αποκαθήλωση

Κυριακὴ Μυροφόρων  (Μᾶρκ. 15,43 – 16,8)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

 ΟI ANΔΡEIOI
 «Ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ»(Μᾶρκ. 15,43)
 Θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, πάντοτε νὰ ἐξοι­κονομοῦμε χρόνο, ἐν ἀνάγκῃ νὰ κλέβου­με ὧρες κι ἀπὸ τὸ φαγητὸ κι ἀπὸ τὸν ὕπνο μας, γιὰ νὰ μελετοῦμε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Τότε μα­ζὶ μὲ τὸ Δαυῒδ θὰ λέγαμε κ᾽ ἐμεῖς· «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στό­ματί μου. Ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου συνῆκα· διὰ τοῦτο ἐμίσησα πᾶσαν ὁδὸν ἀδικίας» (Ψαλμ. 118,103-104). Ποιός μελέτησε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ πίστι, μὲ ἀ­γάπη, μὲ σκέψι ἀπερίσπαστη, καὶ δὲν αἰσθάνθηκε τὴ γοητεία του; Ὁ Ναπολέων, ἐξόριστος στὴ νησῖδα τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τὸ Εὐαγγέλιο εἶχε παρηγορία του καὶ μὲ στρατιωτικὴ γλῶσσα ἔλεγε· «Ὅσες φορὲς τὸ μελετῶ μοῦ φαίνεται ὅτι μπροστά μου παρελαύνει στρατιὰ οὐ­ρανίων ἰδεῶν ποὺ μὲ καταπλήσσουν».

Ἀπὸ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων θὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας σὲ μία μόνο λέξι τοῦ ἱεροῦ κειμένου, τὴν ὁποία χρησιμοποίησε ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος γιὰ νὰ χαρακτηρίσῃ τὴν πρᾶξι τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ.«Τολμήσας», γράφει, ὁ Ἰωσὴφ «εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐ­τήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μᾶρκ. 15,43).
Ὥστε χρειαζόταν τόλμη ὁ «εὐσχήμων βου­λευτὴς» γιὰ ν᾿ ἀνέβῃ στὸ πραιτώριο καὶ νὰ ζη­τήσῃ τὸ σῶμα τοῦ Νεκροῦ; Ἂς πλησιάσουμε ὅμως προηγουμένως τὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ, καὶ θὰ ἐκτιμήσουμε καλύτερα τὴ χειρονομία του, ὡς ἕνα καρπὸ τόλμης, χριστιανικῆς ἀνδρείας, ποὺ βλάστησε ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ σταυροῦ.

 * * *

Νοερῶς βρισκόμαστε στὸ Γολγοθᾶ. εἶναι ἡ ὥρα 3 μ.μ. τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ὁ Ἐ­σταυρωμένος, ἀφοῦ ἤπιε ὅλο τὸ πικρὸ ποτήριο, ἔκλινε τὴν κεφαλὴ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο Πατέρα. Στιγμὴ συγκλονιστική! Καὶ ἐνῷ τὸ πνεῦμα του κατεβαίνει στὸν ᾅδη γιὰ νὰ κηρύξῃ κ᾽ ἐκεῖ τὴ λύτρωσι, στὸ σῶμα του ἁπλώνεται ἡ ὠχρότης τοῦ θανάτου. Τὰ χέρια ἐκεῖνα, ποὺ θεράπευαν καὶ σκόρπιζαν εὐλογί­ες, καὶ τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ ἔτρεχαν καὶ στὰ πιὸ ἀπόμακρα μέρη γιὰ νὰ βροῦν τὸ ἀπολωλός, εἶναι τώρα ἀκίνητα, νεκρά, μαρμαρωμένα. Τὸ στόμα ἐκεῖνο, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο βγῆκαν ποταμοὶ θείας διδασκαλίας, κλείνει. Τὰ μάτια ἐκεῖ­να, ποὺ κοίταξαν τὸν Πέτρο καὶ τὸν ἔ­καναν ν᾿ ἀνα­λυθῇ σὲ δάκρυα, σβήνουν. Καὶ ἡ καρδιά, ποὺ ἔ­κλεινε ὠκεανὸ ἀγάπης, παύει νὰ πάλλῃ. Ὁ Ἰησοῦς νεκρός. Οὐρανὲ καὶ γῆ, πενθῆστε!
Σύμφωνα μὲ τὸ σκληρὸ νόμο τῆς ῾Ρώμης, οἱ κατάδικοι δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ταφοῦν. Τὰ σώματα ἔμεναν στὸ σταυρό. Κανείς δὲν ἐπιτρε­­πόταν νὰ πλησιάσῃ. Κ᾽ ἔβλεπες τότε θέαμα ἀ­παίσιο· σκυλιὰ πεινασμένα καὶ ὄρνεα σαρ­κο­φά­γα ἔρχονταν καὶ καταβρόχθιζαν τὶς σάρκες καὶ μόνο οἱ σκελετοὶ ἔμεναν νὰ κρέμωνται. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ κατὰ τὰ ἰουδαϊκὰ ἔθιμα δὲν ἐπιτρέπεται κανείς νὰ παραμένῃ ἄταφος, ἡ ῾Ρώμη, ὑποχωρώντας σὲ ζητήματα θρησκείας τῶν ὑποδούλων της, ἐπέτρεπε τὴν ταφὴ Ἰουδαίων ποὺ καταδικάζονταν σὲ σταύρωσι.
Καὶ τώρα εἶναι νεκρὸς πάνω στὸ σταυρό του ὁ Ἰησοῦς. Ποιά σπλαχνικὰ χέρια θὰ τὸν ἀποκαθηλώσουν καὶ θὰ τὸν ἐνταφιάσουν; Τὸ βλέμ­μα στρέφεται ἕνα γῦρο στὸ Γολγοθᾶ καὶ ζητάει νὰ δῇ ποιοί θ᾿ ἀποδώσουν τὶς τελευταῖες τιμὲς στὸ Νεκρό. Ὦ σεῖς τυφλοὶ ποὺ εἴδατε τὸ φῶς, ἐλᾶτε νὰ τοῦ κλείσετε τὰ μάτια. Ἐσεῖς λεπροί, ποὺ καθαριστήκατε, ἐλᾶτε νὰ τοῦ καθαρίσετε τὰ χέρια ἀπ᾽ τὰ αἵματα. Κ᾽ ἐσεῖς, παράλυτοι, ποὺ περπατήσατε, τρέξτε νὰ τοῦ πλύ­νετε τὰ πόδια. Οἱ ὧρες ὅμως περνοῦν καὶ καν­είς δὲ φαίνεται· οὔτε ὁ τολμηρὸς Πέτρος, ποὺ εἶχε πεῖ «Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω» (Ἰω. 13,37).
Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ! Πρὸς τὸ Γολγοθᾶ ἀνεβαίνει μία συνοδεία ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν μὲ ἐ­πὶ κεφαλῆς τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας. Ἦταν κι αὐτὸς μέλος τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, ποὺ τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης καταδίκασε τὸν Ἰησοῦ. Αὐτὸς δὲν συγκατετίθετο «τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν» (Λουκ. 23,50), δὲν εἶχε ὅμως τὸ θάρρος καὶ νὰ ἐλέγξῃ τοὺς δολοφόνους ἐκείνους δικαστάς. Γι᾽ αὐτὸ θὰ αἰσθάνθηκε λύπη. Ὁ σταυρός, ποὺ ὑψώθηκε, ἐλέγχει τὴν ψυχή του. «Ἰωσήφ», ἀκούει, «γιατί δειλιάζεις;…».
Δὲν ὑποφέρει τὸν ἔλεγχο τοῦ σταυροῦ! Ἡ ψυχή του φονεύει τὴ δειλία, λυτρώνεται ἀπὸ τὸ φόβο τῶν ἀνθρώπων, περιφρονεῖ τὶς τιμές, ὑψώνεται στὴ σφαῖρα τῶν ἡρωικῶν ἀποφάσε­ων καὶ ἀποφασίζει ν᾽ ἀποδώσῃ τιμὲς στὸ μεγά­λο Νεκρό! Δὲ χάνει καιρό. Ἀνεβαίνει στὸ πραι­τώριο, ἐμφανίζεται ἐμπρὸς στὸν Πιλᾶτο, ζητάει τὸ σῶμα, παίρνει τὴν ἄδεια, ἀγοράζει σεν­τόνι καθαρὸ καὶ ἀρώματα πολύτιμα, καὶ μαζὶ μὲ τὸ Νικόδημο καὶ τὶς μυροφόρες γυναῖκες τρέχει στὸ Γολγοθᾶ καὶ ἐκτελεῖ τὴν ἱερὰ πρᾶ­ξι τῆς ἀποκαθηλώσεως. Σὲ λίγο ὁ ἥλιος ἔδυε.
Ἔτσι, χάρις στὴν τόλμη τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ἀ­πὸ Ἀριμαθαίας, ἐκεῖνος ποὺ θανατώθηκε ὡς κακοῦργος ἐτάφη ὡς Βασιλεύς.

 * * *
 Ἡ τόλμη, ποὺ ἔδειξαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος μὲ τὶς μυροφόρες γυναῖκες, ἂς εἶναι καὶ γιὰ μᾶς παράδειγμα ἄξιο μιμήσεως. Ἡ ἀν­δρεία εἶναι γνώρισμα τοῦ γνησίου Χριστιανοῦ. Χριστιανὸς καὶ δειλὸς εἶναι ἔννοιες ἀσυμβίβαστες. Ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι εἶδε μία λίμνη καιομένη καὶ στὰ παφλάζοντα κύματά της πρώτους τοὺς δειλούς. «Τοῖς δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ» (Ἀπ. 21,8).

Ἐμεῖς οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ τοῦ αἰῶνος μας ἔχουμε τὴν ἀρετὴ αὐτή; Ἡ ἀνδρεία ἔχει διαβαθμίσεις· ἀρχίζει ἀπὸ τὰ μικρὰ καὶ φθάνει σὲ ὕψιστες βαθμῖδες αὐτοθυσίας. Πρὶν φθάσουμε ὅμως ἐκεῖ, ἂς γυμνασθοῦμε σὲ χαμηλὰ ἐπίπεδα ποὺ δὲν ἀπαιτοῦν τόση τόλμη.
⃝ Ταξιδεύεις π.χ., εἶναι μεσημέρι καὶ μπαίνεις σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο. Στὰ τραπέζια κάθονται πολ­λοί, ἀλλὰ κανείς, οὔτε στὴν ἀρχὴ οὔτε στὸ τέλος τοῦ φαγητοῦ, δὲν κάνει σταυρό. Τρῶνε χωρὶς νὰ θυμηθοῦν τὸ Θεό. Ἐσὺ τόλμησε νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Μὴ φοβηθῇς τὶς εἰρωνεῖες. Ἡ ἰδέα ὅτι ὁ κόσμος θὰ σὲ σχολιάσῃ σὲ τρομοκρατεῖ καὶ παραλύει τὸ χέρι σου. Θὰ χρειασθῇ τόλμη γιὰ νὰ φέρῃς τὰ δάχτυλά σου στὸ μέτωπο καὶ νὰ κάνῃς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
⃝ Ἄλλη περίπτωσι. Βρίσκεσαι κάπου καὶ ξα­φνικὰ τ᾽ αὐτιά σου πᾶνε νὰ σπάσουν ἀπὸ μιὰ αἰ­σχρὴ βλασφημία ποὺ ἐκσφενδόνισε δημοσίως κάποιος. Τὸν ἀκοῦς καὶ τὸν βλέπεις, εἶναι μπροστά σου. Τί κάθεσαι; Τόλμησε νὰ τὸν πλη­σιάσῃς καὶ μὲ σοβαρότητα διαμαρτυρήσου. Πές του ὅτι, Χριστιανὸς αὐτὸς βαπτισμένος, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται χειρότερος ἀπ᾽ τοὺς Ἑβραίους καὶ μὲ τὶς βλαστήμιες του νὰ σταυρώνῃ δημοσίως τὸν Κύριο τῆς δόξης. Καὶ ἂν σὲ μιμηθοῦν ἄλλοι 10 – 20 Χριστιανοί, νά ᾽σαι βέβαιος ὅτι εἶστε ἀρκετοὶ γιὰ νὰ ἐξαλείψετε τὴ βλασφημία ἀπὸ ὅλη τὴν πόλι σας.
⃝ Τρίτη περίπτωσι. Βρίσκεσαι σὲ κύκλο διανο­ουμένων καὶ κάποιος, γιὰ νὰ φανῇ ὡς πνεῦμα ἀνώτερο, ἀρχίζει νὰ εἰρωνεύεται αὐτὰ ποὺ ἐ­σὺ λατρεύεις. Οἱ ἄλλοι ἀκοῦνε, ἴσως δὲν συμφωνοῦν, ἐν τούτοις σιωποῦν ἀπὸ φόβο μή­πως χαρακτηρισθοῦν ἀπηρχαιωμένων ἀντιλήψεων. Θὰ σιωπήσῃς λοιπὸν κ᾽ ἐσύ; θὰ κλειστῇς στὸ καβούκι τῆς δειλίας; Ὄχι. Πιστέ, τόλμησε! Ὅ­πως ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος βγὲς ἀπὸ τὴν κρύπτη σου καὶ πά­ρε θέσι· μὴν ἀφήνεις τὸν ἄ­πιστο νὰ βρίζῃ τὴν πίστι σου καὶ νὰ παρασύρῃ ἀφελεῖς. Ἀντιτάξου, πολέμησε τὴν ἀπιστία.
Ἂν γυμνασθοῦμε σὲ περιστάσεις σὰν αὐτὲς ἢ καὶ ἄλλες παρόμοιες καὶ ἀποκτήσουμε θάρρος, τότε θὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ περιφρονήσουμε καὶ μεγαλυτέρους κινδύνους καὶ νὰ τὸν κηρύξουμε καὶ ὑπὸ δυσκολώτερες συνθῆκες. Ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι τολμηρή, γενναία, ἀτρόμητη. Ὅταν ἔρθῃ ἡ ὥρα νὰ ἐκ­τελέσῃ τὸ καθῆκον του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, μὲ τὸ ξίφος τῆς αὐταπαρνήσεως, ποὺ φέρει πάντα μαζί του, κόβει κάθε δεσμὸ καὶ λέει· Θέσεις, ἀξιώματα, περιουσία, εὐμάρεια, ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς ἀνθρώπων, φύγετε μακριά. Ἡ ὥρα μου, ἡ κρίσιμη ὥρα τῆς ζωῆς μου, ἔ­φθασε. Ἐκλέγω τὸ θάνατο. Τίποτα δὲν ὑπολογίζω τὴν ὥρα αὐτὴ ἐμπρὸς στὸ δίκαιο καὶ τὴν ἀρετή· γι᾽ αὐτὰ μαρτύρησε ὁ Θεάνθρωπος Ἀρχηγός μου καὶ γι᾽ αὐτὰ θέλω κ᾽ ἐγὼ ν᾿ ἀγωνισθῶ καὶ νὰ πεθάνω. Κύριε, βοήθει μοι.
Αὐτὴ εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστιανοῦ, τοῦ ἀτρομήτου Χριστιανοῦ.

 * * *
 Ἀδελφοί! Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσῃ τόλμη. Αὐτὸς εἶναι ὁ χορηγὸς τοῦ ἡ­ρωισμοῦ καὶ τῆς ἀνδρείας. Καὶ οἱ ἡμέρες ποὺ περνᾶμε εἶναι κρίσιμες, ἱστορικές. Τὸ Εὐ­αγγέλιο, πηγὴ ἀληθινοῦ ἡρωισμοῦ, ἂς εἶναι ἡ ὑψίστη παρηγορία μας. Ὁ καθένας μας ἂς φανῇ ἀν­τάξιος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πατρίδος.
 (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 ※ ραδιοφωνικὴ ὁμιλία ποὺ ἐξεφωνήθη τὴν 23-4-1950 ἀπὸ τὸν Ρ.Σ.Λ.

※ περιελήφθη στὸ βιβλίο Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός, Βόλος 1950, σσ. 210-215.

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=46914