σου διαδέχτηκε ο θάνατος εκείνου, γεγονός που προκάλεσε σ’ εσένα ορφάνια, σε μένα δε άωρη χηρεία, τα δεινά της οποίας μόνο οι παθούσες μπορούν να γνωρίζουν καλά. Καμμιά ακτίνα ανακουφίσεως δεν φαινόταν στον ορίζοντα της βαρυχειμωνιάς και της τρικυμίας που ζει μία κοπέλα, η οποία μόλις έχει εγκαταλείψει τον πατρικό της οίκο και είναι εντελώς άπειρη, ξαφνικά πέφτει σε βαρύ πένθος και αναγκάζεται να επωμισθή φροντίδες, οι οποίες είναι πολύ μεγάλες τόσο για την ηλικία, όσο και τη φύση της. Διότι πρέπει, νομίζω, και τις αμέλειες των υπηρετών να επανορθώνη και τις κακουργίες τους να παρατηρή προσεκτικά, και τις επιβουλές των συγγενών να αποκρούη, και τις ύβρεις και την τραχύτητα των εισπρακτόρων των δημοσίων εσόδων κατά τη συγκέντρωση των φόρων να υπομένη με θάρρος. Εάν δε ο κοιμηθείς απέλθη αφήνοντας και παιδί, τότε η μητέρα θα επωμιστή το βάρος πολλών φροντίδων, ακόμη, και αν αυτό είναι θήλυ, οπότε αυτή θα απαλλαγή και εξόδων και φόβου· πολύ δε περισσότερες δυσκολίες θα έχη αυτή να αντιμετωπίση αν πρόκειται για αγόρι, το οποίο θα την επιφορτίζη καθημερινά με πολλούς φόβους και περισσότερες φροντίδες. Αφήνω δε κατά μέρος το χρηματικό κόστος που θα πρέπει να επιβαρυνθή αν επιθυμή να το μορφώση ως ελεύθερο πολίτη. Εμένα όμως τίποτα από όλα αυτά δεν με κατέπεισε να προχωρήσω στη σύναψη δεύτερου γάμου και να εισάξω νυμφίο στην οικία του πατέρα σου. Αντίθετα μάλιστα, προτιμούσα να παραμένω στη στενοχώρια και τη σύγχυση χωρίς να φεύγω από τη σιδερένια κάμινο της χηρείας. Στον αγώνα μου αυτό αρχικά ενισχύθηκα από τη θεία αρωγή, με παρηγορούσε όμως και το γεγονός ότι με τη συνεχή θέα της όψεώς σου διαφυλασσόταν μέσα μου η έμψυχη εικόνα του θανόντος πατέρα σου. Γι᾿ αυτό λοιπόν και όταν ήσουν νήπιο και δεν είχες ακόμη μάθει να μιλάς, όταν δηλαδή ήσουν στην ηλικία που τα παιδιά ευχαριστούν τους γονείς, μου έδινες πολύ κουράγιο. Έτσι, δεν μπορείς να με μεμφθής ότι δεν αντιμετώπισα με κουράγιο τη χηρεία μου ή ότι ελάττωσα την περιουσία που σου άφησε ο πατέρας σου για να ικανοποιήσω διάφορες ανάγκες της ζωής μας λόγω της χηρείας μου, γεγονός που γνωρίζω ότι συνέβη σε πολλούς, οι οποίοι δυστύχησαν να μείνουν ορφανοί. Αντιθέτως και αυτήν διατήρησα ακέραια και σε όσες δαπάνες απαιτήθηκαν για την πρόοδό σου ήμουν συνεπέστατη, αντλούσα δε πάντοτε τα χρήματα από την προικώα περιουσία μου. Μη νομίσης δε ότι με τα όσα λέγω τώρα προσπαθώ να σε ψέξω· εκείνο που σου ζητώ ως χάρη αντί όλων αυτών είναι η παράκληση να μη με περιβάλης με μία δεύτερη χηρεία και να μη αναζωπυρήσης τον κατασιγασθέντα πια πόνο του πένθους, αλλά να περιμένης τον θάνατό μου, αφού είναι μάλλον πιθανό ότι θα πεθάνω σε λίγο χρόνο, δεδομένου ότι οι νέοι ελπίζουν βέβαια να φθάσουν μέχρι το βαθύ γήρας, εμείς όμως δεν αναμένουμε τίποτα άλλο από τον θάνατο. Όταν λοιπόν με παραδώσης στη γη και με αναμίξης με τα οστά του πατέρα σου, τότε ετοιμάσου για μακρινά ταξίδια και πλεύσε σε όποια θάλασσα θέλης, κανείς δεν θα σε εμποδίση. Για όσο όμως ζω εξακολούθησε να μένης μαζί μου και μη προσκρούσης μάταια και χωρίς λόγο στον Θεό, περιβάλλοντας με τόσα κακά εμένα, που ποτέ δεν σε αδίκησα. Εάν βέβαια με εγκαλέσης ότι σε σύρω γύρω από βιοτικές φροντίδες και σε αναγκάζω να αναλάβης τη διαχείριση της περιουσίας σου, τότε ούτε τους φυσικούς νόμους, ούτε την ανατροφή σου, ούτε τα επικρατούντα ήθη, με μία λέξη δε μη σεβασθής τίποτα, φύγε μακριά μου, σαν να είμαι επίβουλος και εχθρός σου. Εάν όμως κάνω τα πάντα για να διευκολύνω τη ζωή σου, τότε αν μη τι άλλο ας σε κρατά κοντά μου αυτός ο δεσμός. Όσο και αν λέγης ότι σε αγαπούν χιλιάδες άνθρωποι, κανείς δεν θα σου δώση τη δυνατότητα να απολαύσης τόση ελευθερία, γιατί δεν υπάρχει κάποιος, ο οποίος να επιθυμή την ευδοκίμησή σου όσο εγώ.

στ. Η απάτη του Χρυσοστόμου στη χειροτονία.

Αυτά και πολλά περισσότερα ακόμη μου έλεγε η μητέρα μου, τα οποία με τη σειρά μου ανέφερα στον φίλο μου. Εκείνος όχι μόνο δεν επτοείτο από τα λόγια αυτά, αντιθέτως μάλιστα επέμενε περισσότερο, διατυπώνοντας τα ίδια προς τα προγενέστερα αιτήματα. Και ενώ βρισκόμασταν στην κατάσταση αυτή, εκείνος δηλαδή συνεχώς ικέτευε, εγώ δε από την πλευρά μου δεν έδινα τη συγκατάθεσή μου, ξαφνικά κάποια φήμη που διαδόθηκε μας τάραξε και τους δύο· η φήμη αυτή μας έφερνε υποψηφίους για το επισκοπικό αξίωμα. Μόλις άκουσα την πληροφορία κατελήφθην από φόβο και απορία· από φόβο μεν μήπως αναγκασθώ και παρά τη θέλησή μου να αποδεχθώ το επισκοπικό αξίωμα, από απορία δε διότι δεν μπορούσα να κατανοήσω πως οι άνθρωποι εκείνοι θυμήθηκαν για κάτι τέτοιο εμάς τους δύο, γιατί, όσον αφορούσε σε μένα, δεν με θεωρούσα καθόλου άξιο εκείνης της τιμής. Ο φίλος μου από την πλευρά του με επισκέφθηκε κατ᾿ ιδίαν και νομίζοντας ότι αγνοούσα τη σχετική φήμη με κατέστησε κοινωνό αυτής, ζητώντας, όπως και παλαιότερα έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση να πράξουμε και να φανούμε ότι σκεπτόμαστε τα ίδια. Ήταν μάλιστα προετοιμασμένος να ακολουθήση όποια απόφαση και αν έπαιρνα, είτε την οδό της φυγής είτε της εκλογής στο επισκοπικό αξίωμα. Αντιλαμβανόμενος όμως εγώ την προθυμία του να αναδεχθή την εκλογή και θεωρώντας ζημία για όλον τον λαό της Εκκλησίας να αποστερήσω την ποίμνη του Χριστού από έναν νέο τόσο αγαθό και ικανό να διευθύνη τις υποθέσεις των πιστών εξ αιτίας της δικής μου αδυναμίας, δεν του αποκάλυψα τη γνώμη που είχα διαμορφώσει για το θέμα. Και τούτο μολονότι ποτέ στο παρελθόν δεν του είχα αποκρύψει τις σκέψεις μου. Λέγοντάς του όμως ότι έπρεπε η σχετική απόφαση να ετεροχρονισθή, διότι ήταν κάτι που δεν πίεζε χρονικά, τον έπεισα να μην ασχολείται άλλο με το θέμα, του έδωσα δε τα εχέγγυα ότι σε περίπτωση που συνέβαινε εκείνο που φοβόταν, να χειροτονηθή δηλαδή χωρίς τη θέλησή του, θα τον στήριζα στην απόφαση που θα έπαιρνε σχετικά. Μετά την παρέλευση λίγου χρόνου, όταν έφθασε στην πόλη μας ο επίσκοπος, ο οποίος επρόκειτο να μας χειροτονήση, εγώ έμενα κρυμμένος, αυτός δε μη γνωρίζοντας τίποτε από όλα όσα συνέβαιναν οδηγείται ενώπιον του επισκόπου με άλλη πρόφαση και τελικά δέχεται τον ζυγό της ιερωσύνης, ελπίζοντας σε ό,τι του είχα υποσχεθή, ότι δηλαδή θα τον ακολουθούσα στην απόφασή του, μάλλον δε νόμιζε ότι ακολουθούσε εμένα. Διότι μερικοί από τους παρευρισκομένους, βλέποντες αυτόν να αγανακτή με την όλη κατάσταση, τον εξαπάτησαν λέγοντες ότι ήταν άτοπο εγώ, ο θεωρούμενος από όλους θρασύτερος να αποδέχομαι με συγκατάβαση την κρίση των Πατέρων, εκείνος δε ο συνετότερος και μετριοπαθέστερος να φέρεται με θράσος και κενοδοξία, αντιδρώντας με έπαρση και προσπαθώντας να αποφύγη τη συμμόρφωσή του προς την ειλημμένη απόφαση. Τα λόγια αυτά τον έκαναν να υποχωρήση, επειδή όμως πληροφορήθηκε ότι εγώ απέφυγα να εμφανισθώ, με επισκέφθηκε όντας πολύ κατηφής. Κάθισε λοιπόν δίπλα μου και ήθελε μεν κάτι να μου ειπή, όμως η στενοχώρια που τον κατείχε δεν του επέτρεπε να παραστήση με λόγια τη βία που υπέστη, αφού η βαρυθυμία εμπόδιζε τις φράσεις να περάσουν τα δόντια του και να ακουστούν. Τότε, βλέποντάς τον δακρυσμένο και πολύ ταραγμένο και γνωρίζοντας την αιτία, γελούσα με μεγάλη ευχαρίστηση και κρατώντας το δεξί του χέρι προσπαθούσα να τον ασπασθώ, ενώ παράλληλα δόξαζα τον Θεό για την αίσια έκβαση του τεχνάσματός μου. Εκείνος, καθώς με είδε περιχαρή και γελαστό και καταλάβαινε ότι τον είχα εξαπατήσει, ελυπείτο ακόμη περισσότερο.

ζ. Επιεικής και αφελής η κατηγορία του Βασιλείου.

Όταν σε κάποια στιγμή αμβλύνθηκε για λίγο η ψυχική του ταραχή, είπε, Αν εμένα με περιφρόνησες εντελώς και δεν αποδίδεις καμμία σημασία στα λόγια μου, δεν γνωρίζω για ποιο λόγο θα έπρεπε να φροντίζης για την υπόληψή σου. Τώρα πλέον προκάλεσες τα γενικά σχόλια του κόσμου· όλοι λέγουν ότι από κενοδοξία αποσύρθηκες από τη διακονία του ιερατικού λειτουργήματος, δεν υπάρχει δε εκείνος που θα σε απαλλάξη από την κατηγορία αυτή. Εγώ πλέον ούτε στην αγορά δεν μπορώ να εμφανισθώ, διότι πολλοί με πλησιάζουν και εκτοξεύουν εναντίον μου κατηγορίες καθημερινά. Όταν με δουν σε κάποιο σημείο της πόλεως φίλοι μας, με παίρνουν κάπου ιδιαίτερα και μου επιρρίπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, διότι, λέγουν, αφού γνώριζες την απόφασή του, δεδομένου ότι γνωρίζεις όλες τις σκέψεις του, δεν έπρεπε να μας την αποκρύψης, αλλά να μας την καταστήσης γνωστή· έτσι, εμείς θα εξευρίσκαμε κάποιο τέχνασμα για να τον φέρουμε ενώπιον του επισκόπου. Από την πλευρά μου, ντρέπομαι και κοκκινίζω να τους πω ότι δεν γνώριζα τις αποφάσεις που είχες λάβει σχετικά, για να μη νομίσουν ότι και η δική μας φιλία κυλούσε μέσα στην υποκρισία. Ακόμη και αν έτσι είναι, όπως πράγματι είναι, αφού δεν μπορείς να το αρνηθής μετά τα όσα έπραξες σήμερα εναντίον μου, καλό είναι εντούτοις να κρύβουμε τις αδυναμίες μας προς εκείνους οι οποίοι έχουν θετική αντίληψη για μας. Διστάζω να τους πω την αλήθεια για την πραγματική κατάσταση της σχέσεώς μας και αναγκάζομαι να σιωπώ και να σκύβω το κεφάλι μου στη γη, όσους δε συναντώ τους αποφεύγω αλλάζοντας δρόμο. Και αν ακόμη με απαλλάξουν από την προηγούμενη κατηγορία, της κατ᾿ επίφαση φιλίας, θα με κατακρίνουν αναγκαστικά ως ψεύτη, διότι δεν θα πιστεύσουν ποτέ ότι εσύ κατέταξες και τον Βασίλειο μαζί με εκείνους, οι οποίοι δεν δικαιούνται να γνωρίζουν τις σκέψεις σου. Για το θέμα αυτό όμως δεν έχω να πω πολλά, αφού έτσι έκρινες σκόπιμο να πράξης. Πώς όμως θα απαλείψουμε την υπόλοιπη αισχύνη; ’λλοι σου προσάπτουν την κατηγορία της υπεροψίας, άλλοι της φιλοδοξίας, οι αφειδέστεροι δε των κατηγόρων σου σε εγκαλούν και για τα δύο, προσθέτουν μάλιστα και την ύβρη προς τους εκλέκτορες, για τους οποίους λέγουν ότι δικαίως υπέστησαν την ταπείνωση αυτή, θα τους άξιζε δε και μεγαλύτερη ακόμη ατίμωση από αυτή, διότι παρέβλεψαν τόσους αξιόλογους άνδρες και προτίμησαν ανώριμα παιδιά, τα οποία μόλις είχαν εισέλθει στους κλυδωνισμούς του βίου. Αυτά λοιπόν τα μειράκια, τα οποία προσποιούνται ευσέβεια και ταπείνωση και φορούν τα μαύρα ενδύματα, ξαφνικά τα περιποιήθηκαν με τέτοια τιμή, την οποία ούτε στον ύπνο τους δεν προσδόκησαν ότι θα ελάμβαναν ποτέ. Έτσι, εκείνοι οι οποίοι ασκήθηκαν από πολύ μικρή ηλικία μέχρι τα βαθιά τους γεράματα είναι στην τάξη των αρχομένων και άρχονται από τα παιδιά τους, τα οποία ούτε καν έχουν ακούσει τους νόμους, πάνω στους οποίους στηρίζεται η άσκηση αυτής της εξουσίας. Αυτά και άλλα πολλά μας προσάπτουν καθημερινά, εγώ δε μη όντας σε θέση να απαντήσω χρειάζομαι τη βοήθειά σου, διότι νομίζω ότι δεν απέφυγες χωρίς λόγο τη χειροτονία και προκάλεσες έτσι την έχθρα τόσο σπουδαίων ανθρώπων. Αντίθετα, πιστεύω ότι κατέληξες στην απόφασή σου αυτή μετά από σοβαρή σκέψη και για τον λόγο αυτό στοχάζομαι ότι είσαι έτοιμος να απολογηθής σχετικά. Πες μου λοιπόν αν μπορούμε να αντιπαραθέσουμε κάποια σοβαρή αιτιολογία για όλα αυτά στους κατηγόρους μας. Όσον αφορά στις αδικίες, τις οποίες υπέστην από εσένα δεν θα σου ζητήσω τον λόγο· ούτε για την απάτη, ούτε για την προδοσία, ούτε για όσα απήλαυσες από εμένα κατά τον προγενέστερο χρόνο. Και την ψυχή μου ακόμα, για να το πω έτσι, εναπέθεσα στα χέρια σου. Εσύ όμως μου συμπεριφέρθηκες με τόση πανουργία, σαν να επρόκειτο να προφυλαχθής από κάποιους εχθρούς σου. Έπρεπε, εάν μεν θεωρούσες ωφέλιμη τη χειροτονία να μη την αποφύγης, ενώ αντίθετα εάν διέβλεπες σ᾿ αυτή βλάβη, έπρεπε να προφυλάξης και εμένα από τη ζημία αυτή, αφού έλεγες ότι πάντοτε με έθετες υπεράνω όλων των άλλων. Τουναντίον, εσύ έκανες τα πάντα ώστε να πέσω στην παγίδα, δεν εφείσθης δε ούτε δόλου ούτε υποκρισίας έναντι εκείνου, ο οποίος συνήθιζε να σου συμπεριφέρεται πάντοτε άδολα και ειλικρινά. Όμως, όπως είπα, δεν σε εγκαλώ για όλα αυτά, ούτε αναφέρομαι στη μοναξιά, στην οποία με έφερες μετά τη διακοπή της συναναστροφής μας, από την οποία πολλές φορές αποκόμισα όχι ευκαταφρόνητη ευχαρίστηση και ωφέλεια. Όλα αυτά βέβαια τα αντιπαρέρχομαι με σιωπή και πραότητα, όχι επειδή μου φέρθηκες ανάλογα, αλλά επειδή από την ημέρα που αποδέχτηκα τη φιλία μας έθεσα ως απαράβατο όρο να μη σου ζητώ τον λόγο κάθε φορά που θα μου προκαλούσες λύπη. Φυσικά, γνωρίζεις και ο ίδιος ότι μου προξένησες όχι μικρή ζημία, εάν βέβαια θυμάσαι ό,τι έλεγαν τόσο οι έξωθεν για μας, όσο και εμείς οι ίδιοι, ότι δηλαδή το κέρδος μας ήταν μεγάλο από την ομοψυχία και από τη στερέωση της φιλίας μας. Και οι μεν άλλοι όλοι έλεγαν ότι η δική μας ομόνοια θα ωφελήση και πολλούς άλλους σημαντικά, κάτι που εγώ, όσον αφορά σε μένα, ποτέ δεν διανοήθηκα, έλεγα δε ότι από την ομοφροσύνη μας θα προκύψη τουλάχιστον το μεγάλο κέρδος να καταστούμε απρόσβλητοι σε όσους προσπαθήσουν να διαβάλουν τη φιλία μας. Για όλα αυτά ποτέ δεν σταμάτησα να σου μιλώ, διότι ο καιρός είναι χαλεπός, οι επίβουλοι πολλοί, η γνήσια αγάπη χάθηκε και έχει επικρατήσει ο όλεθρος της βασκανίας. Βαδίζουμε πλέον μέσα από παγίδες και περπατούμε πάνω σε επάλξεις πόλεων. Πράγματι, υπάρχουν πολλοί σε πολλά μέρη, οι οποίοι είναι έτοιμοι να εκμεταλλευθούν τη δυστυχία μας και κανείς αρωγός μας, ή πολύ ελάχιστοι. Πρόσεχε, μήπως με την τυχόν διάστασή μας γίνουμε καταγέλαστοι και υποστούμε ακόμη μεγαλύτερη ζημία από αυτήν. Ο αδελφός, ο οποίος βοηθείται από τον αδελφό του είναι σαν πόλη καλά οχυρωμένη και βασίλειο στέρεα θεμελιωμένο. Μη διαλύσης λοιπόν τη γνήσια φιλία μας και μη γκρεμίσης τα στέρεα θεμέλιά της. Αυτά και άλλα πολλά έλεγα συνεχώς, μη υποπτευόμενος ποτέ ότι θα συνέβαινε το αντίθετο, αφού θεωρούσα ότι τηρούσες την ορθή στάση έναντι της φιλίας μας. Προσπαθούσα δηλαδή να σε θεραπεύσω ενώ ακόμη ήσουν υγιής, αλλά μου διέφευγε, όπως φαίνεται, ότι χορηγούσα τα φάρμακά μου σε ασθενή. Δυστυχώς όμως, δεν κατάφερα τίποτα από την υπερβολική αυτή χορηγία. Διότι όλα τα απέρριψες με μία κίνηση και δεν διαλογίσθηκες καθόλου πάνω σε όσα σου έλεγα. Έτσι, με άφησες μόνο σαν ακυβέρνητο πλοίο στο άπειρο πέλαγος, χωρίς να συλλογισθής τα άγρια κύματα, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσω. Αν μάλιστα με συκοφαντήσουν, ή με χλευάσουν ή με υβρίσουν με οποιοδήποτε τρόπο, πράγμα εύλογο να συμβή, σε ποιόν θα καταφύγω για να εκμυστηρευθώ τα προβλήματά μου, ποιός θα θελήση να με υπερασπισθή και να ανακόψη εκείνους οι οποίοι με λυπούν με το έργο τους, επί πλέον δε να με παραμυθήση και να με καταστήση ικανό να αντισταθώ στις οποιεσδήποτε προσβολές; Δεν υπάρχει κανείς, αφού εσύ στέκεσαι μακριά από τον φοβερό αυτόν πόλεμο και δεν μπορείς ούτε την κραυγή μου να ακούσης. Γνωρίζεις άραγε το κακό που διέπραξες, κατανόησες το μέγεθος της πληγής που μου επέφερες; Αλλά ας τα αφήσουμε όλα αυτά, αφού δεν μπορούμε πλέον να αναλύσουμε όσα ήδη έγιναν, ούτε να εξεύρουμε λύση για δυσεπίλυτα προβλήματα. Ας ασχοληθούμε με την απολογία μας προς εκείνους οι οποίοι μας κατηγορούν.

η. Απολογία του Χρυσοστόμου έναντι των κατηγοριών.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Έχε θάρρος, είπα εγώ. Είμαι έτοιμος να αναλάβω την ευθύνη όχι μόνο για τις κατηγορίες αυτές, αλλά και για όσα εσύ με κατέστησες αθώο· και γι᾿ αυτά θα προσπαθήσω να απολογηθώ, σαν να ήμουν ένοχος. Από αυτά, λοιπόν, εάν βέβαια θέλης, θα αρχίσω την απολογία μου. Θα ήμουν παράλογος και πολύ αγνώμων εάν μεν φρόντιζα για την υπόληψή μου και έκανα τα πάντα για να μεταπείσω τους κατηγόρους μου, τον αγαπητότερο φίλο μου δε, ο οποίος τόσο επιεικής υπήρξε έναντί μου, να μη προσπαθήσω να τον πείσω ότι δεν τον αδίκησα και ότι είμαι αθώος σε όσα με εγκαλεί. Δεδομένου μάλιστα ότι αυτός ακόμη εξακολουθεί να φροντίζη περισσότερο για τις δικές μου υποθέσεις, θα ήμουν αγνώμων αν επεδείκνυα μεγαλύτερη ραθυμία από το ενδιαφέρον που έχει επιδείξει ο ίδιος. Σε τι λοιπόν σε αδίκησα; Από την ερώτηση αυτή θα μπω στο πέλαγος της απολογίας μου. Μήπως σε εξαπάτησα, επειδή σου απέκρυψα τις σκέψεις μου; Για καλό σκοπό σε εξαπάτησα και σε παρέδωσα σ᾿ εκείνους οι οποίοι σε εξαπάτησαν. Αν βέβαια η απάτη είναι εν γένει κακό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή καθόλου, τότε είμαι έτοιμος να αποδεχθώ την καταδίκη που εσύ νομίζεις ότι μου αρμόζει. Επειδή όμως εσύ ποτέ δεν θα δεχθής να με καταδικάσης, θα επιβάλω στον εαυτό μου την ποινή εκείνη που επιδικάζουν οι δικαστές στους εναγομένους από τους κατηγόρους σε δίκη ενόχους. Λοιπόν, αν η απάτη δεν είναι πάντοτε κακή, αλλά αποκτά αρνητικό ή θετικό περιεχόμενο ανάλογα με την προαίρεση εκείνων που τη χρησιμοποιούν, αφού σταματήσης να με εγκαλής απόδειξε ότι χρησιμοποίησα για κακό σκοπό το τέχνασμά μου. Μέχρι όμως να αποδειχθή αυτό δεν πρέπει να κατηγορείται ο απατών, προς τον οποίο μάλιστα σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να επιδεικνύεται ευγνωμοσύνη από τους απατωμένους, αν αυτοί θέλουν να είναι δίκαιοι. Τόσο δε είναι το κέρδος που προκαλείται από την επίκαιρη και ορθά επινοηθείσα απάτη, ώστε πολλοί να έχουν τιμωρηθή επειδή δεν έκαναν χρήση της απάτης όταν αυτό επιβαλλόταν. Έτσι, αν εξετάσης την ιστορία των επιτυχημένων στρατηγών όλων των εποχών, τότε θα διαπιστώσης ότι τα περισσότερα κατορθώματά τους υπήρξαν προϊόντα απάτης, μάλλον δε αυτοί επαινούνται πάρα εκείνοι οι οποίοι νίκησαν με φανερό τρόπο. Διότι οι τελευταίοι κερδίζουν τους πολέμους με τρομακτική χρηματική δαπάνη και τεράστιες απώλειες στρατιωτών, ώστε τελικά δεν προκύπτει κανένα ουσιαστικό όφελος από τη νίκη τους, πολύ περισσσότερο δε αφού οι νικητές δεν δυστυχούν λιγότερο από τους ηττημένους, δεδομένου ότι και τα στρατεύματά τους κατέστρεψαν και τα ταμεία άδειασαν. Επί πλέον δε οι ηττημένοι δεν τους αφήνουν να απολαύσουν όλους τους καρπούς της νίκης, αφού κάποιες φορές συμβαίνει και αυτοί να καρπώνονται μέρος της, αφού ηττώνται μόνο σωματικά, όχι ψυχικά. Τούτο συμβαίνει διότι αν ήταν δυνατό ο πληττόμενος να μη πεθαίνη, τότε δεν θα σταματούσε ποτέ να είναι ορμητικός και πρόθυμος να αγωνισθή. Αντίθετα, εκείνος ο οποίος κατόρθωσε να κερδίση τους εχθρούς με απάτη, τότε βαρύνει αυτούς όχι μόνο με τη συμφορά, αλλά και με τη γελοιοποίηση. Έτσι, λοιπόν, ενώ στην περίπτωση που το αποτέλεσμα μιας μάχης κρίνεται από την ανδρεία των στρατιωτών ο έπαινος κατανέμεται και στις δύο παρατάξεις, αντίθετα, στην περίπτωση που κυριαρχεί η φρόνηση και τα τεχνάσματα, ο θρίαμβος ανήκει ολοκληρωτικά στους νικητές και τα οφέλη από τη νίκη διαφυλάσσονται ακέραια για το Κράτος τους. Και τούτο διότι η φρόνηση της ψυχής δεν είναι ανάλογη προς τον πλούτο των χρημάτων και το πλήθος των στρατιωτών, τα οποία χρησιμοποιούμενα στους πολέμους συνεχώς μειώνονται και τελικά εκλείπουν, σε αντιδιαστολή προς τη φρόνηση, η οποία από τη φύση της όσο περισσότερο ασκείται τόσο περισσότερο αυξάνει. Η δε χρεία της απάτης δεν είναι αναγκαία μόνο σε πολέμους, αλλά και κατά τη διάρκεια της ειρήνης, όχι δε μόνο στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, αλλά και στην ιδιωτική ζωή, στις σχέσεις μεταξύ των συζύγων, του πατέρα προς τον υιό, του φίλου προς τον φίλο, ακόμη δε και των παιδιών προς τον πατέρα, όπως συνέβη με τη θυγατέρα του Σαούλ, η οποία δεν μπορούσε να αποσπάση τον άνδρα της από τον πατέρα της παρά μόνο με την απάτη. Αλλά και ο αδελφός αυτής, προκειμένου να συλλάβη και πάλι τον απελευθερωθέντα σύζυγο, κατάφερε να επιτύχη τον σκοπό του με τη χρήση τεχνάσματος.
Και ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ απάντησε· Όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με μένα, διότι εγώ ούτε εχθρός είμαι, ούτε από εκείνους οι οποίοι επιχειρούν να σε αδικήσουν. Εντελώς αντίθετα, εγώ εμπιστεύθηκα όλα όσα με αφορούσαν στη βούλησή σου, την οποία πάντοτε και ακολουθούσα.

θ. Μεγάλο το κέρδος της απάτης. Η θέση του Χρυσοστόμου και η κοινή λογική.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Μα, αγαπητέ μου και θαυμάσιε φίλε, γι᾿ αυτό ακριβώς και εγώ έφθασα στο σημείο να πω ότι όχι μόνο στον πόλεμο, ούτε μόνο στους εχθρούς, αλλά και στην ειρήνη και στους πολύ αγαπημένους είναι καλό να χρησιμοποιείται η απάτη. Ότι δε αυτή είναι χρήσιμη όχι μόνο στους απατώντες αλλά και στους απατωμένους, μπορείς να το διαπιστώσης αν επισκεφθής έναν από τους ιατρούς και τον ρωτήσης πως θεραπεύει τους ασθενείς του. Θα ακούσης από τους ιατρούς ότι δεν αρκούνται μόνο στην επιστήμη τους, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες συνδύασαν με αυτήν και τη βοήθεια της απάτης και έτσι κατάφεραν να θεραπεύσουν τους ασθενείς τους. Πράγματι, αφ᾿ ενός μεν η δυστροπία των ασθενών, αφ᾿ ετέρου δε η βαρειά μορφή κάποιας ασθένειας, επιφέρουν κάποιες φορές τη μη συμμόρφωσή τους προς τις ιατρικές οδηγίες και καθιστούν αναγκαίο στον θεράποντα να υποδυθή το προσωπείο της απάτης, για να μπορέση να αποκρύψη την αλήθεια όσων πρέπει να γίνουν, όπως γίνεται δηλαδή και στη θεατρική σκηνή. Εάν δε θέλης μπορώ και εγώ να σου διηγηθώ μία από τις πολλές απάτες, τις οποίες άκουσα να μεταχειρίζονται ιατροί για να πετύχουν τον σκοπό τους. Κάποιος, λοιπόν, έπεσε ξαφνικά βαρειά άρρωστος και ο πυρετός του ανέβαινε συνεχώς. Ο ασθενής εκείνος αποστρεφόταν όμως τα φάρμακα, που μπορούσαν να κατεβάσουν τον πυρετό, επιθυμούσε δε να γευθή μεγάλη ποσότητα καθαρού οίνου και παρακαλούσε όσους προσέρχονταν να τον επισκεφθούν να του επιτρέψουν να ικανοποιήση την ολέθρια επιθυμία του. Αν όμως κάποιος του έκανε αυτή τη χάρη, τότε όχι μόνο θα του ανέβαινε ο πυρετός, αλλά επί πλέον ο δυστυχής θα πέθαινε από αποπληξία. Στο σημείο αυτό, όταν πλέον η επιστήμη περιήλθε σε πλήρη αμηχανία και δεν μπορούσε να εξεύρη καμμία λύση, αφού είχε πλήρως εκβληθή από τον δύστροπο ασθενή, εισήλθε η απάτη και έδειξε τη μεγάλη δύναμή της, όπως θα ακούσης αμέσως. Ο θεράπων ιατρός πήρε ένα αγγείο, το οποίο μόλις είχε βγη από την ειδική υψικάμινο και αφού το βύθισε σε πολύ κρασί, ακολούθως το γέμισε με νερό. Στη συνέχεια έδωσε εντολή να συσκοτισθή το δωμάτιο του ασθενή με πολλά παραπετάσματα, ώστε να μην αποκαλυφθή η απάτη του και του έδωσε να πιή από το περιεχόμενο του αγγείου, το δήθεν καθαρό κρασί. Ο ασθενής πριν ακόμη το λάβη στα χέρια του απατήθηκε από την οσμή του αγγείου και από το σκοτάδι και χωρίς να εξετάση προσεκτικά το ποτό που του δόθηκε, επειγόμενος από την επιθυμία για κρασί, ήπιε τελικά το υγρό που του δόθηκε αμέσως και έτσι διέφυγε τον κίνδυνο που διέτρεχε. Βλέπεις, λοιπόν, ποιο είναι το κέρδος της απάτης, αν δε κάποιος ήθελε να αριθμήση τους δόλους των ιατρών, ο λόγος του θα επιμηκυνόταν στο άπειρο. Μπορεί δε να διαπιστώση κάποιος ότι το φάρμακο αυτό το χρησιμοποιούν συνεχώς όχι μόνο οι θεράποντες των σωμάτων, αλλά και οι επιμελούμενοι τα ψυχικά νοσήματα. Και ο μακάριος Παύλος με το φάρμακο αυτό προσπάθησε να προσελκύση τους αναρίθμητους Ιουδαίους, όταν περιέταμε τον Τιμόθεο, εκείνος, ο οποίος γράφοντας προς τους Γαλάτες υποστήριξε ότι ο Χριστός δεν πρόκειται να ωφελήση σε τίποτα τους περιτεμνομένους. Για να πετύχη τον σκοπό του υπέβαλε τον εαυτό του στις διατάξεις του νόμου, εκείνος ο οποίος θεωρούσε τη συμμόρφωση προς τις μωσαϊκές διατάξεις ζημία, μετά την οικείωση της πίστεως στον Χριστό. Διότι η δύναμη της απάτης είναι πολύ μεγάλη, αρκεί αυτή να μη γίνεται με κακή προαίρεση. Υπό την έννοια αυτή πρέπει η πράξη αυτή ούτε καν απάτη να ονομάζεται, αλλά είδος οικονομίας και σοφής διαχειρίσεως των καταστάσεων, ώστε να εξευρίσκεται διέξοδος στα αδιέξοδα και να επανορθώνονται τα ψυχικά πλημμελήματα. Έτσι, δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε τον Φινεές φονέα αν και με ένα κτύπημα σκότωσε δύο ανθρώπους, όπως επίσης και τον Ηλία, ο οποίος θανάτωσε τους εκατό στρατιώτες και τους επικεφαλής τους και έχυσε χείμαρρο αιμάτων από τη σφαγή των ιερέων των ειδώλων. Εάν δε επιτρέπαμε να συμβή το αντίθετο και απογυμνώναμε τις πράξεις από την προαίρεση των δρώντων, εξετάζοντες αυτές καθ᾿ εαυτές, τότε εκείνος ο οποίος θα ήθελε να κρίνη τον Αβραάμ θα τον χαρακτήριζε παιδοκτόνο, στον δε εγγονό του και στον απόγονό του θα έπρεπε να τους προσάψη την κατηγορία της κακουργίας και του δόλου, αφού ο μεν πρώτος υπεξαίρεσε τα φυσικά πρεσβεία, ο δε δεύτερος τον πλούτο των Αιγυπτίων τον μετέφερε στον στρατό των Ισραηλιτών. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, αντίθετα μάλιστα, αφού όχι μόνο απαλλάσσουμε των κατηγοριών αυτούς τους άνδρες, αλλά και τους θαυμάζουμε για τις πράξεις τους αυτές, επειδή και ο Θεός τους επήνεσε γι᾿ αυτά που έκαναν. Απατεώνας λοιπόν θα μπορούσε δικαίως να χαρακτηρισθή εκείνος ο οποίος χρησιμοποιεί την απάτη με δόλο και όχι εκείνος ο οποίος αποβλέπει σε υγιείς σκοπούς. Πολλές φορές μάλιστα είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθή απάτη και προκύπτει όντως μεγάλη ωφέλεια από τη χρήση της, ενώ ο προσεγγίζων μία υπόθεση με ευθύ τρόπο τυχαίνει να βλάπτη σοβαρά τον μη απατηθέντα. 

http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=patr&contents=contents_Xrysostomos.asp&main=xrysostomos_3&file=page1.htm