ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ ΙΔ’ – Εφεσ. 4,25-30
ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»
«Δι’ αυτό, αφού αποθέσετε το ψεύδος, λέγετε την αλήθεια ο καθένας σας με τον πλησίον του, διότι είμεθα μεταξύ μας μέλη ο ένας του άλλου. Οργίζεσθε, αλλά μη αμαρτάνετε. Εάν δε συμβεί να παροργισθείτε μεταξύ σας, να συμφιλιώνεστε προτού σας προφθάσει η δύσις του ηλίου. Μη δίδετε τόπον εις τον διάβολον».
Αφού μίλησε δια τον παλαιόν άνθρωπο γενικώς, εις την συνέχεια περιγράφει αυτόν και εις τας λεπτομέρειας. Διότι αυτή η διδασκαλία είναι πιο κατανοητή, όταν διδασκώμεθα και τα επί μέρους. Και διότι λέγει «Δι’ αυτό αφού αποθέσετε το ψεύδος»; Ποίον ψεύδος; Μήπως εννοεί τα είδωλα; Καθόλου. Και αυτά βέβαια είναι ψεύδος, αλλά εδώ δεν αναφέρεται εις αυτά, διότι δεν υπάρχει τίποτε το κοινό προς αυτά, αλλά εννοεί το ψεύδος που λέγουμε ο ένας εις τον άλλον, δηλαδή το απατηλών και ύπουλο ψεύδος. «Να λέγετε την αλήθεια ο καθένας σας με τον πλησίον του».Εις την συνέχεια λέγει και αυτό που προκαλεί περισσότερη εντροπή. «Διότι είμεθα μεταξύ μας μέλη ο ένας του άλλου», κανείς ας μη απατά τον πλησίον του. Αυτό λέγει και ο Ψαλμωδός: «Έχει εις την καρδιά του χείλη δόλια, και μίλησε με την καρδιά του κακά». Διότι δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τίποτε που να προκαλεί τόσον μίσος, όσον η απάτη και το να λέγουμε ψεύδη εις τους άλλους. Πρόσεξε πως παντού ντροπιάζει αυτούς φέρων ως παράδειγμα το ανθρώπινο σώμα. Μήπως απατά, λέγει, ο οφθαλμός το πόδι, ή το πόδι τον οφθαλμό. Παράδειγμα: εάν είναι ένα βαθύ χαντάκι, και ενώ είναι τοποθετημένα επάνω εις το έδαφος καλάμια και καλύπτονται από το χώμα, εάν εις τους οφθαλμούς δίνει την εντύπωση ότι η γη είναι σταθερά εις την επιφάνεια, μήπως θα χρησιμοποίηση κατά τύχη το πόδι δια να γνωρίσει εάν είναι από κάτω εντελώς κενόν, ή στέκεται σταθερά και τα απωθεί; μήπως ψεύδεται το πόδι και αναγγέλλει εκείνο που δεν υπάρχει; Επίσης, εάν ο οφθαλμός ειδή κάποιο φίδι ή θηρίο, μήπως απατά το πόδι; δεν το αναγγέλλει αμέσως; και εκείνο, αφού πληροφορηθεί από τον οφθαλμό, δεν έρχεται πλέον πλησίον προς αυτό. Επίσης, όταν συμβεί ούτε ο οφθαλμός ούτε το πόδι να διακρίνει ακριβώς, αλλά το παν εξαρτάται από την όσφρηση, ποίον δηλαδή εκ των δύο είναι δηλητήριο φάρμακο ή όχι, μήπως η όσφρηση απατά το στόμα; Καθόλου. Γιατί; Διότι καταστρέφει και την ιδίαν αλλά λέγει εκείνο που παρουσιάζεται εις αυτήν. Επίσης, μήπως η γλώσσα απατά το στομάχι; δεν συμβαίνει όποιο είναι πικρό, αυτό να το απομακρύνει, αν δε είναι γλυκύ, να το αποστέλλει εις το στομάχι; Πρόσεχε την υπηρεσία και την ανταπόδοση της υπηρεσίας, πρόσεχε την φροντίδα που είναι αποτέλεσμα της αληθείας και γίνεται ολοψύχως, όπως θα ημπορούσε να ειπεί κάποιος. Έτσι λοιπόν και ημείς ας μη ψευδώμεθα, εφ’ όσον είμεθα μέλη ό ένας του άλλου. Αυτό είναι απόδειξης φιλίας, το δε αντίθετο έχθρας.
Τι λοιπόν, θα ειπεί κάποιος, εάν επιβουλεύεται τον άλλον; Μάθε την αλήθεια διότι αν επιβουλεύεται, δεν είναι μέλος. Είπε δε, Μη λέγετε εις τα μέλη ψεύδη. «Οργίζεσθε, αλλά μη αμαρτάνετε». Πρόσεχε σύνεση και μας προτρέπει να μη αμαρτήσουμε, αλλά και όταν παρακούσωμεν πάλιν δεν μας εγκαταλείπει καθ’ όσον δεν αφήνει τα πνευματικά του σπλάγχνα. Διότι, όπως ακριβώς ο ιατρός ορίζει μεν εις τον ασθενή τα πρακτέα, αλλά και όταν δεν ανέχεται αυτά, δεν τον περιφρονεί, αλλά χρησιμοποιών την συμβουλή της πειθούς πάλιν τον θεραπεύει, έτσι και ο Παύλος. Αυτός μεν που κάνει εκείνο, ζητεί μόνον την δόξα, και επειδή περιεφρονήθη από τους ανθρώπους θλίβεται αυτός δε που επιζητεί πάντοτε την υγεία του ασθενούς αποβλέπει μόνον προς ένα σκοπό, πως να θεραπεύει τον κατάκοιτο. Το ίδιο κάνει και ο Παύλος. Είπε δε, Μη ψεύδεστε εάν όμως κάποτε ήθελε προέλθη από το ψευδός οργή, και αυτά τα θεραπεύει πάλιν. Τι λέγει δηλαδή; «Οργίζεσθε, αλλά μη αμαρτάνετε». Καλόν είναι βέβαια να μη οργίζεται κανείς, εάν όμως ήθελε πέσει κάποτε εις το πάθος της οργής, να μη πέσει εις μεγάλο βαθμό. Διότι λέγει: «Εάν δε συμβεί να παροργιστείτε μεταξύ σας, να συμφιλιώνεστε προτού σας προφθάσει η δύσις του ηλίου». Θέλεις να χόρτασης την οργή σου; σου φθάνει μία ώρα και δύο και τρεις, να μη δύση ο ήλιος και σας αφήσει εχθρούς. Ανάτειλε από αγαθότητα, ας μη δύση αφού έλαμψε εις αναξίους. Διότι εάν ο Κύριος έστειλε τον ήλιο από πολλή αγαθότητα, και αυτός μεν συγχώρησε τα αμαρτήματα σου, συ όμως δεν συγχωρείς του πλησίον σου, πρόσεχε πόσον μέγα είναι το κακόν.
Και άλλο δε συμβαίνει μαζί με αυτό φοβείται ο μακάριος Παύλος την νύκτα, μήπως συλλαβή μόνος του τον αδικημένου ακόμη εν ταραχή και ανάψη το πυρ της οργής. Διότι εν όσω σε εξωθεί εις πολλά κακά και είναι ακόμη ημέρα, επιτρέπεται να κατέχεσαι από οργήν, όταν όμως πρόκειται να έλθη η εσπέρα, συμφιλιώσου και εξάλειψε το πρόσφατον κακόν. Διότι αν σε προλάβη η νύκτα, δεν θα φθάση η επομένη ημέρα να εξαλείψη το κατά την διάρκειαν της νυκτός συναχθέν κακόν, αλλά και αν ακόμη αφαίρεσης το περισσότερον όλον όμως δεν θα ημπορέσης, πάλιν από το υπόλοιπον παραχωρείς εις την επόμενην νύκτα να κάμη δυνατότερον το κακόν. Και όπως ακριβώς ο ήλιος, αν δεν κατορθώση να ελάττωση και να διάλυση με την καθημερινήν του θερμότητα το μέρος του αέρος που εκαλύφθη από πυκνά σύννεφα, δίδει την εντύπωσιν του χειμώνος, αν η νύκτα προλάβη τα υπόλοιπα σύννεφα και ενίσχυση αυτά με άλλους ατμούς, έτσι συμβαίνει και με την οργήν. «Μη δίδετε τόπον εις τον διάβολον». Ώστε το να πολεμήτε μεταξύ σας, σημαίνει να δίδετε τόπον εις τον διάβολον. Πρέπει λοιπόν όλοι να έχωμεν σχηματισμένην πυκνήν παράταξιν και να παρατασσώμεθα εναντίον του διαβόλου, ημείς όμως, εκλύσαντες την προς εκείνον έχθραν, προτρέπομεν να στρέφεοθε ο ένας εναντίον του άλλου. Διότι ποτέ δεν έχει έτσι εύκαιρίαν ο διάβολος, όπως κατά την διάρκειαν των εχθροτήτων.
Από αυτό προέρχονται τα αμέτρητα κακά. Και όπως ακριβώς, έως ότου είναι προσαρμοσμένοι κατάλληλα οι λίθοι και χωρίς να έχουν κανένα διάκενον, στέκει ο τοίχος αρραγής, αν όμως με βελόνην μόνον γίνη απ’ άκρου εις άκρον μία οπή, ή συμβή να γίνη μία λεπτή ρωγμή, που δίδει την αφορμήν, τούτο διαλύει και καταστρέφει τα πάντα, έτσι συμβαίνει και με τον διάβολον, έως ότου θα είμεθα πυκνά παραταγμένοι και ενωμένοι, δεν επεισάγει τίποτε απολύτως από τα ιδικά του, όταν όμως μας χαλάρωση ολίγον, ορμά ωσάν κάποιος χείμαρρος. Διότι παντού αυτός έχει ανάγκην μόνον από την αρχήν, και αυτό είναι το δυσκατόρθωτον, όταν δε γίνη αυτό, αυτός διευρύνει δια τον εαυτόν του τα πάντα, διότι πλέον με τας διαβολάς του έχει ανοίξει τα αυτιά, και οι ψευδόμενοι γίνονται πιστότεροι, διότι έχουν το μίσος που καταδικάζει, όχι την αλήθειαν που κρίνει. Και καθώς όταν υπάρχη φιλία, και τα αληθινά από τα κακά φαίνονται ψευδή, έτσι όταν υπάρχη έχθρα, και τα ψευδή φαίνονται αληθινά, άλλος νους, άλλο δικαστήριον, το οποίον δεν ακούει δίκαια, αλλά με πολλήν μεροληψίαν και συμπάθειαν προς κάποιον. Διότι όπως ο προστεθείς μόλυβδος εις την ζυγαριάν, εσήκωσεν υψηλά το παν, έτσι συμβαίνει και εδώ, επειδή το βάρος του μίσους είναι φοβερώτερον από τον μόλυβδον.
Δια τούτο, παρακαλώ, ας πράττωμεν τα πάντα, ώστε να διαλύωνται τα μίση προτού να δύση ο ήλιος. Διότι αν δεν νικήσης κατά την πρώτην και την επομένην ημέραν το μίσος, πολλάκις επεξέτεινες αυτό και εις ολόκληρον το έτος και αυτό εμεγάλωσε πλέον μόνον του και δεν έχει ανάγκην κανενός. Και λόγια διαφορετικά λεγόμενα κάνει να τα εννοούν διαφορετικά, και τα προσχήματα και οτιδήποτε άλλο καθίστα θηριώδη και εξαγριώνει, και διαθέτει χειρότερα από τους μαινόμενους, και δεν ανέχεται ούτε το όνομα να είπη, ούτε να ακούση, άλλ’ εκστομίζει όλας τας ύβρεις. Πως λοιπόν θα καταπραΰνωμεν τον θυμόν; πως θα σβήσωμεν την φλόγα; Αν κατανοήσωμεν τα αμαρτήματά μας και πόσον είμεθα υπεύθυνοι απέναντι εις τον Θεόν, αν κατανοήσωμεν, ότι δεν υπερασπιζόμεθα τον εχθρόν, αλλά τον ίδιον τον εαυτόν μας, αν κατανοήσωμεν, ότι ευφραίνομεν τον διάβολον, ότι ευφραίνομεν τον ιδικόν μας εχθρόν, τον όντως εχθρόν, δια τον όποιον αδικούμεν το ιδικόν μας μέλος. Θέλεις να είσαι μνησίκακος και εχθρός; Να είσαι εχθρός, όχι του ιδικού σου μέλους, αλλά του διαβόλου. Δια τούτο ο Θεός μας ώπλισε με θυμόν, δια να μη στρέφωμεν το ξίφος εναντίον των ιδικών μας σωμάτων, αλλά δια να βυθίζωμεν ολόκληρον την μάχαιραν εις το στήθος του διαβόλου. Εκεί μέσα τοποθέτησε το ξίφος μέχρι την λαβήν, εάν θέλης, και αυτή την λαβήν, και ποτέ να μη το ανασύρης, αλλά να πρόσθεσης και άλλο. Τούτο δε θα συμβή, όταν ευσπλαγχνιζώμεθα τον εαυτόν μας, όταν συμπεριφερώμεθα ειρηνικά μεταξύ μας. Ας χαθούν τα χρήματα, ας χαθή η δόξα και η υπόληψις, το ιδικόν μου μέλος μου είναι τιμιώτερον από όλα αυτά. Ας λέγωμεν εις τους εαυτούς μας αυτά, να μη αδικούμεν την φύσιν μας, δια να αποκτήσωμεν χρήματα, δια να επιτύχωμεν την δόξαν.
«Εκείνος που κλέπτει, ας μη κλέπτη πλέον», λέγει. Βλέπεις ποία είναι τα μέλη του παλαιού άνθρωπου της αμαρτίας; το ψεύδος, η μνησικακία, η κλοπή. Διατί δεν είπεν: Εκείνος που κλέπτει ας τιμωρείται, ας βασανίζεται, ας στρεβλώνεται, άλλ’ «Ας μη κλέπτη πλέον; Ας κοπιάζει δε περισσότερον εργαζόμενος το καλόν με τα χέρια του, δια να έχη να μεταδίδη και εις εκείνον που έχει ανάγκην». Πού είναι οι λεγόμενοι Καθαροί, που είναι γεμάτοι από κάθε είδος ακαθαρσίας, και τολμούν να ονομάζουν έτσι τον εαυτόν των; Είναι βέβαια δυνατόν, είναι δυνατόν να αποβάλωμεν το όνειδος, όχι μόνον διαπράττοντας το αμάρτημα, αλλά και με το να πράξωμεν κάτι το αγαθόν. Βλέπετε πως πρέπει να αποφεύγετε τα αμαρτήματα; Έκλεψαν, αυτό το αμάρτημα είναι δυνατόν να πράξουν, δεν έκλεψαν, αυτό δεν ημπορεί ν’ απαλλάξη από το αμάρτημα των, αλλά πως; Εάν εκοπίασαν και μετέδωσαν και εις άλλους, έτσι εζήλειψαν το αμάρτημα. Δεν θέλει απλώς να εργαζώμεθα, αλλά να κοπιάζωμεν, ώστε να μεταδίδωμεν εις άλλους, διότι είναι αλήθεια ότι και εκείνος που κλέπτει εργάζεται, αλλά το κακόν. «Κάθε λόγος βρωμερός ας μη βγαίνη από το στόμα σας». Ποίος λόγος είναι Βρωμερός; Εκείνος που αλλού τον ονομάζει και αργόν, δηλαδή η καταλαλιά, η αισχρολογία, η βωμολοχία, η μωρολογία.την άκαιρον συζήτησιν; Το δε, «Ας μη κλέπτη πλέον», δεν το λέγει τόσον επειδή συγχωρεί τους κλέπτας, όσον επειδή θέλει να καταστήση πράους τους αδικηθέντας, και με το να μη πάθουν τα ίδια πλέον αρκείται να συμβουλεύει. Καλώς δε διδάσκει και περί των λόγων. Διότι όχι μόνον δια τα πράγματα, αλλά και δια τους λόγους εκδικούμεθα. «Αλλά εάν υπάρχει», λέγει, «κάποιος λόγος καλός και κατάλληλος δια να οικοδόμηση την ανάγκην, ώστε να μεταδώσει χάριν εις τους ακούοντας». Δηλαδή, εκείνο που οικοδομεί τον πλησίον, αυτό να λέγεις μόνον, και τίποτε το περιττό.
Δια τούτο βέβαια σου έδωσεν ο Θεός το στόμα, δια να ευχάριστης αυτόν, δια να οικοδομής τον πλησίον, διότι εάν κρημνίζης την οικοδομήν, είναι καλύτερον να σιγάς και ποτέ να μη ομιλής. Διότι και τα χέρια του τεχνίτου, όταν μάθουν να κατεδαφίζουν αντί να αποτελειώνουν τους τοίχους, θα ήτο δίκαιον να αποκόπτωνται. Καθ’ όσον και ο ψαλμωδός αυτό λέγει: «Θα αποκόψη ο Κύριος όλα τα δόλια χείλη». Αυτό είναι η αιτία όλων των κακών, το στόμα, μάλλον δε όχι το στόμα, άλλ’ αυτοί που κάνουν κακήν χρήσιν αυτού. Απ’ αυτό προέρχονται αι ύβρεις, αι κακολογίαι, αι βλασφημίαι, η φλόγα των ηδονών, οι φόνοι, αι μοιχείαι, αι κλοπαί, όλα απ’ αυτό γεννώνται. Και πως γεννώνται οι φόνοι; θα ειπή κάποιος. Από την ύβριν έφθασες εις την οργήν, από την οργήν εις τα τραύματα, από τα τραύματα εις τον φόνον. Πως αι μοιχείαι; Η τάδε σε αγαπά, λέγει, είπε κάτι δια σε το καλόν, εχάλασε την διάθεσίν σου, έπειτα και εις σε ανάπτεται η επιθυμία. Δια τούτο ο Παύλος έλεγεν: «Εάν υπάρχη κάποιος καλός λόγος». Επειδή λοιπόν τα αμέτρητα λόγια είναι πολλά, ορθώς ωμίλησεν ακαθόριστα, παραγγείλας να είναι εκείνοι οι λόγοι μας και δίδων τύπον ομιλίας. Ποίον δηλαδή τύπον; Ειπών: «Εάν υπάρχη κάποιος λόγος που οικοδομεί». Ή λέγει τούτο, δια να σου οφείλη χάριν ο ακούων. Παραδείγματος χάριν: επόρνευσεν ο αδελφός σου, μη διαπομπεύης την ύβριν. Ούτε να τον περιφρονής, δεν ωφέλησες καθόλου τον ακούοντα, αλλά και τον έβλαψες, όπως είναι φυσικόν, πήξας μέσα του το καρφί. Αν όμως τον συμβουλεύης τι πρέπει να πράττη, του παρέχεις μεγάλην χάριν, αν τον διδάξης να έχη εύφημον στόμα, αν τον διδάξης να μη κακολογή κανένα, τότε κυρίως τον εσωφρόνισες και έχεις προσφέρει χάριν εις αυτόν, αν ομιλήσης εις αυτόν περί κατανύξεως, περί ευλάβειας, περί ελεημοσύνης, όλα αυτά καταπραΰνουν την ψυχήν του. Δι’ όλα αυτά θα σου χρεωστά χάριν. Αν όμως προκαλέσης τον γέλωτα, αν ειπής αισχρόν λόγον, περισσότερον τον ηρέθισες, αν επαινέσης την πονηρίαν, τον κατέβαλες και τον κατέστρεψες. Αυτό λοιπόν ημπορούμεν να ειπούμεν, ή δια να κάμη αυτούς κεχαριτωμένους, είπεν έτσι. Διότι όπως ακριβώς το μύρον μεταδίδει χάριν εις τους μεταλαμβάνοντας, έτσι και ο καλός λόγος. Δια τούτο και κάποιος έλεγε: «Το όνομά σου είναι εκκενωθέν μύρον». Έκαμεν αυτούς να αποπνέουν από την ευωδίαν εκείνην. Βλέπεις ότι εκείνο που συμβουλεύει πάντοτε, αυτό και τώρα λέγει, προτρέπων εις τον καθένα να οικοδομή τον πλησίον του σύμφωνα με την δύναμίν του; Βλέπεις πως αποκόπτει τελείως τας ρίζας της οργής; δηλαδή, το ψεύδος, την κλοπήν,
«Και μη λυπείτε», λέγει, «το άγιον Πνεύμα». Αυτό είναι φρικωδέστερον και φοβερώτερον, πράγμα που λέγει και εις την προς τους Θεσσαλονικείς επιστολήν του. «Διότι εκείνος που γίνεται παραβάτης, δεν αθετεί ανθρώπου εντολάς, αλλ’ αθετεί την εντολήν του Θεού». Έτσι συμβαίνει και εις την περίπτωσιν αυτήν. Αν ειπής υβριστικά λόγια, αν τραυματίσης τον αδελφόν σου, δεν ετραυμάτισες εκείνον, άλλ’ ελύπησες το άγιον Πνεύμα. Εις την συνέχειαν ακολουθεί και η προσθήκη της ευεργεσίας, δια να γίνη μεγαλύτερα η κατηγορία. «Και μη λυπείτε», λέγει, «με τα βρωμερά σας λόγια το άγιον Πνεύμα, με το οποίον εσφραγίσθητε δια την ημέραν της δευτέρας παρουσίας, οπότε θα επιτύχωμεν την τελείαν απολύτρωσιν». Το άγιον Πνεύμα μας κατέστησε αγέλη βασιλική, αυτό μας ξεχώρισε πρώτους από όλους, αυτό δεν επέτρεψε να ευρισκώμεθα μαζί με τους υπευθύνους της οργής του Θεού, και συ λυπείς αυτό; Πρόσεχε πως εκεί μεν ομιλεί με φοβερά λόγια. «Διότι εκείνος, που γίνεται παραβάτης, δεν αθετεί άνθρωπου εντολάς, αλλ’ αθετεί την εντολήν του Θεού», ενώ εδώ δια να προκαλέση εντροπήν. «Μη λυπείτε το άγιον Πνεύμα, με το οποίον εσφραγίσθητε». Η σφραγίς αυτή ας ευρίσκεται επί του στόματος, μη καταστρέψης τα σημάδια της. Το πνευματικόν στόμα δεν λέγει τίποτε το παρόμοιον. Μη ειπής: Τίποτε δεν είναι, αν ειπώ κάτι αισχρόν, αν υβρίσω τον τάδε. Δια τούτο είναι μέγα κακόν, επειδή φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε. Διότι εκείνα που φαίνονται ότι δεν είναι τίποτε, εύκολα και περιφρονούνται αυτά δε που περιφρονούνται και αυξάνουν, τα δε αυξανόμενα γίνονται και αθεράπευτα. Έχεις στόμα πνευματικόν; Σκέψου ποίον λόγον είπες αμέσως όταν εγεννήθης, ποία είναι η αξία του στόματός σου. Ονομάζεις Πατέρα τον Θεόν, και αμέσως υβρίζεις τον αδελφόν σου; Σκέψου από που ονομάζεις Πατέρα τον Θεόν. Από την φύσιν σου; άλλ’ αυτό δεν ημπορείς να το είπής. Από την αρετήν; άλλ’ ούτε αυτό. Αλλά από που; Από φιλανθρωπίαν μόνον, από ευσπλαγχνίαν, από πολλήν άγάπην. Όταν λοιπόν ονομάζης Πατέρα τον Θεόν, να μη σκέπτεσε μόνον αυτό, ότι δηλαδή, όταν υβρίζης, πράττεις ανάξια της ευγενικής εκείνης καταγωγής, αλλά και ότι έχεις την ευγενικήν καταγωγήν από φιλανθρωπίαν. Μη λοιπόν κατεντροπιάζης αυτήν με το να χρησιμοποιής σκληρότητα προς τους αδελφούς σου, την στιγμήν που από φιλανθρωπίαν την έλαβες. Ονομάζεις Πατέρα τον Θεόν, και υβρίζεις; Άλλ’ αυτό δεν είναι των έργων του υιού του Θεού. Έργον του υιού του Θεού είναι να συγχωρή τους εχθρούς, να προσεύχεται υπέρ αυτών που τον σταυρώνουν, να χύνη το αίμα υπέρ εκείνων που τον μισούν. Αυτά είναι άξια του υιού του Θεού, να κάμη τους εχθρούς τους αγνώμονας, τους κλέπτας, τους αναίσχυντους, τους επιβουλεύοντας, όλους αυτούς αδελφούς και κληρονόμους, όχι να υβρίζη ως δούλους, αυτούς που έγιναν αδελφοί του.
Σκέψου ποία λόγια είπε το ιδικόν σου στόμα, ποίας τραπέζης είναι άξια, σκέψου ποία εγγίζει, ποία γεύεται, ποίαν τροφήν απολαμβάνει. Νομίζεις ότι δεν κάνεις κανένα κακόν κατηγορών τον αδελφόν σου; Πως λοιπόν τον ονομάζεις αδελφόν; Εάν δε δεν είναι αδελφός, πως λέγεις: «Πατέρα μας»; διότι το «μας» δηλώνει πολλά πρόσωπα. Σκέψου με ποίους παραστέκεις κατά την ώραν των μυστηρίων, μαζί με τα Χερουβίμ, μαζί με τα Σεραφείμ. Τα Σεραφείμ δεν υβρίζουν, αλλά το στόμα των πληροί μίαν μόνον ανάγκην, να δοζολογή και να δοξάζη τον Θεόν. Πως λοιπόν θα ημπορέσης να λέγης και συ μαζί με εκείνα, «Άγιος, άγιος, άγιος», όταν χρησιμοποιής το στόμα σου δια να υβρίζης; Είπε μου λοιπόν, εάν είναι ένα σκεύος εκλεκτόν και είναι πάντοτε γεμάτον από εκλεκτά εδέσματα και δια τούτο έχει ορισθή, έπειτα κάποιος υπηρέτης εχρησιμοποίησε αυτό εις την κοπριάν, θα τολμήση λοιπόν να απόθεση πάλιν αυτό, που είναι γεμάτον από κοπριάν, μαζί με τα σκεύη εκείνα που έχουν ορισθή δια τα εκλεκτά εδέσματα; Ασφαλώς όχι. Κάτι τέτοιο είναι η κακολογία, τέτοιο είναι η ύβρις. «Πατέρα μας». Και τι; αυτό μόνον; Άκουε και τα επόμενα: «που κατοικείς εις τους ουρανούς». Αμέσως είπες: «Πατέρα μας, που κατοικείς εις τους ουρανούς» και σε ανέστησεν ο λόγος, έδωσε πτερά εις την διάνοιάν σου, έδειξεν ότι έχεις πατέρα εις τους ουρανούς.
Να μη κάνης τίποτε, να μη λέγης τίποτε από τα επί της γης. Εις εκείνην την τάξιν, που ευρίσκεται εις τον ουρανόν, σε ετοποθέτησε, σε έκρινεν άξιον εκείνου του χορού, διατί κατεβάζεις κάτω τον εαυτόν σου; στέκεις πλησίον του θρόνου του Βασιλέως και υβρίζεις; Δεν φοβείσαι μήπως θεωρήση ύβριν αυτό ο Βασιλεύς; άλλ’ αν μεν υπηρέτης κτυπά ενώπιον μας ή υβρίζη τον ομόδουλόν του, και αν ακόμη το κάνη αυτό δίκαια, αμέσως τον επιτιμώμεν, επειδή θεωρούμεν αυτό ύβριν. Συ δε, αν και στέκεις μαζί με τα Χερουβίμ πλησίον του Βασιλέως, υβρίζεις τον αδελφόν σου; Δεν βλέπεις αυτά τα άγια σκεύη; δεν χρησιμοποιούνται αυτά πάντοτε δι’ ένα μόνον σκοπόν; μήπως τολμά κανείς να χρησιμοποίηση αυτά δια κάτι άλλο; Συ είσαι αγιώτερος από τα σκεύη αυτά, και κατά πολύ αγιώτερος, διατί λοιπόν ρυπαίνεις και μολύνεις τον εαυτόν σου; Στέκεις εις τους ουρανούς, και υβρίζεις; πολιτεύεσαι μαζί με αγγέλους, και υβρίζεις; έχεις αξιωθή του φιλήματος του Δεσπότου, και υβρίζεις; εκόσμησεν ο Θεός το στόμα σου με τόσους ύμνους αγγελικούς, με τροφήν όχι πλέον αγγελικήν, αλλά με ανωτέραν από την αγγελικήν, με το ιδικόν του φίλημα, με εναγκαλισμούς προς αυτόν, και υβρίζεις; Μη, παρακαλώ. Το πράγμα είναι αιτία μεγάλων κακών, ξένου της χριστιανικής ψυχής. Δεν σε πείθομεν λέγοντες, ούτε σε κάμνομεν να εντραπής; Λοιπόν είναι άξιον να σε φοβήσωμεν πλέον’ διότι άκουε τον Χριστόν που λέγει: «Εκείνος που θ’ αποκαλέση τον αδελφόν του μωρέ, θα είναι ένοχος να τιμωρηθή με την γέεναν του πυρός». Εάν δε το ελαφρότερον όλων προξενή την γέεναν, εκείνος που λέγει τα τολμηρά, ποίας τιμωρίας δεν θα είναι άξιος;
Ας εκπαιδεύσωμεν το στόμα μας δια να λέγη καλά λόγια, είναι μέγα το κέρδος απ’ αυτό, ενώ μεγάλη η βλάβη από την ύβριν’ δεν πρόκειται να εξοδεύσωμεν εις την περίπτωσιν αυτήν χρήματα. Ας τοποθετήσωμεν εις το στόμα μας θύραν και μοχλόν, ας αφανίσωμεν τους εαυτούς μας, εάν κάποτε ξεφύγη από τα δόντια μας φοβερός λόγος΄ ας παρακαλούμεν τον Θεόν, ας παρακαλούμεν τον υβρισμένον, ας μη αναξιοπαθούμεν. Ετραυματίσαμεν τον εαυτόν μας, όχι εκείνον, ας επιθέσωμεν το φάρμακον, δηλαδή την προσευχήν και την συμφιλίωσιν προς τον υβρισμένον. Αν φροντίζωμεν τόσον πολύ εις τα λόγια, πολύ περισσότερον εις τας πράξεις ας θέσωμεν νόμους δια τους εαυτούς μας. Και εάν ακόμη φίλοι, και αν ακόμη οποιοιδήποτε άλλοι συμβή να κακολογήσουν ή υβρίσουν κάποιον, ζήτησε να μάθης την αιτίαν και διόρθωσε το πράγμα. Ας το βάλωμεν καλά εις τον νουν μας, ότι το παρόμοιον πράγμα είναι οπωσδήποτε αμάρτημα, διότι αν το κατανοήσωμεν θ’ απομακρυνθώμεν γρήγορα. Ο δε Θεός της ειρήνης είθε να φυλάξη και τον νουν και την γλώσσαν σας, και να σάς οχυρώση με ασφαλές τείχος που είναι ό φόβος προς αυτόν, με την βοήθειαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον όποιον ανήκει η δόξα μαζί με τον Πατέρα και το άγιον Πνεύμα.
http://www.egolpion.com/orgizes8e_alla_mhn_amartanete.el.aspx