Στήν Ἐκκλησία ζοῦμε ἀπό τώρα τό Μυστήριο τοῦ ὀγδόου αἰῶνα, δηλ. τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στή λατρεία καί μάλιστα στή Θεία Λειτουργία ζοῦμε τόν Παράδεισο ἀπό  τώρα. «Ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρός τόν Θεό, ἡ λαχτάρα, ἡ ἕνωσις μετά τοῦ Θεοῦ, ἡ ἕνωσις μετά τῆς Ἐκκλησίας», δίδασκε ὁ μακαριστός π. Πορφύριος «εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος»[1]. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιά νά λειτουργεῖ[2]. Ἔχει τό ἱερατικό ἀξίωμα, τήν γενική ἱερωσύνη καί καλεῖται νά ζεῖ λειτουργικά, εὐχαριστιακά, δοξολογητικά,ὡς ἐπίγειος ἄγγελος. «Ὁ Θεός θέλει», ἔλεγε ὁ Γέροντας, νά ὁμοιωθοῦμε μέ τούς ἀγγέλους»[3]. Ὡς ἱερέας ὅλης τῆς κτίσεως πρέπει νά προσφέρει εὐχαριστιακά τά πάντα, καθώς καί τόν ἑαυτό του, στόν Πανάγαθο Θεό[4].
 Ὅταν ζεῖ ἔτσι, δηλ. λατρευτικά, εὐχαριστιακά, τότε βιώνει τόν Παράδεισο. Λατρεία σημαίνει ἀγάπη στόν μέγιστο βαθμό. Ὅποιος μετέχει οὐσιαστικά καί ζεῖ τήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός ἀγαπᾶ τόν Χριστό στόν μέγιστο βαθμό. Αὐτός τότε ζεῖ τό Χριστό, ζεῖ δηλ. μέσα στόν Παράδεισο. Ἔλεγε, γεμᾶτος ἐνθουσιασμό ὁ Γέροντας: «Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μία τρέλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι…χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση…εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[5].
Ἡ πίστις, ὁ Θεῖος Ἔρωτας, κάνει τόν ἄνθρωπο νά μήν αἰσθάνεται  τόν σωματικό πόνο. Αὐτό συνέβαινε στούς ἁγίους μάρτυρες, ὅταν τούς βασάνιζαν ποικιλότροπα. Ὁ Γέροντας ζώντας μέ τήν ἔντονη ἀγάπη στόν Θεό κάποτε ὑπέστη, χωρίς νά πονέσει, μία πολύ ἐπώδυνη (στή συνήθη ἰατρική πράξη) χειρουργική ἐπέμβαση χωρίς ἀναισθησία[6].
 Ζώντας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κοινωνοῦμε μέ τόν Χριστό μας ἀλλά καί μεταξύ μας. Μετέχουμε στή Θεία Χάρη καί στά χαρίσματα ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου.
Στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦν τά μέλη μέ τήν Κεφαλή. Ὁ Θεός ἀκούει τά αἰτήματα τῶν μελῶν τοῦ σώματός Του καί ὅταν κρίνει ὅτι εἶναι γιά τό καλό τους τά ἐκπληρώνει.
Δίδασκε- σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ- ὁ Γέροντας Πορφύριος: «Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίνει κάτι, πού ἐπίμονα τοῦ ζητοῦμε, τότε δύο πράγματα μποροῦν νά συμβαίνουν: Ἤ δέν μᾶς τό δίνει γιά τό καλό μας, ἤ ἐμεῖς δέν ξέρουμε πῶς καί πότε νά τοῦ τό ζητήσουμε, χωρίς νά ἀποκλείεται νά συμβαίνουν καί τά δύο μαζί. Ὅσον ἀφορᾶ τήν πρώτη περίπτωση, κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίζει τό γιατί. Καί τοῦτο, διότι εἶναι ἀνεξερεύνητες οἱ βουλές τοῦ Κυρίου! Γι’ αὐτό σιωπῶ. Γιά τήν δεύτερη, ὅμως, περίπτωση, θά μποροῦσα νά σοῦ πῶ πάρα πολλά. Πρῶτα-πρῶτα, ὅταν ζητᾶμε κάτι ἀπό τόν Θεό, δέν πρέπει νά στυλώνουμε τά πόδια μας καί νά τοῦ λέμε: Τώρα θέλω αὐτό. Διότι, κάτι τέτοιο, δέν εἶναι μόνον ἀπαράδεκτον, ἀλλά ἀποτελεῖ καί μεγάλη ἀσέβεια πρός τόν Δημιουργό μας. Ποιός εἶσαι ἐσύ, ἤ ἄν θέλεις, ποιός εἶμαι ἐγώ, πού  μπορῶ  νά ζητήσω ἀπαιτητικά κάτι ἀπό τόν Θεό μας καί μάλιστα νά τοῦ προσδιορίσω καί τόν χρόνο χορηγήσεώς του;»[7].
Στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦμε μεταξύ μας μέ τρόπο μυστικό. Τό ἴδιο θά συμβαίνει καί στή μέλλουσα ζωή. Περιγράφει πνευματικό του παιδί, τήν ἐπικοινωνία πού εἶχαν μεταξύ τους χωρίς τηλέφωνο: «Κάθε φορά πού ἤθελε νά τοῦ κάνω ἐξετάσεις αἰσθανόμουν, ὅτι μέ ἤθελε. Ἔπαιρνα τά φιαλίδια καί πήγαινα. «Ἦρθες; Μοῦ ἔλεγε, ἐγώ σέ καλοῦσα». Κάποτε, παρ’ ὅτι εἶχα ἀνησυχία, καί αἰσθανόμουν τήν κλήση του, καθυστέρησα νά πάω, γιατί ἤμουν μπλεγμένος. Ὅταν ἔφθασα, μοῦ εἶπε «Ποῦ ἤσουν; Ἐγώ σέ φώναζα, σέ φώναζα κι ἐσύ δέν ἐρχόσουν»»[8]. Μέ τρόπο μυστικό, θά ἐπικοινωνοῦμε καί στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ Γέροντας[9].
Στήν Ἐκκλησία μποροῦμε νά παρακολουθοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί αἰσθανόμαστε τήν ὑπαρξιακή κατάστασή του διά τῆς προσευχῆς. Ὁ Γέροντας παρακολουθοῡσε μέ τήν προσευχή τά πνευματικά του παιδιά[10]. Τά παρακολουθοῦσε ἀπό μακρυά. Διηγεῖται ἕνα ἀπό αὐτά: «Ἕνα πρωῒ στό γραφεῖο μου διάβαζα ἀπό τή φιλοκαλία τόν Ἀββᾶ Κασσιανό. Μοῦ τηλεφώνησε ὁ Παππούλης καί μοῦ εἶπε: «Τί λέει ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός ἐκεῖ πού διαβάζεις»; Καί μοῦ ἐπανέλαβε σέ μετάφραση αὐτό, πού μόλις εἶχα διαβάσει»[11].
Ὁ Γέροντας ἦταν ἕνα μέ ὅλους, αἰσθανόμενος τίς προσευχές καί τίς ταλαιπωρίες τους[12].
Ἡ Θεία Χάρη ἀκτινοβολεῖται. Μέσα στό ἑνιαῖο καί ἑνοποιό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεία ἐνέργεια περνάει ἀπό τό ἕνα μέλος στό ἄλλο. Ἄν ὑπάρχει δεκτικότητα, δηλαδή ἀγάπη γιά τόν Κύριο καί τόν συνάνθρωπο, τότε τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μεταγγίζουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν ἄκτιστη ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός καί τά Θεῖα Του χαρίσματα. Ὅπως τά κύτταρα τοῦ σώματος ἐπηρρεάζουν τό ἕνα τό ἄλλο, κατ’ ἀναλογίαν καί τά ζωντανά ἔμψυχα κύτταρα τοῦ Θεανδρικοῦ σώματος ἀλληλοπεριχωροῦνται, ἀλληλοχαριτώνονται καί ἀλληλοαγιάζονται. «Τό ἐκχείλισμα καί τό περίσσευμα τῆς Χάριτος», διηγεῖται ὁ Γεροντας, ἀναφερόμενος στό περιστατικό τῆς συνάντησης του μέ τόν ἁγιασμένο Ρῶσο Γέροντα Δημᾶ[13], «ἦλθε σ’ ἐμένανε τόν ταπεινό, ὅταν εἶδα αὐτόν, τόν Γερο-Δημᾶ, στό Κυριακό νά κάνει τίς μετάνοιές του καί ν’ ἀναλύεται σέ λυγμούς στήν προσευχή του»[14]. Ὁ Γερο- Δημᾶς, ἀφανής ἅγιος τῶν Καυσοκαλυβίων, κάνοντας μετάνοιες καί νοερά προσευχή ἔπεσε σέ ἔκσταση μεταδίδοντας ταυτόχρονα τή Θεία Χάρη καί στόν νεαρό τότε, Γέροντα Πορφύριο. «Μέ τίς μετάνοιες αὐτουνοῦ», διηγεῖται ὁ Γέροντας, «τόσο πολύ τόν ἐπεσκίασε ἡ Χάρη, ὥστε ἀκτινοβόλησε καί σ’ ἐμένα. Τότε ξέσπασε καί σ’ ἐμένα ὁ πλοῦτος τῆς Χάριτος»[15]. Ὁ νεαρός τότε π. Πορφύριος εἶχε δεκτικότητα καί γι’ αὐτό δέχτηκε αὐτήν τήν Θεία ἀκτινοβολία. Τό κλειδί εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ Γέροντας ἀλλά καί ὁ καθένας μας δέχεται τήν Θεία Χάρη, στό μέτρο πού ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Οἱ ἄνθρωποι  μέσα, ἀλλά καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀλληλοεπηρρεαζόμαστε. Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μποροῦμε νά ἐπικοινωνοῦμε μυστικά καί νά βοηθοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ἐπιδροῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Τά καλά μας αἰσθήματα ἀσκοῦν καλή ἐπιρροή στούς ἄλλους[16] καί ἀντιστρόφως. Ἔλεγε κάποτε ὁ Γέροντας σέ πνευματικό του παιδί: « Ὅταν κάποιος ἐχθρός σου σέ βρίζει, σέ βλαστημάει, ἐσύ νά βλέπεις τήν ψυχούλα του καί νά τή χαϊδεύεις μέ τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη. Ὅταν ἡ κόρη σου κάνει ἀταξίες μήν τήν κοιτάζεις, κάνε πώς δέν δίνεις προσοχή καί χάϊδεψε τήν ψυχούλα της μέ ἀγάπη καί προσευχή καί νά δεῖς πῶς θά ἡσυχάσει. Τά καλά σου αἰσθήματα ἐπιδροῦν στούς ἄλλους καλά καί τά κακά σου κακά». «Τό ξέρω» ἀπάντησε τό πνευματικό του παιδί καί συνέχισε:
«Βλέπω πώς ὅταν δέν αἰσθάνομαι καλά γιά κάποιον εἶναι καί αὐτός κακός μαζί μου κι’ ὅταν αἰσθάνομαι ὄμορφα εἶναι μαζί μου καλός κι’ αὐτός»[17].
Ἡ ἀγωνία, ἡ ἀνυπονομησία, οἱ ἀρνητικές μας σκέψεις γιά τόν συνάνθρωπο, ὅπως καί οἱ θετικές τόν ἐπηρρεάζουν.Ὑπάρχει ἡ μή λεκτική ἐπικοινωνία, διά τῆς σκέψεως. Ὁ  Γέροντας- σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ- στό παρακάτω περιστατικό κάνει παρατήρηση στό συγκεκριμένο πρόσωπο, πού καταγράφει τό περιστατικό, διότι εἶχε ἀρνητικές σκέψεις γιά τόν Γέροντα: «Ἐσύ κάθεσαι τόσες ὧρες κλεισμένος μέσα στό αὐτοκίνητο καί κλαῖς τήν… μοίρα σου καί μέ ἐνοχλεῖς συνέχεια καί δέν μέ ἀφήνεις νά κοιμηθῶ. – Πότε σᾶς ἐνόχλησα ἐγώ Παππούλη; Ἐγώ τόσες ὧρες δέν ἄνοιξα τό στόμα μου! Οὔτε βγῆκα ἀπό τό αὐτοκίνητο. Τί εἶναι ὅλα αὐτά πού μοῦ λέτε σήμερα καί μέ στενοχωρεῖτε; Δέν μοῦ φθάνουν οἱ τόσες ἄλλες στενοχώριες;  -Δέν ξέρω τί λές ἐσύ. Ἐγώ ξέρω, ὅτι τόσες ὧρες μέ ἐνοχλοῦσες. Συνέχεια ἔλεγες: Πότε θά ξυπνήσει; Ἀκόμη θά κοιμηθεῖ; Γιά ποιόν ὕπνο μιλᾶς; Μέ ἄφησες ἐσύ νά κοιμηθῶ, ἔστω καί ἕνα λεπτό; Μέ ταλαιπώρησες, εὐλογημένε, πολύ!»[18].
Μέσα στήν Ἐκκλησία, διά τῆς κοινῆς, συγχρονισμένης προσευχῆς[19] ὑπάρχει ἀλληλοεπικοινωνία μεταξύ ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος  καί μετάδοση τῆς Θείας Χάρης. Στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦμε μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας. Σκοπός αὐτῆς τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, εἶναι νά ἀποκτήσουμε πνευματικά αἰσθητήρια ὄργανα, ζώντας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὑπάρχει ἐπικοινωνία τῶν μελῶν τῆς ἐπίγειας-στρατευομένης καί τῆς οὐράνιας- θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νά ἔχουμε ἐπικοινωνία μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας. Ὁ  Γέροντας ἀξιώθηκε νά δεῖ σωματικά τόν ἅγιο Γεράσιμο καί νά συνομιλήσουν[20]. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦμε νοερῶς μέ τούς ἁγίους μας καί αὐτοί ἀμέσως μᾶς ἀκοῦνε καί μᾶς βοηθοῦν. Κάποτε ὁ Γέροντας εἶπε σέ πνευματικά του παιδιά: «Ὅταν μέ θέλετε καί δέν μπορεῖτε νά μέ βρῆτε, φωνάξτε με, πέστε μου τί θέλετε κι’ ἐγώ θά τό ἀκούσω»[21]. Ἄλλη φορά εἶπε: «Ὅταν φύγω ἀπό αὐτή τή ζωή καί μέ χρειάζεστε, φωνάξτε με καί ‘γώ θά εἶμαι δίπλα σας, νά! ἐπαδά (κι’ἔδειξε μέ τό χέρι τή διπλανή θέση μας)»[22]. Μάλιστα ὅταν ὁ ἄνθρωπος χωρίζεται ἀπό τό σῶμα, τότε βιώνει πιό ἔντονα τήν ἑνότητα μέ τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας: «Ὅταν φύγω ἀπ’ τή ζωή αὐτή, θά ‘ναι πιό καλά. Θά εἶμαι πιό κοντά σας»[23].
Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐπικοινωνία καί μέ τούς κεκοιμημένους. Σύμφωνα μέ περιστατικό, πού διηγεῖται πνευματικό του παιδί, ἐπιβεβαιώνεται  τό γεγονός τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ζώντων μέ τούς κεκοιμημένους, ἐάν τό θέλει βέβαια καί ὁ Θεός[24]. Ὁ π. Πορφύριος εἶχε καί τό Χάρισμα τῆς ἀγάπης καί τῆς κοινωνίας μέ τά μέλη τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας[25].
Ὅποιος ζεῖ ὀργανικά ἐνταγμένος, μέσα στήν Ἐκκλησία, κοινωνεῖ μέ ὅλα τά μέλη Της, ὅπου καί ἄν βρίσκονται αὐτά, διότι βιώνει τήν κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν Χριστό. «Γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ», δίδασκε ὁ Γέροντας, «δέν ὑπάρχει ἀπόσταση ἔστω κι΄ ἄν εἶναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ὅπου κι’ ἄν βρισκόμαστε, εἴμαστε ὅλοι μαζί»[26]. Ὅταν κάποτε, ὁ π. Πορφύριος εἶχε ἀρρωστήσει βαριά, οἱ γιατροί προβληματιζόντουσαν, ἄν ἔπρεπε νά τόν κατεβάσουν στήν Ἀθήνα ἤ ὄχι. Ὁ Γέροντας δέν ἤθελε, καί  ὅπως διηγεῖται πνευματικό του παιδί ἔλεγε, ὅτι « θά πεθάνει ἀπ’τό καυσαέριο κι ἀπ’τήν ταλαιπωρία, τήν ψυχική μέσα στό νοσοκομεῖο». Οἱ γιατροί προβληματίζονταν. Τότε τηλεφώνησε ἐκ μέρους τοῦ πατρός Σωφρονίου (τοῦ Ἔσσεξ) ἕνας μοναχός καί εἶπε ὅτι  ὁ Γέροντας Σωφρόνιος λέει: «ἐπ’ οὐδενί νά κάνετε κάτι, τό ὁποῖο δέν θέλει ὁ Γέροντας Πορφύριος. Ὁ Γέροντας Πορφύριος εἶναι –εἶπε ἐπί λέξει- «ἕνα ἀσκί γεμάτο ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὅ,τι σᾶς λέει αὐτό πρέπει νά κάνετε»…Ἔτσι ὁ Γέροντας δέν κατέβηκε καί σιγά-σιγά μέ τίς ὁδηγίες, πού ὁ ἴδιος μᾶς ἔδινε γιά τήν θεραπεία του, ἔγινε καλά»[27]. Ὁ π. Σωφρόνιος ἐπικοινωνοῦσε πνευματικά μέ τόν π. Πορφύριο, ἄν καί βρίσκονταν χιλιόμετρα μακρυά.
«Εἴμαστε» ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ὁ νοῦς μας. «Βλέπουμε» ὁ ἕνας τόν ἄλλο ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα πού ἔχουμε. Αὐτά ἐπιβεβαιώνονται ἀπό πολλά περιστατικά πού σχετίζονται μέ τόν Γέροντα. Δέν εἴμαστε ἐκεῖ πού εἶναι τό σῶμα μας, ἀλλά ἐκεῖ πού εἶναι ὁ νοῦς μας[28]. Ἑπομένως: Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὄχι μόνον κοινωνία μεταξύ τῶν μελῶν, ἀλλά καί μετάβαση-μετακίνηση ἀπό τά ἕνα σημεῖο στό ἄλλο[29]. Ἡ συμπροσευχή μπορεῖ νά γίνεται, ἐνῶ τά σώματα βρίσκονται σέ ἀπόσταση[30]. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό φαινόμενο – γεγονός τῆς ἁρπαγῆς. «Ὁ Γέροντας», διηγεῖται πνευματικό του παιδί, «ἀγαποῦσε πολύ τό μοναστήρι τοῦ Essex (στήν Ἀγγλία). Πολλές φορές «πήγαινε» ἐκεῖ ἐν πνεύματι, ἐνῶ σωματικά ποτέ δέν εἶχε πάει στήν Ἀγγλία, καί συμπροσηύχετο. Κάποτε ἔλεγε σέ πνευματικό του παιδί γι’ αὐτό τό ἐκκλησάκι, στό παλιό κτίριο τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Essex: «Εἶναι σκοτεινό, ἔτσι, κατανυκτικό. Μοῦ ἀρέσει πολύ, νά πηγαίνω, ἐγώ ἐκεῖ τήν ὥρα πού κάνουνε ἀκολουθία τό πρωί, τό βράδυ, καί νά προσεύχομαι μαζί τους»[31].
Στήν Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε καί αἴσθηση σωματικῆς παρουσίας τοῦ ἄλλου, πού βρίσκεται μακρυά μας[32]. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα καί ὁ καθένας μας κύτταρο του. Ὅπως ὑπάρχει ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν κυττάρων πού συναπαρτίζουν τό ἴδιο σῶμα, ἔτσι ὑπάρχουν διάφορες μορφές ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν μελῶν, μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χαρισματικός τρόπος ἐπικοινωνίας αὐτῶν εἶναι ἡ μετάβαση καί ἡ ἁρπαγή.
  Ὁ Γέροντας εἶχε ἰδιαίτερα πάρει τήν δυνατότητα-Χάρισμα ἀπό τόν Θεό τῆς μετάβασης καί τῆς ἁρπαγῆς[33]. Σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ- ἱερομονάχου πού ζοῦσε στήν Ἀμερική- ὁ π. Πορφύριος τόν ἐπισκεπτόταν συχνά ἐν Πνεύματι, ἐκεῖ πού ἔμενε[34](δηλαδή στό σπίτι του στήν Ἀμερική). Ὑπάρχουν καί ἄλλα πολλά ἀνάλογα περιστατικά μεταβάσεως-ἁρπαγῆς[35].
Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατευθύνει καί ἁγιάζει κάθε ζωντανό κύτταρο τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό διανέμει καί τά διάφορα χαρίσματα Του. Τά χαρίσματα δίδονται σ’ αὐτούς, πού δέν τά ζητοῦν[36], στούς ταπεινόφρονες, σ’ αὐτούς, πού δέν θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἄξιο γι’ αὐτά. Ὁ π. Πορφύριος ἦταν ἕνας ἀπό  αὐτούς[37]. Διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Ὁ Γερο-Δημᾶς μοῦ μετέδωσε τό Χάρισμα τῆς εὐχῆς καί τό διορατικό»[38]. Τά χαρίσματα δίδονται γιά λόγους θεραπευτικούς τῶν μελῶν τοῦ Ἐκκλησιαστικού Σώματος. « Τό Χάρισμα μοῦ τό ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά γίνω καλός»[39], ἔλεγε ὁ ἄκρως ταπεινός Γέροντας.
Ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἀντιληπτή ἀπό ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, αὐτά πού εἶναι ζωντανά, πραγματικά ἐνταγμένα, ἐντός Της. Γίνεται αἰσθητή σ΄ αὐτούς, πού ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ ὑπακοή καί ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση, ἀπαρνούμενοι τελείως τόν ἑαυτό τους. Ἀναπτύσσονται τότε, ἤ μᾶλλον, ἐνεργοποιοῦνται τά πνευματικά αἰσθητήρια, πού ἤδη ἔχουν λάβει μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἡ μετάνοια ἀπομακρύνει ὅ,τι μέχρι τότε τά ἐμπόδιζε νά λειτουργήσουν. Ἡ ἄκτιστη θεοποιός Θεία Χάρη ἐμπλουτίζει τό σῶμα καί τήν ψυχή τους, μεταμορφώνοντας τά αἰσθητήριά τους, ὥστε νά μποροῦν πλέον νά βλέπουν, νά ἀκοῦνε καί νά αἰσθάνονται τό Ἄκτιστο Φῶς, τόν πνευματικό κόσμο. Αὐτό συνέβη καί στόν Γέροντα, ὅταν ἦταν ἀκόμη πολύ νέος[40].
Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἡ ὁποία γίνεται αἰσθητή ἀπό αὐτούς, πού Ἐκεῖνος θέλει[41]. Ὁ Γέροντας εὐωδίαζε[42], διότι εἶχε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. Ἡ εὐωδία πού ἐξέπεμπε ἦταν ἁγιοπνευματική ἐνέργεια, σύμφωνα μέ τό λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Χριστοῦ εὐωδία ἐσμὲν τῷ Θεῷ, ἐν τοῖς σῳζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις»[43].
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ π. Πορφυρίου: Τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, δίδονται μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα στούς ὑπάκουους[44]. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι «ἔγινα ξύπνιος, γρήγορος, πιό γερός στό σῶμα καί στήν ψυχή… Καί τό Χάρισμα τό προορατικό μοῦ δόθηκε ἀπ’ τόν Θεό ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς»[45]. Πράγματι ἔκανε, ὅπως ἔλεγε, «ἄκρα ὑπακοή»[46] στούς Γεροντάδες του, ἀλλά ἐπίσης καί «χαρούμενη»[47] ὑπακοή. Συνάμα ἀγάπησε μέ μία φοβερή ἔνταση τόν Θεό[48]. Γι’ αὐτό καί γέμισε μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι καί σήμερα ἐνεργό. Ἀναζητεῖ ἀνθρώπους δεκτικούς γιά νά ἀναπαυθεῖ. Οἱ δεκτικοί εἶναι οἱ ταπεινοί. Ταπεινοί εἶναι ὅσοι ὑπακούουν.  Ὁ Γέροντας ἐπιβεβαιώνει μέ τή ζωή του τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, πού γράφει στήν οὐρανοδρόμο Κλίμακα: «Ἐξ ὑπακοῆς ταπείνωσις· ἐκ ταπεινώσεως διάκρισις· ἐκ διακρίσεως διόρασις· ἐκ δέ ταύτης προόρασις»[49].
Ὁ ὅσιος Γέρων ἀξιώθηκε τοῦ διορατικοῦ[50] καί τοῦ προορατικοῦ[51] χαρίσματος. Σέ κάποια περίσταση μάλιστα, ὁ π. Πορφύριος, προγνώρισε ἐπερχόμενο θάνατο καί προετοίμασε κατάλληλα τό πνευματικό του παιδί[52]. Σχετικά μέ τό διορατικό Χάρισμα πού τοῦ δόθηκε σέ τόσο νεαρά ἡλικία ἔλεγε, ὅτι: α) Δέν εἶναι ἐπιστήμη, δέν εἶναι τέχνη, εἶναι Χάρις. β) Ἡ Θεία Χάρις δέν λανθάνει ποτέ. γ) Ὅταν ἐνεργεῖ ἡ Θεία Χάρις, ὁ ἄνθρωπος πλημμυρίζει χαρά, ἀλλά αὐτή τή χαρά πρέπει νά τή διακρίνουμε ἀπό τήν ψεύτικη χαρά, τήν ἀπομίμηση χαρᾶς, πού προσφέρει τό κακό σ’ αὐτόν, πού τό διαπράττει. δ) Ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει τήν Θεία Χάρι, δέν σκέφτεται ποτέ νά τήν χρησιμοποιήσει ὅπως αὐτός θέλει, ἀλλά ἐνεργεῖ ὅπως ἡ Θεία Χάρις τοῦ ὑποδεικνύει καί ε) Γιά νά ἐνεργήσει ἡ Θεία Χάρις μέσῳ ἑνός ἀνθρώπου, πρέπει αὐτός νά ἔχει τήν ἁγία ταπείνωση, (γιατί ὑπάρχει καί ἀρρωστημένη ταπείνωση) καί νά βρίσκεται στήν κατάλληλη πνευματική κατάσταση. Δέν πρέπει βέβαια νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ πρωτοβουλία ἀνήκει στήν Θεία Χάρι, τήν ὁποία ὁ χριστιανός ἐπικαλεῖται μέ τήν προσευχή. Ἐπίσης εἶναι σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι αὐτή ἡ προσευχή δέν εἶναι ἀπαιτητική, ἀλλά ἀπόθεσις ὅλης τῆς ζωῆς μας στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ Μας[53].
Μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ποικιλία χαρισμάτων, τά ὁποῖα δίδονται ἀπό τόν διανομέα τῶν χαρισμάτων, δηλ. ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα στά ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Γέροντας, ὡς γνήσιο τέκνο τῆς Ἐκκλησίας καί «κατά Χάριν υἱός Θεοῦ» ἦτο πολυχαρισματοῦχος. Μέσα στά ποικίλα χαρίσματα, πού τοῦ εἶχε δώσει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Γέροντας εἶχε τό Χάρισμα τοῦ νά βρίσκει νερό καί νά διακριβώνει τήν ποιότητά του[54].
Στήν Ἐκκλησία βιώνουμε πολλές φορές τό θαῦμα. Ὁ Γέροντας εἶχε ἀπό τόν Θεό τό Χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί μάλιστα τῆς ἐκδιώξεως τῶν δαιμόνων, καθώς καί τό ἰαματικό Χάρισμα[55]. Πολλές φορές θαυματουργοῦσε κρυφά. Ἐπίσης θαυματουργοῦσε καί θεράπευε ἀπό μακρυά[56]. Πόσα ἄραγε, δέν ἄλλαξαν μέ τίς θερμές προσευχές, πού ἀνέπεμπε μυστικά, ἀποφεύγοντας κάθε ἀνθρώπινο ἔπαινο ἤ ἀναγνώριση;![57]. Στήν Ἐκκλησία, ὁ Θεός διά τῶν Ἁγίων, μᾶς θεραπεύει ἀπό τίς σωματικές ἀλλά καί τίς πνευματικές μας ἀσθένειες. Ὁ Γέροντας μέ τό θεραπευτικό[58] καί μάλιστα κατά τοῦ καρκίνου Χάρισμα[59] του τό ἐπιβεβαιώνει. Ἀκόμη καί αὐτός ὁ θάνατος δέν μᾶς χωρίζει ἀπό τούς ἁγίους μας, οὔτε μᾶς στερεῖ τίς θεραπευτικές τους προσευχές. Τό ἰαματικό Χάρισμα, ἄν θέλει ὁ Θεός, διατηρεῖται μετά θάνατον καί μάλιστα σέ ἐντονώτερο βαθμό[60].
 Στήν Ἐκκλησία, τά θαύματα γίνονται κατά κύριο λόγο μυστικά, γιά νά μήν καταπιέζεται ἡ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεός δέν μᾶς πειθαναγκάζει. Ἐνεργεῖ, διά τῶν Ἁγίων Του κρυφά, μέ λεπτότητα καί πολύ σεβασμό στήν ἐλευθερία μας. «Καί ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦσαν ἀπό τόν Χριστό «σημεῖον», δηλαδή θαῦμα, τούς ἀπάντησε ὅτι δέν θά τούς δοθεῖ ἄλλο σημεῖον, ἐκτός ἀπό τό σημεῖον τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔγινε κατά τρόπο ἐντυπωσιακό, οὔτε ἐνώπιον ὅλων, ὥστε νά καταπιέσει τή συνείδησή τους νά τήν δεχθοῦν»[61].
Μεταξύ τῶν ποικίλων χαρισμάτων τοῦ Παρακλήτου εἶναι τό Χάρισμα τῆς ὑλοποίησης. Τά ὑλικά πράγματα δημιουργοῦνται μέ θαυματουργικό τρόπο ἀπό τό μή ὄν ἤ πολλαπλασιάζονται -ἐάν θέλει ὁ Θεός- μέ τίς προσευχές τῶν Ἁγίων. Τό Χάρισμα τῆς ὑλοποίησης  τό εἶχε ὁ Γέροντας. Ὅμως «οἱ ὑλοποιήσεις εἶναι δυό εἰδῶν», ἔλεγε «εἶναι ἡ κακιά καί ἡ καλή…Μπορεῖ ἕνας νά κάνει προσευχή πού οἱ ἄλλοι δέν ἔχουνε λάδι καί βασανίζονται γιατί τούς ἔχει λείψει τό λάδι, νά ν’ ἀνοίξει τά χέρια του καί νά γεμίσουν τά κιούπια μέ λάδι. Ἔ, μπορεῖ καί ἕνας γκουρού νά κάνει κάτι ἄλλο, μιά ἄλλη ὑλοποίηση, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἴδια, δέν εἶναι τοῦ ἀγαθοῦ πνεύματος»[62]. Γιά παράδειγμα ὁ γκουρού Σάι Μπάμπα ἔκανε λουκουμάδες ἀπό ἄμμο καί τά πρόσφερε στούς καλεσμένους του[63]. Τό πιθανότερο βέβαια εἶναι ὅτι ὅλο αὐτό τό «θαῦμα» ἦταν ἕνα ταχυδακτυλουργικό τρύκ[64] ἤ μία δαιμονική ἀπάτη. Ὁ π. Πορφύριος, ἀντίθετα, εἶχε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀποδεδειγμένα πολύ πλούσια, ὥστε μποροῦσε νά δημιουργεῖ ὕλη[65].
Τά ποικίλα Χαρίσματα πού διανέμει ὁ Βασιλεύς τῶν Οὐρανῶν, τό Πανάγιον Πνεῦμα χορηγοῦνται γιά τήν θεραπεία τῶν σωματικῶν ἀλλά κυρίως τῶν πνευματικῶν μας ἀσθενειῶν. Αὐτός εἶναι ὁ κύριος ρόλος τῆς Ἐκκλησίας.


[1] Βίος καί λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Ζ΄ ἔκδοση, Χανιά 2006 (Στο ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ζ΄).

σελ.279.

[2] Βλ. . Ἱερ. Σάββα Ἁγιορείτου, Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία καί πῶς θά τή ζήσουμε, Ἔκδοση Ἱεροῦ Κελλίου «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου», Β΄ἔκδοση, Κερασιά, Ἅγιον Ὄρος 2009,(στό ἑξῆς Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία) σελ. 18.
[3] Βίος καί Λόγοι, σελ. 281.
[4] Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία σελ. 137.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 202.
[6] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 171-172.
[7] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 165-168.
[8] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 52.
[9] Ὅ.π. σελ. 116.
[10] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 29-30.
[11] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 52.
[12] Ὅ.π. σελ. 149.
[13] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 79.
[14] Ὅ.π. σελ. 79-80.
[15] Ὅ.π. σελ. 79-80.
[16] Ὅ.π. σελ. 279.
[17] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 103.
[18] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 145.
[19] Ὅ.π. σελ. 40-41.
[20] Ὅ.π. σελ. 181-182.
[21] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 107.
[22] Ὅ.π.  
[23] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 198.
[24]πατήρ Πορφύριος, σελ. 18-20.
[25] Ὅ.π. σελ. 73-74.
[26] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 198.
[27] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 50.
[28] Ὅ.π. σελ. 131.
[29] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 186-187.
[30] Πρβλ. Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 198.
[31] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 49.
[32] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 152-153.
[33] Ὅ.π. σελ. 24-25.
[34] Ὅ.π. σελ. 25-26.
[35] Ὅ.π. σελ. 26-27.
[36] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 505.
[37] Ὅ.π. σελ. 507.
[38] Ὅ.π. σελ. 82 – 83.
[39] Ὅ.π. σελ. 505.
[40] Ὅ.π. σελ. 76- 77.
[41] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 75- 76.
[42] Ὅ.π. σελ. 108-109.
[43] Β΄ Κορ. 2, 15.
[44] Βίος καί Λόγοι,Ζ΄, σελ. 502.
[45] Ὅ.π. σελ. 73.
[46] Ἱερομονάχου Πορφυρίου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν  Καυσοκαλυβίοις τή 4/17 Ἰουνίου 1991.
[47] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 73-74.
[48] Πρβλ. Ἱερομονάχου Πορφυρίου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν Καυσοκαλυβίοις τή 4/17 Ἰουνίου 1991.
[49] Ἰωάννου Σιναΐτου, «Κλῖμαξ», Λόγος Δ΄, «Περί ὑπακοῆς», στ. 105, ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, ἔκδ. 9η, Ὠρωπός 2002, σελ. 104.
[50] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 44-45. Πρβλ. καί σελ. 47 καθώς καί 107.
[51] Ὅ.π. σελ. 59. Πρβλ. καί σελ. 74-75
[52] Ὅ.π. σελ. 65-66.
[53] Πρβλ. Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 18.
[54] Ὅ.π. σελ. 111.
[55] Βλ. παρακάτω.
[56] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 134.
[57] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 24.
[58] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 61-62, Πρβλ. καί σελ. 113-116
[59] Ὅ.π. σελ. 126-127.
[60] Ὅ.π. σελ. 223-224.
[61] Ὅ.π. σελ. 26.
[62] Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Τό πνεῦμα τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές, ἔκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Κ.Π. 3. Ἀπομαγνητοφωνημένη συνομιλία τοῦ γέροντος Πορφυρίου μέ φίλους τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού ἔγινε τό 1989.
[63] Βλ. Γαβριηλίας Μοναχῆς,  Ἡ ἀσκητική τῆς Ἀγάπης, Ἀθήνα 1996, Α΄ ἔκδοση, σελ. 53.
[64] Βλ. Ἀνωνύμου, Σάι Μπάμπα,  Sai Baba, Λεξικό τοῦ σκεπτικιστῆ, http://www.skepdic.gr/Entries/Sigma/saibaba.htm, ὅπου  ἀποδεικνύονται οἱ ἀπάτες-«θαύματά του».
[65]  Ὁ πατήρ Πορφύριος,σελ. 178-179.
Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.