Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΪΑΦΑ
[Υπομνηματισμός των εδαφίων Ματθ. 26, 57 – 68]
Οι μαθητές λοιπόν αναχώρησαν. «Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν(:και αυτοί αφού συνέλαβαν τον Ιησού, Τον έφεραν στον Καϊάφα τον αρχιερέα, όπου συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι)·ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος(:ο Πέτρος μάλιστα Τον ακολουθούσε από μακριά μέχρι το προαύλιο του μεγάρου του αρχιερέα. Κι αφού μπήκε στην εσωτερική αυλή, καθόταν εκεί μαζί με τους υπηρέτες, για να δει πώς θα τελείωνε η υπόθεση)»[Ματθ.26,57-58].
Μεγάλη η θερμότητα της ψυχής του Πέτρου· ούτε όταν είδε τους υπόλοιπους μαθητές του Κυρίου να φεύγουν, έφυγε, αλλά έμενε και εισήλθε στην εσωτερική αυλή του μεγάρου του αρχιερέα μαζί με το πλήθος. Έμεινε βέβαια και ο Ιωάννης, αλλά εκείνος ήταν γνωστός στον αρχιερέα. Και γιατί πήγαν τον Κύριο εκεί όπου ήταν συγκεντρωμένοι όλοι; Για να κάνουν τα πάντα με έγκριση των αρχιερέων, γιατί ο Καϊάφας ήταν τότε αρχιερέας και όλοι ήταν συγκεντρωμένοι εκεί και τον περίμεναν . Μετά την καταδικαστική απόφαση του Καϊάφα μάλιστα, διανυκτέρευσαν και αγρυπνούσαν για να περιμένουν να ξημερώσει για να Τον πάνε και στον ρωμαίο διοικητή· μάλιστα ούτε το πασχαλινό δείπνο, λέει το ιερό κείμενο, δεν έφαγαν, αλλά αγρυπνούσαν για να ξημερώσει γρήγορα και να οδηγήσουν τον Ιησού στον Πιλάτο, ώστε να Τον ανακρίνει και επίσημα να Τον καταδικάσει. Γιατί ο ευαγγελιστής Ιωάννης, αφού λέει ότι ήταν πρωί, προσθέτει: «Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα (:αφού οι αρχιερείς και το συνέδριο καταδίκασαν σε θάνατο τον Ιησού, τον έφεραν δεμένο από το αρχιερατικό ανάκτορο του Καϊάφα στο διοικητήριο όπου έμενε και δίκαζε ο Ρωμαίος διοικητής. Ήταν τότε πρωί και αυτοί δεν μπήκαν στο πραιτόριο για να μη μολυνθούν από το ειδωλολατρικό ανάκτορο, αλλά να είναι καθαροί για να φάνε το βράδυ το δείπνο του Πάσχα)»[Ιω. 18,28] .
Τι μπορεί να πει κανείς; Ότι έφαγαν άλλη μέρα και κατέλυσαν τον νόμο, εξαιτίας της επιθυμίας τους για την σφαγή αυτή. Γιατί ούτε ο Χριστός δεν παρέβη τον χρόνο του Πάσχα, παρά μόνο εκείνοι οι οποίοι τολμούσαν τα πάντα και καταπατούσαν κατά μυριάδες τους νόμους. Ο λόγος ήταν ότι, επειδή έβραζαν πάρα πολύ από τον θυμό και είχαν επιχειρήσει πολλές φορές να Τον σφαγιάσουν και δεν το κατόρθωσαν, τότε που Τον συνέλαβαν απροσδόκητα προτίμησαν να εγκαταλείψουν και το πασχαλινό δείπνο ακόμη, προκειμένου να ικανοποιήσουν την φονική τους επιθυμία. Γι’ αυτό και συγκεντρώθηκαν όλοι και έγιναν συνεδρία μολυσματική, και έψαξαν και για ψευδομάρτυρες, επειδή ήθελαν να προσδώσουν κάποια νομιμοφάνεια στην σκευωρία αυτή του δικαστηρίου. Γιατί οι μαρτυρικές καταθέσεις δεν ήταν όσες χρειάζονταν, λέει˙ τόσο προσποιητό ήταν το δικαστήριο και όλα γεμάτα θόρυβο και ταραχή.
Λέει ο ευαγγελιστής Ματθαίος: «Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν(:στο μεταξύ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και όλα τα μέλη του συνεδρίου, επειδή ήταν αδύνατο να βρουν αληθινή μαρτυρία εναντίον του Ιησού, ζητούσαν ψευδομαρτυρία εναντίον Του για να Τον καταδικάσουν σε θάνατο)καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον(:και δεν βρήκαν. Κι ενώ ήλθαν πολλοί ψευδομάρτυρες για εξέταση, δεν βρήκαν καμία)»[Ματθ.26,59-60]. Και συμπληρώνει ο ευαγγελιστής Μάρκος: «πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν(:Και δεν έβρισκαν ενοχοποιητική μαρτυρία, διότι πολλοί κατέθεταν ψεύτικες μαρτυρίες εναντίον Του, αλλά οι μαρτυρίες αυτές δεν ήταν σύμφωνες μεταξύ τους)»[Μάρκ.14,56].
«Ὓστερον δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες εἶπον(:ύστερα λοιπόν από πολλά, παρουσιάστηκαν μπροστά στο δικαστήριο δύο ψευδομάρτυρες και είπαν:)·οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτόν(: ‘’Αυτός είπε: ‘’Μπορώ να γκρεμίσω τον ναό του Θεού και μέσα σε τρεις ημέρες να τον ξανακτίσω’’)»[Ματθ.26,61]. Και πράγματι ο Κύριος είχε πει «σε τρεις μέρες», αλλά δεν είχε πει «γκρεμίζω», αλλά «γκρεμίστε» και δεν το είπε για εκείνο τον ναό, αλλά για το δικό Του σώμα[πρβ. Ιω,2,18-22: «ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν ὅτι ταῦτα ποιεῖς;(:ύστερα λοιπόν από την εκδίωξη των εμπόρων από το ιερό, πήραν τον λόγο οι Ιουδαίοι και Του είπαν: ‘’Ποιο σημείο έχεις να μας δείξεις που να αποδεικνύει και να επιβεβαιώνει ότι έχεις πράγματι την εξουσία να τα κάνεις αυτά;’’) ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν(:τότε ο Ιησούς τούς αποκρίθηκε: ‘’Γκρεμίστε τον ναό αυτό και σε τρεις ημέρες θα τον ξαναχτίσω μόνο με τη δύναμή μου· διότι θα αναστηθώ από τον τάφο ως ζωντανός ναός του Θεού και αθάνατη κεφαλή της Εκκλησίας μου. Και η Εκκλησία μου αυτή θα αντικαταστήσει για πάντα τον ναό σας, που θα καταστραφεί).εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν;(: είπαν λοιπόν οι Ιουδαίοι: ‘’Σαράντα έξι χρόνια χρειάστηκαν για να κτιστεί ο ναός αυτός, κι εσύ θα τον κτίσεις μέσα σε τρεις ημέρες;’’). ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ(:Εκείνος όμως εννοούσε τον ασυγκρίτως λαμπρότερο και αγιότερο ναό του σώματός Του. Και βεβαίωνε έτσι προφητικά ότι μετά τον σταυρικό θάνατό Του θα ανέσταινε τον ναό αυτό του σώματός Του από τον τάφο). ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς(:Όταν λοιπόν αναστήθηκε από τους νεκρούς, θυμήθηκαν οι μαθητές Του ότι στην περίσταση αυτή αυτό εννοούσε. Και ενισχύθηκε η πίστη τους τόσο στην Αγία Γραφή, όπου είχε προφητευτεί η Ανάσταση, όσο και στον λόγο που είπε ο Ιησούς)»].
Τι κάνει λοιπόν ο αρχιερέας; Επειδή ήθελε να Τον παρακαλέσει να απολογηθεί, για να Τον πιάσει από αυτά που θα πει λέει «οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐσιώπα(:Ο αρχιερέας τότε σηκώθηκε όρθιος και του είπε: ‘’Δεν έχεις να αποκριθείς τίποτε; Τι είναι αυτά που σε κατηγορούν αυτοί;’’. Ο Ιησούς όμως σιωπούσε)», επειδή η απολογία ήταν ανώφελη, αφού κανείς δεν άκουγε· διότι αυτό είχε τη μορφή μονάχα ενός δικαστηρίου, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για έφοδο ληστών, οι οποίοι σαν να έκαναν επίθεση σε κάποιο σπήλαιο και στον δρόμο ολότελα.
Γι΄ αυτό σιωπούσε. Ο Καϊάφας όμως επέμενε λέγοντας: «ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(: ‘’Σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού, ο οποίος ζει και τιμωρεί τους επίορκους, να μας πεις αν είσαι εσύ ο Χριστός, ο υιός του Θεού’’). λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· σὺ εἶπας(:Του λέει ο Ιησούς: ‘’Το είπες εσύ ότι είμαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού) · πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ(:αλλά όμως σας λέω ότι σύντομα θα δείτε τον υιό του ανθρώπου, τον Θεάνθρωπο Μεσσία, να κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού ως ένδοξος Κριτής ’’). τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ(:τότε ο αρχιερέας, εκδηλώνοντας υποκριτικά την αγανάκτηση και αποδοκιμασία του εναντίον της φρικτής βλασφημίας που ακούστηκε, έσχισε τα ρούχα του, όπως ήταν η συνήθεια που επικρατούσε μεταξύ των Ιουδαίων, και είπε: ‘’Ο κατηγορούμενος βλασφήμησε)».
Αυτό μάλιστα το έκανε για να καταστήσει βαρύτερη την κατηγορία και για να τονίσει αυτό που ελέχθη με την ενέργεια του. Διότι επειδή αυτό που ελέχθη προκάλεσε φόβο στους ακροατές καθώς έκανε αναφορά στη μέλλουσα Κρίση, έκανε και εκείνος αυτό που έκαναν οι Ιουδαίοι και κατά την ομολογία του Στεφάνου, που έκλεισαν τα αυτιά τους: «κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν (:Οι Ιουδαίοι όμως τότε έβγαλαν δυνατές κραυγές, έκλεισαν τα αυτιά τους για να μην ακούν τα λόγια του Στεφάνου, που τα θεωρούσαν βλάσφημα, και με μανιασμένη διάθεση όλοι μαζί όρμησαν καταπάνω του)»[Πράξ. 7,57].
Αν και ποια βλασφημία ήταν αυτή; Διότι και προηγουμένως είχε πει ενώ ήταν συγκεντρωμένοι: «εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου;(:είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χριστό: ‘’Κάθισε στον θρόνο μου στα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου σαν υποστήριγμα που θα ακουμπούν και θα πατούν επάνω τα πόδια σου’’. Όμως οι παππούδες δεν ονομάζουν ποτέ ‘’κυρίους τους’’ τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Ούτε στέκει ποτέ να προσφωνούν οι πρόγονοι τους απογόνους τους ‘’κυρίους’’)»[Ματθ. 22,44 και Ψαλμ. 109,1 αντίστοιχα], και ερμήνευσε αυτό που είπε και δεν τολμούσαν να πουν τίποτε, παρά σιώπησαν, και από την στιγμή εκείνη ποτέ δεν Του αντιμίλησαν. Πώς λοιπόν τώρα ονομάζουν «βλασφημία» αυτό το οποίο ελέχθη; Και γιατί άραγε ο Χριστός απάντησε έτσι; Για να αναιρέσει κάθε δικαιολογία τους, διότι μέχρι την τελευταία στιγμή δίδασκε ότι Αυτός είναι ο Χριστός και ότι κάθεται εκ δεξιών του Πάτερα και ότι θα έλθει και πάλι να κρίνει την οικουμένη, πράγμα το οποίο συμφωνούσε πολύ με την δήλωση Εκείνου.
Αφού λοιπόν ξέσχισε τα ενδύματα του ο Καϊάφας είπε: «τί ὑμῖν δοκεῖ;(:Τι γνώμη έχετε;’’)». Δεν εκδίδει την απόφαση μόνος του, αλλά την ζητάει από εκείνους, ως αυταπόδεικτη για τα ομολογημένα αμαρτήματα και φανερή βλασφημία. Διότι επειδή γνώριζαν ότι αν η υπόθεση έρθει σε διερεύνηση και λεπτομερή εξέταση, θα απαλλασσόταν ο Ιησούς από κάθε κατηγορία, Τον καταδικάζουν από μόνοι τους και προκαταλαμβάνουν τους ακροατές λέγοντας: «ἐβλασφήμησε· ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ(:‘’Ο κατηγορούμενος βλασφήμησε. Τι μας χρειάζονται πλέον μάρτυρες; Να, μόλις τώρα ακούσατε τη βλασφημία του’’)», σχεδόν εξαναγκάζοντας και εκβιάζοντάς τους να εκφέρουν την καταδικαστική τους απόφαση.
Τι αποφάσισαν λοιπόν εκείνοι; «ἔνοχος θανάτου ἐστί(:Είναι ένοχος εγκλήματος που τιμωρείται με θάνατο)»˙ ώστε αφού Τον συνέλαβαν ως υπόδικο, να προετοιμάσουν τον Πιλάτο να αποφασίσει κατά παρόμοιο τρόπο. Αυτό ακριβώς συναισθανόμενοι λέγουν «είναι ένοχος θανάτου». Οι ίδιοι κατηγορούν, οι ίδιοι δικάζουν, οι ίδιοι αποφασίζουν, οι ίδιοι γίνονται τότε τα πάντα. Πώς όμως δεν ανέφεραν όσα έκανε τα Σάββατα; Επειδή πολλές φορές τούς είχε αποστομώσει˙ αλλιώς και τότε από τα όσα έλεγε, ήθελαν να Τον συλλάβουν και να Τον καταδικάσουν. Αφού λοιπόν ο αρχιερέας Καϊάφας τούς προκατέβαλε και απέσπασε την απόφαση από αυτούς και κέρδισε τους πάντες με το να ξεσκίσει υποκριτικά τον χιτώνα του για την υποτιθέμενη βλασφημία που άκουσε, έκανε τα πάντα έτσι, ώστε να Τον οδηγήσει στον Πιλάτο ως υπόδικο.
Σε εκείνον όμως δεν αναφέρουν τίποτα τέτοιο, αλλά λένε: «εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν (:εάν δεν ήταν κακοποιός και επικίνδυνος στην κοινωνία, δεν θα τον παραδίδαμε σε σένα)»[Ιω. 18,30] ˙ επιχειρούσαν δηλαδή να Τον φονεύσουν ως ένοχο πολιτικών εγκλημάτων. Και γιατί δεν Τον φόνευσαν κρυφά; Διότι ήθελαν να διαβάλλουν την φήμη Του. Επειδή πολλοί ήταν εκείνοι που Τον είχαν ακούσει, και Τον θαύμαζαν και εκπλήσσονταν, γι’ αυτό επιδίωξαν να σφαγεί δημόσια και ενώπιον όλων. Ο Χριστός όμως δεν τους εμπόδισε, αλλά αντιθέτως χρησιμοποίησε την πονηριά τους για να διακηρύξει την αλήθεια, με τρόπο ώστε να γίνει πασίγνωστος ο θάνατος Του.
Και εξελίχθηκαν αντίθετα από ό,τι ήθελαν. Διότι αυτοί μεν ήθελαν να Τον διαπομπεύσουν και με τον τρόπο αυτό να Τον καταντροπιάσουν. Εκείνος όμως και με αυτά προβάλλονταν περισσότερο. Και όπως έλεγαν: « ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος (:αν τον αφήσουμε ελεύθερο, όπως τον είχαμε μέχρι τώρα, όλοι θα πιστέψουν σε αυτόν ότι είναι ο Μεσσίας και είναι επόμενο να γίνει κάποια επανάσταση. Και τότε θα επέμβουν οι Ρωμαίοι και θα μας πάρουν και τον άγιο τόπο του ναού και θα καταλύσουν την ανεξαρτησία του έθνους μας)»[Ιω. 11,48], και όταν Τον φόνευσαν, συνέβη αυτό που φοβόντουσαν· έτσι και εδώ βιάζονταν να Τον σταυρώσουν δημόσια, για να μειώσουν το γόητρό Του, και συνέβη το αντίθετο. Διότι ότι είχαν την εξουσία να Τον φονεύσουν και μόνοι τους, άκουσε τι λέγει ο Πιλάτος: «λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν (:Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον. Διότι εγώ δεν του βρίσκω καμία ενοχή, καμία αιτία καταδίκης, και δεν μπορώ να τον σταυρώσω)»[Ιω. 19,6].
Δεν ήθελαν όμως, για να φανεί ότι φονεύθηκε ως παράνομος, ως τύραννος, ως στασιαστής. Γι΄ αυτό σταύρωσαν και ληστές μαζί Του˙ γι΄ αυτό και έλεγαν: «μὴ γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων(:επειδή όμως οι αρχιερείς των Ιουδαίων θεωρούσαν προσβολή και ατίμωση γι’ αυτούς να λέγεται βασιλιάς τους ένας σταυρωμένος, διαμαρτύρονταν και έλεγαν στον Πιλάτο: Μη γράφεις ‘’Ο βασιλεύς των Ιουδαίων’’, αλλά γράψε ότι εκείνος είπε ‘’είμαι βασιλεύς των Ιουδαίων’’)» [Ιω. 19,21].
Όλα αυτά λοιπόν γίνονταν χάριν της αλήθειας, για να μην έχουν ούτε την παραμικρή δικαιολογία για την αναίσχυντη πράξη τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι σφραγίδες του τάφου και οι φρουρές έκαναν ώστε να λάμψει περισσότερο η αλήθεια· και οι εμπαιγμοί και τα πειράγματα και οι ύβρεις το ίδιο επίσης έκαναν. Διότι τέτοια είναι η πλάνη ˙ διαλύεται με εκείνα ακριβώς που μηχανορραφεί. Έτσι λοιπόν συνέβη και εδώ. Διότι αυτοί που νόμιζαν ότι νίκησαν, αυτοί καταισχύνθηκαν περισσότερο και νικήθηκαν και χάθηκαν. Ενώ Εκείνος που νόμιζαν ότι ήταν ηττημένος, Εκείνος και έλαμψε περισσότερο και τους κατανίκησε.
«Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν λέγοντες(:τότε Τον έφτυσαν στο πρόσωπο και Τον χτύπησαν στον αυχένα, και άλλοι Τον χαστούκισαν, λέγοντας:)·προφήτευσον ἡμῖν Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;(: ‘’Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποιος είναι εκείνος που σε χτύπησε;’’)»[Ματθ.26,68].
Γιατί τα έκαναν αυτά οι Ιουδαίοι αφού επρόκειτο να Τον φονεύσουν; Ποια ήταν η ανάγκη αυτής της διακωμωδήσεως; Για να μάθεις με όλα αυτά την αχαλίνωτη συμπεριφορά τους, και ότι επειδή Τον βρήκαν σαν θήραμα, έδειχναν με τον τρόπο αυτό την μεθυσμένη συμπεριφορά τους και ότι διακατέχονταν από μανία, και μετέτρεπαν την υπόθεση σε γιορτή, επιτιθέμενοι με ευχαρίστηση και εκδηλώνοντας την φονική τους διάθεση.
Εσύ επίσης κάνε μου την χάρη να θαυμάσεις την αντικειμενικότητα των μαθητών, με πόση ακρίβεια τα περιγράφουν τα γεγονότα αυτά στα ευαγγέλιά τους. Από αυτό αποδεικνύεται η αληθινή αγάπη τους, αφού εκείνα τα οποία θεωρούνται ότι είναι αξιοκατάκριτα, τα διηγούνται με κάθε αντικειμενικότητα, χωρίς να αποκρύπτουν τίποτε και χωρίς να ντρέπονται, αλλά και υψίστη τιμή θεωρούσαν, όπως και ήταν, το ότι ο Δεσπότης της οικουμένης ανέχονταν να υφίσταται τέτοια προς χάρη μας.
Αυτό και την δική Του ανέκφραστη πρόνοια φανέρωνε, αλλά και την ασυγχώρητη πονηρία εκείνων, οι οποίοι τολμούσαν αυτά σε βάρος Εκείνου, ο οποίος ήταν τόσο ήρεμος και πράος και έλεγε τέτοια λόγια, που ήταν ικανά να μεταβάλλουν λιοντάρι σε αρνί. Διότι ούτε και Εκείνος έπαψε καθόλου να είναι ήρεμος και πράος, ούτε αυτοί να υστερούν ούτε στιγμή σε ύβρη και σκληρότητα με όσα έκαναν και έλεγαν.
Αυτά όλα και ο προφήτης Ησαΐας τα προέλεγε, έτσι ακριβώς διακηρύσσοντας αυτά εκ των προτέρων, και εμφανίζοντας με μια φράση όλη αυτή την εξύβριση. Διότι έλεγε: «ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοὶ – οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδός σου καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων (:με τον τρόπο που θα απομακρυνθούν περιφρονητικά πολλοί από εσένα, έτσι θα εκλείψει η μορφή Σου μεταξύ των ανθρώπων και η λάμψη Σου μεταξύ των υιών των ανθρώπων)»[Ησ. 52,14]. Διότι τι θα μπορούσε να γίνει ισάξιο προς αυτό τον εξευτελισμό; Στο πρόσωπο Εκείνο, το οποίο σεβάστηκε η θάλασσα όταν το είδε, το οποίο όταν αντίκρισε επάνω στον σταυρό ο ήλιος απέκρυψε τις ακτίνες του, στο πρόσωπο Εκείνο έφτυναν και ράπιζαν και χτυπούσαν στο κεφάλι, γεμάτοι από κάθε αφθονία από την μανία τους.
Διότι Του κατάφεραν τα πιο υβριστικά από όλα τα πλήγματα, χτυπώντας στην παρειά και ραπίζοντάς Τον· και στα χτυπήματα αυτά πρόσθεταν και τον εξευτελισμό των εμπτυσμών. Επίσης και λόγια ξεστόμιζαν γεμάτα διακωμώδηση, λέγοντας «προφήτευσον ἡμῖν Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;(:‘’Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποιος είναι εκείνος που σε χτύπησε;’’)», επειδή ο όχλος Τον ονόμαζε προφήτη. Άλλος μάλιστα ευαγγελιστής αναφέρει ότι τα έκαναν αυτά αφού περιτύλιξαν το πρόσωπό Του με το ιμάτιο «καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;(:Κι αφού Του κάλυψαν τριγύρω το κεφάλι για να μη βλέπει, Του χτυπούσαν το πρόσωπο και τον ρωτούσαν: ‘’Προφήτευσε, ποιος είναι εκείνος που σε χτύπησε;’’)»[Λουκά 22,64], σαν να είχαν ανάμεσα τους κάποιο ατιμασμένο και τιποτένιο. Την μεθυσμένη μάλιστα αυτή συμπεριφορά δεν την έδειχναν μόνο οι ελεύθεροι, αλλά και οι δούλοι.
Αυτά ας τα διαβάζουμε συνεχώς, αυτά ας τα ακούμε όπως πρέπει, αυτά ας τα γράφουμε μέσα στον νου μας· διότι αυτά είναι τα ιερά και τα όσιά μας, τα μεγαλεία της πίστεώς μας. Σε αυτά εγώ στηρίζομαι πάρα πολύ και καυχιέμαι˙ όχι μόνο για τους μύριους νεκρούς τους οποίους ο Κύριος ανέστησε, αλλά και για τα παθήματα τα οποία υπέστη για τη δική μας τη σωτηρία.
Σε αυτά ο Παύλος επανέρχεται διαρκώς: στον σταυρό, στον θάνατο, στα πάθη, στις βλασφημίες, στις ύβρεις, στους εμπαιγμούς. Και άλλοτε μεν λέει: «τοίνυν ἐξερχώμεθα πρὸς αὐτὸν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ φέροντες(:λοιπόν, ας βγούμε και εμείς κοντά Του έξω από το στρατόπεδο. Ας απομακρυνθούμε δηλαδή και ας κόψουμε κάθε σχέση με τον Ιουδαϊσμό και με τον κόσμο της αμαρτίας. Και ας πάρουμε επάνω μας τον ονειδισμό του Χριστού, έτοιμοι να περιφρονηθούμε γι΄Αυτόν, όπως ατιμάστηκε και περιφρονήθηκε Εκείνος)» [Εβρ. 13,13]· άλλοτε πάλι : «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν (: Και πουθενά αλλού ας μην στρέφουμε τα βλέμματά μας και την προσοχή μας παρά μόνο στον Ιησού, που είναι ο αρχηγός και θεμελιωτής της πίστεώς μας και μας τελειοποιεί σε αυτήν. Αυτός για τη χαρά που είχε μπροστά Του και θα δοκίμαζε όταν με το πάθημά Του θα έσωζε πολλούς, υπέμεινε σταυρικό θάνατο και περιφρόνησε την ντροπή και την ατίμωση του θανάτου Του. Γι’ αυτό και έχει καθίσει τώρα στα δεξιά του θρόνου του Θεού)»[Εβρ.12,2].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλίες ΠΔ΄ και ΠΕ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 253-263 και σελ.270-273 αντίστοιχα.
· Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 69, ομιλίες ΠΔ΄(κατ΄επιλογήν) και ΠΕ΄(κατ΄επιλογήν), σελίδες 116-121 και σελ. 125-127 αντίστοιχα.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm