Από τη στιγμή που γίναμε χριστιανοί, και ιδιαίτερα εν επιγνώσει χριστιανοί, πρέπει να το πάρουμε απόφαση, πως δεν μπορούμε να μείνουμε αργοί πνευματικά. Και το έργο μας είναι η ακολούθηση του Ιησού. Κοντά Του δε θα βρούμε ανάπαυση σωματική ή πνευματική ακολουθώντας Τον.
Ο ίδιος διακήρυξε: «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι». Και: «Εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν˙ έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι».
Ακολουθώντας επομένως τον Ιησού, κατά πόδας «όπου αν υπάγη», καλούμεθα σε πορεία ευλογημένη, και συγκεκριμένα για την περίπτωσή μας, πορεία αγάπης.
Ο Ιησούς είναι η προσωποποιημένη αγάπη του Θεού.«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλυται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον». Και˙ «έτι αμαρτωλών όντων Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Ακολουθώντας λοιπόν τον Ιησού, οφείλουμε να τον ακολουθήσουμε χωρίς καμιά διακοπή στο δρόμο της αγάπης, που ο ίδιος ακολούθησε με κάθε συνέπεια μέχρι τέλους.
Η ακολούθηση του Ιησού δεν είναι μόνο στατική, δηλαδή μόνο συναισθηματική κατάσταση παθητικότητος, αλλά δυναμική και κινητική, έκφρασή της δηλαδή ενεργός και προς τα έξω.
Ο Χριστός δεν είναι μόνο «η αλήθεια και η ζωή», αλλά και η «οδός», που πρέπει μέσω του να βαδίσουμε, δηλαδή εκτός των άλλων, κυρίως την αγάπη, που είναι αυτός ο ίδιος. Και όπως αυτός περπάτησε το δρόμο της αγάπης μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού, οφείλουμε και εμείς τον ίδιο δρόμο να ακολουθήσουμε, αγαπώντας, όπως Αυτός.
Δεν είναι βέβαια εύκολος ο δρόμος αυτής της αγάπης. Χρειάζεται πολύ μεγάλη γενναιοψυχία και εξαιρετική «ευηκοΐα», δηλαδή πολύ ευαίσθητο αυτί, ικανό να συλλαμβάνει και να αφουγκράζεται τους στεναγμούς των «πεπεδημένων» από την αμαρτίαν, τους γόους της θλίψεως και τους στεναγμούς του πόνου, τα αγκομαχητά των βαρυφορτωμένων άγχος και αγωνία, αηδία και πλήξη ανθρώπων, έλλειψη νοήματος της ζωής, το δράμα των θυμάτων της ευμαρείας και του δυσβάσταχτου σκοτεινού και καταθλιπτικού φορτίου των παθών και των ποικίλων ασθενειών, που βαραίνοντας τους ώμους αδελφών μας καθιστούν τη ζωή τους κόλαση.
Η ζωή μας ως πιστών πρέπει να αποτελεί μια συνεχή παράδοσή μας «εις κατάβρωμα» στους αδελφούς μας. Πρέπει να προσφερόμαστε στους αδελφούς μας σαν άρτος εις βρώσιν προς ενίσχυση και τόνωση κάτω από το βάρος των δοκιμασιών τους. Αυτό πρέπει να είναι το μέτρο, που με βάση αυτό θα τραβάει ο Θεός κάθε καλό, που βρίσκεται μέσα μας, για να πραγματοποιείται έτσι η έμπονη ακολούθηση του Ιησού στο δρόμο της αγάπης.
Υπάρχει ίσως σε κάποιους η όχι σωστή αντίληψη, ότι δήθεν αρκεί να αγαπούμε εσωτερικά τους άλλους, χωρίς να χρειάζεται να το εκδηλώνουμε εξωτερικά. Όμως αυτή η αντίληψη δε στέκει με κανένα τρόπο. Η αγάπη του πιστού ακολούθου του Χριστού πρέπει βέβαια να υπερπληροί το εσωτερικό του.
Όμως η αγάπη που εμπνέει και ζητάει ο Κύριος, όπως άλλωστε και κάθε άλλη αγάπη, πρέπει να εκδηλώνεται και εξωτερικά, χωρίς αυτό να σημαίνει επίδειξη, για να είναι η αγάπη όντως αγάπη. Χωρίς πρακτική εκδήλωση αγάπης, η αγάπη μας τελικά καταντά φαντασίωση αγάπης, υποκρισία, καθαρή αυταπάτη.
Μόνο που η αγάπη του πιστού πρέπει να είναι απλή, άδολη, διακριτική, κρυμμένη ίσως μέσα στην πεζή πραγματικότητα. Αλλά και αν δεν είναι πρακτικά εξωτερικά εκδηλώσιμη με συνηθισμένους τρόπους, δεν είναι καθόλου ελλιπής σε εξωτερίκευση, π.χ. μια αυθόρμητη έκχυση θερμών δακρύων σε ολονύχτια προσευχή αγάπης για κάποια ή κάποιες ψυχές ή για ολόκληρο τον κόσμο.
Δεν είναι καθόλου ανάξια λόγου έκφραση αγάπης κρυμμένη σε κάποιες ταπεινές διακονίες, που δεν τραβούν την προσοχή των πολλών, που όμως στην πραγματικότητα μπορεί να αποτελούν υπέροχες πράξεις σπάνιου ηρωισμού και αυταπαρνήσεως.
Έτσι ή αλλιώς η αγάπη είναι ανάγκη να εκφράζεται με συγκεκριμένους τρόπους προς τα έξω. Και επειδή σημαίνει να τη μετρούμε με μέτρο για την αυτοαγάπη μας (δεν λέει η εντολή˙ «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν»;) σημαίνει πως η απόκτηση της αγάπης δεν είναι εύκολη δουλειά ούτε πετυχαίνεται στα γρήγορα σαν μανιτάρι, που μεγαλώνει μέσα σε μια νύχτα.
Χρειάζεται κόπος και μόχθος πολύς και αγώνας συνεχής και όχι λίγος χρόνος για την απόκτηση της αγάπης, και αυτό όχι με μόνες τις δικές μας προσπάθειες και δυνάμεις, ώστε να γίνει η αγάπη μόνιμη κατάσταση των ψυχών μας και να ακτινοβολεί γύρω της ως συνεχής πράξη, όπως ακτινοβολεί ένα στερεό σώμα, που έχει πυρακτωθεί ως τα έγκατά του.
Ας μη λησμονούμε πως στα βάθη της ψυχής μας κρύβονται όγκοι καθόλου ευκαταφρόνητοι φιλαυτίας και υπερηφάνειας, που δύσκολα μας αφήνουν να αναγνωρίσουμε, ότι ή δεν ξέρουμε ή δεν μπορούμε να αγαπήσουμε σωστά. Ακριβώς γιατί κάτι τέτοιο συμβαίνει, είμαστε τόσο εύκολοι στην κατάκριση άλλων, ότι δεν έχουν αγάπη. Και όχι σπάνια δίνουμε ένα ευπρεπές όνομα στην κατάκριση, για να καλύψουμε την ασχήμια της, αλλά και τη δική μας γυμνότητα από αγάπη.
Επιμέλεια και μεταφορά στο Διαδίκτυο Αναβάσεις