Ο “Αγ Μάξιμος ο Καυσοκαλιβίτης είχε πόθο να μάθει τη νοερά προσευχή και παρακαλούσε πάντα την Παναγία να του χαρίσει αυτό τα χάρισμα. Κάποτε έδωσε ο Θεός την εκπλήρωση του Θελήματός του σύμφωνα με την καρδιά του, όπως είναι γραμμένο: «θα σου δώσει ο Κύριος κατά την καρδιά σου και κάθε θέλημά σου θα το εκπληρώσει».
Έτσι του εμφανίστηκε η Κυρία Θεοτόκος και του είπε: «Ανέβα μάξιμε στην κορυφή του Άθωνος και θα λάβεις το χάρισμα της νοεράς προσευχής.
Ανέβηκε λοιπόν ο άγιος αλλά πώς ανέβηκε;
Ανέβηκε πεινασμένος, διψασμένος, αγρυπνισμένος, ταλαιπωρημένος στο σώμα. Ανέβηκε ξυπόλητος αλλά με πίστη θερμότατη, με υπερβάλλουσα ταπείνωση και πλείστη ευλάβεια, με καρδιά καθαρή και διάνοια καθαρισμένη. Ανέβηκε με ζωντανή ελπίδα και με ζέση καρδιάς. Ανέβηκε στην κορυφή του βουνού και έβρεχε το έδαφος του ναού με θερμότατα και πάμπολλα δάκρυα.
Ανέβηκε ωστόσο δεν έλαβε αμέσως το ποθούμενο. Έτσι κατέβηκε πίσω στον θείο ναό της Παναγίας λυπημένος αλλά όχι απελπισμένος. Και ξαναανέβηκε με περισσότερη πίστη, ευλάβεια, ταπείνωση και δέηση, με περισσότερη πείνα και διπλή δίψα, ψυχής και σώματος και με περισσότερα και θερμότερα δάκρυα.
Πήρε μάλιστα την απόφαση, αν δε λάβει το ποθούμενο να μην αναχωρήσει πλέον από την κορυφή του Άθωνος και ούτε να φάει ούτε να πιεί ούτε να νυστάξει και να κοιμηθεί, Όπως έχει γραφτεί: «Όσιε Πάτερ, δεν έδωσες ύπνο στους οφθαλμούς σου, ούτε στα βλέφαρα νυσταγμό μέχρι να ελευθερώσεις την ψυχή και το σώμα από τα πάθη. Και τότε ήρθε ο Χριστός με τον Πατέρα Του και έκανε σε σένα μονή (και ενοίκησε μέσα σου)».
Βέβαια αυτοί ήταν οι φανεροί αγώνες του οσίου. Τους νοητούς όμως που αγωνιζόταν με αόρατους δαίμονες ποιος να τους διηγηθεί; Γιατί οι δαίμονες, όταν κατάλαβαν ότι πρόκειται ο άγιος να λάβει το χάρισμα της νοεράς προσευχής, συγκέντρωσαν σχεδόν όλα τα τάγματα των οικουμενικών δαιμόνων, για να ταράξουν και να εκφοβίσουν τον Άγιο μήπως και φύγη άπρακτος από τον φόβο του, διότι έδειχναν σαν να ωρμούσε επάνω του όλο το πλήθος τους με αλαλαγμό και κρότο δυνατό.
Και άλλα μύρια φόβητρα διαφόρων λογιών έδειχναν στη διάνοια του οσίου μήπως και φύγει από τον φόβο του. Πλην όμως αυτός έμενε ασάλευτος σαν στύλος ακλόνητος, μέχρι που έλαβε το ποθούμενο με τον εξής τρόπο:
Κατέβηκε στην κορυφή του Άθωνος η κυρία Θεοτόκος κρατώντας στην αγκάλη της τον χαριτωμένο Ιησού ως νήπιο, περιστοιχιζόμενη από αναρίθμητους αγγέλους η δε κορυφή του Άθωνος φαινόταν στον όσιο πιο πλατιά από τον ουρανό, διότι κατέβηκε εκεί η Πλατυτέρα των Ουρανών μαζί με τον Υιό της και Θεό που δεν τον χωρούν οι ουρανοί.
Ο δε Άγιος μόλις είδε με τα μάτια του την κυρία Θεοτόκο έπεσε αμέσως και την προσκύνησε τρεις φορές λέγοντας σε κάθε προσκύνημα το «Θεοτόκε Παρθένε…ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών».
Και τότε η μητέρα του Εμμανουήλ του έδωσε τον άγιο άρτο με το άχραντο χέρι της, τον οποίο αφού έλαβε ο όσιος με κάθε ευλάβεια αμέσως έφαγε.
Στη συνέχεια η μεν κυρία Θεοτόκος έγινε αμέσως άφαντη αυτός δε μόλις έφαγε τον άγιο άρτο ένιωσε αμέσως στην καρδιά του βρασμό και αναβρασμό της νοεράς προσευχής. Κι από κείνη την ώρα είτε κοιμόταν είτε ήταν ξύπνιος έβραζε η ευχή μέσα στην καρδιά του, γλυκαίνοτας την ψυχή του, θερμαίνοντας την καρδιά του και φωτίζοντας τους νοητούς οφθαλμούς του οσίου.
Από τότε ως φωτισμένος που ήταν έβλεπε με τους νοητούς οφθαλμούς τόσο καλά στη διάρκεια της σκοτεινής νύχτας σαν να έλαμπε ολόφωτος ο ήλιος και πολλές φορές πετούσε στον αέρα με το σώμα του σαν αετός.
Αυτή η ιστορία φανερώνει ότι το χάρισμα της νοεράς προσευχής δίδεται σε αυτόν που ανεβαίνει στη νοητή κορυφή του Άθωνα και παίρνει από τον Θεό με τελειότητα το χάρισμα. Αυτός ο οποίος διάγει βίο πνευματικό, άμεπτο και καθαρό.
https://agiopneymatika.blogspot.com/2018/10/blog-post_5.html