1.Ο στάρετς Ανατόλιος δεν δημιούργησε μαθητές του -συνεχιστές του έργου του.
Κάποτε ένας από τους διακονητές του του είπε:
—Γιατί το κάνεις έτσι; Γιατί διακονητές σου παίρνεις μόνο φτωχά παιδιά-ολιγογράμματα;
Ποίος θα σε διαδεχθή; Ποίος θα συνεχίσει το έργο σου; Ο π. Βαρνάβας είναι μόνιμα άρρωστος. Εγώ είμαι αστοιχείωτος! Ποίος θα σε αναπληρώσει;
Ο π. Ανατόλιος ακούοντας τα λόγια αυτά γέλασε∙ αλλά δεν είπε τίποτε. (Ίσως γιατί «έβλεπε», ότι δεν θα εχρειαζόταν!) Οι διακονητές του ήσαν ο π. Βαρνάβας και ο π. Ευσίγνιος. Και οι δύο διακρίνονταν για την θαυμαστή τους απλότητα και για την αφοσίωσή τους στον γέροντά τους. Και η «δουλειά» τους άρχιζε το πρωί και τελείωνε το πρωί.
2. Ο π. Βαρνάβας ήταν ψηλός· με μαύρα γένεια, που μόλις άρχιζαν να ψαραίνουν με μάτια, από τα οποία έβγαινε μια ουράνια φλόγα. Τον ξεχώριζε κανείς εύκολα από μακριά∙ από το βάδισμα∙ γιατί είχε μεγάλο πρόβλημα στο πόδι. Ήταν πολύ ευπροσήγορος∙ και όλο χαμόγελο. Έμοιαζε σ’ αυτό στον γέροντά του.Και του έδωκαν το όνομα «Βαρνάβας» σε δήλωση τίνος ήταν πνευματικός υιός. Το όνομα Βαρνάβας σημαίνει «υιός παρακλήσεως»∙ «υιός του παρακλήτου».
Γράφει λοιπόν ο π. Βαρνάβας:
«Δύσκολη η ζωή κοντά του! Κόσμος ερχόταν όλο και περισσότερος. Και έπρεπε να τους προλαβαίνει κανείς όλους. Και από τις 4 το πρωί μέχρι τις 11 την νύχτα, όλο έρχονταν!.. Και, έτσι και γινόταν κάτι όχι καλά, ο γέροντας άρχιζε τις επιπλήξεις!.. Τώρα, και μας χαϊδεύει, πότε-πότε, και πίνοντας τσάι μας δίνει και καραμέλλες!.. και ό,τι άλλο έχει!.. Και εγώ τα παίρνω. Και μέσα μου λέω.
—Το ξέρω, γέροντα∙ το ξέρω, γιατί μας τις δίνεις!..
Μια φορά περιμέναμε να πάμε στην εκκλησία. Και εγώ κάτι έκαμα όχι καλά. Και μου τα έψαλε μπροστά σε όλον τον κόσμο. Και ο κόσμος συγχύσθηκε. Και μετά, όταν πιά τελείωσε η εκκλησία και όλοι βγήκαμε, βλέπω από απέναντι μου να έρχεται σ’εμένα τρέχοντας! Έπεσε μπροστά μου στα γόνατα. Και φώναξε:
-Συγχώρα με! Συγχώρα με!
Έπεσα και εγώ στα γόνατα. Και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει. Ο ένας παρακαλεί τον άλλον! Και για μια στιγμή πετιέται επάνω. Με άρπαξε. Με σήκωσε… Και επήγαμε μαζί να πιούμε τσάι. Ο γέροντας ήταν πολύ θερμός στις εκδηλώσεις του. Κάποτε εγώ του είπα:
—Γέροντα, αν δεν ήξερα την αγάπη σου, που τα σκεπάζει όλα, που «πάντα στέγει»,δεν θα έμενα κοντά σου ούτε δέκα ημέρες.
Από όταν μου πόνεσε το πόδι, έπαψα να διακονώ τον γέροντα. Και οι προεστώτες αναζήτησαν άλλον διακονητή. Αλλά μου εφάνηκε βαρύ, να φύγω από κοντά του. Έπεσα επάνω του,τον αγκάλιασα, και άρχισα να κλαίω».
Κλαίει ο Βαρνάβας. Κλαίει και ο Ανατόλιος. Δάκρυα ποτάμι. Δάκρυα -γλύκα και βάλσαμο για την ψυχή. Και στην σκέψη, ότι, αν έφευγε αυτός, άλλος θα φρόντιζε τον γέροντα, ρίχτηκε στο κρεβάτι με τα μούτρα μέσα στο προσκέφαλο και συνέχισε να κλαίει.
«Και από τότε κάθε φορά που καθόμαστε, να πιούμε μαζί τσάι προσπαθώ να μη το δείχνω,ότι κλαίω. Μα δεν ξέρω∙ αυτός, το έχει καταλάβει; η όχι;».
3. Ο άλλος διακονητής του π.Ανατόλιου ήταν ο π. Ευσίγνιος. Καταγόταν από πολύ απλούς ανθρώπους. Είχε γεννηθή σε ένα από τα μικρά χωριουδάκια επάνω στα βουνά του Ροσλάβλι στην περιοχή του Σμολένσκ. Εκεί κοντά είχαν ζήσει οιπεριβόητοι γέροντες του Ροσλάβλι, οι μαθητές του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (|15 Νοεμβρίου 1794), και διδάσκαλοι των πρώτων γερόντων της Όπτινα, του Μωυσή και του Αντωνίου. Ο π. Ευσίγνιος έφυγε το 1911 από το σπίτι του, τάχα πως θα πήγαινε να προσκυνήσει τα λείψανα του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάσαφ επισκόπου Μπέλγκοροντ (4 Σεπτεμβρίου 1911), αλλά πράγματι επήγε στην Όπτινα. Και έμεινε εκεί με ευλογία του στάρετς Ανατόλιου. Διακονητής του τοποθετήθηκε, με ευλογία του ηγουμένου, το 1917. Ήταν ψυχικά πολύ απλός άνθρωπος∙ εντελώς ανεπιτήδευτος∙ και εντελώς αγράμματος. Και αφοσιώθηκε στον π. Ανατόλιο σαν μικρό παιδί στον πατέρα του.
Ας ακούσωμε μια διήγησή του, για τους πειρασμούς που είχε σαν διακονητής του π.Ανατόλιου:
«Δύσκολη δουλειά, βαρειά δουλειά, να διακονεί κανείς τον γέροντα. Ερχόταν κόσμος πολύς.Πολλά του έφερναν, πολλά σκόρπιζε. Μερικές φορές, έδιδαν και σε μένα χρήματα,να του τα παραδώσω: μα εγώ δεν του τα έδινα. Συνέβαινε, άλλοι του έδιναν χρήματα το πρωί, άλλοι το απόγευμα, και σε λίγα λεπτά ο γέροντας δεν είχε τίποτε…
Δεν πρόφθαναν να του τα δώσουν, και αυτός τα είχε σκορπίσει σε άλλους…
Και έλεγε χαρακτηριστικά:
—Αν δεν τα πάρεις, τους προσβάλλεις…
Και αν του έδιναν είδη ή πράγματα, ερωτούσε:
—Για ποιόν;
Και αν του έλεγαν:
—Για σένα, γέροντα,
τα έπαιρνε∙ αν του έλεγαν:
—Για τον π. Εύσίγνιο,
δεν τα έπιανε στα χέρια του∙ τους έστελνε σε μένα».
http://vatopaidi.wordpress.com/