
Πηγαίνει βιαστικά στήν Εκκλησία, όπου βρίσκει ένα γέρο ζητιάνο μέ κουρελιασμένα ρούχα καί πληγωμένα γόνατα καί τόν χαιρετά
– «Καλό καί ευτυχισμένο πρωινό, γέροντα».
– «Ποτέ δέν είχα κακό καί δυστυχισμένο πρωινό».
(ο άλλος εν αμηχανία διορθώνει)
– «Είθε νά σού στείλει ο Θεός κάθε αγαθό»!
– «Ουδέποτε μού εστάλη κάτι μή αγαθό»!
(ο θεολόγος παραξενεύεται καί τού λέει)
– «Τί συμβαίνει μέ σένα, γέροντα; Εγώ σού εύχομαι κάθε ευτυχία».
– «Μά ποτέ δέν είμαι δυστυχής. Ζώ σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού. Γιά τό ζυγό πού μού έδωσε ο Θεός ποτέ δέν δυσανασχέτησα καί είμαι πάντοτε ευχαριστημένος».
– «Από πού ήλθες εσύ, γέροντα, εδώ»;
– «Από τόν Θεό».
– «Καί πού Τόν βρήκες»;
«Εκεί πού Τόν άφησα στήν αγαθή θέληση».
– «Ποιός είσαι, γέροντα, καί σέ ποιά τάξη ανήκεις»;
– «Οποιος κι άν είμαι, είμαι ικανοποιημένος μέ τήν κατάστασή μου, γιατί βασιλεύς είναι αυτός πού κυβερνά καί διευθύνει τόν εαυτό του».
Ο θεολόγος αποδέχθηκε τελικά πώς ο δρόμος τού ζητιάνου ήταν ο μόνος σίγουρος γιά τόν Ουρανό, δηλ. η τελεία παράδοση στό θέλημα τού Θεού.
«Εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών Χριστω τω Θεω παραθώμεθα».
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2018/01/blog-post_732.html