Η σύντομη αυτή ιστορία, γραμμένη με τη μικρόνοια πού έχω, περισσότερο αμαυρώνει παρά περιγράφει τις αρετές του. Αυτό θα έπρεπε να είναι έργο άνδρα πολύ σοφού, μολονότι νομίζω ότι και αυτός θα δυσκολευόταν να επεκταθεί σέ όλα, ίσως μάλιστα και να μην μπορούσε, λόγω τού ύψους της ζωής εκείνου. ‘Αν υπάρξει κάποιος πού με φθονερό μάτι θα διάβαζε τά γραφόμενα γι’ αυτόν, ίσως θα με κατηγορούσε ότι ξεπέρασα τά όρια εγκωμιάζοντας τον γέροντά μου.
Γι’ αυτό τον παρακαλώ να κάνει λίγη υπομονή και, αφού ακούσει λόγια απαλλαγμένα από κάθε ψέμα (διότι το ψέμα είναι όλο τού διαβόλου), τότε και ο ίδιος δεν θα διστάσει να επαινέσει τον άγιο άνδρα, πού είναι ανώτερος κάθε ανθρώπινου επαίνου, και να πει: «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού» , να προσθέσει δέ και τούτο: «Μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσιν, και ώτα ότι άκούουσιν λόγους έκ στόματος αυτού» . Τρεις φορές είδα κάτι στον μακαριστό και τρόμαξα. Την πρώτη φορά στην Ντραγκομίρνα πήγα σ’ αυτόν μετά τον Εσπερινό. Θέλησα να κτυπήσω την πόρτα και να ρωτήσω τον υποτακτικό του αν μού επιτρέπει να περάσω μέσα, βλέποντας όμως την πόρτα ανοικτή, μπήκα, και, αφού είπα το «Δι’ ευχών», πέρασα μέσα.
Τον είδα ξαπλωμένο, έβαλα μετάνοια και είπα: «Εύλόγησον, πάτερ».Όπως είχε συνήθεια, αυτός δεν απάντησε τίποτε. Εγώ παραμένοντας όρθιος τον κοίταξα και είδα το πρόσωπό του σαν να ήταν πυρωμένο. Τρόμαξα, και αφού στάθηκα λίγο, είπα και πάλι με δυνατή φωνή το «Δι’ ευχών», αυτός όμως δεν απαντούσε. Ενώ τον έβλεπα έμενα έκπληκτος, διότι ποτέ δεν το είχα δει έτσι το πρόσωπό του. Επειδή από τη φύση του αυτός ήταν λευκός και χλωμός στο πρόσωπο, κατάλαβα ότι ή φλόγα της καρδιάς του, από την Αγάπη της προσευχής, διαπέρασε μέχρι το πρόσωπό του.
Αφού στάθηκα λίγο ακόμη, βγήκα και δεν μίλησα σέ κανέναν γι’ αυτό. Ύστερα από πολύ καιρό, ενώ συνομιλούσε μαζί μας, είδα για δεύτερη φορά το πρόσωπό του να λάμπει, ο ίδιος δέ από την πνευματική χαρά μιλούσε χαμογελώντας με ανείπωτη Αγάπη, βγάζοντας από μέσα του λόγους πνευματικούς, ήταν δέ σαν να ενστάλαζε στις ψυχές μας χαρά. Εγώ στεκόμουν και βλέποντάς τον έμεινα κατάπληκτος και τού μιλούσα με φόβο, δεν ρώτησα δέ τότε γι’ αυτό κανέναν από τούς αδελφούς πού ήταν εκεί, αλλά ούτε και εγώ ανέφερα τίποτε, φοβούμενος μήπως ακούοντας το αργότερα ο μακαριστός από κάποιον, θα λυπόταν. Διότι ήταν πολύ ταπεινόφρων και απεχθανόταν τά εγκώμια σαν να ήταν μίασμα. Πάντοτε κατέκρινε τον εαυτό του και για ότι συνέβαινε στο κοινόβιο έριχνε το φταίξιμο επάνω του, λέγοντας: «Εξαιτίας τών αμαρτιών μου συνέβη αυτό».
Αν πάλι συνέβαινε κάτι το ευχάριστο, τότε το απέδιδε στις προσευχές τών αδελφών. Και όσο περισσότερο απομακρυνόταν, τρέχοντας από τούς επαίνους, πού τούς απεχθανόταν όπως το μίασμα, τόσο περισσότερο τον δόξαζε ο Θεός σέ όλες τις χώρες. Και το όνομά του ήταν και είναι σεβαστό σέ όλους. Το να συζητά κανείς γι’ αυτόν είναι συζήτηση για τη δόξα του Θεού. Δόξαζαν και δοξάζουν τον Θεό, πού σ’ αυτούς τούς χαλεπούς και πονηρούς καιρούς ανέδειξε αυτόν τον εκλεκτό του, τον αληθινό και απαρέγκλιτο διδάσκαλο, πού φώτισε και ανανέωσε το μοναστικό κοινόβιο. Δεν είναι άσχετο ότι είπε γι’ αυτό το θέμα ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ότι η δόξα ξεφεύγει από αυτόν πού την κυνηγά. Και πάλι ό ίδιος λέει ότι μετά βίας θα βρεις άνθρωπο πού μπορεί να υπομείνει τη δόξα, αν θα τον βρεις κιόλας. Και για να γίνει πιο κατανοητό, θα μπορούσε να πει: «Έστω και αν ήταν στα ήθη ίσος με τούς αγγέλους» .
Ο δικός μας στύλος της ταπεινοφροσύνης εύκολα υπέμενε τη δόξα και, κατέχοντάς την, την υπέφερε αβλαβώς, διότι από τη νεότητά του, πού προσπαθούσε στην κοσμική ακόμη ζωή να τον υποτάξει, αυτός την απέφευγε, διότι έβλεπε πολλά εξέχοντα πρόσωπα να χειροκροτούν γι’ αυτόν, περιμένοντας να είναι αυτός ο διάδοχος στη θέση τού πατέρα του και να καταστεί ο οδηγός και ποιμένας τους. Αυτός όμως τη δόξα την έφτυνε, όπως και το πρόσωπο τού πονηρού Βελίαρ, πού το απέρριπτε και απομακρυνόταν από όλο του το μίασμα και έμεινε άτρωτος από αυτό σέ όλη του τη ζωή. Λογιζόταν τον εαυτό του γη και σποδό κάτω από τά πόδια όλων και οφειλέτη στην αδελφότητα. Ποτέ δεν έκανε όνειρα για την εξύψωση του, αλλά την ελπίδα της σωτηρίας του την απέθετε στις προσευχές τών αδελφών.
Γι’ αυτό και ο Θεός τον εξύψωσε και τον δόξασε σ’ αυτή τη ζωή, αλλά έχουμε και την αδιάψευστη βεβαιότητα ότι και στη μέλλουσα θα τον δοξάσει, μαζί με τούς όσιους πατέρες.
Δεν τού έλειπε και το χάρισμα της προοράσεως και ότι προέβλεψε συνέβη.
Για κάποιο διαπρεπές πρόσωπο προέβλεψε κακό θάνατο, έτσι και έγινε. Για κάποιον άλλο αναστέναζε και έκλαιε και νουθετούσε και την τρίτη μέρα αυτό το πρόσωπο πνίγηκε. Έναν άλλο τον νουθετούσε, ενώ ήμουν και εγώ στο κελί του. Στο τέλος του είπε: «Τον τόπο στον οποίο επιθυμείς να πάς, δεν πρόκειται να τον δεις, αδελφέ μου». Σέ μία βδομάδα πέθανε. Γι’αυτόν ό μακαριστός έκλαψε πολύ. Τί μπορούμε να πούμε δέ και για το ότι, ενώ ο μακαριστός έμενε στο κελί του και έκτος από την εκκλησία δεν πήγαινε πουθενά, εντούτοις γνώριζε τις διαθέσεις όλων τών αδελφών, ακόμη και εκείνων πού ποτέ δεν έβλεπε. Κάποια φορά, πού ήμουν στο κελί του και συζητούσαμε, ήρθε ένας από τούς πρώτους πνευματικούς και τού είπε κάτι. Αυτός δέ του είπε: «Πώς δεν μπορείτε να γνωρίζετε τις διαθέσεις τών αδελφών, οι όποιοι καθημερινά έρχονται να εξομολογηθούν τούς λογισμούς τους;
Εγώ πού κάθομαι στο κελί μου γνωρίζω τά συναισθήματα όλων τών αδελφών, εσείς πώς δεν τά γνωρίζετε;» Πώς γνωρίζεις, μακαριώτατε πάτερ, αν δεν σου τά αποκάλυψε το Άγιον Πνεύμα, πού κατοίκησε στην καθαρή καρδιά σου; Είναι και πολλά άλλα πού θα μπορούσα να πω, αλλά τά αφήνω για να μην μακρηγορήσω.
Για τά θαύματα και τις θεραπείες δεν είναι απαραίτητο να γράψω, διότι η αγιότητα των πραγματικά Αγίων ανθρώπων δεν αναγνωρίζεται από τά θαύματα, ότι είναι δηλαδή άγιοι και καθαροί ενώπιον τού Θεού, αλλά από τά δόγματα της ορθής ορθόδοξης πίστης και από τη φύλαξη τών εντολών τού Θεού και τον καθαρό και αμόλυντο βίο.
Πολλοί ήταν οι αιρετικοί οι όποιοι έκαναν θαύματα, για τους οποίους ο Κύριος είπε: «Εκείνη την ημέρα πολλοί θα μού πουν: “Κύριε, δεν βαπτίσαμε στο όνομά σου; Δεν κάναμε τόσα θαύματα στο όνομά σου;” Και ο Κριτής είπε: “Ποτέ δεν σάς ήξερα φύγετε από εμένα οι εργαζόμενοι την ανομία”» . Και στον πλούσιο πού ρώτησε: «Πώς θα αποκτήσω αιώνια ζωή;» του είπε: «Να τηρήσεις τις εντολές» . Και πάλι: «Σάς δίνω μία νέα εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. “Όπως σάς αγάπησα εγώ, να αγαπάτε και εσείς ο ένας τον άλλο. Έτσι θα γνωρίζουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε Αγάπη ό ένας για τον άλλο» . Και ο άγιος Χρυσόστομος διδάσκει ότι δεν πρέπει τον ορθόδοξο άνθρωπο να τον εξετάζεις αν είναι άγιος από σημεία και προφητείες, αλλά από τη σωστή ζωή του, όπως είπε ό Κύριος: «Από τούς καρπούς τους θα τούς γνωρίσετε» . Τούς δέ καρπούς τού σωστού πνευματικού άνδρα, τούς έδειξε ό Απόστολος Παύλος, λέγοντας: «Ο καρπός τού Πνεύματος είναι η Αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πίστη, ή εγκράτεια.
Τίποτε από αυτά δεν καταδικάζει ο νόμος» . Αν λοιπόν ο άνθρωπος αποκτήσει τέτοιους καρπούς, είτε τελεί σημεία είτε όχι, είναι φανερό ότι αυτός είναι άγιος και φίλος του Θεού. Ο δέ μακαριστός πατέρας μας έκανε πολλά θαύματα, αλλά επειδή γι’ αυτό το θέμα ούτε να ακούσει δεν ήθελε και όλα τά απέδιδε στην τιμιότατη Θεοτόκο, γι’ αυτό και εγώ θα σταματήσω, ώστε να μην τού εναντιωθώ, μολονότι γνωρίζω για πολλά θαύματα και πριν από τον θάνατό του και μετά από αυτόν.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.