Ἔλεγε ὁ Γέροντας: Ἡ βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ εἶναι διδασκαλία.. μαλακώνει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ σιγὰ-σιγὰ τὴ μεταρσιώνει σὲ ἄλλους κόσμους πνευματικούς, μὲ τοὺς φθόγγους αὐτούς, ποὺ σπέρνει ἡδονὴ καὶ τέρψη καὶ εὐχαρίστηση, ταξιδεύοντας σὲ ἄλλο κόσμο πνευματικό. Πράγματι ἔτσι εἶναι παιδιά, μὴν κοιτάζετε ποὺ τοὺς ἀκοῦς νὰ κάνουνε. Ὅταν κανεὶς σιγὰ-σιγὰ μπεῖ σὲ μιὰ τέτοια φόρμα πνευματική, ἔτσι αἰσθάνεται κι ἔτσι πρέπει νὰ κάνει. Μπορεῖ νὰ γίνεις κι ἕνας ἐγωιστὴς ψάλτης καὶ νὰ κουνιέσαι καὶ νὰ αὐτώνεσαι καὶ νὰ εἶσαι κούφιος· μπορεῖ νὰ ἔχεις τὴ φωνή, νὰ συγκινεῖς μὲ τὴ φωνή σου, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ὄντως ἅγιος ποὺ ψάλλει, αὐτὸς ἔχει καὶ κάτι ἄλλο, δὲν ἔχει μόνο τὴ φωνή· μαζὶ μὲ τὴ φωνὴ ποὺ ἐκπέμπεται μὲ τὰ ἠχητικὰ κύματα, ἐκπέμπεται καὶ κάποια χάρη μὲ ἄλλα κύματα, μυστικά, ποὺ ἀγγίζουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς συγκινοῦν βαθύτατα. Ὁ κούφιος, ἂς ποῦμε, μουσικός, ὁ ἐγωιστής, ἔχει αὐτό. Κι εὐχαριστεῖ ἔτσι. Ὁ ἅγιος μουσικὸς στέλνει καὶ κύματα κύματα μαζὶ μὲ τὴ φωνή του. Γίνεται ἕνα πολὺ μεγάλο μυστήριο. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ πᾶτε στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἀκοῦστε τοὺς μοναχοὺς ποὺ ψάλλουν, καὶ παγωμένη καὶ πέτρινη καρδιὰ νὰ ἔχεις, ἅμα ἀκούσεις… Νά! τὸ παράδειγμα: Αὐτὸς ὁ μουσικὸς μπορεῖ νὰ συγκινεῖ…»