Ὁ Γέροντας δὲν ξεχώριζε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Παρέμενε, σὲ κάθε περίπτωση, ὁ εἰρηνικός, ὁ μειλίχιος πατέρας, ἐπιεικὴς καὶ ἀνεκτικὸς στὶς πτὠσεις τῶν ἀνθρώπων, διότι κατεῖχε τὰ μυστικά του πνευματικοῦ ἀγῶνος. Δὲν παγιδευόταν ἀπὸ τοὺς παραπλανητικοὺς ἑλιγμοὺς τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος, ὡς πρῶτος διδάξας, ἐφήρμοζε, μὲ ἐκσυγχρονισμένες παραλλαγές, τὴ μέθοδο τοῦ «διαίρει καὶ βασίλευε». Ὁ Γέροντας δὲ φατρίαζε, δὲν ξεχώριζε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς, αἰσθανόταν ὀργανικὰ ἑνωμένος μὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς, μέσα στὸ ἑνιαῖο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.Ζοῦσε τὸ ἀποστολικὸ «τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τἰς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» Ὅσο ἀποστρεφόταν τὴν ἁμαρτία, ἄλλο τόσο ἀγαποῦσε, ἀδιακρίτως, ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἐκεῖνοι μερικὲς φορὲς τὸν πολεμοῦσαν, μὲ παρότρυνση τοῦ διαβόλου, κι αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ συμπαραταχθεῖ μαζί τους, στὸν κοινὸ πόλεμο τῶν χριστιανῶν κατὰ τοῦ πονηροῦ. Ἀκολουθοῦσε τὴ συμβουλὴ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Μὴ μετ᾿ἐκείνου (τοῦ διαβόλου) κατ᾿ἀλλήλων ἱστάμενοι, ἀλλὰ μετ᾿ἀλλήλων κατ᾿ἐκείνου παρατασσόμενοι».