Τὸ ἀλφαβητάριον τῆς συγχύσεως
 
Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, θεολόγος – ἐκπαιδευτικὸς
 
Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἡ κατάδειξη ὁρισμένων δογματικῶν – θεολογικῶν ἀνακριβειῶν καὶ πλανῶν, οἱ ὁποῖες παρουσιάζονται στὸ βιβλίο «Ἀλφαβητάρι τῆς Πίστης» τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ καὶ ἀφοροῦν στὴν ἰδιαίτερη θεώρηση τῆς ἀγάπης τοῦ πρόσφατα ἐκλιπόντος καθηγητῆ φιλοσοφίας στὴν Πάντειο σχολή.
Στὶς σελίδες 60 καὶ 61 τοῦ ἀνωτέρω ἀναφερθέντος φημισμένου του βιβλίου ὁ καθ. Χρ. Γ. φαίνεται νὰ συγχέει τὰ φυσικὰ ἰδιώματα μὲ τὰ ὑποστατικὰ (στὴν προκειμένη περίπτωση μόνο μὲ αὐτὰ τοῦ Πατρὸς – πατρομονισμός). Πιὸ συγκεκριμένα, ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, ἄχρονος, ἄπειρος καὶ ἀπεριόριστος, ὄχι γιατί ἡ οὐσία του ὀφείλει νὰ εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ γιατί εἶναι ὄντως Πρόσωπον – ὕπαρξη προσωπική. Οὐδείς, ὅμως, Ἕλληνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριξε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὶς φυσικὲς ἢ οὐσιώδεις του ἰδιότητες, ἐπειδὴ εἶναι Πρόσωπο ἤ, κάλλιον εἰπεῖν, ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ. Ὅποιος ἀποδίδει τὰ προσωπικὰ στὴν οὐσία καὶ τὰ οὐσιώδη στὰ πρόσωπα δὲν κάνει κάτι τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τὸ νὰ βρίσκεται σὲ θεολογικὴ πλάνη καὶ σύγχυση, διότι φαίνεται νὰ ἀγνοεῖ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα ὅτι ὁ Πατὴρ ὡς ὑπόσταση εἶναι αἴτιος τῶν ὑποστάσεων ἢ προσώπων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος (πηγὴ καὶ ρίζα τῆς θεότητας), ἐνῷ ἡ ὑπερούσια οὐσία – ἄκτιστη θεία φύση εἶναι ἡ θεοπρεπὴς αἰτία ὅλων τῶν ἀκτίστων φυσικῶν της προσόντων (βούληση, δύναμη, ἐνέργεια καὶ ὅλα τὰ περὶ τὴ θεία οὐσία οὐσιώδη ἰδιώματα).Ὁ Πατήρ, ὅμως, δὲν εἶναι αἴτιος τῶν φυσικῶν, εἰδάλλως τὰ φυσικὰ θὰ ἦταν ὑπόσταση, ὅπως καὶ ἡ οὐσία δὲν εἶναι ἡ αἰτία τῶν αἰτιατῶν ὑποστάσεων, εἰδάλλως αὐτὲς θὰ ἦταν φυσικὰ προσόντα καὶ ὄχι ὑποστάσεις.

 
Στὴ σελίδα 61 ὁ Γ. ὑποστηρίζει μία φράση, ἡ ὁποία κατόρθωσε νὰ περάσει στὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία ὡς θέσφατο. Μία φράση, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ μετρίου ἐπιπέδου ἱεροκήρυκες, κληρικοὺς καὶ κατηχητὲς μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πολλάκις, προκαλώντας ἀνία σὲ ὅποιους ἀκροατὲς ἔχουν ἔστω καὶ μία στοιχειώδη ἐξοικείωση μὲ τὸ ὀρθόδοξο θεολογεῖν. Πρόκειται γιὰ τὴν κοινότοπη φράση ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀγάπη, εἰδάλλως ἡ ἀγάπη θὰ ἦταν ἕνα ἁπλὸ φυσικὸ προσόν, ἀλλὰ εἶναι ἀγάπη. Τοῦτο, ὅμως, θὰ σήμαινε τὴν ἀντιησυχαστικὴ ταύτιση μεταξὺ τοῦ εἶναι καὶ τοῦ ἔχειν στὸ Θεό, τουτέστιν τὴν ταύτιση μεταξὺ τῆς οὐσίας ποὺ εἶναι καὶ τῆς ἐνεργείας ποὺ ἔχεται. Πάντως, ὁ ἀναγνώστης τοῦ παρόντος ἄρθρου θὰ πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἡ ταύτιση μεταξὺ τοῦ εἶναι καὶ τῆς ἀγάπης στὸ Θεὸ δὲν ἀποτελεῖ τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ μία κατὰ γράμμα ἀναδιατύπωση τῆς αὐγουστίνειας ταύτισης μεταξὺ τοῦ εἶναι καὶ τοῦ ἔχειν ἤ, ἀλλιῶς, μεταξὺ τῆς ἄκτιστης οὐσίας καὶ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας στὴν ἄκτιστη θεότητα. Πάντως, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑποστηρίζει τὸ ἀντίστροφο σὲ σχέση μὲ τὸν Γ., ἤτοι ὅτι τὸ ἔχειν ταυτίζεται μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ διαφέρει ἀπὸ τὸ εἶναι ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία. Ἄρα, ἐὰν ποῦμε ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη, τότε ἐπαναλαμβάνουμε τὴν ἀντιησυχαστικὴ ταύτιση μεταξὺ τῆς ἄκτιστης οὐσίας καὶ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας, καθὼς δὲ μποροῦμε νὰ ταυτίσουμε κάτι τὸ φυσικὸ (φυσικὸ προσὸν) μὲ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ταύτιση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀγάπη διατυπώθηκε μὲ ἔμφαση, τουλάχιστον στὴ νεωτερικὴ ἐποχή, ἀπὸ τὸν Κ. Μπάρτ.
 
Ὁ Θεός, κατὰ τὸ Γ., ὄχι μόνον εἶναι ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ ὑπάρχει ὡς ἀγάπη. Τοῦτο βέβαια τὸν ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὸ σαβελλιανισμό, καθότι ἐὰν ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ ἴδιο τὸ «εἶναι» τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἐνίοτε ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία στοὺς Ἕλληνες Πατέρες, καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι συνάμα καὶ τρόπος ὕπαρξης, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται πάντοτε μὲ τὴν ὑπόσταση ἢ πρόσωπο , τότε ποιὰ ἀκριβῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς ἀγάπης θεωρημένης ὡς οὐσία καὶ τῆς ἀγάπης θεωρημένης ὡς ὑπόσταση; Ἐκτὸς καὶ ἐὰν ὑποστηρίξουμε ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ἀγάπες, μία ἰδωμένη ὡς οὐσία καὶ μία ἰδωμένη ὡς ὑπόσταση, πρᾶγμα ἄτοπο, καθότι τὸ κοινὸ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ ἴδιον, ὅπως ἀκριβῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἀντίστροφο.
 
Στὴ συνέχεια ὁ Γ. ἀναφέρει στὴν ἴδια σελίδα ὅτι τὸ κάθε πρόσωπο ὑπάρχει ὡς προσφερόμενο σὲ μία κοινωνία ἀγάπης. Ἡ Ἁγία Τριάδα σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία κοινωνία προσώπων μὲ σχέσεις ἀγαπητικῆς – διαλογικῆς ἀμοιβαιότητας, τουλάχιστο σύμφωνα μὲ τὸ θρησκευτικὸ καὶ φιλοσοφικὸ στοχασμὸ τοῦ Γ. Ὅμως, ὁ ὅρος «κοινωνία» σημαίνει ταυτότητα ἢ ἑνότητα στοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθότι ταυτίζεται μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι κοινό. Στοὺς Πατέρες, λοιπόν, δὲν ὑπῆρχε ἡ ἔννοια τῆς διυποκειμενικότητας, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται κατὰ κύριο λόγο ὡς συγκρότηση τοῦ ἑαυτοῦ μέσῳ τῆς σχέσης ἑνὸς προσώπου μὲ ἄλλα πρόσωπα. Ἐκεῖνο ποὺ δέχονται μόνον οἱ Ἕλληνες Πατέρες, γιὰ νὰ περιγράψουν τὸ τριαδικὸ μυστήριο, τουλάχιστον ὅσο εἶναι ἐφικτὸ ἐξ ἐπόψεως τοῦ λόγου ἢ ἐπίνοιας, εἶναι τὸ δόγμα τῶν ἑνώσεων καὶ διακρίσεων. Καὶ οἱ διακρίσεις εἶναι δύο εἰδῶν, εἴτε ὑποστατικὲς πρόοδοι – ἀκοινώνητες διακρίσεις εἴτε φυσικὲς πρόοδοι – κοινὲς διακρίσεις. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Γ. ὀνομάζει τὶς ἑνώσεις (οὐσία) ὡς ἀγάπη, τὸν τρόπο ὕπαρξης (ὑπόσταση) ὡς ἀγάπη καὶ τὴ θεία ἐνέργεια (ἀποκάλυψη) ὡς ἀγάπη, τότε δὲν κάνει κάτι ἄλλο παρὰ νὰ συγχέει τὰ κοινὰ μὲ τὰ ἀκοινώνητα, καθότι τοὺς ἀποδίδει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὄνομα, δίχως ἔστω νὰ ἀναφέρει τὴν πατερικὴ ὁμωνυμία, καὶ τὸ ὄνομα αὐτὸ τῆς ἀγάπης δὲ εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ ὄνομα ἐνέργειας.
 
Συνοψίζοντας , παρότι ὁ Γ. ἄσκησε ἔντονη κριτικὴ στὴ δυτικὴ θεολογικὴ παράδοση σὲ μία πληθώρα βιβλίων του, φαίνεται ὅτι δὲ μπόρεσε οὐδέποτε νὰ τὴν ξεπεράσει, καὶ τοῦτο θὰ φανεῖ ἐναργέστερα σὲ ἑπόμενά μας ἄρθρα. Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε, πάντως, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς ἀκτίστου θεότητας ὡς ἀγαπητικῆς κοινωνίας προσώπων ἢ ὡς σχέσεων ἀμοιβαιότητας εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ παπικοῦ filioque.
 
 
https://aktines.blogspot.com/2024/09/blog-post_544.html#more