Ὁ μεγαλόσχημος Μοναχός Εὐγένιος Δημητρέσκου
Ὁ π. Εὐγένιος ἦτο ἕνας μεγάλος μοναχός διότι ἔζησε μία ὑψηλή πνευματική ζωή. Καταγόταν ἀπό τήν κοινότητα Σεγκάρτσεα τοῦ νομοῦ Ντόλζι, ἀπό πολύ εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Δημήτριο καί τήν Μαρία.
Ἐπειδή ἦσαν πτωχοί, δέν ἠδύναντο νά σπουδάσουν τόν μικρό γυιό τους σέ ἀνώτερα σχολεῖα. Ἐτελείωσε μόνο τό τετρατάξιο τότε δημοτικό σχολεῖο.
Ἐμεγάλωσε μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μετά τήν στρατιωτική του θητεία, κατά τά ἔτη 1901-1902 πληγώθηκε ἡ καρδιά του ἀπό ἀγάπη καί ἀφιέρωσι γιά τόν Θεό καί τήν μοναχική ζωή. Γι᾿ αὐτό ἔφυγε καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος, στήν σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἡ ὁποία τότε ἀριθμοῦσε περί τούς 150 μοναχούς. Δέν ὑπῆρχε ἄλλος πιό ἀγωνιστής καί ὑπάκουος ἀπό τόν μοναχό Εὐγένιο.
Μετά διαμονήν ἐννέα ἐτῶν στόν Ἄθωνα, ὁ ἡγούμενος τῆς σκήτης π. Ἀντίπας Ντινέσκου, τοῦ εἶπε κάποια ἡμέρα:
-Πάτερ Εὐγένιε, ἀπεφασίσαμε νά σέ στείλουμε οἰκονόμο στήν σκήτη μας Δαρβάρι τοῦ Βουκουρεστίου, διότι δέν ἔχουμε ἄλλον καλλίτερο ἀδελφό.
-Συγχώρεσέ με Γέροντα καί ἄφησέ με στό Ἅγιον Ὄρος. Εἶμαι νέος καί γεμᾶτος πάθη. Μή μέ στέλλετε στήν Ρουμανία, στόν κόσμο. Οἱ παγίδες τοῦ ἐχθροῦ εἶναι πολλές καί φοβοῦμαι…Ἐπιθυμῶ νά πεθάνω ἐδῶ, ξένος καί λησμονημένος ἀπό ὅλους….
-Πήγαινε, πάτερ Εὐγένιε, ἔστω καί ἕνα χρόνο καί ἡ δύναμις τῆς ὑπακοῆς θά σέ σκεπάσει.
Τήν ἄνοιξι τοῦ 1911 ἔφθασε στήν σκήτη Δαρβάρι, στό Βουκουρέστι. Μετά ἀπό λίγο καιρό, ὁ ἡγούμενος ἐκεῖ τῆς σκήτης, τοῦ ἐπρότεινε νά τόν χειροτονήσουν ἱερέα, διότι εἶχαν μεγάλη ἀνάγκη. Ὅμως ὁ ἀγωνιστής π. Εὐγένιος τοῦ εἶπε, γιά νά ἀποφύγει τίς εὐθῦνες, ὅτι δέν εἶναι ἄξιος καί ἄς εὕρη κάποιον ἄλλον. Δέν ἤθελε νά χάσει τήν ἡσυχία καί τήν μοναξιά γιά τήν ἐπίδοσί του στήν νοερά προσευχή. Δέν ἠμποροῦσε νά ζήσει τήν ζωή τῆς πόλεως μέ τούς τόσους θορύβους.
Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἔλαβε νέα ἐντολή νά πάει γιά ἀμπελουργός σέ μία ἄλλη σκήτη-Μετόχιο τῆς Ρουμανικῆς σκήτης τοῦ Τ. Προδρόμου, πού ἦτο στό Ἰάσιο καί ἐλέγετο Μπουτσίουμ. Ἐκεῖ ὁ τέλειος ὑποτακτικός π. Εὐγένιος μετέβη καί ἐργάσθηκε σκληρά πέντε χρόνια νά σκάπτει τό ἀμπέλι, νά προσθέτει νέες κληματόβεργες, νά ποτίζει καί φυτεύει νέα δένδρα, νά τρυγᾶ τά σταφύλια καί ἄλλες δουλειές. Τίς νύκτες τίς ἐθυσίαζε στήν προσευχή καί στήν ἀνάγνωσι τῆς άκολουθίας του. Ἀνεδείχθηκε λοιπόν ἕνας ἄξιος καί ἅγιος μοναχός καί ἦτο ἀπ᾿ὅλους ἀγαπητός καί ἀναζητούμενος γιά συμβουλές καί πνευματικές ὁδηγίες.
Τήν περίοδο τοῦ Πρώτου παγκοσμίου πολέμου ἐστάλη ἀπό τόν Ἀθωνίτη Γέροντά του σάν οἰκονόμος καί πάλι σέ μιά ἄλλη σκήτη-Μετόχι τους πού ἦτο στήν κοινότητα Τιφέστι τοῦ νομοῦ Παντσίου. Ἐκεῖ ἐχρειάζοντο ἕναν ἄξιο καί ἔμπειρο μοναχό, πού νά ἀντέχει στούς πειρασμούς τοῦ κόσμου καί ν᾿ ἀποτελεῖ ταυτόχρονα ἕνα μικρό φάρο γιά τούς χριστιανούς τῶν περιχώρων. Ὁ π. Εὐγένιος καί πάλι δέν ἀντέδρασε στούς Προϊσταμένους τῆς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δέν βγῆκε ἔξω ἀπό τήν εὐλογημένη ὑπακοή, ἀλλά ἐπῆγε στήν νέα του διακονία καί πάλι μέσα στόν κόσμο.
Λόγῳ τότε τοῦ πολέμου, ὑπῆρχε μεγάλη παντοῦ ταραχή καί πεῖνα. Οἱ κάτοικοι τοῦ γειτονικοῦ χωριοῦ ὑπέφεραν ἀπό τήν πεῖνα. Μερικοί καί ἀπέθνησκον. Ἐπῆγαν στόν π. Εὐγένιο καί τόν παρακαλοῦσαν:
-Πάτερ, πάτερ, δέν ἔχεις ὀλίγο φαγητό γιά ἐμᾶς; Ἀποθνήσκομεν ἀπό τήν πεῖνα. Δεῖξε τήν εὐσπλαγχνία σου. Μή μᾶς ἀφήνεις!
Τϊ νά ἔκανε τότε ὁ καλός καί ἐλεήμων μοναχός; Σκέφθηκε ὀλίγο καί μετά εἶπε: «Ξέρω τί θά κάνω. Δέν χρειάζεται νά πάρω εὐλογία ἀπό πουθενά. Οἱ ἄνθρωποι ἀποθνήσκουν ἀπό τήν πεῖνα. Θά κρατήσω ἕνα βαγόνι τραίνου πού φεύγει αὔριο μέ τρόφιμα γιά τούς Πατέρες τῆς σκήτης τοῦ Προδρόμου στό Ἅγιον Ὄρος. Θά συγκεντρώσω τήν συγκομιδή τοῦ καλαμποκιοῦ καί σιταριοῦ ὅλης τῆς χρονιᾶς καί ὅ,τι ἄλλο εὑρίσκεται στήν ἀποθήκη καί θά τά μοιράσω στούς πτωχούς καί πεινασμένους.
-Ἀδελφοί, ἐλᾶτε ὅλοι στό Τιφέστι. Αὔριο μοιράζω καλαμπόκι σέ ὅλα τά γύρω χωριά μας.
Μετά ἀπό δύο ἑβδομάδες τούς ἔδωσε νέα ἀνακοίνωσι:
-Ἐλᾶτε ὅλοι στό ἀμπέλι.
Καί μετά ἀπό ὀλίγο διάστημα τούς ἐκάλεσε νά τούς δώσει φασόλια, πατάτες καί φροῦτα.
Ἔτσι ὁ ἐλεήμων καί σοφός μοναχός Εὐγένιος ἔσωσε τά γύρω χωριά της σκήτης ἀπό βέβαιο θάνατο. Γι᾿ αὐτό οἱ ἄνθρωποι πολύ τόν ἀγάπησαν, ἤρχοντο κοντά του γιά συμβουλές, γιά παρηγοριά καί γιά κάθε βοήθεια. Κοντά του ἦλθαν καί ἐμόνασαν 12 μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν κοντά του μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του καί δέν κιαταπατοῦσαν ποτέ τόν λόγο του. Ὅλοι ἔτρωγαν, χωρίς νά πίπτουν στήν λαθροφαγία. Ἀκόμη μαζί ἐτελοῦσαν τίς ἀκολουθίες τους καί εἰργάζοντο. Δέν ἔκλεινε ποτέ τίς ἀποθῆκες, διότι κανείς δέν ἔπαιρνε κάτι χωρίς τήν εὐλογία του. Ἐπειδή δέν εἶχαν ἱερέα, ἐπήγαιναν ὅλοι μαζί πέντε χιλιόμετρα μέ τά πόδια στήν γειτονική ἐνορία γιά τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες ἑορτές. Ἐκεῖ ἐπίσης ἐξωμολογοῦντο καί ἐλάμβαναν τήν Θεία Κοινωνία μία φορά τόν μῆνα, κατά τά ἰδικά τους παλαιά τυπικά.
Οἱ μεγαλύτερες ἀρετές μεταξύ τους ἦσαν ἡ ἀγάπη, ἡ ὑπακοή καί ἡ ταπείνωσις. Δέν ὑπῆρχαν διαφωνίες, γκρίνιες καί ἀνυπακοές. Ὁ λόγος τοῦ π.Εὐγενίου δέν ἦτο προστακτικός, ἀλλά ἀδελφικός, στοργικός καί γλυκός.
Τίς νύκτες ὁ π. Εὐγένιος ἐκοιμᾶτο ὀλίγον. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες ἑνός πιστοῦ μαθητοῦ του, προσευχόταν ὄρθιος μέ τά χέρια ὑψωμένα ἐπί 2-3 ὧρες, ὅπως τόν ἐφώτιζε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κατόπιν ἔκαμε περί τίς 1000 προσκυνητές μετάνοιες ἐπιλέγοντας συνάμα καί τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Μετά ἐδιάβαζε τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν μαζί μέ ἄλλες δικές του προσευχές γιά τά βάσανα τῶν ἀνθρώπων.
Ὄχι μόνο δέν ἐδέχθη ὁ ἴδιος τήν ἱερωσύνη, ἀλλά καί παρώτρυνε στούς μοναχούς του νά μή γίνουν, λέγοντάς τους ὅτι «ἡ ἱερωσύνη εἶναι θεῖο δῶρο καί προσφέρεται στούς ἁγίους καί ὄχι στούς ἁμαρτωλούς».
Φοροῦσε πενιχρά ροῦχα, τά ὁποῖα καί σπανίως τά ἄλλαζε. Δέν ἐπιζητοῦσε σωματικές ἀπολαύσεις, πολυτελῆ ροῦχα καί ἄλλα στολίδια γιά τό δωμάτιό του. Ἀπέφευγε πάντοτε νά πηγαίνει στόν γιατρό καί δέν δέχθηκε ποτέ νά πάρει φάρμακα.
Ἔλεγε: «Ἀφήνω τόν ἑαυτό μου στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός γνωρίζει πότε μοῦ χρειάζεται ἡ ὑγεία καί πότε μοῦ χρειάζεται ἡ ἀσθένεια».
Ἀπό τότε πού βγῆκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος (ὡς γνωστόν στόν Ὄρος δέν τρώγουν κρέας οἱ μοναχοί) δέν ἔφαγε στόν κόσμο κρέας. Ὅταν ἔμπαινε σέ σπίτια χριστιανῶν καί τοῦ προσέφεραν κρέας, ἔλεγε: «Συγχωρέστε με, δέν πρέπει νά φάω κρέας, διότι εἶμαι ἀσθενής». Καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὠφελοῦντο ἀπό τήν ἐγκράτειά του.
Βασική του τροφή ἦσαν τά χορταρικά. Δέν ἔτρωγε ποτέ ἐνδιάμεσα τῆς τραπέζης, ἐνῶ στίς ἡμέρες Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή ἔτρωγε μία φορά τήν ἡμέρα. Κρασί ἔπινε στίς γιορτινές ἡμέρες ἕνα μικρό ποτήρι γιά τήν τιμή τῆς ἡμέρας. Καί τό φαγητό του γενικά στήν τράπεζα ἦτο λιγοστό, γι᾿ αὐτό καί ὁ ἴδιος ἦτο πολύ ἀδύνατος καί καχεκτικός.
Ἡ μεγαλύτερη φροντίδα του ἦτο νά μή σκανδαλίζει ἄνθρωπο καί νά διδάσκει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Ἐδίδασκε τούς μοναχούς τῆς συνοδίας του ἀπό τίς Ἅγιες Γραφές καί ἐπέμενε στήν ἁγία ὑπακοή καί στήν δύναμι τῆς εὐλογίας. Δέν ἐπέτρεπε νά ἔκαναν κάτι οἱ ὑποτακτικοί του χωρίς τήν εὐλογία του. Οἱ χριστιανοί πού ἀκόμη παλαιότερα τόν ἐνεθυμοῦντο ἔλεγον ὅτι:
-Ὁ π. Εὐγένιος ἦτο μικρόσωμος καί καχεκτικός, ταπεινός, προσευχητικός, πρᾶος καί ἀγαπητός σέ ὅλους. Εἶχε τήν δύναμι νά εἰσχωρεῖ μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί νά σκορπᾶ πραότητα, εἰρήνη καί χαρά στούς ἄλλους.
Συμβούλευε τούς μοναχούς του νά ἐνδύωνται ταπεινά, νά μή κρατοῦν χρήματα, νά μή περιφέρωνται καθόλου στά γύρω χωριά καί νά μή πηγαίνουν στούς συγγενεῖς καί στά χωριά τους. Ὄχι μόνο μέ τά λόγια του, ἀλλά περισσότερο μέ τό παράδειγμά του ὠφελοῦσε τούς μοναχούς του. Πάντοτε ἦτο παρών στήν ἐκκλησία, στό διακόνημα, στήν ἐφαρμογή τῆς νηστείας κλπ. Εἶχε ἕνα μόνο ἐχθρό καί αὐτός ἦτο τό σῶμα του, τό ὁποῖο τό ἐβασάνιζε, «τό ἄγριο γαϊδούρι», ὅπως ἔλεγε γιά νά τό ὑποτάξει στό πνεῦμα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Τίς πιό ταπεινές διακονίες τίς ἔκανε ὁ ἴδιος. Ἰδιαίτερα διακονοῦσε μέ χαρά βοηθώντας τόν μάγειρο στήν παρασκευή τῶν φαγητῶν. Μέ τήν ποδιά στό στῆθος, τό κομποσχοίνι στό ζωνάρι, μέ τό πρόσωπο εὔθυμο καί τήν προσευχή στά χείλη, τόν ἔβλεπες τό πρωΐ νά πηγαίνει στό μαγειρεῖο νά ἀνάβει τήν φωτιά, νά βάζει τό νερό μέσα στό καζάνι γιά τό φαγητό
Ἐάν ἔβλεπε κάποιον μοναχό νά δυσκολεύεται στήν διακονία του, ἐπήγαινε κοντά του καί τοῦ ἔλεγε:
-Ἄφησε, ἀδελφέ μου, νά τό κάνω ἐγώ. Ἔχω πιό πολλή δύναμι, διότι ἔφαγα περισσότερο.
Ἀρκετές φορές εἶχαν ἔλθει κακοποιοί καί τόν ἐτραυμάτισαν μέ σκοπό νά πάρουν χρήματα καί ἀγαθά τῆς σκήτης. Ἀλλά δέν σκέφθηκε νά τούς ἐκδικηθῆ, παρότι οἱ μοναχοί του, τόν ἐπίεζαν νά τούς καταγγείλει στήν ἀστυνομία.
Κάποτε ἦλθε στήν σκήτη τους ἕνας μεθυσμένος νεαρός, ὁ ὁποῖος κατηγοροῦσε τόν π. Εὐγένιο:
-Μέθυσε, ἀκόλαστε καί ψεύτη! Ἦλθες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος νά ὑποτάξεις ἐδῶ τούς μοναχούς!
-Ὄχι, ἀδελφέ Βασίλειε, ἦλθα μέ εὐλογία ἐδῶ καί ὄχι μέ τό θέλημά μου.
-Ναί, ἀλλά γιατί βασανίζεις τούς μοναχούς νά ἐργάζωνται σκληρά, νά νηστεύουν καί νά ζοῦν πτωχικά; Ἐγώ, ἐάν ἤμουν στήν θέσι τους, θά σέ κτυποῦσα κάθε ἡμέρα…Ἐσύ τόν διάβολο μᾶς ἔφερες ἐδῶ!
-Ὄχι, ἀδελφέ Βασίλειε, ὁ Θεός μ᾿ἔστειλε ἐδῶ.
-Ἔε, πάτερ Εὐγένιε, τοῦ εἶπαν κατόπιν οἱ μοναχοί του, πόσο ἄσχημα σέ ὕβρισε καί σέ περιγέλασε αὐτός ὁ μέθυσος. Πῶς ἠμπόρεσες καί ὑπέμεινες; Δέν θέλεις νά τόν καταγγείλεις στήν ἀστυνομία;
-Ὄχι, παιδιά μου, δέν πρέπει νά τόν καταγγείλουμε. Δέν εἴμεθα μοναχοί; Κανένας δέν μοῦ ὡμίλησε τόσο ὡραία, ὅσο ὁ ἀδελφός Βασίλειος! Τά ἐπαινετικά σ᾿ἐμᾶς λόγια εἶναι πρός χαράν των δαιμόνων, ἐνῶ ἡ περιφρόνησις πρός τούς μοναχούς εἶναι χαρά τῶν ἀγγέλων…
Μία φορά ἕνας τσομπάνης ἄφησε τά πρόβατά του καί μπῆκαν στά ἀμπέλια τῆς σκήτης τους.
-Πάτερ Εὐγένιε, τοῦ εἶπαν οἱ μαθητές του, δώσε μας εὐλογία νά βγάλουμε τά πρόβατά ἀπό τά ἀμπέλια μας καί νά εἰποῦμε τοῦ τσομπάνη νά τά φυλάγει καλά.
-Δέν εἶναι σωστό, παιδιά μου, νά κάνουμε ἔτσι, διότι θά τόν λυπήσουμε καί θά σκανδαλίζουμε τόν χριστιανόν αὐτόν. Αὐτός δέν βλέπει ὅτι τά πρόβατά του ἐμπῆκαν μέσα στά ἀμπέλια μας; Ἀφῆστε τον νά τά βγάλει μόνος του, γιά νά μή τόν στενοχωρήσουμε.
Συχνά ἤρχοντο χωριᾶτες καί τοῦ ἔλεγαν: «Πάτερ Εὐγένιε, δάνεισέ μου 100 λέϊ καί μετά ἀπό ἕνα μῆνα θά σοῦ τά ἐπιστρέψω.
-Ἰδού πάρε τα, ἑκατό λέϊ…καί νά μή μοῦ τά φέρεις ὀπίσω….
-Πάτερ Εὐγένιε, δός μου ἕνα βαρέλι, ἕνα δεκριάνι, μία τσάπα…τοῦ ἔλεγαν πολλοί χωρικοί. Καί ἐκεῖνος τούς ἀπαντοῦσε:
-Πήγαινε παιδί μου ἐκεῖ στήν ἀποθήκη καί πάρε ὅ,τι χρειάζεσαι. Ὅταν τελειώσεις τήν δουλειά σου, βάλε τό ἐργαλεῖο στήν θέσι του ἀπ᾿ ὅπου τό ἐπῆρες.
Ἀλλά οἱ πιό πολλοί δέν τά ἐπέστρεφαν ὀπίσω στήν ἀποθήκη.Ὁ π. Εὐγένιος ὅμως δέν τούς ἔλεγε τίποτε, διότι ἀγαποῦσε τούς πάντες. Σ᾿ αὐτόν ἔτρεχαν καί γιά συμβουλές, λαϊκοί καί μοναχοί καί κανείς δέν ἐξερχόταν ἀπ᾿ αὐτόν ταραγμένος καί προβληματισμένος. Συχνά ἤρχοντο χωρικοί διαπληκτισμένοι καί ἐζητοῦσαν νά τούς εἰρηνεύσει ὁ π. Εὐγένιος. Καί τούς εἰρήνευε διότι ἦτο ἕνας μεγάλος εἰρηνοποιός!
Ἐνίοτε ἤρχοντο καί ἱερεῖς καί ζητοῦσαν τήν συμβουλή του. Ὅταν καταλάβαινε μέ φώτισι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅτι ὁ τάδε ἱερεύς ἦτο ἀνάξιος τῆς ἱερωσύνης τοῦ ἔλεγε:
-Πάτερ μου, βάλε τό ἐπιτραχήλι σου στό καρφί! Τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης εἶναι μέγα καί ἀνώτερο ἀπό τήν διακονία τῶν ἀγγέλων. Ἐάν θέλεις νά σωθῆς νά μή λειτουργήσεις πάλι…
Ἰδού ποιά ἦτο ἡ ἐπί τῆς γῆς πορεία τοῦ ἀειμνήστου μεγαλοσχήμου μοναχοῦ π. Εὐγενίου. Ἀσκήθηκε 52 χρόνια στήν μοναχική ζωή, ἀπό τά ὁποῖα τά 37 ἐπέρασε στήν σκήτη Τιφέστι τῆς Ρουμανίας. Δέν σκέφθηκε νά ἀφήσει τό ἀμπέλι καί τήν ἐντολή τῆς ὑπακοῆς γιά νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά ἐθυσίασε ἐκεῖ ὅλη τήν ζωή του στό ἱερό βῆμα τῆς ἁγίας ὑπακοῆς. Ἀνεδείχθη μία ζωντανή εἰκόνα ταπεινώσεως, ὑπακοῆς, προσευχῆς, πραότητος καί ἐγκρατείας. Ἕνας ἀληθινός ὅσιος τῶν ἡμερῶν μας, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα εἶναι γραμμένο στήν βίβλο τῶν ἁγίων.
Στίς 11 Νοεμβρίου τοῦ 1954 ὁ π. Εὐγένιος διακονοῦσε στό μαγειρεῖο. Στίς 10 τό πρωΐ αἰσθάνθηκε ἄσχημα. Τόν μετέφεραν οἱ πατέρες στό κελλίο του, ὅπου μετά ἀπό 3 ἡμέρες ἀπῆλθε πρός τόν Κύριον. Μέ εὐλογία ἐργάσθηκε καί στήν εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετέβη. Πολύ τόν ἔκλαυσαν οἱ μαθητές του καί οἱ χριστιανοί κατά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του στήν Σκήτη Μπράζι νομοῦ Μπράντσεα, ἀπ᾿ὅπου καί θά περιμένει τήν κοινή ἀνάστασι.
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.