Ἀρχιμανδρίτου Σάββα Ἁγιορείτου
 
Κήρυγμα 3/6/22
«Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιλέγει τὴν κακουχία καὶ τὴν ἀτιμία γιὰ χάρη τῆς ἀληθείας, σηκώνοντας τὸν σταυρὸ καὶ φορώντας τὴν ἁλυσίδα, βαδίζει τὴν ἀποστολικὴ ὁδό» λέγει ὁ Ἅγιος Ἀββᾶς Μάρκος ὁ Ἀσκητὴς στὸ σύγγραμμά του Περὶ τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι (Γιὰ αὐτοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι θὰ δικαιωθοῦν ἀπὸ τὰ ἔργα τους)· μᾶς μιλάει γιὰ τὴν ἀποστολικὴ ὁδό. Καὶ ὅπως λέει ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ μοναχισμὸς αὐτὸ ἔχει ὡς πρῶτο ὄνομα, ἀποστολικὴ ζωή. Ἡ μίμησις τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε σταυρωμένος, ἀλλὰ καὶ ἀνεστημένος. Πορεύεται μὲ κακουχία, μὲ κακοπάθεια, μὲ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας, τῆς περιφρόνησης ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ ὅλα αὐτὰ χάριν τῆς ἀληθείας. «Ὁ κακουχίαν καὶ ἀτιμίαν ὑπὲρ ἀληθείας αἱρούμενος, ἀποστολικὴν ὁδὸν πορεύεται, τὸν σταυρὸν ἄρας, καὶ τὴν ἅλυσιν περικείμενος»· σηκώνει τὸν σταυρό του αὐτὸς ὁ ἀγωνιστὴς Χριστιανὸς καὶ περίκειται τὴν ἅλυσιν, τὴν ἁλυσίδα ἡ ὁποία τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν· τὴν ἁλυσίδα τῆς κακοπάθειας, τῆς ἄσκησης καὶ σηκώνει τὸν σταυρὸ τῆς νέκρωσης τοῦ θελήματός του. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πραγματικὰ μιμεῖται τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους.
 
«Ἐκεῖνος ὅμως» συνεχίζει ὁ Ἀββᾶς Μάρκος, «ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἔχει στραμμένη τὴν προσοχὴ στὴν καρδιά του χωρὶς αὐτὰ (χωρὶς κακοπάθεια δηλαδὴ καὶ ἀγάπη τῆς περιφρόνησης, τῆς ἀτιμίας, χωρὶς ταπεινὸ φρόνημα), αὐτὸς χωρὶς αὐτά, προσπαθώντας νὰ ἐλέγξει τὴν καρδιά του, πλανᾶται ὡς πρὸς τὸν νοῦ του καὶ πέφτει στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου».Δηλαδή, μᾶς λέει ὁ Ἅγιος ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐλέγξει τὸν νοῦ του, τοὺς λογισμούς του, καὶ νὰ νικήσει τὰ πάθη του, καὶ νὰ φυλάξει τὴν καρδιά του καὶ τὸν νοῦ του καθαρὸ καὶ μακρὰν τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου, ἐὰν δὲν υἱοθετήσει αὐτὰ τὰ δύο: τὴν κακοπάθεια ὡς πρὸς τὸ σῶμα, καὶ τὴν ἀγάπη τῆς περιφρόνησης, τῆς ἀτιμίας ὡς πρὸς τὴν ψυχή. Δηλαδή, νὰ ἀγαπήσει τὴν ταπεινοφροσύνη, τὸ ταπεινὸ φρόνημα, τὴν ταπείνωση. Ὅπως λέει καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «κακοπάθεια καὶ ταπείνωση ἀπαλλάσσουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία· ἡ μὲν κακοπάθεια ἀπὸ τὴν σωματικὴ ἁμαρτία, τὰ πάθη ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν σάρκα, μὲ τὸ σῶμα, ἡ δὲ ταπείνωσις ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ψυχικὰ πάθη, τὰ πάθη ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ψυχή». Ὁ κόπος καὶ ἡ κούραση εἶναι πράγματα τὰ ὁποῖα ὅταν γίνονται γιὰ τὸν Κύριο, ποτὲ δὲν μένουν κενά. Ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ» (Α’Κορινθ. 15, 58)· νὰ εἶστε πλούσιοι στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, νὰ ἐπιδίδεστε μὲ τρόπο -θὰ λέγαμε- γενναῖο, καὶ μὲ ἀφθονία νὰ κοπιάζετε, καὶ μὲ προθυμία νὰ κοπιάζετε στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, γνωρίζοντας καλὰ ὅτι ὁ κόπος σας δὲν εἶναι χαμένος, καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάει χαμένος ὁ κόπος ποὺ γίνεται γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου.

 

 
«Χωρὶς κόπο» λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «οὔτε ὁ στρατηγὸς πετυχαίνει τρόπαια οὔτε ὁ καπετάνιος λιμάνια οὔτε ὁ γεωργὸς ἁλώνι γεμάτο καρπό. Ὁ κόπος σας ἐν Κυρίῳ δὲν εἶναι μάταιος». «Ὅτι ἔχει περισσότερο κόπο, ἔχει καὶ μεγαλύτερη ἀξία» λέγει καὶ ὁ Ἅγιος Παῒσιος. Καὶ «ὅποιος εἶναι ἐχθρὸς τοῦ κόπου, εἶναι φίλος τῶν ἡδονῶν» θὰ μᾶς διδάξει καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν φιληδονία, τὸ κυρίαρχο αὐτὸ πάθος ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ἐὰν δὲν ἀγαπήσει τὸν κόπο τὸν σωματικό, τὴν κακοπάθεια, τὴν κακουχία, ὅπως τὴν ὀνομάζει ἐδῶ ὁ Ἀββᾶς Μάρκος. «Ὁ κόπος περνάει, ἀλλὰ τὸ κέρδος μένει» ἔλεγε καὶ ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου. «Κάθε ἀρετὴ ποὺ γίνεται χωρὶς κόπο» θὰ μᾶς διδάξει καὶ ὁ καθηγητὴς τῆς ἡσυχίας, ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «κάθε ἀρετὴ ποὺ γίνεται χωρὶς κόπο, λογίζεται ὡς ἔκτρωμα μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ προσευχὴ χωρὶς κόπο, καὶ αὐτὴ δὲν λογίζεται ὡς τέλεια προσευχή. Ὅπως ἡ φωτιὰ» λέει πάλι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «δὲν μπορεῖ νὰ ἀνάψει τὰ βρεγμένα ξύλα, ἔτσι καὶ ἡ θεία φωτιὰ δὲν μπορεῖ νὰ θερμάνει τὴν καρδιὰ ποὺ ἀγαπάει τὴν ἀνάπαυση, τὴν σωματικὴ ἀνάπαυση. Ὁ Θεός, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶ νὰ κατοικεῖ σὲ σώματα ἀσκητικά, ποὺ κοπιάζουν, ποὺ κακουχοῦνται χάριν τοῦ Κυρίου». «Πρόσφερε μὲ προθυμία» λέει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «στὸν Χριστὸ τοὺς κόπους τῆς νεότητάς σου, καὶ θὰ ἀπολαύσεις στὰ γηρατειά σου πλοῦτο ἀπαθείας». Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ φθάσει στὴν ἀπάθεια, δηλαδὴ νὰ χαλιναγωγήσει τὰ πάθη του, νὰ κατακυριεύσει αὐτῶν, νὰ τὰ κατανικήσει χωρὶς τὴν ἀγάπη τῆς κακουχίας, τὸν σωματικὸ κόπο, τῆς κακοπάθειας. «Αὐτὰ ποὺ συναθροίζονται στὴν νεανικὴ ἡλικία» λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «τρέφουν καὶ παρηγοροῦν κατὰ τὰ γηρατειὰ ὅσους ἔχουν ἐξασθενήσει». «Ἀπὸ ὅλους τοὺς κόπους βέβαια ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος» μᾶς ἐπισημαίνει καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, «μόνο ὁ κόπος ποὺ κάνει γιὰ τὴν ψυχή του μετράει στὴν ἄλλη ζωή, γιατὶ πολλοὶ ἄνθρωποι κοπιάζουν πολὺ καὶ γιὰ πολλά, ἀλλὰ φυσικὰ δὲν ἀνταμείβονται στὴν αἰώνια ζωὴ παρὰ μόνον ὅταν ὁ κόπος εἶναι γιὰ τὸν Χριστό». «Ὁ Θεὸς» ἔλεγε καὶ ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ τῆς Ἀριζόνας, «μετράει τὸν κόπο ποὺ κάνει ὁ καθένας μας. Καὶ ὅσο πιὸ πολὺ ἀγωνίζεται καὶ κοπιάζει κανείς, τόσο περισσότερη Χάρη τοῦ δίνει ὁ Θεός».
 
Μαζὶ ὅμως μὲ τὴν κακουχία, ὁ ἄνθρωπος θὰ πρέπει νὰ ἀγαπήσει καὶ τὴν περιφρόνηση, νὰ ἀγαπήσει τὴν ἀτιμία· νὰ ἀγαπήσει τὸ νὰ εἶναι καταφρονημένος ἀπὸ ὅλους, καὶ χωρὶς καμμία ἐπίγεια καὶ ἀνθρώπινη δόξα. «Νὰ δέχεσαι μὲ προθυμία» λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «τὴν καταφρόνια τῶν ἀνθρώπων, καὶ θὰ γεμίσεις ἀπὸ τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἀββᾶς Μάρκος στὸ ἀπόφθεγμά του ποὺ διαβάσαμε προηγουμένως, μιλάει γιὰ ἀτιμία, γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς ἀτιμίας. Καὶ ἐδῶ μᾶς λέει γιὰ τιμὴ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος· ὅσο ὁ ἄνθρωπος μισεῖ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, τόσο γεμίζει μὲ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τιμᾶται ἀπ’ αὐτόν. «Δὲν βλέπεις μέσα σου τὰ πολλαπλὰ τραύματα τῆς ἁμαρτίας σου, καὶ ζητᾶς νὰ σὲ τιμήσουν;» λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. Ἄς βλέπει ὁ καθένας τὴν πνευματική του φτώχεια, καὶ τὰ πάθη του καὶ τὶς ἀδυναμίες του καὶ ποτὲ ἔτσι δὲν θὰ ζητήσει δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τιμή. «Οἱ πνευματικὰ ἀνώτεροι» λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «ἔχουν τὴν δύναμη νὰ ὑποφέρουν τὴν περιφρόνηση μὲ γενναιότητα καὶ εὐχαρίστηση». Καὶ ἄν θέλουμε, μποροῦμε νὰ γίνουμε πνευματικὰ ἀνώτεροι καὶ νὰ προχωρήσουμε σ’ αὐτὴν τὴν ἀγάπη ἡ ὁποία μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τὰ ψυχικὰ πάθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμήσει νὰ εἶναι καταφρονημένος, τότε ταπεινώνεται γνήσια, καὶ δέχεται κάθε προσβολὴ μὲ χαρά, καὶ προχωράει πολὺ στὸ ταπεινὸ φρόνημα, στὴν ταπείνωση. Καὶ ἔτσι, κόβει ὅλα τὰ πάθη ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, τὰ λεγόμενα ψυχικὰ πάθη. «Καὶ ἄν ἄθελά σου, καὶ μὲ κακὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς σου» λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, «ὑποφέρεις τὶς περιφρονήσεις, ὡστόσο ἀγωνίσου ὅσο μπορεῖς νὰ μὴν δείχνεις κανένα ἐξωτερικὸ σημεῖο ὅτι σοῦ κακοφαίνονται. Μπορεῖ νὰ δυσκολεύεσαι γιατὶ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ ὑπομείνεις τὶς περιφρονήσεις. Ἀλλὰ τοὐλάχιστον» λέει ὁ Ἅγιος, «μὴν τὸ δείχνεις ἐξωτερικά». Ὑποφέρουμε τὶς περιφρονήσεις ἐπειδὴ πάσχουμε ἀπὸ τὶς ἐνοχλήσεις τῆς ὑπερηφάνειας ἡ ὁποία ἔχει τὴν ρίζα καὶ ἀρχή της στὴν μάταιη καὶ καταραμένη ὑπόληψη ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ὅσο λοιπὸν υἱοθετεῖς καὶ ἀποδέχεσαι μὲ χαρὰ τὶς περιφρονήσεις, τόσο χτυπᾶς αὐτὸ τὸ φοβερὸ τέρας ποὺ κρύβεις μέσα σου, τὴν οἴηση, τὴν μάταιη ὑπόληψη ποὺ ἔχεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Εἶναι αὐτὸ καὶ λίγο σὰν μαρτύριο. «Γιὰ νὰ νιώσεις» λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «καὶ ἐσὺ λίγο τὸ τὶ θὰ πεῖ μαρτύριο, νὰ δέχεσαι ἔστω μὲ χαρὰ τὴν περιφρόνηση». Ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ ἀποδοχή της, εἶναι μιὰ πρώτη, ἀρχικὴ θὰ λέγαμε μορφὴ ἑνὸς μικροῦ μαρτυρίου.
 
«Πολὺ συμφέρει τοὺς δικαίους» λέει ὁ Ἅγιος Νήφων, «ἡ περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων. Εἶδα μάλιστα ἐνάρετο ποὺ κέρδισε πενήντα στεφάνια σὲ μιὰ μέρα ἀπὸ τὶς κακολογίες τῶν ἄλλων. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἐπιφανὴς καὶ ἀξιοσέβαστος. Ἔκανε πολλὰ καλὰ ἔργα στοὺς συνανθρώπους του, καὶ ὅλους τοὺς ἀγαποῦσε ὡς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ὡστόσο πλανεύτηκαν ἀπὸ τὸν πονηρό, καὶ ἄρχισαν νὰ ἀντιπαθοῦν τὸν εὐεργέτη τους σὰν νὰ ἦταν κακοῦργος. Ἄλλοι ἔλεγαν πὼς εἶναι δολερός, ἄλλοι ἀκόλαστος, ἄλλοι κλέφτης καὶ ἄλλοι αἱρετικός. Ἔχει βλέπεις τὴν συνήθεια ὁ διάβολος νὰ διασύρει τοὺς Ἁγίους μὲ τὸ στόμα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων». Καὶ τὸ βλέπουμε αὐτὸ βέβαια στὴν ζωὴ ὅλων τῶν Ἁγίων· πόσο συκοφαντήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὄργανα τοῦ διαβόλου. «Ὁ ἄνθρωπος ὅμως γιὰ τὸν ὁποῖο σοῦ μιλάω» λέει ὁ Ἅγιος Νήφων, «ἀκούγοντας τὶς συκοφαντίες αὐτὲς χαιρόταν εἰλικρινά, καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό. Κύριε, ἔλεγε, δεῖξε τὸ ἔλεός σου σὲ ὅσους μὲ μισοῦν, μὲ συκοφαντοῦν, μὲ διασύρουν. Κανένας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς νὰ μὴν πάθει κακὸ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλό, οὔτε στὴν παρούσα ζωὴ οὔτε στὴν ἄλλη. Σύντριψε ὅμως καὶ ἀφάνισε τοὺς πονηροὺς δαίμονες ποὺ τοὺς ξεσηκώνουν ἐναντίον μου. Σὲ παρακαλῶ Θεέ μου, ὅπως δὲν ἀποστράφηκες ἐμένα τὸν βέβηλο ὅσες φορὲς ἁμάρτησα καὶ πρόστρεξα στὴν εὐσπλαχνία σου ζητώντας συγχώρηση, ἔτσι νὰ μὴν ἀποστραφεῖς τώρα καὶ αὐτοὺς ποὺ κατηγοροῦν τὸν ἀχρεῖο δοῦλο σου». Δηλαδή, προσευχόταν γιὰ τοὺς ἐχθρούς του, μὲ τέτοια θὰ λέγαμε αὐταπάρνηση, μὲ τέτοιο ζῆλο καὶ μὲ τέτοια ἀγάπη. «Ἀντίθετα» ἔλεγε, «ἁγίασέ τους μὲ τὸ ἔλεός Σου, καὶ σκέπασέ τους μὲ τὴν ἀγαθότητά Σου. Ἔτσι προσευχόταν ἀγαπητέ, ὁ δίκαιος ἐκεῖνος γιὰ αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦσαν καὶ τὸν κακολογοῦσαν. Καὶ κοίταξε τὶ θαυμαστὸ γινόταν! Ὅσες φορὲς τὴν ἡμέρα βίαζε τὸν ἑαυτό του, καὶ προσευχόταν γιὰ τοὺς ἐχθρούς του, τόσες φορὲς κατέβαινε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοποθετοῦσε στὸ κεφάλι του οὐράνιο διαμαντοστόλιστο στεφάνι. Αὐτὸ βέβαια δὲν τὸ καταλάβαινε ὁ ἴδιος, γιατὶ ὁ Θεὸς τὸν στεφάνωνε ἀόρατα. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν παιδί μου, ἐπιτρέπει πολλὲς φορὲς ὁ ἀγαθὸς Θεὸς νὰ κακολογοῦνται καὶ νὰ ἐξουθενώνονται οἱ ἐνάρετοι, γιὰ νὰ αὐξήσουν ἔτσι τὰ στεφάνια τους, καὶ τὰ βραβεῖα τους, καὶ τοὺς οὐράνιους μισθούς τους». «Ὁ ἐξευτελισμὸς καὶ ἡ περιφρόνηση» μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, «ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου, βοηθάει πάρα πολὺ στὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν».
 
Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν, ὅπως λέει ὁ Ἀββᾶς Μάρκος, νὰ ζήσουμε γνήσια τὴν ἀποστολικὴ ζωή, νὰ πορευθοῦμε τὴν ἀποστολικὴ ὁδὸ ποὺ εἶναι ὁδὸς κακοπάθειας καὶ ταπείνωσης, καὶ ἔτσι θὰ δρέψουμε τὴν ἀπάθεια, καὶ θὰ κερδίσουμε τὰ οὐράνια στεφάνια τῆς μακαρίας καὶ αἰώνιας ζωῆς.
 
Τῷ δὲ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης