Στήν ἁγιοτόκο Καππαδοκία γεννήθηκε, ἔζησε καί ἐκοιμήθη ὁ παπα–Βασίλης. Κατά τίς μαρτυρίες συγχωριανῶν του γεννήθηκε στό Κοντζούκ ἢ Γκöλτζύκ (Λίμνα) πού βρίσκεται 65 χιλιόμετρα Ν–ΝΔ τῆς Καισάρειας, γι᾽ αὐτό τόν ἀποκαλοῦσαν ὁ παπα–Βασίλης ὁ Κοντζικλῆς γιά νά τόν ξεχωρίζουν ἀπό τούς πολλούς ἄλλους πού εἶχαν τό ἴδιο ὄνομα.
Ὁ Βασίλειος Κοντζικλῆς ἔλαβε σύζυγο τήν Σουλτάνα ἀπό τό χωριό Σαρμουσακλί (Χαμιντιέ). Ἀπέκτησαν τέσσερα ἀγόρια καί περισσότερα κορίτσια. Ὁ Βασίλειος πρίν γίνη ἱερέας ἔζησε γιά ἕνα διάστημα μαζί μέ ἀσκητές πού ὑπῆρχαν στά μέρη του, ἀπό τούς ὁποίους ἔμαθε νά νηστεύη αὐστηρά καί νά προσεύχεται πολύ. Αὐτά τά τηροῦσε στήν μετέπειτα ἱερατική του διακονία.
Ὁ Βασίλειος, ἔχοντας ἔμφυτη κλίση πρός τήν ἱερωσύνη, χειροτονήθηκε ἱερέας γύρω στά 1830[1] στό χωριό Τσάτ, τό βορειότερο ἀπό τά Ἑλληνικά χωριά τῆς Καππαδοκίας, πέρα ἀπό τόν Ἅλυ ποταμό. Σ᾿ αὐτό τό χωριό ζοῦσαν μαζί Ρωμιοί, Τοῦρκοι καί Ἀρμένιοι. Μετά τήν ἐκδίωξη τῶν Ἀρμενίων καί τήν ἐγκατάσταση τῶν Τσερκέζων στά σπίτια τῶν Ἀρμενίων, οἱ Ρωμιοί πιεζόμενοι ἔφυγαν ἀπό τό χωριό καί ἐγκαταστάθηκαν στό τουρκόφωνο ἑλληνικό χωριό Τασλίκ, 31 χιλιόμετρα νοτίως τοῦ Τσάτ.
Ὁ παπα–Βασίλης εἶχε φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, πίστη μεγάλη καί προσήλωση (ἀφοσίωση) στά ἱερατικά του καθήκοντα. Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά θεραπεύη τούς ἀσθενεῖς καί ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τήν Καππαδοκία. Κοντά του ἔτρεχαν Χριστιανοί καί Τοῦρκοι γιά νά θεραπευθοῦν.
Στά γειτονικά βουνά τοῦ Πόντου ζοῦσε κάποιος ἅγιος ἐρημίτης πού δέν διασώθηκε τό ὄνομά του. Μία νύχτα τοῦ παρουσιάστηκε Ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: «Ἦρθε ὁ καιρός νά ἀναπαυθῆς ἀπό τούς κόπους τῆς ἀσκήσεώς σου. Ὁ Κύριος σέ καλεῖ κοντά Του.
Τήν Μεγάλη Παρασκευή τό βράδυ θά ἔρθεις στόν Παράδεισο. Νά προετοιμασθῆς καί νά κοινωνήσης τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τρεῖς Κυριακές συνεχόμενες». Ὁ ἐρημίτης ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι πράγματι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια Ἄγγελος Κυρίου καί ὄχι δαιμονική πλάνη, ἔκανε ὅ,τι τοῦ ὑπέδειξε ὁ Ἄγγελος καί πῆγε στόν παπα–Βασίλη, τόν ἐφημέριο τοῦ Τσάτ. Τοῦ διηγήθηκε ὅσα συνέβησαν καί ζήτησε τήν θεία Κοινωνία. Καί πράγματι ὁ παπα–Βασίλης τόν κοινώνησε. Ὁ ἐρημίτης εἶπε ὅτι θά ξανάρθει τήν ἑπόμενη Κυριακή νά κοινωνήση.Ὁ παπα–Βασίλης θέλοντας νά δοκιμάση τήν ἁγιότητα τοῦ ἐρημίτου, τό βράδυ τῆς Κυριακῆς πού τόν περίμενε, κλείδωσε καλά τίς πόρτες βάζοντας τίς ἀμπάρες καί ἄφησε ἐλεύθερα τά ἄγρια μαντρόσκυλά του. Μόλις νύχτωσε παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος ἀσκητής καί ἀμέσως ἀνοίχθηκαν μόνες τους μπροστά του οἱ ἀμπαρωμένες πόρτες˙ τά δέ σκυλιά οὔτε γαύγισαν οὔτε κουνήθηκαν ἀπό τήν θέση τους.
Ὁ παπα–Βασίλης πού τόν περίμενε, τόν ρώτησε μέ ἀπορία πῶς ἄνοιξαν οἱ πόρτες. «Γιά μᾶς οἱ κλειδαριές δέν ἰσχύουν. Πᾶμε στήν ἐκκλησία νά μέ κοινωνήσης», εἶπε. Ἀφοῦ τόν κοινώνησε, τόν ρώτησε: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πές μας, ποῦ μένεις, γιά νά ἔρθουμε νά φροντίσουμε γιά τήν ταφή σου».
–Δέν χρειάζεται, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἀσκητής. Ὑπάρχουν τά λιοντάρια τοῦ Θεοῦ πού θά ἔρθουν νά μᾶς σκάψουν τόν τάφο.
–Τί τρῶτε ἐσεῖς; ρωτᾶ ὁ παπα–Βασίλης.
–Μάννα ἐξ οὐρανοῦ μᾶς στέλνει ὁ Θεός καί μᾶς τρέφει.
–Τήν ἄλλη φορά πού θἄρθεις, φέρε μας καί ἕνα κομμάτι σάν ἀντίδωρο γιά νά ἔχουμε καί ἐμεῖς τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ἕνα ἀπό τά βιβλία πού διαβάζετε, γιά νά τό ἔχω ἐνθύμιο σ᾿ αὐτόν τόν ψεύτικο κόσμο.
Τήν ἄλλη Κυριακή ξανάρχεται ὁ ἅγιος ἐρημίτης. Τόν κοινώνησε γιά τελευταία φορά ὁ παπα–Βασίλης καί πρίν ἀποχωριστοῦν τοῦ δίνει ὁ ἐρημίτης τό κομμάτι τῆς τροφῆς του λέγοντας: «Πάρε αὐτό τό μάννα· νά φᾶς ἕνα κομμάτι καί τό ἄλλο νά τό βάλης στό ἀμπάρι τῶν γεννημάτων τοῦ σπιτιοῦ σου, νά ἔχη τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι πάντα γεμᾶτο ἀγαθά καί νά μήν λείψη ποτέ τό ψωμί ἀπό τό σπίτι σου». Ὕστερα βγάζει ἀπό τόν κόρφο του ἕνα βιβλίο δερματόδετο καί δίνοντάς το στόν παπα–Βασίλη τοῦ λέει: «Πάρε αὐτό τό βιβλίο[2] καί ὅσους θά δένεις νά εἶναι δεμένοι καί ὅσους θά λύνεις νά εἶναι λυμένοι».
Μαζί μέ αὐτό ὁ ἐρημίτης τοῦ ἔδωσε τήν εὐχή του καί τρόπον τινά τόν ἔκανε κληρονόμο τῶν χαρισμάτων πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός, καί ἀπό τότε δέν ξαναφάνηκε.
Ὅλα αὐτά ἔγιναν γνωστά στά γύρω Ἑλληνοχριστιανικά χωριά τῆς περιοχῆς. Ἀργότερα κάλεσαν τόν παπα–Βασίλη στό χωριό Τασλίκ, στό ὁποῖο ἤδη εἶχαν μετακινηθῆ καί οἱ χριστιανοί τοῦ Τσάτ, γιά νά ἐφημερεύη ἐκεῖ, καί ὁ παπα–Βασίλης ἀποδέχθηκε τήν πρόσκληση. Τό Τασλίκ βρίσκεται πέρα ἀπό τόν Ἅλυ ποταμό καί ἀπέχει 57,5 χιλιόμετρα ΒΑ τῆς Καισάρειας. Τό 1924 εἶχε 154 οἰκογένειες, πληθυσμό 775 ἀτόμων ἀμιγῶς Χριστιανῶν Ἑλλήνων πού μιλοῦσαν τούρκικα.
Στό Τασλίκ ἡ δράση τοῦ παπα–Βασίλη ἔγινε μεγαλύτερη. Πήγαινε ὅπου τόν καλοῦσαν πονεμένοι ἄνθρωποι καί τούς βοηθοῦσε μέ τό χάρισμα πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Πρωΐ καί βράδυ ἔκανε ἀκολουθία στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ τήν ἡμέρα δεχόταν τούς πονεμένους στό σπίτι του καί τούς θεράπευε.
Χρήματα δέν δεχόταν γιά τίς θεραπεῖες πού ἔκανε. Παρέμενε φτωχός καί ἀφιλάργυρος. Συνέπασχε μέ τούς πάσχοντες καί πολλές φορές ἔκλαιγε γιά τούς δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Ὁ ἴδιος ὑπέφερε ἀπό μία πληγή στό πόδι του, τήν ὁποία φρόντιζε ἡ νύφη του Δέσποινα. Ἐξ αἰτίας τῆς πληγῆς του ἐλαφρῶς κούτσαινε γι᾿ αὐτό τόν ἀποκαλοῦσαν μερικοί στά τούρκικα Τοπάλ–Κεΐς (κουτσο–παπᾶς).
Κάποια χρονιά, ἐνῶ στό Τασλίκ ἔβρεχε, στά γειτονικά χωριά ἔκανε μεγάλη ἀνομβρία. Ἄρχισαν τά σπαρτά καί τά δένδρα νά ξηραίνωνται καί νά ὑποφέρουν τά ζῶα ἀπό τήν ἔλλειψη τοῦ νεροῦ. Τότε οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς σκέφτηκαν ὅτι ἀπό αὐτό τό κακό μόνο ὁ παπα–Βασίλης μποροῦσε νά τούς ἀπαλλάξη. Ἔκαναν μία ἐπιτροπή, πῆγαν καί τόν παρεκάλεσαν νά ἔρθη νά τούς βοηθήση. Πῆγε μαζί τους καί εἶπε στό συγκεντρωμένο πλῆθος πού τόν περίμενε, νά τόν ἀκολουθήσουν ὅλοι σ᾿ ἕνα μικρό λόφο γιά νά κάνουν προσευχή νά στείλη ὁ Θεός τήν ποθούμενη βροχή. Μόλις ἔφθασαν στό ὕψωμα τούς εἶπε νά γονατίσουν ὅλοι καί αὐτός διάβαζε τίς εὐχές. Σέ λίγο ἄρχισαν νά ἐμφανίζωνται στόν οὐρανό τά πρῶτα σύννεφα, νά πέφτουν οἱ πρῶτες σταγόνες καί μετά ἔβρεξε καλά γιά πολλή ὥρα.
Κάποια ἡμέρα ὁ παπα–Βασίλης καθόταν μέ παρέα γερόντων στόν ἐξώστη τοῦ διώροφου σπιτιοῦ του καί συζητοῦσαν. Σέ μία στιγμή τούς λέει: «Κοιτάξτε πρός τό Ἄας Πουνάρ (Ἄσπρη βρύση, ἀσπρόνερο). Βλέπετε ἕναν Τοῦρκο πάνω σέ γαϊδουράκι; Εἶναι φτωχός, βασανισμένος, ἄρρωστος καί ἔρχεται σέ μένα νά τοῦ διαβάσω εὐχή γιατί ὑποφέρει. Φέρνει μαζί του στόν κόρφο του σαράντα λεπτά (ἕνα γρόσι) γιά νά μοῦ δώση ὡς ἀμοιβή γιά τήν εὐχή πού θά τοῦ διαβάσω». Οἱ γέροι ἐξεπλάγησαν, κοιτάχθηκαν μεταξύ τους καί εἶπαν: «Ἂν εἶναι ἔτσι, παπα–Βασίλη, ὅπως τά λές, καί γνωρίζης ὅλα αὐτά, τότε ἐσύ εἶσαι Ἅγιος!».
Περίμεναν μέ περιέργεια τήν ἄφιξη τοῦ Τούρκου. Ὅταν ἦρθε, χαιρέτησε κάνοντας ἕνα τεμενά μέχρι τό χῶμα.
Ὁ παπα–Βασίλης τόν ἀντιχαιρέτησε καί τόν ρώτησε, τί ἤθελε. Ἀπάντησε: «Ἄχ, παπα–Ἐφέντη, ἀπό μακρυά ἔρχομαι, “ντέρτια” (βάσανα) πολλά ἔχω. Πονάω πολύ. Δέν μπορῶ νά κοιμηθῶ οὔτε νύχτα οὔτε μέρα. Ἦρθα νά μοῦ διαβάσης εὐχή ἀπό τό ἅγιο “κιτάπ” (βιβλίο) πού ἔχεις, μήπως βρῶ τήν γιατρειά μου».
Ὁ παπα–Βασίλης τοῦ διάβασε εὐχή καί ἀμέσως σταμάτησαν οἱ πόνοι του. Ἀπό εὐγνωμοσύνη ἔβγαλε ἀπό τόν κόρφο του σαράντα λεπτά καί τά ἔδινε στόν παπᾶ, στόν ὁποῖο συνεχῶς ἔλεγε εὐχές καί εὐχαριστίες.
–Τί εἶναι αὐτά, γιαβρούμ, ρώτησε ὁ παπᾶς, τάχα σάν νά μήν ἤξερε.
–Παπα–Ἐφέντη εἶναι ἕνα γρόσι, εἶναι ἡ πληρωμή σου.
–Μά, παιδί μου, μέ ἕνα γρόσι πιάνει ἡ εὐχή; Δέν ἔχεις ἄλλα χρήματα πάνω σου;
–Ἀμάν, παπα–Ἐφέντη, σέ παρακαλῶ, δέξου τα. Καί αὐτά τά μάζεψα ἀπό ἄλλους δανεικά.
–Ἐντάξει, γιαβρούμ, μή στενοχωριέσαι, ἀστειεύθηκα, ἤθελα νά σέ πειράξω. Κράτα τα καί αὐτά. Τώρα ἔλα νά φᾶς καί νά ξεκουραστῆς.
Ἔφυγε ὁ Τοῦρκος θεραπευμένος καί εὐχαριστημένος, καί μάλιστα τοῦ ἔδωσε ὁ παπα–Βασίλης ψωμί καί ἁλάτι γιά τά παιδιά του.
Αὐτός, ὁ ἐκλεκτός καί ἅγιος λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, μέ τό χάρισμά του ἔκανε σεβαστή στούς ἀλλόθρησκους τήν πίστη μας, μέσῳ δέ τῶν θαυμάτων πού ἐνεργοῦσε ἡ θεία Χάρι, δοξαζόταν τό ὄνομα τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ὁ μεγαλύτερος γυιός του ἦταν ἀρραβωνιασμένος μέ τήν Σουλτάνα Κουλαξίζογλου, κόρη τοῦ Ἀβραάμ καί τῆς Ἑλένης (γονεῖς καί τοῦ Νικολάου Κουλαξίζογλου, πού ἀφηγήθηκε τό περιστατικό). Ἡ Σουλτάνα εἶχε στά χρυσαφικά της καί ἕνα περιδέραιο μέ εἴκοσι χρυσᾶ νομίσματα μεγάλης ἀξίας. Κάποια μέρα διεπίστωσε ὅτι λείπει τό περιδέραιο αὐτό. Τήν ἐποχή ἐκείνη ζοῦσε στό ἴδιο σπίτι καί ἡ οἰκογένεια τοῦ θείου της Σάββα πού εἶχε καί αὐτός τρεῖς–τέσσερις κόρες. Τότε ἄρχισαν οἱ ὑπόνοιες γιά τό ποιός ἔκλεψε τά χρυσᾶ νομίσματα καί ἐπικράτησε μία ψυχρότητα μέσα στό σπίτι. Ἔψαχναν καί δέν μποροῦσαν νά τά βροῦν. Τό ἄλλο πρωΐ ἡ μητέρα της πῆγε νά ρωτήση τόν παπα–Βασίλη. Τόν βρῆκε νά διαβάζη τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἀφοῦ χαιρετήθηκαν τῆς λέγει: «Πρόσεξε, συμπεθέρα, μήν κατηγορήσης κανέναν ἄδικα καί κολαστῆς. Χαμένο θησαυρό δέν τόν ἔκλεψε κανείς. Τή νύχτα ὁ ποντικός ἔσυρε τό περιδέραιο γιά νά τό πάρη στήν φωλιά του, ἀλλά δέν μπόρεσε νά τό τραβήξη ὁλόκληρο. Πήγαινε στό σπίτι σου, τράβηξε τό σεντούκι καί θά τό βρεῖς».
Πράγματι, γύρισε στό σπίτι της ὅπου τήν περίμεναν ὅλοι μέ ἀγωνία. Τήν βοήθησαν νά τραβήξη τό σεντούκι καί ἔκπληκτοι εἶδαν τό περιδέραιο στήν ποντικότρυπα πού ὑπῆρχε στόν πλίθινο τοῖχο. Θαύμασαν ὅλοι γιά τό χάρισμα τοῦ παπα–Βασίλη.
Ἄλλη φορά ἦρθαν δυό Τοῦρκοι νά θεραπευτοῦν. Ὁ ἕνας εἶχε μαζί του πέντε γρόσια καί ὁ ἄλλος ἕνα. Ὁ παπα–Βασίλης τούς εἶδε ἀπό μακρυά καί εἶπε πάλι στούς γέρους τοῦ χωριοῦ, πού συζητοῦσαν, τά σχετικά μέ τούς Τούρκους. Ὅταν ἔφθασαν στό σπίτι του, ὁ Τοῦρκος πού εἶχε τά πέντε γρόσια ἦταν πιό θαρραλέος γιατί εἶχε περισσότερα χρήματα, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἦταν διστακτικός καί φοβισμένος. Τότε τοῦ λέγει ὁ παπα–Βασίλης: «Ἔλα μέσα, μήν ντρέπεσαι. Διστάζεις γιατί ἔχεις ἕνα γρόσι μόνο καί ὁ φίλος σου ἔχει πέντε γρόσια;». Οἱ Τοῦρκοι μόλις ἄκουσαν αὐτά ἔμειναν ἔκπληκτοι καί εἶπαν: «Παπα–Ἐφέντη, πολλά ἀκούστηκαν γιά σένα, γιά ὅσα καλά κάνεις στόν κόσμο, ἀλλά πρώτη φορά βλέπουμε καί ἀκοῦμε παπᾶ νά γνωρίζη τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων καί τί ἔχει ὁ καθένας στήν τσέπη του».
Ἀφοῦ διάβασε στόν καθένα τήν ἀνάλογη εὐχή, στό τέλος τούς εἶπε: «Τώρα πηγαίνετε στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ἔχετε πίστη καί κάνατε τόσο κόπο νά ἔρθετε ἀπό μακρυά, μήν φοβᾶστε, ὁ Θεός σᾶς θεραπεύει». Οἱ Τοῦρκοι ἅπλωσαν τά χέρια τους νά τοῦ δώσουν τά χρήματα, ἀλλά ὁ πατήρ ἀρνήθηκε νά τά πάρη. Τούς εἶπε: «Φτωχοί ἄνθρωποι εἶστε. Νά ψωνίσετε κάτι γιά τίς οἰκογένειές σας».
Ἐν τῷ μεταξύ οἱ φίλοι τοῦ παπᾶ, οἱ γέροντες τοῦ χωριοῦ πού εἶδαν ὅλα αὐτά, τοῦ εἶπαν: «Ἔ, παπα–Βασίλη, δέν ξέρουμε τί νά ποῦμε. Τά ἔχομε χαμένα. Κάτι συμβαίνει μέ σένα. Πῶς σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός τόσα χαρίσματα;». Αὐτός τούς ἀπάντησε: «Πάντα νά προσεύχεσθε μέ πίστη καί εὐλάβεια στόν Θεό, νά τηρῆτε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί Αὐτός θά σᾶς δώσει τήν Χάρι του».
Στό χωριό Ἀνδρονίκη ἕνας πλούσιος Τοῦρκος εἶχε τό μονάκριβό του παιδί ἄρρωστο. Ἔπασχε ἀπό τρέλλα βαρειᾶς μορφῆς καί δέν ἤξερε τί ἔκανε. Ἦταν ἐπιθετικό στούς ἀνθρώπους, ἔσπαζε, ἔκανε ζημιές καί ἡ οἰκογένειά του δέν μποροῦσε νά τό συγκρατήση. Ὁ πατέρας του τελικά τό ἔκλεισε σ᾿ ἕνα δωμάτιο, κλείδωσε τίς πόρτες καί τοῦ ἔδινε τροφή ἀπό ἕνα μικρό παραθυράκι. Ἦταν τόσο ἐξαγριωμένο καί ἐπικίνδυνο ὥστε κανείς δέν μποροῦσε νά τό πλησιάση. Ὁ πατέρας προηγουμένως εἷχε πάει τό παιδί σέ γιατρούς καί σέ μάγους ἀλλά κανείς δέν μπόρεσε νά τό βοηθήση.
Εἶχε ἀκούσει καί γιά τόν θαυματουργό ἱερέα καί πάνω στήν ἀπελπισία του σκέφθηκε: «Τί κάθομαι καί περιμένω; Δέν παίρνω τό παιδί μου νά τό πάω στόν παπα–Βασίλη στό Τασλίκ νά τό διαβάση καμμιά εὐχή νά γίνη καλά, ὅπως τόσοι καί τόσοι ἄνθρωποι εἶδαν τήν θεραπεία τους ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἅγιο ἄνθρωπο;».
Κάλεσε καμμιά δεκαριά γεροδεμένους νέους οἱ ὁποῖοι κατάφεραν νά δέσουν καί νά φορτώσουν τό παιδί του σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι, δεμένο ἐπίσης πάνω στό σαμάρι.
Βλέποντας αὐτό τό θέαμα οἱ χωρικοί τοῦ Τασλίκ μαζεύτηκαν ἀπό περιέργεια στό σπίτι τοῦ παπα–Βασίλη νά δοῦν ἂν θά γίνη καλά ὁ νέος.
Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἔπεσε στά πόδια τοῦ παπᾶ καί κλαίγοντας τόν παρακαλοῦσε: «Παπα– Ἐφέντη ἔχω αὐτό τό μονάκριβο παιδί πού τρελλάθηκε καί δέν μπορῶ νά τό συγκρατήσω. Δέρνει, χτυπάει, σπάζει καί ὅλοι φοβοῦνται. Ἄκουσα γιά τήν ἁγιωσύνη σου καί ἦρθα σέ σένα γιά νά τό κάνης καλά. Λυπήσου με καί δῶσε τήν ὑγεία στό παιδί μου, τήν χαρά σέ μένα καί ἐγώ θά σοῦ δώσω ὅ,τι θέλεις».
–Ἡσύχασε, παιδί μου, ὁ γυιός σου θά γίνει καλά, ἀπάντησε ὁ παπᾶς.
Φέρνουν μπροστά τό παιδί. Φορᾶ τό πετραχήλι καί τοῦ διαβάζει τίς εὐχές ἀπό τό Εὐχολόγιο τοῦ ἐρημίτου˙ τό σταυρώνει καί λέει στόν πατέρα νά λύσουν τό παιδί πού τώρα ἦταν ἤρεμο. Τό πιάνει ἀπό τό χέρι, τό σηκώνει ὄρθιο καί τοῦ λέγει: «Παιδί μου, ἀπ᾿ αὐτήν τήν στιγμή εἶσαι καλά, δέν ἔχεις τίποτε. Νά εἶσαι στό ἑξῆς καλό καί φρόνιμο παιδί, νά ἀγαπᾶς τούς γονεῖς σου καί τούς συνανθρώπους. Πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ».
Ὁ πλούσιος πατέρας ἔπεσε στά πόδια του εὐχαριστώντας τον καί τοῦ πρόσφερε πολλά μπαχτσίσια (δῶρα), τά ὁποῖα ὁ παπᾶς φυσικά δέν δέχθηκε.
Ἔφεραν κάποτε ἀπό τήν Καισάρεια ἕνα δαιμονισμένον. Ἐνῶ φαινόταν ἤρεμος, ξεσποῦσε σέ κραυγές καί ἔβγαζε ἀφρούς ἀπό τό στόμα του. Τόν ἔφεραν δεμένο καί ὁ πατήρ τούς εἶπε νά τόν φέρουν μέσα στό δωμάτιό του. Τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔκλεισε τήν πόρτα καί ἄρχισε νά τοῦ διαβάζη τούς ἐξορκισμούς. Ἕνα μικρό ἐγγονάκι του ὅμως, ἡλικίας τεσσάρων μέ πέντε ἐτῶν, κρύφτηκε μέσα στό δωμάτιο, παρακολούθησε καί διηγήθηκε ὅσα εἶδε. Ὁ παπᾶς διάβαζε τούς ἐξορκισμούς ἐπιτιμώντας τά δαιμόνια νά φύγουν. Κάθε φορά πού χτυποῦσε τό πόδι στό πάτωμα ὁ ἱερέας, ἔβλεπε τό παιδάκι ἀπό τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου νά βγαίνουν τά δαιμόνια μέ μορφή ποντικιῶν. Οἱ ἐξορκισμοί κράτησαν πολλή ὥρα καί τό παιδάκι βλέποντας τά ποντίκια (δαίμονες) νά γεμίζουν τό δωμάτιο, φοβισμένο ἄρχισε νά φωνάζη:
–Παπποῦ, παπποῦ, γέμισε τό σπίτι μας ποντίκια.
–Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, δέν εἶναι ποντίκια αὐτά, θά φύγουν.
Ἀφοῦ τελείωσαν οἱ ἐξορκισμοί ὁ δαιμονισμένος ἠρέμησε καί ἀποκοιμήθηκε. Ὅταν ξύπνησε, τοῦ ἔδωσαν φαγητό καί νερό. Ἀναγνώρισε τούς δικούς του καί ἤρεμος πλέον διηγεῖτο τί ὑπέφερε ἀπό τούς δαίμονες εὐχαριστώντας τόν Θεό πού τόν ἀπάλλαξε ἀπ᾿ αὐτό τό μαρτύριο. Εὐχαρίστησαν τόν παπα–Βασίλη, ἀσπάσθηκαν τό χέρι του καί ἔφυγαν.
Κάποτε ὁ παπα–Βασίλης γύριζε στό χωριό νύχτα καβάλλα στό ἄλογο ἐπιστρέφοντας ἀπό μία ἐπίσκεψη στόν Ἀρμένη φίλο του, τόν Χαμπέραγα Ἐχμάλογλου, πολύ καλό ἄνθρωπο ἀπό τό Κεμερέκ. Ἡ ἀπόσταση Τασλίκ–Κεμερέκ ἦταν τέσσερις ὧρες. Φθάνοντας στήν τοποθεσία Ἐϊτελίκ, πού θά πεῖ καλή τρύπα, ἔπεσε πάνω σέ δυό ληστές, χωρίς αὐτοί νά τόν γνωρίσουν. Ὁ πατήρ πλησιάζοντας τούς ἀντιλήφθηκε, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πρός τό μέρος τους καί οἱ ληστές ἀκινητοποιήθηκαν (κοκκάλωσαν) στήν θέση τους. Πέρασε ἀνάμεσά τους καί, ὅταν ἀπομακρύνθηκε, τούς λυπήθηκε καί τούς ἔλυσε ἀπό τό δέσιμο.
Οἱ ληστές ἄρχισαν νά διερωτῶνται τί συνέβη, καί διηγεῖτο ὁ καθένας τους ὅτι, ἐνῶ ἤθελε νά κινηθῆ καί νά συλλάβη τόν καβαλλάρη πού περνοῦσε, δέν μποροῦσε, κάτι τόν κρατοῦσε δεμένο. Τότε σκέφθηκαν ὅτι αὐτός πού περνοῦσε δέν μπορεῖ νά ἦταν ἄλλος ἀπό τόν παπα–Βασίλη ἀπό τό Τασλίκ. Κατάλαβαν τότε τήν μεγάλη ἁμαρτία πού διέπραξαν καί ἀμέσως ἔτρεξαν στό Τασλίκ, βρῆκαν τόν παπᾶ καί τοῦ ζήτησαν συγχώρηση. Τούς συγχώρεσε καί τούς ἔβαλε νά φᾶνε. Τούς συμβούλεψε ὅμως νά πάψουν τίς ληστεῖες καί νά ζοῦν τίμια ἀπό τήν ἐργασία τους. Οἱ ληστές τοῦ φίλησαν τό χέρι καί ἔφυγαν μετανοημένοι.
Τά πολλά θαύματα πού ἐνεργοῦσε ὁ Θεός μέσῳ τοῦ παπα–Βασίλη ἔγιναν γνωστά σέ ὅλη τήν Καππαδοκία καί ἔτρεχαν πολλοί κοντά του νά θεραπευθοῦν. Αὐτό ὅμως ἔγινε αἰτία νά τόν φθονήσουν μερικοί, γιατί νόμιζαν ὅτι πλούτησε, ἐνῶ αὐτός δέν ἔπαιρνε χρήματα. Πῆγαν λοιπόν καί τόν διέβαλαν στόν Μητροπολίτη Καισαρείας κατηγορώντας τον ὅτι εἶναι μεγάλος φακίρης καί κάνει μάγια στούς ἀρρώστους. Ὁ Μητροπολίτης δέν ἐξέτασε ἀκριβῶς ἂν εὐσταθοῦν αὐτές οἱ συκοφαντίες, τίς πίστεψε καί τιμώρησε μέ ἀργία τόν παπα–Βασίλη. Ἔπαυσε πλέον νά λειτουργῆ καί νά διαβάζη εὐχές σέ ἀρρώστους. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ τους, ὁ ναός τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τίς Κυριακές καί ἑορτές ἔμενε ἀλειτούργητη. Ἡ ἀργία κράτησε τρεῖς μῆνες καί λύθηκε ὡς ἑξῆς:
Τήν ἐποχή ἐκείνη στό γειτονικό χωριό Ρουμκαβάκ, σέ ἀπόσταση 5,5 χιλιομέτρων ἀπό τό Τασλίκ, εἶχε κτιστῆ καινούργιος ναός καί ἦρθε ὁ Δεσπότης γιά νά κάνη τά ἐγκαίνια. Μέ τήν εὐκαιρία ἔκανε καί περιοδεία στά χωριά τῆς Ἐπαρχίας του. Ἐνῶ βρισκόταν στό Ρουμκαβάκ πῆγε ἐπιτροπή ἀπό τό Τασλίκ μέ τόν πρόεδρο Ἀβραάμ Κιαγιᾶ καί ἄλλα μέλη, νά παρακαλέσουν τόν Δεσπότη νά λύση τήν ἀργία τοῦ παπα–Βασίλη. Ὁ Δεσπότης δέχθηκε νά ἔρθη στό Τασλίκ καί νά ἐξετάση ἐπί τόπου τήν ὑπόθεση. Ἔφθασε μέ τόν διᾶκο του πάνω στά ἄλογα, ὡς συνήθως, καί κατέλυσε στό σπίτι τοῦ Χατζῆ–Ὀνυμφίου πού ἦταν ὁ πλουσιώτερος ἄνθρωπος τοῦ χωριοῦ καί ἐπίτροπος τῆς Ἐκκλησίας. Τόν Δεσπότη ὑποδέχθηκε ὅλο τό χωριό, τοῦ φίλησαν τό χέρι, ἀλλά ἔδειχναν τό παράπονό τους πού τιμώρησε τόν ἱερέα τους. Ἀπό τήν ὑποδοχή ἔλειπε ὁ πατήρ ὁ ὁποῖος ὡς τιμωρημένος ἀπέφευγε τίς ἐμφανίσεις καί παρέμενε στό σπίτι του.
Ἐνῶ γίνονταν οἱ ἀνακρίσεις, εἰδοποίησαν τόν Δεσπότη ὅτι τό ἄλογό του εἶναι ξαπλωμένο κάτω, βογγάει, τρέμει ὁλόκληρο καί κινδυνεύει νά ψοφήση. Προσπάθησαν νά τό περιποιηθοῦν, τοῦ ἔδωσαν νά φάη, ἔφεραν πρακτικούς γιατρούς ἀλλά χειροτέρευε. Ὁ Δεσπότης ἀνήσυχος στέλνει τόν διᾶκο νά διαβάση εὐχή, ἀλλά δέν συνῆλθε τό ἄλογο. Κατεβαίνει καί ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης, διαβάζει εὐχή ἀλλά ἡ κατάσταση τοῦ ζώου χειροτέρευε.
Οἱ κάτοικοι τοῦ Τασλίκ ἤξεραν ὅτι τέτοιες ἀρρώστιες θεραπεύονταν εὔκολα ἀπό τόν παπα–Βασίλη καί πρότειναν στόν Δεσπότη μέσῳ τοῦ Προέδρου νά τόν καλέσουν, ἀλλά ὁ Δεσπότης δέν δέχθηκε. Ὁ Πρόεδρος τοῦ λέγει τότε: «Ἀκοῦστε, Δέσποτα. Ἀπό τότε πού ἦρθε ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος αὐτός οὔτε τά ζῶα μας ψόφησαν οὔτε ἄνθρωποι πέθαναν ἀπό ἀρρώστιες. Ἡ εὐχή του ὅλους τούς κάνει καλά».
Ὁ Δεσπότης συγκατατέθηκε νά τόν καλέσουν, ἀλλά ὁ πατήρ δέν πῆγε λέγοντας στόν ἀπεσταλμένο: «Μπροστά στόν Δεσπότη εὐλογάει ὁ παπᾶς;». Στέλνουν ἄλλον ἄνθρωπο ἀλλά πάλι ἀρνήθηκε. Ὁ Δεσπότης τόν περίμενε πλέον μέ ἀγωνία, γιατί ἔβλεπε τόν κίνδυνο πού διέτρεχε τό ἄλογό του. Τότε πῆγε ὁ ἴδιος ὁ πρόεδρος Ἀβραάμ Κιαγιᾶ καί τόν παρακάλεσε νά ἔρθη˙ νά δῆ ὁ Δεσπότης μέ τά μάτια του ὅτι ὁ παπα–Βασίλης ὑπηρετεῖ τόν Θεό καί ὄχι τόν διάβολο, καί νά ἀνοίξη τήν Ἐκκλησία πού παραμένει κλειστή καί ὁ κόσμος ἀλειτούργητος.
Ὁ πατήρ πείσθηκε πλέον, πῆρε τό πετραχήλι, τό Εὐχολόγιο τοῦ ἐρημίτου καί ἀκολούθησε τόν Πρόεδρο. Πῆγαν κατευθεῖαν στόν σταῦλο, ἐνῶ τό πλῆθος τοῦ κόσμου περίμενε μέ ἀγωνία καί, χωρίς νά χαιρετήση, φθάνει στό ἄρρωστο ἄλογο. Ἄρχισε νά διαβάζη τήν εὐχή. Ὁ Δεσπότης περίεργος πηγαίνει πίσω ἀπό τόν παπα–Βασίλη νά δῆ τί εὐχή διαβάζει. Ὁ παπᾶς κατά τήν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τῆς εὐχῆς διακόπτει τρεῖς φορές καί σταυρώνει τό ἄλογο ἀκουμπώντας το ἐλαφρά μέ τό πόδι του.
Στό τέλος τό ἄλογο τινάχθηκε ὄρθιο καί μετά ἄρχισε νά τρώη. Ὁ παπᾶς εἶπε “περαστικά” καί ἔφυγε γιά τό σπίτι του. Ὁ Δεσπότης ἀπό τήν χαρά του ξέχασε νά τόν εὐχαριστήση. Ὅταν συνῆλθε ἔτρεξε πίσω του καί τόν παρακάλεσε νά τόν ἀκολουθήση˙ τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί τόν ὡδήγησε στό σπίτι πού ἐφιλοξενεῖτο, ἐνῶ ὁ κόσμος περίμενε ἔξω. Στήν συνέχεια βγαίνει στόν ἐξώστη μαζί μέ τόν παπᾶ καί ἀπευθυνόμενος στό πλῆθος τῶν Χριστιανῶν λέγει: «Ἀδελφοί μου, τήν εὐχή πού διάβασε ὁ παπα–Βασίλης τήν διάβασα καί ἐγώ, τήν διάβασε καί ὁ διάκονος. Ὁ Θεός τίς δικές μας προσευχές δέν τίς ἄκουσε. Ἄκουσε ὅμως τίς προσευχές τοῦ παπα–Βασίλη. Κάτι πρέπει νά συμβαίνη καί οἱ προσευχές του γίνονται δεκτές ἀπό τόν Θεό. Αὐτόν λοιπόν ἐγώ θά τόν ἐξομολογήσω». Βγάζει τούς ἄλλους ἔξω καί, ἀφοῦ ἔκανε διάφορες ἐρωτήσεις στόν παπα–Βασίλη καί τόν ἐξωμολόγησε, βγαίνει καί λέγει στόν κόσμο πού περίμενε: «Ἀκοῦστε, ἀγαπητοί μου. Τώρα ὁ παπα–Βασίλης δέν θά ζητήσει συγχώρεση ἀπό ἐμένα. Ἐγώ θά ζητήσω συγχώρεση ἀπ᾿ αὐτόν, γιατί πίστεψα στίς συκοφαντίες καί τόν τιμώρησα μέ ἀργία. Τό χάρισμα τοῦ ἔχει δοθῆ ἀπό τόν Θεό καί κανείς δέν μπορεῖ νά τό πάρη πίσω».
Μετά τοῦ διάβασε εὐχή καί τόν ἔλυσε ἀπό τήν ἀργία. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἄνοιξαν τήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καί ὅλοι μαζί ἐτέλεσαν τήν θεία Λειτουργία.
Αὐτά εἶναι λίγα ἀπό τά πολλά θαύματα πού ἔκανε ὁ παπα–Βασίλης ὁ Καππαδόκης σέ Χριστιανούς καί Τούρκους.
Κατά τούς ὑπολογισμούς ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν συγγενῶν του[3] καί τῶν συγχωριανῶν του πού ζοῦν σήμερα, ἐκοιμήθη γύρω στό 1900 καί ἐτάφη ἐκεῖ στό χωριό πού ἐφημέρευε, στό Τασλίκ τῆς Καππαδοκίας.
Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε καί οἱ πρεσβεῖες του νά βοηθήσουν νά λειτουργηθῆ καί πάλι ὁ ναός τοῦ ἁγίου Γεωργίου στό Τασλίκ, πού τώρα εἶναι τζαμί. Ἀμήν.
____________________
[1]. Διασώζεται σήμερα ὁ ἀσημένιος Σταυρός πού φοροῦσε. Στήν κυκλική βάση του εἶναι γραμμένο: «Παπα–Βασίλης ἔτος 1830», καί στό κέντρο ἀπεικονίζει τήν περιστερά, σύμβολο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτόν τόν Σταυρό τόν χρησιμοποιοῦσε καί σάν σφραγίδα. Μ᾿ αὐτόν σταύρωνε τούς ἀσθενεῖς, τόν ἔδινε νά τόν φοροῦν οἱ ἀσθενεῖς καί ἔκανε Ἁγιασμούς.
[2]. Πρόκειται γιά τό Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας στήν Καραμανλίδικη γραφή (δηλαδή τούρκικη γλῶσσα μέ ἑλληνικά στοιχεῖα) πού σώζεται μέχρι σήμερα ὡς κειμήλιο.
[3]. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ παπα–Βασίλη πού ἦρθαν στήν Ἑλλάδα, ἄλλοι φέρνουν τό ἐπώνυμο Κοντζικλῆς, πού δηλώνει τήν καταγωγή τοῦ παπα–Βασίλη, δηλαδή ἀπό τό χωριό Κοντζούκ ἢ Γκöλτζύκ, καί ἄλλοι δίνοντας βαρύτητα στήν ἱερατική του ἰδιότητα ὠνομάσθηκαν Κεΐσογλου πού σημαίνει υἱός ἱερέως (κεΐς τούρκικα σημαίνει παπᾶς καί ὀγλούν υἱός). Ἀργότερα τό Κεΐσογλου τό μετέτρεψαν σέ Παπάζογλου καί ἐπί τό ἑλληνικώτερο Παπαδόπουλος. Αὐτό τό ἐπώνυμο φέρνουν σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀπογόνους του. Αὐτοί καί οἱ συγχωριανοί τους μοιράσθηκαν καί ζοῦν σήμερα στήν Θηριόπετρα Ἀριδαίας καί στό Καππαδοκικό χωριό ἅγιος Κωνσταντῖνος Φαρσάλων. Φυλάγουν μέ εὐλάβεια τίς διηγήσεις σχετικά μέ τόν παπα–Βασίλη καί ἔχουν ὡς φυλαχτό τόν Σταυρό του καί τό Εὐχολόγιο πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἅγιος ἐρημίτης.
(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)
(Πηγή ηλ. κειμένου: enromiosini.gr)
https://alopsis.gr/%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%AE%CF%81-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B5%CE%B9/