1.Η πνευματική καθοδήγηση του γέροντα Ανατόλιου ήταν μια πλήρης αποδοχή της ελευθερίας. Ποτέ δεν απαιτούσε από κανέναν να δεχθή να κάμει κάτι που δεν το είχε καταλάβει ο ίδιος· μόνο και μόνο γιατί ήταν εντολή του. Πάντοτε άφηνε στα πνευματικά του τέκνα την άνεση, να κάμουν, ή να μη κάμουν, αυτό που τους έλεγε. Η ευλογία του δεν ήταν ποτέ εντολή. Ήταν πάντοτε μια πρόσκληση· μια υπόδειξη.
Έλεγε:
—Τι είναι αυτά που λέτε; Ο Θεός την αγαπάει την ελευθερία. Όπου το πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία, όπως λέει ο απόστολος. Με το ζόρι δεν θέλει να γίνεται τίποτε!Κανέναν δεν τραβάει κοντά Του με το ζόρι! Δεν δεσμεύει κανέναν. Καλούμε να ρθούν στο σπίτι μας, επειδή το θέλουν. Έτσι και ο Χριστός κάλεσε τους Ιουδαίους. Δεν αποκλείει κανέναν. Όλους, μας υπόσχεται να μας αναπαύσει κοντά Του! «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι· καγώ αναπαύσω υμάς»(Ματθ. 11, 28). Και όταν εμείς δεν πηγαίνωμε κοντά Του, δεν μας τραβάει με το ζόρι!
2. Η πνευματική καθοδήγηση του π.Ανατόλιου ήταν όλο πραότητα και γλύκα. Συμβουλές και ευλογίες δεν έδινε ποτέ με το πρώτο, αλλά πάντοτε μετά από μερικές σοβαρές επικοινωνίες, κατά τις οποίες προσπαθούσε να κάμει τα πνευματικά του τέκνα να καταλάβουν, ποιο ήταν το θέλημα του Θεού γι’ αυτούς.
Του έγραψε μια μοναχή:
«Έλαβα γράμμα από την Γερόντισσα, προεστώσα της Μονής μας. Με καλούσε στο Όνομα του Χριστού, να πάω να με φιλοξενήσουν και να πάρω τα πράγματα μου. Πώς το αισθάνεσαι; Πως θα τό έβλεπες; Θα το δεχόσουν, ό,τι και αν επέτρεπε ο Κύριος να σου συμβή; Ειπέ μου: Πως τό βλέπεις; Πως τό αισθάνεσαι»;
Συνήθως,ο γέροντας πριν λάβει μια σοβαρή απόφαση, έδινε πρώτα ευλογία στο πνευματικό του τέκνο να εκφράσει την επιθυμία του με την προσευχή του Ιησού.
Σε ερώτημα της πνευματικής του θυγατέρας μοναχής Αμβροσίας, σε ποιο μοναστήρι θα έπρεπε «να πάει», ο γέροντας της απάντησε:
—Παρακάλεσε τον Κύριο, να σε στηρίζει και να σου δείχνει τον δρόμο Του.
3. Ο γέροντας αισθανόταν μεγάλη χαρά, όταν έβλεπε τα πνευματικά του παιδιά να βιάζουν τον εαυτό τους να τηρούν τις εντολές του∙ και τα ευχαριστούσε με πολύ θερμά λόγια γι’ αυτό.
—Να σε ευλογεί ο Θεός, που με ακούς!..
Η σχολή υπακοής του στάρετς Ανατόλιου απαιτούσε υπομονή και εκκοπή του θελήματος.
Γράφει μία πνευματική του θυγατέρα, η Α. Ι. Σαπόσνικωφ:
«Κάποτε με προσκάλεσε ο ιερομόναχος π. Τυχών, να πιούμε τσάι. Συμφώνησα∙ και έτρεξα στον π. Ανατόλιο.
—Γέροντα, με προσκαλεί ο π. Τύχων να πιούμε μαζί τσάι!
Μου απάντησε:
—Τι είναι αυτά που λες; Τι εξυπνάδες είναι αυτά που λες; Που το βρήκατε σεις να πίνετε τσάι με μοναχούς; Ποτέ!
Έφυγα κατασυγχυσμένη! Και καταπικραμένη! Και στο απόδειπνο είδα τον π. Τύχωνα. Και εκείνος με είδε. Και με ερώτησε:
—Τι σου συνέβη; Γιατί δεν ήλθες; Σε περίμενα! Του είπα, γιατί. Και του ζήτησα συγγνώμη. Την άλλη ημέρα ξαναπήγα στον π. Ανατόλιο.
Και ο γέροντας μου λέει αυστηρά:
—Χθες ήθελες να πας να πιής τσάι με τον π. Τύχωνα! Πήγαινε σήμερα!..
—Γέροντα, πως να πάω σήμερα; Δεν με κάλεσε για σήμερα!
—Συ πήγαινε. Και πιε το, το τσάι!.. Επιλογή άλλη δεν είχα. Επήγα. Και προς μεγάλη μου χαρά, ευρήκα την πόρτα κλειδωμένη!
—Δόξα Σοι, Κύριε!
Τρέχω πάλι στον π. Ανατόλιο. Με βλέπει και γελάει!..
—Λοιπόν; το ήπιατε το τσάι;
Και μετά ένα τέτοιο μάθημα, ο γέροντας μου ειπε επιγραμματικά:
—Να έχεις την ευχή μου και ευλογία, που κάνεις υπακοή και με ακούς!..».
4. Ο πνευματικός πρέπει να καταδικάζει την αμαρτία. Και να βάζει επιτίμια.
Ο στάρετς Ανατόλιος το έκανε πάντοτε με πολλή πραότητα και λεπτότητα.
Ακούσατε,πως κάποια φορά «επέπληξε» την γνωστή μας Όλγα Κωσνσταντίνοβνα, γιατί είχε πέσει στο αμάρτημα της οργής.
Είχε πάει στον γέροντα με μια βαρώνη, που ήθελε να την βοηθήσει. Ο π. Ανατόλιος επήρε την βαρώνη και ασχολήθηκε μαζί της δύο φορές. Την κ. Όλγα «την άφησε στην άκρη». Αυτό συνέβη στο Σαμορντίνο. Εκεί και η κ. Όλγα και ο γέροντας έμεναν στον ξενώνα. Και η κ. Όλγα μη μπορώντας να το ανεχθή, πως ο γέροντάς της ασχολήθηκε δυο φορές με μια «απρόκοφτη» κοπέλλα, το επήρε απόφαση να μη ξαναπατήσει για εξομολόγηση σ’ αυτόν!
Και,όταν μια αδελφή της πρότεινε να καλέσουν τον γέροντα στο δωμάτιό τους, αυτή δεν δέχθηκε. Και ξάπλωσε να κοιμηθή. Επίτηδες. Για να το αποφύγει… Οργή και κακία βασάνιζαν την καρδιά της. Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Και την νύχτα βγήκε στον διάδρομο. Και επήγαινε πέρα-δώθε νευρικά. Ο γέροντας άκουσε τα βήματα, άνοιξε την πόρτα του δωματίου, την είδε και της ειπε:
—Σύ είσαι, Όλγα; Έλα εδώ! Τι σου συμβαίνει;
Με δάκρυα στα μάτια εκείνη του ομολόγησε, ότι είχε θυμώσει εναντίον του!
—Ά έτσι! Έπρεπε να μου το είχες ειπεί. Δεν το είχα καταλάβει, ότι έχεις τέτοιο ψυχικό κόσμο! Θα σε έπαιρνα πρώτη!..
Και η Όλγα κατάλαβε, ότι ο ψυχικός της κόσμος δεν ήταν καλός· και έφυγε ντροπιασμένη και ταπεινωμένη.
Ο γέροντας επέπληττε και χωρίς να λέει τίποτε.
Μια άλλη φορά η Όλγα Κωνσταντίνοβνα είχε πάει πάλι στην Όπτινα. Μαζί με την Νίνα Βλαδίμηροβνα. Και επήγαν μαζί στον γέροντα.
Διηγείται η Νίνα Βλαδίμηροβνα:
«Ο γέροντας της έδωκε τότε ένα πιατάκι γεμάτο καραμέλλες και κουφέτα, λέγοντας:
—Τα μισά για την Νίνα.
Και την βλέπω να βγαίνει και με τις δύο χούφτες της γεμάτες. Την ίδια στιγμή με κάλεσαν να πάω στον γέροντα. Και επήγα. Και αφού μιλήσαμε, μου δίνει και καραμέλλες, και μήλα και μπισκότα. Βλέποντάς με η Όλγα, φώναξε.
—Σένα σου έδωκε πιο πολλά. Λοιπόν, δεν θα σου δώσω και από τα δικά μου!..
Δεν είπα τίποτε. Καθήσαμε μαζί στην αίθουσα αναμονής να τον ξαναϊδούμε, όταν θα έβγαινε, για να δώσει ευλογία σε όσους θα είχαν μείνει εκεί. Και λοιπόν,βγαίνει ο πατέρας μας, πάει κοντά στην Όλγα· και άρχισε να παίρνει από τα χέρια της κουφέτα και να τα βάζει στα δικά μου χέρια! Γέμισαν τα χέρια μου. Και εκείνος ακόμη μου έβαζε!.. Η Όλγα αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή. Όταν γυρίσαμε, ήλθε στο σπίτι μου και μου ζήτησε συγγνώμη.
Είχε καταλάβει το λάθος της».
5. Ο π. Ανατόλιος είχε προορατικό. Έβλεπε. Και γι’ αυτό ενεργούσε με τόλμη, σε θέματα που ανθρώπινα κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτε.
Διηγήθηκε η μοναχή Μιχαήλα (Κουντίμοβα).
«Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ειχα καταταγή εθελόντρια στον στρατό να πολεμήσω και εγώ για την πίστη, για τον τσάρο, για την πατρίδα. Σε μια μάχη, ενώ προσπαθούσα να βοηθήσω ένα τραυματία, ήλθε ένα βλήμα και μου έκοψε το χέρι μέχρι τον αγκώνα.Με μετέφεραν στο Νοσοκομείο στο Τσάρκοε Σέλο. Εκεί με περιποιόταν η ίδια η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Θεόδωροβνα και οι πριγκήπισσες θυγατέρες της. Ο αδελφός μου ήταν μοναχός στην Όπτινα. Το όνομά του ήταν Ιννοκέντιος. Το 1918, χωρίς χέρι πιά επήγα στην Όπτινα να τον ιδώ. Αλλά δεν τον ευρήκα εκεί. Τον είχαν επιστρατεύσει. Πικράθηκα, όσο δεν μπορεί κανείς να φαντασθή. Και τότε ήλθαν να με ιδούν οι γέροντες Ανατόλιος και Νεκτάριος. Και οι δύο μαζί επέμεναν ότι πρέπει να γίνω μοναχή. Αφού έδωκα για τον επίγειο τσάρο (= βασιλιά) το χέρι μου, έχω χρέος, μου έλεγαν, να δώσω στον επουράνιο βασιλέα ολόκληρο τον εαυτό μου. Και συμφώνησα. Και έγινα. Μου έδωσαν το όνομα Μιχαήλα, προς τιμήν του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που είναι «των ουρανίων στρατιών αρχιστράτηγος». ‘Ήμουν τότε 18 ετών».
Με τις ευχές των γερόντων η Μιχαήλα ευρήκε και τον αδελφό της. Και έφυγαν μαζί.Και έζησαν πρώτα στην Νότιο Αμερική. Και μετά στην Αυστραλία.
6. Σώθηκαν τα απομνημονεύματα μιας κοσμικής γυναίκας. Και δημοσιεύτηκαν το 1917 στο περιοδικό «Τρόϊτσκοε Σλόβο». Γράφει:
«Η τύχη μου ήταν κακή. Αισθανόμουν παραπεταμένη. Γιατί; Δεν θα το περιγράψω. Έκανα ζωή εύθυμη. Διασκέδαζα. Μα δεν βρήκα ποτέ εκείνο που γύρευα. Η ψυχή μου ήταν πάντα πεινασμένη· νηστική. Έψαχνα για ζωή γεμάτη θόρυβο. Πίστευα ότι κάπως έτσι θα μπορούσα να λησμονήσω λίγο τον εαυτό μου. Μου φαινόταν, ότι όσο πιο πολύς θόρυβος γινόταν γύρω μου, τόσο πιο καλά θα ήταν για μένα, αλλά μάταια. Όλα έγιναν συνήθεια. Και το κακό έμενε ακέραιο μέσα μου. Κάτι έκτακτα γεγονότα με έκαμαν να κλειστώ για λίγο στο σπίτι μου. Και έζησα λίγο την ήσυχη ζωή στο σπίτι, μέχρι που βρέθηκα στην Όπτινα.
Κουρασμένη από τα τρεχάματα και τον θόρυβο, και μη βρίσκοντας τίποτε και «στο σπίτι»,σκέφτηκα, ότι — τέλος πάντων— θα έπρεπε να πάρω έναν δρόμο· τον ένα από τους δύο!..
Είχα τότε γνωστή μια καλή κοπέλλα, με πολύ ευσεβή ζωή. Μια ημέρα λοιπόν, μου λέει:
—Κάποιος μου έδωσε το βιβλίο του Βλ. Π. Μπικώφ «Γαλήνιο λιμάνι για ανάπαυση πονεμένης ψυχής». Μιλάει πολύ για το μοναστήρι της Όπτινα και για τους θαυμάσιους γεροντάδες της, πνευματικούς οδηγούς: πως δέχονται τους πάντες· και πως τους συμβουλεύουν όλους· με καλωσύνη· και με φωτισμό Θεού.
Μου άρεσε η σκέψη. Και επήραμε την απόφαση να πάμε μαζί. Πρώτα όμως επήγε εκείνη·μόνη της. Όταν γύρισε μου έλεγε, ότι ευρήκε εκεί κάτι το ανεπανάληπτο∙κάτι που όμοιο του δεν θα βρεις πουθενά. Και μου διηγήθηκε πολλά για τους αγίους γέροντες της Όπτινα.
Ο π. Ανατόλιος εξομολογεί και εκατό ανθρώπους την ημέρα!.. Μιλάει γρήγορα. Και δεν σε κρατεί πολύ. Αλλά εκείνα τα λίγα λεπτά αρκούν! Πολλές φορές βγαίνει να δώσει ευλογία σε εκείνους που περιμένουν. Και απαντάει μονολεκτικά σε ερωτήματα. Και καμμιά φορά κάνει και «παρατηρήσεις». Αυτή τον είχε ιδεί για πέντε μόνο λεπτά. Και, μέσα σ’ αυτά τα πέντε λεπτά, την βοήθησε να καταλάβει όλες της τις ελλείψεις∙ πράγματα που κανείς δεν τα ήξερε. Θέλησε να τον ιδεί για μια ακόμη φορά. Να του ειπεί κάτι ακόμη· να ακούσει κάτι ακόμη. Μα δεν το κατόρθωσε. Και χρειάσθηκε να φύγει. Και ήλθε και μου είπε τις εντυπώσεις της.Από τα λόγια της, μου άρεσε πολύ ο π. Ανατόλιος. Και θέλησα να πάω και εγώ να μιλήσω μαζί του. Και επήγα. Έφθασα εκεί το Μεγάλο Σάβββατο. Έδωσα το όνομά μου.Έπια λίγο τσάι. Και έτρεξα στον π. Ανατόλιο.
Στον δρόμο, κάποιος μου έδειξε τον τάφο του π. Αμβροσίου. Γονάτισα επάνω στο μάρμαρο και τον παρακάλεσα, να δεηθή για μένα, να μου βγή σε καλό το ταξείδι μου. Και μετά τρέχω. Μπαίνω στην αίθουσα αναμονής. Και βλέπω κόσμο και κοσμάκη! Θέλησα να κάμω τον σταυρό μου. Και πριν τον τελειώσω βλέπω ένα γεροντάκι να παραμερίζει τους άλλους και να έρχεται κοντά μου. Μου λέει:
—Έλα! Έλα! Πότε ήρθες; Έσκυψα, του ζήτησα ευλογία και είπα:
—Μόλις έφτασα. Και έτρεξα σε Σας!
—Έχεις, εδώ συγγενείς; Έ; Έ;
—Όχι, γέροντα. Δεν έχω συγγενείς. Όχι εδώ. Πουθενά στον κόσμο!..
—Τι λες, παιδί μου; Τι λες, παιδί μου; Έλα κοντά μου!
Άπλωσε το χέρι του με επήρε από το χέρι και με τράβηξε στο εξομολογητήριό του. Ήταν πολύ απλό. Και πολύ φωτεινό. Έκατσε σε μια καρέκλα∙ δίπλα σε μια εικόνα.Γονάτισα μπροστά του. Και άρχισα να του διηγούμαι την ζωή μου. Εγώ του μιλούσα.Και εκείνος, πότε έπιανε και κρατούσε με τα δύο του χέρια το κεφάλι μου, και πότε σηκωνόταν και επήγαινε πέρα-δώθε, σαν κάτι να έψαχνε να βρή. Και κάθε τόσο ψιθύριζε.
—Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Όταν εγώ τελείωσα, ο π. Ανατόλιος δεν μου είπε τίποτε ακριβώς. Μα όταν εγώ τον ερώτησα:
—Πότε θα μπορούσα να εξομολογηθώ; Μου απάντησε:
—Τώρα αμέσως!
Και εξομολογήθηκα, σαν να διάβαζα βιβλίο. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που κατάλαβα, τι είναι η εξομολόγηση. Είχα να εξομολογηθώ οκτώ χρόνια. Έλεγα, ό,τι καταλάβαινα. Και με μια ερώτησή του με έκανε και θυμόμουν άλλα πολλά..,αμαρτίες που δεν θα ήθελα ποτέ να τις ξεστομίσω!
Η εξομολόγηση τελείωνε. Μου διάβασε ευχή συγχωρητική. Και πρόσθεσε.
—Πήγαινε, σκέψου: Μη ξέχασες τίποτε. Και έλα πάλι σε δύο ώρες. Μου έδωσε και κάτι βιβλιαράκια και με άφησε να φύγω. Επήγα στο δωμάτιό μου. Και εκεί έφερα στον νού, πως με δέχθηκε και πως μου συμπεριφέρθηκε ο π. Ανατόλιος. Σαν να ήμουν χρόνια γνωστή του!
Στις12 το μεσημέρι ξαναπήγα. Του είπα κάτι ακόμη.
Μου ξαναείπε:
—Σκέψου πάλι. Και έλα το βράδυ πάλι! Κατάλαβα, πως εκείνος «κάτι έβλεπε» που εγώ
δεν το έβλεπα και δεν ήθελα να το εξομολογηθώ.
Τέλος πάντων βράδυασε. Κατάκοπη από την ταλαιπωρία του ταξειδιού και τις συγκινήσεις επήγα «για λίγο» στο δωμάτιό μου να πάρω μια ανάσα. Και ξάπλωσα. Και κοιμήθηκα τόσο βαθιά, που: ούτε καμπάνες άκουσα∙ ούτε χτύπους στην πόρτα μου∙ούτε τίποτε.
Όταν ξύπνησα έτρεξα στην εκκλησία και είδα τον ιερέα, να έχει ολοκληρώσει την μετάδοση και να μπαίνει με το άγιο Ποτήριο στο ιερό. Είχα χάσει την θεία Κοινωνία για ένα λεπτό! Άχ αυτό το ένα λεπτό!..
Πόσο ήθελα, να κοινωνούσα και εγώ! Αλλά… τελείωσε! Έφυγα από την εκκλησία καταστενοχωρημένη. Και παρ’ ότι ήταν το άγιο Πάσχα, όλη την ημέρα έκλαιγα. Το απόγευμα είδα τον π. Ανατόλιο. Τον παρεκάλεσα να μου έδινε ευλογία να κοινωνούσα την Δευτέρα ή την Τρίτη. Δεν συγκατατέθηκε. Δεν μου έδωκε ευλογία.Μου είπε ξερά:
—Χωρίς προετοιμασία δεν κοινωνούν!..
—Μα θα φύγω μεθαύριο!
—Κοινώνησε στην Μόσχα. Με την απαραίτητη προετοιμασία.
Όταν επήγα να τον αποχαιρετήσω και του ζήτησα μια συμβουλή, μια οδηγία, τι θα έπρεπε να κάνω, δεν μου είπε τίποτε το σαφές και συγκεκριμένο. Όλα ήταν μισόλογα. Μου έλεγε, πότε ότι θα γινόμουν μητέρα με… ξένα παιδιά∙ πότε ότι θα ήταν καλύτερα να ζούσα μόνη μου∙ και τέλος μου έδωκε εντολή, στην Μόσχα πνευματικό να έχω τον π. Μακάριο∙ και να κάμω ότι εκείνος μου ειπεί.
Επήγα να αποχαιρετήσω και τον π. Νεκτάριο. Μιλήσαμε πολύ. Στο τέλος, σκύβοντας το κεφάλι του, μου λέει:
—Βλέπω στο πρόσωπο σου και γύρω σου την χάρη του Θεού! Θα γίνεις μοναχή!
Αναστατώθηκα και του είπα:
—Τι λέτε, πάτερ; Εγώ σε μοναστήρι. Τίποτε δεν μου αρέσει εκεί. Δεν το αντέχω τέτοιο πράγμα.
Πρόσθεσε:
—Δεν ξέρω, πότε θα γίνει. Τώρα ή σε δέκα χρόνια; Αλλά θα γίνει.
Του είπα ότι ο π. Ανατόλιος μου είπε να πάω στην Μόσχα στον γέροντα Μητροπολίτη Μακάριο. Και να κάμω, ό,τι εκείνος μου ειπεί.
—Ναι, έτσι είναι, είπε ο π. Νεκτάριος. Θα κάμεις αυτό που είπε ο π. Ανατόλιος.Και ό,τι σου ειπεί ο π. Μακάριος, θα το εκτελέσεις!
Μου μίλησε για λίγο ακόμη. Και όλα του τα λόγια ήταν γύρω από την ζωή στο μοναστήρι∙ γύρω από το τι πρέπει να ξέρει και τι να προσέχει ένας μοναχός.
Τετάρτη βράδυ έφθασα στο σπίτι μου, πνευματικά αναστημένη∙ και εντελώς αλλαγμένη.Και τότε θυμήθηκα, που μια φίλη μου έλεγε:
—Στην κεντρική πύλη της Όπτινα είναι τοποθετημένη μια εικόνα της Αναστάσεως. Και θέλει να μας ειπεί, ότι όποιος πάει στην Όπτινα, πρέπει να φεύγει πνευματικά ανακαινισμένος και αναστημένος».
http://vatopaidi.wordpress.com
http://serafeimtousarof.blogspot.gr/2013/02/blog-post_6552.html