Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι, πιστεύοντας ότι υπάρχουν κρυμμένοι θησαυροί, κατέσκαψαν και σχεδόν κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το μοναστήρι. Σήμερα η πρόσοψη της Μονής στέκεται μπροστά μας στο ύψωμα της Αναλήψεως, τραυματισμένη και αφημένη στην τύχη της, να ατενίζει την κοιλάδα μέχρι το Σούσεχρη, αδιάψευστος μάρτυρας αιώνων ένδοξης ιστορίας των χριστιανών κατοίκων της Νικοπόλεως.Το 1785 λοιπόν, γεννιέται στο χωριό Χάχαβλα ο Ιωαννίκιος Θωμαϊδης, ο οποίος γύρω στο 1805-1810 εκάρη μοναχός και έβαλε σκοπό της ζωής του να ανοικοδομήσει το μοναστήρι. Τελικά το κατάφερε και περίπου μεταξύ 1812-1815 το οικοδόμημα ήταν έτοιμο και ο ίδιος έγινε Ηγούμενος της Μονής.
Στον τρίτο όροφο ήταν ο ναός της Μονής, με τρούλο που έφτανε μέχρι την οροφή της σπηλιάς. Μπροστά υπήρχε μεγάλος εξώστης με κάγκελα και πίσω ήταν τα αγιάσματα και το εκκλησάκι της Αγίας Άννας.
Η ανάβαση προς το μοναστήρι ξεκινούσε από τη βάση του βράχου της Αναλήψεως (που έχει 800 μέτρα ύψος) με ένα ελικοειδές μονοπάτι. Στη δεύτερη στροφή του μονοπατιού υπήρχε ένα διώροφο χάνι με στάβλο και αχυρώνα για τα ζώα. Στην τρίτη στροφή βρισκόταν το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας και αμέσως μετά, μέσω κοπιαστικής ανηφόρας, έφτανες στα προπύλαια της Μονής. Για να φτάσεις πλέον στο ναό, έπρεπε να ανεβείς εξήντα σκαλοπάτια.
Με την πάροδο των χρόνων η φήμη της Μονής εξαπλώθηκε σε όλο τον Πόντο και κάθε δεκαπενταύγουστο έφταναν χιλιάδες προσκυνητών για τη χάρη της. Η προσέλευση και το πανηγύρι άρχιζαν δύο τρεις ημέρες πριν το δεκαπενταύγουστο και κρατούσαν μέχρι τα εννιάμερα της Παναγίας. Βέβαια προσκυνητές έρχονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αφού πίστευαν ότι η Παναγία της Γαράσαρης θεράπευε διάφορες αρρώστιες.
Ξέροντας ο Πεκτές-μπέης ότι ο Ιωαννίκιος βρισκόταν στο Πατριαρχείο, ζήτησε τη βοήθειά του και ο Ηγούμενος παρακάλεσε τον Πατριάρχη Ιωακείμ να μεσολαβήσει στο Χαμήτ. Ο Πατριάρχης επισκέφθηκε το Σουλτάνο και κατάφερε να τον πείσει να δώσει χάρη στον Πεκτές-μπεη. Έτσι ο Τούρκος τσιφλικάς γλίτωσε και για να ευχαριστήσει τον Ιωαννίκιο, δώρισε στο μοναστήρι τα τσιφλίκια του στο Τσιβή-τουτμάζ και στο Ελεκτζή-τουζιού. Μ’ αυτό τον τρόπο τα κτήματα της Μονής αυξήθηκαν στα δέκα χιλιάδες στρέμματα και έφταναν μέχρι τον ποταμό Λύκο. Από την εκμετάλλευση και την ενοικίαση των κτημάτων, το μοναστήρι είχε έσοδα που χρησιμοποιούσε για τη λειτουργία του και τη φιλοξενία των προσκυνητών.
Στις 25 Ιουνίου 1924 οι μοναχοί έφυγαν μαζί με τους άλλους κατοίκους της Νικόπολης, παίρνοντας μαζί τους τα ιερά κειμήλια της Μονής. Μέρος αυτών των κειμηλίων κατέληξαν στον ιερό ναό Κορυφών Καβάλας και τα περισσότερα στην εκκλησία της Παναγούδας, στη συνοικία της Αγίας Παρασκευής στην Καβάλα.
ΣΗΜ: Ο Ηγούμενος Ιωαννίκιος Θωμαϊδης που, μετά από 13 αιώνες από την ίδρυσή της, “ανέστησε” την Παναγία της Γαράσαρης και την ανέδειξε σε παμποντιακό προσκύνημα, ήταν από το χωριό Χάχαβλα και πρόγονος του συνταξιδιώτη μας Σάββα Καλεντερίδη (από την οικογένεια της γιαγιάς του Ναζλούς Καλεντερίδου, που εγκαταστάθηκε στη Βέργη Σερρών).
garasari. blogspot.com