Η Δόμνα Κάρποβνα γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από ευγενείς γονείς σε κάποιο χωριό της ρωσικής πόλης Πολτάβα στην ουκρανική επαρχία Περεγιασλάβ.
Εκεί φαίνεται ότι η Δόμνα ορφάνεψε από μικρή και την ανέθρεψαν συγγενικά της πρόσωπα,επίσης πλούσιοι.Την σπούδασαν και σαν έφτασε σε ικανή ηλικία θέλησαν να την παντρέψουν.Εκείνη δεν ήθελε και έτσι το έσκασε και τριγυρνούσε στους δρόμους της Πολτάβας,όπου την συνέλαβαν με την κατηγορία της επαιτείας και την έστειλαν στην Σιβηρία.
Εκεί δεν είχε μόνιμο τόπο διαμονής και άρχισε να προσποιείται την σαλή.Τις περισσότερες νύχτες,είτε ήταν χειμώνας,είτε καλοκαίρι,τις περνούσε στο ύπαιθρο προσευχόμενη.Ντυνόνταν πολύ παράξενα.Αντί για ρούχα είχε περιζώσει το σώμα της με διαφόρων μεγεθών τζόγους,που ήταν δεμένοι μεταξύ τους με σπάγκους.
Μέσα οι μπόγοι περιείχαν σχοινιά,παπούτσια ,σπασμένα γυαλιά,πέτρες,ενώ από πάνω είχαν σακούλια με ψωμί,τσάι,κεριά,ζάχαρη,λιβάνι,

Κάποτε ο μητροπολίτης της περιοχής,Πορφύριος,που την είδε να κάθεται στο φοβερό κρύο της Σιβηρίας,της έδωσε το δικό του παλτό,το οποίο η Δόμνα,αφού τον ευχαρίστησε,το πήρε και σε δύο ώρες βρισκόνταν στους ώμους κάποιου φτωχού.Όταν το έμαθε ο ιεράρχης είπε:«Η αγαπητή μας μικρή σαλή διδάσκει εμάς τους γνωστικούς…»Οι μπόγοι της που ήταν ιδιαίτερα βαρείς και αποτελούσαν από μόνοι τους ένα είδος άσκησης,δεν μπορούσαν να την προφυλάξουν,διότι ανάμεσά τους υπήρχε αρκετό κενό αρκετό να διαπερνά το κρύο και η βροχή.

Αγαπούσε πολύ τα ζώα και ιδιαίτερα τα μαντρόσκυλα.Συχνά τα βράδια πλησίαζε τους χώρους που τα είχαν δεμένα και τα έλυνε.Τα ζώα την αγαπούσαν και πολλές φορές μπορούσε κάποιος να τη δει τις νύχτες να ακολουθείται από ολάκερες αγέλες σκύλων.Καθόντουσαν γύρω της και γρύλιζαν ευχάριστα.
Ανάμεσα στα γρυλητά ακουγόνταν και η γλυκειά φωνή της Δόμνας να σιγομουρμουρίζει:
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.Πάσαι αι ουράνιαι δυνάμεις,τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ,πρεσβεύσατε υπέρ ημών».Πάντοτε προσευχόνταν εαν ήξερε ότι δεν την βλέπει κανείς.Μόλις αντιλαμβάνονταν ότι κάποιος την έβλεπε,άρχιζε τις σαλότητές της.
