Στις 16 Απριλίου 1772,
Μαρτύρησε στη Σμύρνη ο Άγ. Μιχαήλ.

(Από το νέο Μαρτυρολόγιο του Αγ. Νικοδήμου).

Αυτός ήταν από την περιοχή των Βουρλών, μεταξουργός στο επάγγελμα, νέος στην ηλικία, περίπου δεκαοκτώ ετών και πολύ όμορφος στην όψη. Αφού ξεγελάστηκε από έναν αγαρηνό, αρνήθηκε την πίστη του Χριστού το πρώτο Σάββατο των νηστειών και δούλευε κοντά του με μισθό. Όταν όμως ήρθε η Αγία Ανάσταση του Κυρίου, ακούγοντας τους συνομηλίκους του και όλους γενικά τους Χριστιανούς να γιορτάζουν αυτή την λαμπροφόρα μέρα και να ψέλνουν με αγαλλίαση και χαρά μέσα στο χάνι του Κιζλαραγά το κοσμοπόθητο τροπάριο, το «Χριστός ανέστη», συναισθάνθηκε το κακό που έπαθε και αφού μετανόησε για αυτό, παράτησε την υπηρεσία στον καφενέ και έψελνε κι αυτός μαζί με τους άλλους το «Χριστός ανέστη». Ακούγοντάς τον οι παρευρισκόμενοι εκεί, τον εμπόδιζαν, λέγοντας ότι δεν ταιριάζει σε έναν Τούρκο να λέει τέτοια λόγια, τα οποία ταιριάζουν μόνο στους Χριστιανούς. Εκείνος αποκρίθηκε κι είπε: «αύριο θα δείτε ποιος ήμουνα και ποιος πρόκειται να γίνω».Το πρωί λοιπόν, πήγε στον δικαστή ο Άγιος και του λέει: «Κάποιος που θα ξεγελαστεί και θα δώσει χρυσάφι για να πάρει μολύβι, είναι νόμιμο να δώσει πίσω το μολύβι και να πάρει το χρυσάφι που έδωσε, επειδή η ανταλλαγή δεν έγινε δίκαια και συνειδητά, αλλά με απάτη και άγνοια»; Ο δικαστής του λέει «ναι». Τότε ο Μάρτυρας του Χριστού λέει: «πάρε λοιπόν εσύ το μολύβι που μου έδωσες, αντί για χρυσάφι, δηλαδή την δική σου θρησκεία, και παίρνω κι εγώ πίσω το χρυσάφι που σου έδωσα, δηλαδή την πίστη των γονιών μου». Έτσι, με τέτοια παρρησία μπροστά στον μουσουλμάνο δικαστή και σε όλους τους παρισταμένους ομολόγησε τον Χριστό Θεό παντοδύναμο και κριτή των πάντων.

Θαυμάζοντας όλοι την παρρησία του, προσπαθούσαν να τον ξεγελάσουν με κολακείες και υποσχέσεις μεγάλων δωρεών, κατηγορώντας τον Χριστό και επαινώντας τον Μωάμεθ ονομάζοντάς τον μεγάλο προφήτη. Βλέποντας όμως τον Μάρτυρα να μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, τον έβαλαν στη φυλακή, μέχρι να τον εξετάσουν για δεύτερη φορά. Μετά από δυο μέρες, παρουσιάστηκε ο Άγιος μπροστά στον δικαστή και ομολογώντας τον Χριστό Θεό αληθινό, όπως και προηγουμένως, καταδικάστηκε σε θάνατο. Καθώς λοιπόν οδηγούνταν ο μακάριος στη σφαγή, έδειχνε ολόκληρος μια χαρά και μια αγαλλίαση. Και αφού ζήτησε συγχώρεση από τους Χριστιανούς που συγκεντρώθηκαν εκεί, έσκυψε το κεφάλι του και αποκεφαλίστηκε με ξίφος, παίρνοντας έτσι από τον Χριστό το στεφάνι του Μαρτυρίου. Και το τίμιό του λείψανο φαινόταν για τρεις μέρες να έχει ένα χρώμα λευκό, σαν χιόνι, και μετά από αυτά το έριξαν στη θάλασσα, η οποία το έβγαλε έξω στο μέρος που λέγεται Φοινικιά. Κάποιοι Χριστιανοί βαφείς που το βρήκαν μαζί με την τίμια κεφαλή του, το πήραν με ευλάβεια και το έφεραν στον Ναό της Αγίας Φωτεινής, και εκεί ενταφιάστηκε με τιμές

Δια των πρεσβειών του, μακάρι να αξιωθούμε κι εμείς εν τη Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν.

Απόδοση στην Νεοελληνική: Τέζας Γεώργιος Φιλόλογος

Συναξαριστής Νεομαρτύρων
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη

 http://www.impantokratoros.gr/A4DBDF84.el.aspx