O ΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΑΛΡΙΜΠΛ ΚΑΙ Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟ ΣΤΟ ΦΡΕΑΡ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ.
ΑΓΓΛΙΚΑΝΙΚΟΣ ΞΕΝΩΝΑΣ. ΝΑΖΑΡΕΤ, 20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1994
Γύρω στο 570 μ.Χ., κι αφού είχε ήδη περιβληθεί το μοναχικό σχήμα στη Μονή του Αγίου Θεοδοσίου, ο Ιωάννης Μόσχος αποσύρθηκε στην έρημο για να περάσει δέκα χρόνια σ’ ένα μοναστήρι χτισμένο σε μια απομακρυσμένη σπηλιά στη Φαράν, βόρεια της Ιερουσαλήμ.
Λέγεται ότι η Φαράν, το σημερινό Έιν Φάρα, είναι το παλιότερο μοναστήρι στην Παλαιστίνη. Το θεμελίωσε στις αρχές του τετάρτου αιώνα ο σπουδαίος βυζαντινός ερημίτης Άγιος Χαρίτων, ο οποίος, απ’ ότι λένε, εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά, πάνω από τα καθάρια νερά μιας πηγής. Γύρω του συγκέντρωσε μια κοινότητα από ομοϊδεάτες του – ασκητές όλοι, οι οποίοι ζούσαν μια ζωή σιωπής, αυτοαναίρεσης και αυστηρής νηστείας, διανθισμένη με πολύωρες προσευχές. Διακόσια χρόνια αργότερα, εκείνο που προσέλκυσε το Μόσχο στο μοναστήρι δεν ήταν τόσο η αρχαιότητά του, όσο η σοφία του ηγουμένου του, του άμπα Κοσμά του Ευνούχου.Σ’ ένα σημαντικό κεφάλαιο του Λειμωνάριου ο Μόσχος αναφέρει ότι ο Κοσμάς ήταν εκείνος που του έδωσε πρώτος την ιδέα να συλλέξει τα αποφθέγματα των πατέρων «την ώρα που [ο αβάς Κοσμάς] μου μιλούσε για τη σωτηρία της ψυχής, θυμήθηκε έναν αφορισμό του Αγίου Αθανασίου, που ήταν αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας και μου είπε ο γέροντας, Όταν ακούς τέτοια λόγια, αν δεν έχεις μαζί σου χαρτί, γράψε το πάνω στα ρούχα σου”• τέτοιο πόθο είχε ο αβάς Κοσμάς για το λόγο των Αγίων Πατέρων μας και των διδασκάλων»• Αυτή ήταν η συμβουλή που αργότερα θα έδινε στο Μόσχο το έναυσμα για να συντάξει το Λειμωνάριο, και μ’ αυτόν τον τρόπο να διασώσει την ιστορία των μοναχών της βυζαντινής Παλαιστίνης, μια ιστορία που κατά τ’ άλλα παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγραφη.
Εντελώς συμπτωματικά, στο ξεκίνημα αυτού του ταξιδιού, στον Άθω, είχα συναντήσει έναν καλόγερο που υποστήριζε ότι ήταν ο τελευταίος ερημίτης που είχε ζήσει στην ίδια ακριβώς σπηλιά με το Μόσχο, στο Έιν Φάρα. Ο αμπούνα Αλέξανδρος ήταν μια ψηλόκορμη, κοκκινοπρόσωπη φιγούρα με ξεθωριασμένο ράσο, τα μαλλιά του τραβηγμένα πίσω σ’ ένα μικρό κοτσιδάκι, όπως το συνηθίζουν οι ορθόδοξοι ιερείς, και γκρίζα γενειάδα, άγρια και μπερδεμένη, όπως είναι η γενειάδα του Ιωάννη του Βαπτιστή σε κάποιες πρώιμες βυζαντινές εικόνες. Είχα πέσει πάνω του κατά τύχη, στη διάρκεια μιας απογευματινής βόλτας μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, στη βιβλιοθήκη της μονής των Ιβήρων, είχα ξεθάψει το χειρόγραφο του Λειμωνάριου. Ζούσε μόνος του σε μια μικρή ξύλινη καλύβα, σ’ ένα ξέφωτο του δάσους, ψηλά πάνω από τις Καρυές. Ήταν ένας τόπος ειδυλλιακός, ένα γαλήνιο και φωτεινό ησυχαστήριο ανάμεσα σε κρίνους και λιοπρίνους, με εκπληκτική θέα που αγκάλιαζε τους ασημόχρωμους τρούλους της Ρωσικής Μονής, για να κατρακυλήσει ακόμη πιο χαμηλά και πιο μακριά, μέχρι το βαθύ, ραγισμένο γαλάζιο του Αιγαίου. Αυτό όμως, μου είπε ο αμπούνα Αλέξανδρος, δεν ήταν το σπίτι του- εκείνος θα ήθελε να βρίσκεται αλλού• μετακόμισε σ’ ετούτη την ελληνική βουνοκορφή, γιατί τον είχαν αναγκάσει να εγκαταλείψει το ερημητήριό του στους Αγίους Τόπους.
Τα περισσότερα χρόνια του ενήλικου βίου του, μου εξήγησε, τα είχε περάσει ζώντας σαν τους πατέρες της ερήμου στη σπηλιά του Έιν Φάρα, χίλια πεντακόσια χρόνια μετά την θεμελίωση του μοναστηριού από τον Άγιο Χαρίτωνα. Όμως ο αμπούνα Αλέξανδρος ήταν ο τελευταίος συνεχιστής εκείνης της παράδοσης. Δέκα περίπου χρόνια μετά την κατάληψη και την κατοχή της Δυτικής Όχθης από τους Ισραηλινούς είχε αρχίσει να δέχεται απειλές για τη ζωή του• , πίστευε ότι προέρχονταν από μια σκληροπυρηνική ομάδα Ισραηλινών, που είχαν ιδρύσει έναν οικισμό εκεί κοντά. Κάποια στιγμή, ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1979, ο πνευματικός του πατέρας, που ήταν και μακρινός συγγενής του, ένας έλληνας μοναχός που λεγόταν Φιλούμενος, πραγματικά κατακρεουργήθηκε μέσα στο κελί του στο Πηγάδι του Ιακώβ κοντά στη Ναμπλούς.
Κάποιος είχε δηλητηριάσει τα σκυλιά του και του είχε επιτεθεί με τσεκούρι, για να αποτεφρώσει έπειτα το πτώμα ανατινάζοντάς το με μια χειροβομβίδα. Λίγο καιρό αργότερα ο αμπούνα Αλέξανδρος επέστρεψε από ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ και βρήκε το εκκλησάκι της σπηλιάς του βεβηλωμένο τα βιβλία του και τα προσωπικά του αντικείμενα ήταν καμένα και σκορπισμένα στο έδαφος. Ο άμβωνας της μικρής εκκλησίας είχε διαλυθεί σ’ εκατό κομμάτια. Ο ερημίτης το ’σκασε, πήρε πλοίο για την Αθήνα και με τον καιρό κατέληξε στον Άθω. Έκτοτε η σπηλιά και η πηγή αποτελούσαν, κατά πάσα πιθανότητα, μέρος κάποιου νέου οικισμού.
Όπως πολλοί ερημίτες, έτσι και ο αμπούνα Αλέξανδρος ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα εκκεντρικός, ένας σαλός που μιλούσε σε μια κουκουβάγια, το κατοικίδιο ζωάκι του, τάιζε τις σαύρες και ισχυριζόταν ότι πού και πού δεχόταν επισκέψεις από αγγέλους. Ήταν ένας άντρας του οποίου τα λόγια δεν έπρεπε μάλλον να τα παίρνεις τοις μετρητοίς. Αυτός ήταν και ο λόγος που έμεινα έκπληκτος όταν, στη διάρκεια της επίσκεψής μου στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ, στην παλιά πόλη, διαπίστωσα ότι πολλά απ’ όσα μου είχε πει είχαν πράγματι συμβεί. Ένας γενειοφόρος έλληνας μητροπολίτης, που είχε γνωρίσει το Φιλούμενο και τον Αλέξανδρο, μου έδειξε ένα φάκελο γεμάτο αποκόμματα εφημερίδων τα οποία αναφέρονταν στη βεβήλωση της σπηλιάς του Αγίου Χαρίτωνα και στην άγρια δολοφονία στο Πηγάδι του Ιακώβ.
Έμαθα ότι για το έγκλημα είχε κατηγορηθεί ένας διανοητικά καθυστερημένος Ισραηλινός από το Τελ Αβίβ, που είχε θεωρηθεί υπεύθυνος και για δύο ακόμη δολοφονίες. Μέχρι , και στο μαρτύριο της Ορθόδοξης Ιερατικής Σχολής πήγε στο Όρος Σιών, όπου το θρυμματισμένο κρανίο και λίγα από τα τσακισμένα κόκαλα του πατέρα Φιλούμενου αποτελούν μόνιμα -αν και αρκετά μακάβρια- εκθέματα, ντυμένα με το παλιό του ράσο, προσμένοντας μια πιθανή αγιοποίηση. Είναι άγιος», με διαβεβαίωσε ο αμπούνα Αριστόπουλος, ο γεμάτος ζήλο νεαρός καλόγερος που με ξενάγησε στο μαρτύριο- «Ο αμπούνα Φιλούμενος δεχόταν πολλά τηλεφωνήματα από φανατικούς Εβραίους, που του έλεγαν ότι έπρεπε να φύγει απ’ το Πηγάδι του Ιακώβ, ότι το Πηγάδι ήταν δικός τους ιερός τόπος και όχι δικός μας. Όταν δηλητηρίασαν τα σκυλιά του, ο πατριάρχης του είπε ότι καλά θα έκανε να σηκωθεί να φύγει και να έρθει να μείνει στην Ιερουσαλήμ, όπου θα ήταν πιο ασφαλής. Όμως κάθε φορά που του το πρότεινε, ο αμπούνα Φιλούμενος απαντούσε αρνητικά. Διάβαζε τον Εσπερινό όταν τον βρήκε ο δολοφόνος κι άρχισε να τον τεμαχίζει με το τσεκούρι».
«Δεν τον σκότωσε μια κι έξω;»
«Όχι», απάντησε ο μοναχός. «Πρώτα τον χτύπησε πολλές φορές με το τσεκούρι: του έκοψε τα χέρια, έπειτα τα πέλματα, μετά τα πόδια. Τον έκανε κομμάτια. Πολύ τρομακτικό. Τη χειροβομβίδα την πέταξε στο τέλος». Με έκφραση φρίκης στο πρόσωπό του, ο αμπούνα Αριστόπουλος έκανε το σταυρό του. «Ξέρετε, όταν πριν από τέσσερα χρόνια του έκαναν ένα μικρό μνημόσυνο, ξέθαψαν το λείψανο και διαπίστωσαν ότι το σώμα του ήταν αναλλοίωτο».
«Μα πώς μπορεί να ήταν αναλλοίωτο», ρώτησα, «αφού το είχαν ήδη τεμαχίσει και το είχαν κάψει κιόλας;»
«Εντάξει, όχι εντελώς αναλλοίωτο», παραδέχτηκε ο μοναχός. «Πάντως, η κατάσταση στην οποία είχε διατηρηθεί ήταν μεγάλο θαύμα. Μετά απ’ αυτό σημειώθηκαν θαύματα μεταξύ των οποίων και ίαση ασθενών- και πολλοί είδαν τον πατέρα Φιλούμενο σε όραμα. Κι εγώ είδα μερικά οράματα».
«Έχετε δει τον πατέρα Φιλούμενο;»
«Τον έχω δει στα όνειρά μου», είπε ο Αριστόπουλος. «Επίσης τον έχω μυρίσει».
«Δεν καταλαβαίνω», είπα. «Νόμιζα ότι είπατε πως το σώμα του δεν είχε αλλοιωθεί».
«Όχι, όχι», είπε ο αμπούνα Αριστόπουλος. «Ήταν καλή μυρωδιά. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου στον Κόλπο το ελληνικό προξενείο έδωσε εντολή σ’ όλους τους Έλληνες να επιστρέφουν στην πατρίδα. Η ιερατική σχολή έκλεισε και όλοι οι μαθητές έφυγαν.
Ήμουν μόνος εδώ. Κλείδωσα το παρεκκλήσι κι έμεινα τρεις μήνες στο δωμάτιό μου, στον πάνω όροφο, με την αντιασφυξιογόνο μάσκα μου, εξαιτίας των πυραύλων Σκουντ του Σαντάμ. Έπειτα, το Μάρτιο, όταν τελείωσε ο πόλεμος, ήρθα και ξεκλείδωσα την πόρτα. Η τελευταία φορά που είχα μπει εδώ μέσα ήταν την Πρωτοχρονιά. Είχες την αίσθηση ότι η εκκλησία ήταν γεμάτη λιβάνι, μια βαριά μυρωδιά, τόσο ωραία, τόσο γλυκιά. Ερχόταν από τον Άγιο Φιλούμενο».
Έτσι λοιπόν -σκέφτηκα- άρχιζαν οι διάφορες ιστορίες για θαύματα.
Μίλησα στον πατέρα Αριστόπουλο για τη συνάντησή μου με τον πατέρα Αλέξανδρο και για την ιστορία που μου είχε διηγηθεί σχετικά με την εισβολή στη σπηλιά του. Ο Αριστόπουλος αποκρίθηκε ότι οι επιθέσεις σε ιδιοκτησίες της εκκλησίας δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών, είπε, το δωμάτιο όπου βρισκόμασταν είχε δεχτεί επίθεση από έναν ισραηλινό στρατιώτη που είχε πυροβολήσει πολλές φορές το εικονοστάσι, προτού τελικά τραυματιστεί -έτσι τουλάχιστον ισχυριζόταν ο αμπούνα Αριστόπουλος- από μια σφαίρα, που ως εκ θαύματος εξοστρακίστηκε, αφού πρώτα χτύπησε πάνω σε μια εικόνα της Θεοτόκου.
Διασταυρώνοντας αυτές τις ιστορίες στο αρχείο της περισσότερο νηφάλιας JERUSALEMPOST και στις διάφορες εκκλησίες της Ιερουσαλήμ, διαπίστωσα ότι από τις αρχές του 1970 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχε πράγματι σημειωθεί κύμα επιθέσεων σε βάρος της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας. Μια εκκλησία στην Ιερουσαλήμ ένα εκκλησάκι των Βαπτιστών κι ένα χριστιανικό βιβλιοπωλείο είχαν όλα καεί ολοσχερώς -υπεύθυνοι ήταν, υποτίθεται, φανατικοί ορθόδοξοι χαρεντίμ-, ενώ οι μαθητές ενός κοντινού γιεσίβα είχαν επιδοθεί σε βανδαλισμούς στο Ναό της Κοίμησης. Είχαν επίσης σημειωθεί αλλεπάλληλες αποτυχημένες απόπειρες εμπρησμού της αγγλικανικής εκκλησίας (χρειάστηκε ν’ αντικατασταθούν οι ξύλινες πόρτες με ατσάλινες, προκειμένου να είναι σε θέση να ανθίστανται στις επανειλημμένες κρούσεις των επίδοξων εμπρηστών), αλλά και δύο ακόμη εκκλησιών στην Άκρα (έναν ελληνορθόδοξο ναό στην παλιά πόλη κι ένα προτεσταντικό εκκλησάκι στα καινούργια προάστια του Ισραήλ), καθώς και μιας αγγλικανικής εκκλησίας στη Ράμλε.
Υπήρχε και συνέχεια. Στο λόφο της Σιών το προτεσταντικό νεκροταφείο που είχε ήδη υποστεί ζημιές στο διάστημα μεταξύ 1948 και 1967, όταν αποτελούσε τμήμα της νεκρής ζώνης ανάμεσα στο Ισραήλ και την Ιορδανία, είχε γίνει στόχος ιερόσυλων όχι μία, ούτε δύο, αλλά οκτώ φορές. Το επισκέφθηκα: σχεδόν όλες οι ταφόπλακες ήταν διαλυμένες, μεταλλικοί σταυροί κείτονταν παραμορφωμένοι και μερικά από τα μνήματα είχαν παραβιαστεί’ το μοναδικό μαυσωλείο που στεκόταν όρθιο έφερε αμέτρητα σημάδια από σφαίρες. Όπως το έθεσε ο εφημέριος Ναΐμ Άτικ του αγγλικανικού μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου στην Ιερουσαλήμ, που χρειάστηκε μισή ώρα για να απαριθμήσει όσα περιστατικά ιεροσυλίας ήξερε, «το Ισραήλ θέλει να παρουσιάζεται ως τιμητής της θρησκευτικής ανοχής, μόνο που ολόκληρη η χώρα χτίστηκε πάνω στο σφετερισμό και την κατάσχεση χριστιανικής και μουσουλμανικής γης. Η κατάσχεση και η βεβήλωση της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας είναι τακτική που ακόμη δεν έχει εγκαταλειφθεί».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. ΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΑΛΡΙΜΠΛ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2014/04/o.html