ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΑΜΟ
27.7.1940
Μάλιστα, έχεις δίκαιο: «αφθονία αγαθών, πλούτος, αγάπη των γονέων και έπαινοι του περιβάλλοντος» είναι όντως μεγάλα εμπόδια για την πνευματική ζωή. Οι άγιοι Πατέρες φοβόταν πολύ αυτές τις αιτίες της αμαρτίας και τις απέφευγαν με όλη τους τη δύναμη. Δεν αποτραβιόνταν χωρίς λόγο στα μοναστήρια και στις έρημους.
Κύριε, ελέησον!
Τα χρόνια σου καθώς και η πορεία σου είναι πολύ ολισθηρή• ταπεινώσου λοιπόν και μην έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου προτού βρεθείς στον τάφο. Ο Κύριος να σου δίνει σύνεση.
Συνέχιζε να προσεύχεσαι όπως τώρα προσεύχεσαι. Αν έχετε εκεί βίους Αγίων, σου συνιστώ να τους διαβάζεις- αυξάνουν το ζήλο και διδάσκουν πολλά.

Ό μεγαλόσχημος ηγούμενος Ιωάννης γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1873. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια της περιοχής Τβέρ. Έμαθε τα λίγα του γράμματα στο ενοριακό σχολείο του χωριού του.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Αλεξέγιεβ.
Ό μεγαλόσχημος ηγούμενος Ιωάννης τελείωσε ειρηνικά τη ζωή του στις 5 Ιουνίου 1958.
«Ή κηδεία του ήταν ειρηνική, απλή, λιτή – όλα ήταν όπως τα επιθυμούσε και όπως ήταν και ό ίδιος σε όλη του τη ζωή» (Απόσπασμα από επιστολή).
Σχολιάζοντας τα βιογραφικά στοιχεία του π. Ιωάννη ό φημισμένος Σουηδό-Φιλανδός συγγραφέας TITO COLLIANDER – ό ίδιος πνευματικό τέκνο του Γέροντα – γράφει τα εξής:
«Είναι όμως γεγονός ότι αυτά τα λίγα στοιχεία δε μας δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για το περιεχόμενο της μακριάς ζωής του. Δε μας περιγράφουν τα πρώτα του χρόνια στο μοναστήρι, πού ως νέος δόκιμος έπρεπε να συνηθίσει στην αυταπάρνηση και υπομονή — τόσο αναγκαια στη μοναχική ζωή. Ούτε μας μιλούν για τα χρόνια, πού ως χειροτονημένος μοναχός πλέον, μέσα στα διάφορα διακονήματα και στην απάρνηση του ιδίου θελήματος δοκιμάστηκε στην υπομονή και στην πίστη. Ούτε αναφέρουν κάτι συγκεκριμένο για το τελευταίο και δυσκολότερο στάδιο των αγώνων του: τη μοναξιά της ερημικής ζωής.
Τέτοιες εμπειρίες είναι ξένες στους περισσότερους. Αλλά ακριβώς σε τούτα τα βιώματα στηρίζεται ή εξέλιξη της ζωής και του χαρακτήρα του π. Ιωάννη, όχι σε ιδεολογικά κατασκευάσματα, ούτε σε αφηρημένους συλλογισμούς ή θεωρητικούς στοχασμούς περί του νοήματος της ζωής. Όλα αυτά τα απέκρουσε αρκετά κατηγορηματικά. Οδηγούν στην πλάνη, έλεγε. Ό ίδιος ό Κύριος, ό Λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους και όλης της κτίσης δεν καθόταν στην εξέδρα να κάνει διαλέξεις.
Μεταπολεμικώς στο Νέο Βάλαμο ό π. Ιωάννης κατοικούσε σε ένα μεγάλο ξύλινο κτίριο — σαν παράγκα. Το απέριττο κελί του ήταν και το εξομολογητήριό του. Στην είσοδο έξω από το κελί του υπήρχε ένα παγκάκι, όπου οί μοναχοί και άλλα πνευματικά του τέκνα περίμεναν τη σειρά τους. Στην πόρτα του κελιού του είχε καρφώσει μια απλή ιχνογραφία με δύο μοναχούς, πού ό ένας είχε στο μάτι του ένα μικρό κλαδάκι, ενώ ό άλλος ένα ολόκληρο κούτσουρο. Με τούτο τον παραστατικό τρόπο ό π. Ιωάννης ήθελε να οδηγήσει τα πνευματικά του τέκνα στη γνώση των δικών τους σφαλμάτων και να τα διδάξει να αποφεύγουν τις κατακρίσεις. Ακόμη στο κελί του υπήρχε μία πρόχειρη βιβλιοθήκη γεμάτη από παλιές εκδόσεις πατερικών κειμένων, ανάμεσα στις όποιες δέσποζαν οι ογκώδεις τόμοι της Φιλοκαλίας. Μαζί με την Αγία Γραφή ήταν ή πνευματική του τροφή, με την οποία έτρεφε και τα παιδιά του.
Μεγάλη σημασία στο πνευματικό έργο του π. Ιωάννου είχε ή αλληλογραφία του. Πολλά από τα πνευματικά του παιδιά, πού είχαν γνωρισθεί μαζί του κυρίως στο παλιό Βαλαάμ, έμεναν τώρα σε άλλες χώρες έξω από τη Φινλανδία – ακόμη και σε άλλες ηπείρους, και δεν μπορούσαν ποτέ να έλθουν να συναντήσουν το Γέροντά τους. Και αυτά ακόμη, πού ζούσαν στη Φινλανδία, δυσκολευόταν με τις συγκοινωνίες εκείνου του καιρού να κάνουν συχνά το μεγάλο ταξίδι στα βάθη της χώρας, όπου βρισκόταν το Νέο Βάλαμο. Σε όλους αυτούς ό Γέροντας έγραφε επιστολές. Όταν όλα τα φώτα στο μοναστήρι έσβηναν, μόνο στο κελί του π. Ιωάννη έφεγγε ή λάμπα και ό Γέροντας μέσα στη βαθιά σιωπή της νύχτας, σκυμμένος στο τραπεζάκι του, απαντούσε στα αγωνιώδη ερωτήματα των πνευματικών του τέκνων – πότε στο Παρίσι, πότε στη Νέα Υόρκη, πότε στο Ελσίνκι, δηλαδή όπου υπήρχαν ρώσοι πρόσφυγες.
Το κοινό γνώρισμα εκείνων πού αλληλογραφούσαν με τον π. Ιωάννη, ήταν ότι παρ’ όλο πού ζούσαν στον κόσμο (μόνο τρεις επιστολές απευθύνονται σε μοναχές) επιθυμούσαν μια βαθύτερη πνευματική ζωή. Ό π. Ιωάννης συμβούλευε τον καθένα έχοντας ύπ’ όψη του τις συνθήκες της ζωής του. Ως θεμέλιο της πνευματικής ζωής θεωρούσε πάντοτε την ακριβή εκπλήρωση των καθηκόντων της καθημερινής ζωής.
Ή πλειοψηφία των επιστολών στη συλλογή απευθύνεται στην πιστή μαθήτρια του Γέροντα Έλενα Αλεξέγιεβνα Αρμφελτ.
Οι περισσότεροι παραλήπτες των επιστολών είχαν οικογένειες ή ζούσαν με κάποιο δικό τους πρόσωπο, όπως π. χ. ή Έλενα με τη μητέρα της. Έτσι εξηγείται, γιατί ό π. Ιωάννης στις επιστολές του παρ’ όλο πού απευθύνονται σε ένα πρόσωπο, αρκετές φορές χρησιμοποιεί πληθυντικό, γιατί οί ευχές και ευλογίες ή και οί συμβουλές απευθύνονται και στα πρόσωπα πού ζουν στο περιβάλλον του παραλήπτη.
Το φθινόπωρο του 1955 σε μερικά πνευματικά παιδιά του π. Ιωάννη, πού έμεναν στο Ελσίνκι, με επικεφαλής τον TITO COLLIANDER, ήλθε ή ιδέα να συλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερες επιστολές του Γέροντα και να τίς εκδώσουν σε βιβλίο. Έτσι έγινε ή πρώτη πολυγραφημένη έκδοση των επιστολών του με 200 αντίτυπα το καλοκαιρι του 1956. Ή πρώτη παρουσίαση σε ευρύτερο κοινό έγινε έξι χρόνια αργότερα το 1962 στο ρωσικό περιοδικό «Βέτσνοε» στο Παρίσι.
Ό π. Ιωάννης κοιμήθηκε σε βαθιά γεράματα, στην ηλικία των 84 ετών. Τα τελευταία χρόνια τον ταλαιπωρούσαν διάφορες ασθένειες και κατά καιρούς νοσηλευόταν και στο νοσοκομείο της περιοχής, ενώ πνευματικός βρισκόταν σε ακμαία κατάσταση μέχρι το τέλος. στις 5 Ιουνίου το 1958 ό δόκιμος μοναχός Ανδρέας, πού είχε το διακόνημα να πηγαίνει στο ταχυδρομείο και να κάνει τα ψώνια της μονής, περνούσε όπως πάντα από τα κελλιά των ηλικιωμένων πατέρων, ρωτώντας τους αν ήθελαν τίποτε. Πήγε και στο κελί του π. Ιωάννη. Ό Γέροντας καθόταν σκυμμένος στο κρεβάτι του και δεν έδωσε καμία απάντηση στην ερώτηση του δοκίμου. Ό π. Ανδρέας φοβήθηκε και κάλεσε ναρθει κοντά του και ό π. Γαβριήλ από το διπλανό κελί. Ό π. Γαβριήλ έπιασε το χέρι του π. Ιωάννη και είπε: «κρύωσε κιόλας». Ό π. Ιωάννης είχε παραδώσει την ψυχή του στο Θεό, μόνος του, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση. Την τρίτη ήμερα έγινε ή κηδεία. Έκτος από τους πατέρες της μονής παραβρέθηκαν και μερικά αφοσιωμένα πνευματικά του τέκνα..
Τελειώνοντας ας δώσουμε πάλι το λόγο στον TITO COLLIANDER.
«Κάποτε ένα καλοκαίρι ένας ηλικιωμένος μοναχός του Βάλαμο με πολλή πείρα πνευματική με συνόδευε από το μοναστήρι ως τη δημοσιά. Περπατούσαμε χωρίς βιασύνη συζητώντας με όλη την ησυχία μας. Ξαφνικά ό μοναχός σταμάτησε, κοίταξε με προσοχή κάπου μακριά.
—Σαν κάποιος να προσεύχεται εδώ, είπε με απορία.
Περίπου εκατό μέτρα πίσω από μας βάδιζε μία γυναίκα. Σταματήσαμε για να την περιμένουμε. Ό μοναχός της μίλησε, αλλά δεν τον κατάλαβε, επειδή μιλούσε ρωσικά. Εγώ μετέφρασα:
—Μήπως μόλις τώρα κάνατε προσευχή;
-Μάλιστα, ομολόγησε, έλεγα την ευχή του Ιησού-περπατούσα επαναλαμβάνοντάς την.
– Αυτό σκέφτηκα και εγώ, είπε με απλότητα ό μοναχός».