Το μυστήριο της «επίθεσης» των χειρών
Εισαγωγή
Πολλοί μας μέμφονται και μας κατηγορούν:
— Γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί την «επίθεση» των χειρών κατά τη χειροτονία των ιερέων τόσο σπουδαία;
Την ερώτηση αυτή μας την κάνουν συνήθως οι αιρετικοί κάποιων ομολογιών. Νομίζουν πώς πρόκειται για μια ασήμαντη και άχρηστη λεπτομέρεια. Κι όταν κάνουν την ερώτηση αυτή έχουν ένα ύφος περιφρονητικό, δεν περιμένουν κάποια σοβαρή απάντηση ούτε και φαίνονται να επιθυμούν να φωτιστούν στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Γράφουμε το κείμενο αυτό όχι γι’ αυτούς τους αιρετικούς, πού δεν πείθονται με τίποτα, αλλά για τον ορθόδοξο λαό, να τούς εξηγήσουμε πόσο σοβαρό θέμα είναι η «επίθεση» των χειρών κατά τη χειροτονία των επισκόπων, των Ιερέων και των διακόνων στην Εκκλησία.
Η χειροτονία του Ιερέα είναι ένα Ιερό μυστήριο, ένα από τα επτά μυστήρια πού η Εκκλησία μας έχει ως ιερή κληρονομιά από την αρχή της χριστιανικής μας Ιστορίας. Από την αποστολική ακόμα εποχή η Εκκλησία μας ποτέ δεν αμφέβαλλε για τη σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα της επίθεσης των χειρών.
Στη φύση υπάρχουν πολλών ειδών επαφές, οργανικές και ανόργανες. Απ’ όλες αυτές επέρχεται κάποια αλλαγή . Η «επίθεση», η αφή, μπορεί να μην έχει μόνο την έννοια της σωματικής επαφής (με την επιφάνεια, το δέρμα), αλλά γίνεται και με την οσμή, με την όραση, ακόμα και με μόνη την παρουσία πραγμάτων ή προσώπων. Στην κοινωνική ζωή οι άνθρωποι αλληλοχαιρετιούται πιάνοντας ο ένας το χέρι του άλλου (εκτός από την Άπω Ανατολή) φιλώντας το χέρι ή το μέτωπο ή τα μάγουλα. Γενικά ο κόσμος επικοινωνεί με την επαφή.
Εδώ όμως μας ενδιαφέρουν μόνο οι Ιερές επαφές πού αναφέρονται και χρησιμοποιούνται στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη και στην Εκκλησία του Χριστού.
Τα θαύματα πού έκανε ο Χριστός με το άγγιγμα των χειρών Του.
Μετά την επί του Όρους ομιλία του ό Χριστός συνάντησε ένα λεπρό πού τον προσκύνησε και του είπε: «Κύριε, εάν θέλεις, δύνασαί με καθαρίσαι. και εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού ο Ιησούς.. . και ευθέως έκαθαρίσθη αυτού η λέπρα» (Ματθ. η’2-3).
Λίγο αργότερα ζήτησαν να έρθει επειγόντως ο Ιησούς στο σπίτι του Πέτρου, γιατί η πεθερά του ήταν βαριά άρρωστη με πυρετό. «Και ήψατο της χειρός αυτής, και αψήκεν αυτήν ο πυρετός, και ηγέρθη και διηκόνει αυτώ» (Ματθ. η’ 15).
Στην Ιεριχώ δύο τυφλοί στέκονταν και ζητιάνευαν στην άκρη του δρόμου. Μόλις άκουσαν ότι από κει περνά ο Ιησούς φώναξαν: «ελέησον ημάς, Κύριε, υιός Δαβίδ. . . σπλαχνισθείς δέ ο Ιησούς ήψατο των οφθαλμών αυτών, και ευθέως άνέβλεψαν αυτών οι οφθαλμοί, και ήκολούθησαν αυτώ» (Ματθ. κ’ 30, 34). Περισσότερο χρόνο θα χρειαζόταν ο σατανάς για να κλείσει τα μάτια ενός άνθρωπου, να τον τυφλώσει, παρά ο Ιησούς να τα ανοίξει. Τόσο γρήγορα το έκανε, σε κλάσμα δευτερολέπτου.
Κάποτε ό Κύριος Ιησούς είδε μια γυναίκα με μια φοβερή αναπηρία: ήταν συγκύπτουσα. Για δεκαοχτώ χρόνια δεν μπορούσε να ορθωθεί, να σταθεί όρθια. Ο Ιησούς ένιωσε συμπάθεια για τη γυναίκα αυτή, την κάλεσε κοντά του και «επέθηκεν αυτή τας χείρας και παράχρημα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεό» (Λουκ,ιγ,13)
Ποιος μπορεί ν’ απαριθμήσει όλους εκείνους πού υπόφεραν και έτρεχαν ή μεταφέρονταν στα ευλογημένα και παντοδύναμα χέρια Του για να γίνουν καλά και ν’ αναλάβουν τις δυνάμεις τους, ή και να σώσουν τη ζωή τους ακόμα μ’ ένα απλό άγγιγμα των χεριών Του! Ας δούμε, αγαπητέ αναγνώστη, τί μας αφηγείται ό ευαγγελιστής Λουκάς, πού ήταν κι ο ίδιος γιατρός: «Δύναντος δε του ηλίου πάντες όσοι είχαν άσθενούντας νόσοις ποικίλαις ήγαγον αυτούς προς αυτόν ο δε ένί έκάστω αυτών τας χείρας έπιτιθείς έθεράπευσεν αυτούς» (Λουκ. δ’ 40). Μάλιστα! Τους θεράπευσε μόνο με το άγγιγμα των χεριών Του, χωρίς καν να μιλήσει.
Χωρίς καν να μιλήσει, απλά και μόνο με το άγγιγμα των χεριών του, θεράπευσε ολόκληρο το αυτί πού είχε κόψει από τον υπηρέτη του αρχιερέα κάποιος στον κήπο της Γεθσημανή (βλ. Λουκ. κβ’ 50-51).
Ο Χριστός ήταν πάντα έτοιμος και πρόθυμος να υπηρετήσει και να θεραπεύσει. Έτσι ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα του Ίαείρου, πού ήταν άρχισυνάγωγος, και πήγε στο σπίτι του όπου ή δωδεκάχρονη κόρη του κείτονταν νεκρή. Ό Ιησούς «κρατήσας της χειρός του παιδίου λέγει αυτή• ταλιθά. κούμι ό εστί μεθερμηνευόμενον, το κοράσιον, σοί λέγω, έγειρε, και ευθέως ανέστη το κοράσιον και περιεπάτει. . . και εξέστησαν έκστάσει μεγάλη» (Μάρκ. ε’ 41-42).
Σε άλλη περίπτωση ό Ιησούς δεν άγγιξε καθόλου το νεκρό πρόσωπο, αλλά μόνο το φέρετρο. Ο νεκρός ήταν το μοναχοπαίδι μιας χήρας, στην πόλη Ναΐν. Βρίσκονταν κιόλας στο δρόμο για την ταφή του παιδιού, όταν ο Κύριος συνάντησε την πομπή στην είσοδο της πόλης. Καθώς είδε τη μάνα πού θρηνούσε «ό Κύριος εύσπλαγχνίσθη έπ’ αυτή και είπεν αυτή- μη κλαίε» Πρώτα παρηγόρησε τη μητέρα και μετά «προσελθών ήψατο της σορού, οι δέ βαστάζοντες έστησαν, και είπε- νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι. και ανεκάθισεν ο θανών και ήρξατο λαλείν, και εδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού» (Λουκ. ζ’ 13-15).
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2013/04/1.html