Ἄν τά Χριστούγεννα ἐκεῖνα τά θυμᾶμαι ἰδιαίτερα ἀπό τό ὑπέροχο καί θεόσταλατο βόρειο σέλας, δέν θά ξεχάσω καί τήν ἄλλη μεγάλη γιορτή τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Πάσχα, πού ἔκανα ἀνάμεσα στούς λεπρούς, τό 1908.
Ἡ μικρή παροικία τῶν λεπρῶν, πού ὀργάνωσα στίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας στήν Καμτσάτκα, ἦταν τό πιό ἀγαπητό μου δημιούργημα.
Ὁ Θεός μέ ἀξίωσε νά τό ὁλοκληρώσω πολύ σύντομα καί μέ λίγο κόπο. Τά χρόνια ἐκεῖνα ἡ λέπρα ἀποτελοῦσε μιά τρομερή μάστιγα τῆς ἀνθρωπότητος, γιατί δέν εἶχε ἀκόμα τεθεῖ κάτω ἀπό τόν ἔλεγχο τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Γιά τό λόγο αὐτό οἱ λεπροί, ἀποδιωγμένοι ἀπό τίς οἰκογένειές, τά χωριά καί τίς πατρίδες τους, ζοῦσαν ἀπομονωμένοι σέ μέρη ἔρημα καί ἀκατοίκητα.
Ἡ παροικία ὀργανώθηκε στά βόρεια παράλια τῆς χερσονήσου, σ’ ἕνα ἑρημικό μέρος, ἀνάμεσα στά βουνά. Ἀπαρτίζόταν ἀπό τρία οἰκήματα. Στό ἕνα ἔμεναν οἱ λεπρές γυναῖκες καί τά παιδιά. Στό ἄλλο οἱ ἄντρες. Καί στό τρίτο, μικρότερο καί κάπως ἀπομονωμένο, ἡ ἀδελφή νοσοκόμα Α.Μ. Οὐρούσοβα.
Αὐτή ἡ ἁγία ψυχή εἶχε ἀνταποκριθεῖ σέ σχετική ἔκκλησή μου καί ἦρθε σ’ ἐκείνη τήν ἐρημιά, θυσιάζοντας κυριολεκτικά τή ζωή της, γιά νά ὑπηρετήσει τούς δυστυχισμένους ἀσθενεῖς. Ἡ θεάρεστη ἐργασία της ἦταν ἐθελοντική. Καμιά ἀμοιβή δέν ἔπαιρνε. Εἶχε μόνο τήν ἐλπίδα τῆς οὐράνια ἀμοιβῆς στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Διακονοῦσε μέ συγκινητική αὐτοθυσία τούς λεπρούς. Δέν ἤξερε τί θά πεῖ ὡράριο ἐργασίας, ἀνάπαυση, ὕπνος, ψυχαγωγία. Εἶχε ἐκμηδενίσει τίς προσωπικές της ἀνάγκες.
Νά βλέπατε μέ τί ἐγκαρδιότητα συνομιλοῦσε μέ «τά παιδιά της», ὅπως ἀποκαλοῦσε τούς ἀσθενεῖς· μέ τί τρυφερότητα τούς παρηγοροῦσε· μέ τί ὑπομονή ἔπλενε καί καθάριζε τίς πληγές τους· μέ τί γλυκύτητα τούς ἔκανε νά ἠρεμοῦν, ὅταν πάθαιναν ὑστερικές κρίσεις ἀπελπισίας· καί μέ τί ἱκανότητα κατόρθωνε νά ἐμψυχώνει ὅσους, σέ στιγμές ἀπογνώσεως, ἔφταναν στά πρόθυρα τῆς αὐτοκτονίας…. Ἦταν γι’ αὐτούς ὄχι νοσοκόμα, ἀλλά μητέρα καί ἀδελφή καί φύλακας ἄγγελος. Τήν ἀποκαλοῦσαν τρυφερά «ἀδελφή τῆς εὐσπλαχνίας».
Στήν παροικία πήγαινα κατά διαστήματα, μέ τά ἕλκηθρα φορτωμένα τρόφιμα καί δῶρα. Στόν καθένα ἔφερνα καί κάτι, ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία καί τό φύλο του: ὑλικά καί ἐργαλεῖα γιά χειροτεχνία, βιβλία, περιοδικά, γλυκά καί παιχνίδια γιά τά παιδιά. Ὅλ’ αὐτά τούς ἔκαναν νά ξεχοῦν γιά λίγο τά βάσανα καί τήν κατάθλιψή τους. Γι’ αὐτό μέ περίμεναν κάθε φορά μέ ἀνυπομονησία.
Ἕνα δωμάτιο τοῦ οἰκήματος τῶν ἀνδρῶν τό εἶχα διαμορφώσει σέ παρεκκλήσι. Ἦταν μικρό καί ταπεινό, ἀφιερωμένο στόν ἅγιο πολύαθλο Ἰώβ. Ὅσο καιρό ἔμενα στήν παροικία, τελοῦσα ἐκεῖ καθημερινά ἀκολουθίες. Καί τόν ὑπόλοιπο χρόνο τόν ἀφιέρωνα στήν ἐπικοινωνία μέ τούς ἀσθενεῖς. Μοιραζόμουν μαζί τους ὅλα τά θέματα πού τούς ἀπασχολοῦσαν. Ἀπό τά πιό ἁπλά καί καθημερινά, μέχρι τά πιό σοβαρά πνευματικά. Δήμιουργήθηκαν ἔτσι μεταξύ μας ἀμοιβαῖες σχέσεις βαθειᾶς ἀγάπης καί κατανοήσεως.
Ἐκεῖνο τό Πάσχα, πού ἔκανα κοντά τους, δέν ἔχω λόγια νά τό περιγράψω, ὅπως πιό πάνω εἶπα. Μισόν αἰώνα καί πλέον ὑπηρετῶ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σάν κληρικός.
Κι ὅλ’ αὐτά τά χρόνια γιόρτασα τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας κάτω ἀπό τίς ἀπροσδόκητες καί ποικιλόμορφες συνθῆκες.
Τέλεσα τήν ἀναστάσιμη ἀκολουθία στή χιονισμένη, τραχειά ἔρημο τῆς Καμτσάτκας, σέ ἄθλιες ὑπόγεις τρῶγλες, πάνω σέ πλοῖο στήν ἀνοικτή θάλασσα, σέ μιά ἀπόκρημνη παραλία τοῦ Εἰρηνικοῦ Ὠκεανοῦ, στήν πρώτη γραμμή τοῦ μετώπου στά 1914-15, σέ ἐκστρατευτικό νοσοκομεῖο, σέ φυλακές, σέ μοναστήρια…
Στό Κρεμλίνο τῆς Μόσχας, στήν Κωνσταντινούπολη, στή Ἀλεξάνδρεια, στήν Κίνα, στήν Ἰαπωνία……. Ὅμως τά συναισθήματα πού πλημμύρισαν τήν ψυχή μου, ὅταν ἔκανα τήν Ἀνάσταση μέ τούς λεπρούς ἀδελφούς μου, δέν τά ξανάνιωσα. Κι αὐτά με ὁδήγησαν νά γράψω ἐκείνη τήν ἀξέχαστη ἐμπειρία μου σέ στίχους: