Η ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ

γου ωννου το Δαμασκηνο

1.  Μθε ν μιλσω νυπστατος Λγος το Θεο. Ατς πο δν πομακρνθηκε π τος πατρικος κλπους κα κυοφορθηκε περγραπτα στ σπλχνα τς Παρθνου. Ατς πογινε γι μνα ,τι γ εμαι, Ατς πο εναι παθς ς πρς τν θετητ Του κα περιβλθηκε στσο μοιοπαθς μμνα σμα. Ατς πο στν ορανποχεται πνω στ χερουβικρματα κα πνω στ γ καβαλικεει σ γαϊδουρκι (πρβλ. Ματθ. 11, 7-9). βασιλις τς δξας, Ατς πο μαζ μ τν Πατρα κα τ Πνεμα εφημεται π τ Σεραφμ ς γιος κα δχεται τ ψελλσματα τν παιδιν π τν κακη γλσσα τους. Ατς πο εναι Θες καχει τ μορφ δολου κα πολαβε τ μορφ το δολου. Ατς πο εναι υλος καἀόρατος Θες κα δχτηκε ν λβει ρατ κα ψηλαφητ σμα. Ατς πο βδισε κοσια στ πθος, γι ν μο χαρσει τν πθεια. Ατς ποος βλποντας τν νθρωπο, ποπλασε σμφωνα μ τν εκνα Του κα τν μοωσ Του, τ πλσμα τν χεριν Του, νχει δελεαστεπ τν πτη το φιδιο, κενον νχει πσει στν παρβαση τς ντολς Του κα νχει γνει ποχεριος τς φθορς καπλογος θαντου, δν ντεξε. γεμτος συμπθεια δν μπρεσε νπομενει τ στρηση κενου πο ποθοσε, λλ τν κλεσε μ πολλος τρπους σπιστροφ κα μετνοια, φο τν παδεψε σν χριστο δολο, σν μυαλο κα νπιο γι «πολυμερς κα πολυτρπως» καφο μηχανετηκε κθε μσο, γι νποτινξει τ δουλεα πο τν τυραννοσε κατσι νπανλθει στν Πλστη του. μως ταν δνατη πιστροφ του, φο μι γι πντα εχε καταδουλωθε στν μαρτα κα εχε συζευχθε θεληματικ μ τν πιθυμα τν γινων. Γι ατπεργαθος Κριος ναλαμβνει τ φση μας, πειδ εδε τι ατ εχε ξασθενσει.

Βλποντας δηλαδ τν νθρωπο ν μπακοει στ λγο κα τς ντολς κα τ προστγματα τς σωτηρας, τ λει; «Πρπει ν παιδαγωγσω μργα ατν ποχει γνοια. Πρπει ν τν κατευθνω στς ρετς, γι ν τς συνηθσει κα ν τς πιτελσει διος. Πρπει ν μ δον μ τ μτια τους νμεσ τους, κατσι ν θεραπεσω τν ρρωστο. Πρπει ν κνω ν ξαναγυρσει τ πλανημνο πρβατο κα ν τδηγσω στν ρχικ του διαμον, στν παρδεισο. Πς μως θ τπιστρψω χωρς ν μ βλπει; Πς θδηγσω ατν πο δν βλπει τχνη μου;»

Γι ατγινε νθρωπος, στε, μσα πραξε καπαθε, ν διδξει μπρακτα ατν πογνοοσε, πς ν πρξει τν ρετ. τσι βλποντς Τον ν κατεβανει κατ οκονομαν γι χρη μας στ γπ τος πατρικος κλπους, ννεβομε καμες μ τ θλησ μας πρς Ατν π τ μητρα μας γ. Σαρκθηκε πσης γι ν δεξει τν νυπρβλητο πλοτο τς γπης Του πρς μς. Γιατ μεγαλτερη γπη δν μπορε ν δεξει καννας, παρ μνο ν θυσισει τν ψυχ του γι χρη τν φλων του (ω. 15, 13). Κα πς ποιος δν χει νσαρκη ζω θ δεξει τν γπη του;

2. – Γι ατναλαμβνει τ σρκα, γι ν Τν δομε στ γ κα ν ζσει νμεσα στος νθρπους (Βαροχ 3, 38). Γι ατναλαμβνει ψυχ, γι ν θυσισει τν ψυχ Του γι χρη τν φλων Του. Κα φλους δν ννο ατος πο Τν γαπον, λλ ατος πο ποθεκενος. Γιατμες Τν μισσαμε κα Το στρψαμε τν πλτη κα γναμε δολοι σλλον, ν Ατς δν μετβαλε τν γπη Του σμς. Γι τοτο τρεξε πσω μας. ρθε σμς πο Τν μισσαμε, προσπθησε ν προλβει μς πο φεγαμε κι ταν μς φτασε, δ μς λεγξε μ σκληρτητα, δ μς γρισε κοντ Του μ τ μαστγιο, λλ σν ριστος γιατρς πο τν βρζει κποιος μανιακς, πο τν φτνει κα το δνει ραπσματα, Ατς πρσφερε τ θεραπευτικ Του πηρεσα. Σνδειξη το μεγθους τς θεραπεας πρσφερε στν νθρπινη φση τν δια Του τν θετητα ς φρμακο. Φρμακο πολ δραστικ, φρμακο παντοδναμο. Ατπδειξε τσθενικ μας σαρκο πισχυρπ τς ἀόρατες δυνμεις. πως δηλαδ σδηρος ταν νωθε μ τ φωτι εναι δνατο νγγιχτε, τσι κα τ χρτο τς δικς μας φσης, φονθηκε μ τ φωτι τς θετητας, γινε πλησαστο π τ διβολο. Κι πειδνα πθος θεραπεεται μ τντθετ του –πως λνε κι ο μαθητς τν γιατρν- καταβλλει κι Ατς τ πθη μας μ τντθετ τους, δηλαδ τν δον μ τος μχθους, τν περηφνεια μ τν ταπενωση. Δν ταπενωσε δηλαδ μνο τν αυτ Του μ τ ν γνει νθρωπος, νταν πλοσιος στ θετητα, λλ ταπεινθηκε κανμεσα στος νθρπους (πρβλ. Φιλιπ. 2, 6-8).

Πργματι ποις π τος νθρπους πρξε τσο ταπεινς; «Δν χει πο ν κλνει τν κεφαλ του» (Ματθ. 8, 20). Δν εχε ποζγιο, δν εχε διπλ χιτνα, δν εχε λλο ροχο. «Δεχμενος προσβολς, δν τς νταπδιδε. Δν πειλοσε ταν τοκαναν κποιο κακ»(Α’ Πτρ. 2, 23). δηγονταν σν κακο ρν στ θυσα, χωρς ν διαμαρτρεται, χωρς ν φωνζει (σ. 53, 7). Τν ρπιζαν κι δινε πρθυμα τ σιαγνα Του σκενον πο Τν χτυποσε. Δν στρεψε τ πρσωπ Του γι νποφγει τ ασχρ φτυσματα. ν Τν ποκαλοσαν Σαμαρετη κα δαιμονισμνο (ω. 8, 48) καν Τν καταδωκαν, δεχνει πομον σ ατ, γι νκολουθσομε κι μες τχνη Του.

Τκανε λα ατ μ τν εδοκα το Θεο-Πατρα. ντας δηλαδ δικς Του Υἱός Μονογενς καμοοσιος, μς γνρισε τν Πατρικγπη το Θεο-Πατρα. Γιατ τσο πολ μς γπησε Θες κα Πατρας, στε δωσε ς λτρο γι χρη μας τν Μονογεν Υἱό Του. γπη νυπρβλητη! δωσε τν Μονογεν Υἱό Του, ποταν συμβασιλας Του, γι χρη δολων πο παρκουσαν, γι χρη χθρν πο Τν βλασφημοσαν κα λτρευαν γι θε τους τν χθρ. βθος πλοτου τς γαθτητας το Θεομ. 11, 33). Δν ντιστθηκε μως Μονογενς Υἱός, δν θτησε τ θλημα το Πατρα. Γιατταν Ατς βουλ κα θληση το Πατρα. Γι ατ λοιπν, πειδταν μτοχος κα κοινωνς τς φσης Του (γιατ εναι μα φση το Πατρα κα το Υο), κτελε δικ Του θλημα, γνεται νθρωπος καπκοος το Πατρα μχρι θαντου, κα μλιστα θαντου σταυρικο (Φιλ. 2, 8), θεραπεοντας τσι τ δικ μου παρακο.

3. πεγεται λοιπν πρς τ πθος κα βιζεται ν πιε τ ποτρι το θαντου, τ σωτριο γιλο τν κσμο. ρχεται πεινασμνος γι τ σωτηρα τς νθρωπτητας, κα δ βρσκει σ ατν καρπ. Γιατ ατν παινσσεται μεταφορικ συκι. Ποις δηλαδ τρει τ πρω; βασιλις, Κριος, Δσκαλος. Νιθοντας πενα πρω-πρω, δν μποδζει τν πιθυμα το φαγητο. Δν συγκρατε τ φση Του, λλ, σν κποιος κρατς κι κλαστος, ρμνητα στ φαγητ, σκατλληλη ρα. Πς ττε παιδαγωγε τος μαθητς Του ν μν τος νικ τ πθος τς πιθυμας;

Δν εναι τσι τ πργμα. λλπως μιλοσε διδσκοντας μ παραβολικος λγους, τσι κτελε κα τς παραβολς μργο. Πλησασε στ συκι πεινντας (Ματθ. 11, 19). συκιποδλωνε τ φση τς νθρωπτητας. καρπς τς συκις εναι γλυκς, τ φλλα της τραχι κι χρηστα κι τοιμα γι τ φωτι. λλ κα φση τς νθρωπτητας εχε γλυκτατο τν καρπ τς ρετς, χοντας π τ Θε τν ντολ ν τν καρποφορε, ξαιτας μως τς καρπας της στν ρετβγαλε τ τραχι φλλα.

Πργματι τπρχει τραχτερο π τς βιοτικς μριμνες (Γεν. 2, 25); ταν κποτε γυμνοδμ κα Εα κα δν νιωθαν ντροπ. Γυμνο στν πλτητα κα τν πριττη ζω τους. Οτε τχνη εχαν οτε βιοτικς μριμνες. Δν πινοοσαν τρπους πς ν σκεπσουν τ γμνια το σματς τους. Δν ντρπονταν γι τν κτημοσνη τους οτε γι τ λιττητα τς ζως τους, λλ, ν καταν γυμνο στ σμα, τος σκπαζε Θεα Χρη. Δν εχαν σωματικ φρεμα, λλ φοροσαν νδυμα φθαρσας. ταν μως παρκουσαν, βρθηκαν μακριπ τ Χρη πο τος σκπαζε. πογυμνθηκαν π τν κστασ τους πρς τν Θε κα τ θεωρα Του. Εδαν τ γμνωση το σματς τους (Γεν. 3, 7). Πθησαν τ εχριστα τς ζως. Βρθηκαν μσα στ φτωχικ κα στερημνη ζω. ρραψαν φρεμα π φλλα συκις κι καναν περιζματα, καναν πολλος λογισμος κα βρκαν τν τραχι κα γεμτη μριμνες κα πνους ζω. «Μ τν δρτα το προσπου σου θ φς τ ψωμ σου. Καταραμνη θ εναι γι τργα σου γ, θ βγλει γι σνα γκθια κα τριβλια κα θ καταλξεις στ γ» (Γεν. 3, 17, 19).

πχτησες γινα φρονματα, γι ατ στροφ σου θ γνει πρς τ γ. γινες να μ τλογα ζα, φο δν κατλαβες τι εχες τιμητικ θση (Ψαλμ. 48, 13). σουν στος κλπους το Θεο κα δν κατλαβες τν καρποφρο ρετ. Προτμησες τν πλαυση τν γινων κι γπησες τ ζω τν λγων ζων. Εσαι γ κα θ καταλξεις στ γ. Θ κληρονομσεις τ θνατο, πως τλογα ζα. Ατς εναι λγος πο φορει κα τος δερμτινους χιτνες (Γεν. 3, 21). ντας μ τ σμα του νμεσα στ ζω κα στ θνατο – ν πρτα ζοσε στν παρδεισο τς τρυφς κα κατοικοσε σ βασιλικ διαμερσματα – πκτησε πειτα θνητ κα παχ σμα, καν νντχει στος κπους. Εναι ληθιν τραχι τ φλλα τς συκις τς φσης μας, τς πειθρχητης κακας τς φσης μας. Σ ατ τ συκι, τ φση δηλαδ τς νθρωπτητας, πγε Σωτρας πεινντας κα ζητντας π ατν τ γλυκτατο καρπ, δηλαδ τν γλυκτατη γι τ Θερετ, μ τν ποα πραγματοποιε τ σωτηρα μας. Κα δ βρκε καρπ, παρ φλλα μονχα, τν τραχι κα πικρμαρτα κα,τι κακ φυτρνει π ατν.

Γι ατ κα τς λει πιτιμητικ: «Ποτ πι δν θ δσεις καρπος» (Ματθ. 11, 19). Γιατ σωτηρα δν προρχεται π τος νθρπους. ρετ δν προρχεται πνθρπινη δναμη. γ θ φρω τ σωτηρα σας κα μ τ πθος μου θ σς χαρσω τν νσταση. Θ σς χαρσω πιπλον κα τν παλλαγ σας π τν πολ σκληρ ατ ζω πο τρα ζετε. Ατ επε κα ββαια πως τ επε κα τ πραγματοποησε.

(Ἀπσπασμα π τν μιλα στν ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΑ)

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: imaik.gr)

http://www.alopsis.gr/alopsis/sykia.htm