ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Χαραλάμπους Μπούσια
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι λελαμπρυσμένος
κατεφώτισας τούς ἐν σκοτίᾳ
ἀγνωσίας καί δουλώσεως πέλοντας
ταῖς διδαχῶν καί θαυμάτων ἀκτῖσι σου,
Ἰωακείμ, ἀσκητά ἐνθεώτατε·
γόνε πάντιμε Ἰθάκης, Χριστόν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ Ο “ΠΑΠΟΥΛΑΚΗΣ” ο εξ ΙΘΑΚΗΣ.
Ο Όσιος Ιωακείμ -κατά κόσμον Ιωάννης Πατρίκιος- γεννήθηκε στον οικισμό Καλύβια της Βόρειας Ιθάκης από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Αγγελο και την Αγνή.
Όταν ο Ιωάννης ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε η μητέρα του. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και η μητρυιά του μικρού Ιωάννη τον ταλαιπωρούσε και τον βασάνιζε. Ο άγιος, τα δύσκολα αυτά χρόνια, ασκήθηκε στην υπομονή και στην ταπείνωση, βρίσκοντας καταφύγιο στην προσευχή, στο απόμερο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνος, και στην μελέτη των ιερών βιβλίων.
Στην εφηβική του ηλικία εργάζεται σα ναυτικός στο καΐκι του πατέρα του, προκαλώντας τον σεβασμό και την εκτίμηση του πληρώματος για τις σπάνιες αρετές του. Όμως, σύμφωνα με την επιθυμία της κακόβουλης μητρυιάς του, ο Ιωάννης απομακρύνεται από τη δούλεψη του πατέρα του κι αναλαμβάνει εργασία στο πλοίο του συμπατριώτη του καπεταν-Γιώργη Βρεττού-Χατζή.Σε κάποιο από τα ταξίδια του βρίσκει καταφύγιο στο Περιβόλι της Παναγίας, στο Αγιον Όρος. Εκεί, στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, γίνεται μοναχός και παίρνει το όνομα Ιωακείμ. Με την άσκησή του, κάτω από την καθοδήγηση Αγίων Γερόντων, ξεπερνάει στην αρετή ακόμη και μεγαλύτερους απ’ αυτόν μοναχούς.
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο ηγούμενος της Μονής επιλέγει τον μοναχό Ιωακείμ και τον στέλνει σαν ιεροκήρυκα στην Πελοπόννησο. Εκεί, ακούραστος, ο Αγιος διδάσκει, στηρίζει, παρηγορεί κι ενθαρρύνει τον ταλαίπωρο πληθυσμό. Επιπλέον, με το καΐκι του Κεφαλλονίτη παπα-Γιάννη Μακρή μεταφέρουν από τον Μωριά στα Επτάνησα γέρους και γυναικόπαιδα, σώζοντάς τους από τις επιδρομές του Ιμπραήμ.
Γύρω στα 1827 ο Όσιος Ιωακείμ φτάνει στη μικρή αγγλοκρατούμενη πατρίδα του Ιθάκη. Για σαρανταένα έτη δρα ακαταπόνητος μέσα στον κόσμο, την πλάνη, την αίρεση, την αμαρτία. Δέχεται τον σεβασμό αλλά και προκαλεί με την αγιότητα του βίου του την έχθρα και αντιπάθεια των Αγγλων αλλά και μερικών Ιθακησίων.
Τα ακούραστα ασκητικά πόδια του δεν σταματούν να περιφέρονται σε κάθε οικισμό, να μπαίνουν σε κάθε σπίτι, να περνούν κάθε κατώφλι του μικρού νησιού. Τ’ ασκητικά του χέρια πάντοτε ανοιχτά, συνεχώς δίνουν και δε διστάζουν να ζητιανέψουν για να προσφέρουν ανακούφιση και θαλπωρή στους απόρους και εξουθενωμένους. Τα μάτια δε σταματούν να δακρύζουν, το μέτωπο δε σταματά να ιδρώνει, τα δάχτυλα να σφίγγουν το κομποσχοίνι για τον λαό του Θεού, που υπέφερε κάτω από τη σκιά του πνευματικού θανάτου.
Τους χειμερινούς μήνες φιλοξενείται σε σπίτια ευλαβών Χριστιανών και σε μοναστηράκια του νησιού, ενώ το υπόλοιπο χρονικό διάστημα σε δάση και φαράγγια περνά τις νύχτες του προσευχόμενος. Αναφέρονται περιπτώσεις που ο Αγιος, ενώ προσευχόταν, βρισκόταν πάνω από το έδαφος, πλημμυρισμένος από ουράνιο φως.
Καταπονώντας το ασκητικό του σώμα φορά εσωτερικές μολύβδινες πλάκες δεμένες στη μέση του και μεταφέρει σε μεγάλες ανηφοριές τσουβάλια με πέτρες και βότσαλα από ερημικές παραλίες του νησιού. Παράλληλα ασκείται στην αγία ταπείνωση κάτω από το πετραχήλι του αγίου Πνευματικού του, Ιερομονάχου Αγαπίου της Ι. Μονής Ταξιαρχών Περαχωρίου.
Μεριμνά να χτιστούν ενοριακοί ναοί και με τα κηρύγματά του αναζωπυρώνει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ιθακησίων. Ταυτόχρονα, ενθαρρύνει τους πατριώτες εναντίον της κυριαρχίας των Αγγλων, προφητεύοντας την αναίμακτη φυγή τους από το νησί.
Προικισμένος από τον Κύριο με το προορατικό και. το διορατικό χάρισμα, γίνεται ο δάσκαλος, ο σύμβουλος, ο τροφός και ο ιατρός των Ιθακησίων, ενώ ο ίδιος ζούσε σε μεγάλη εκούσια φτώχεια και ακτημοσύνη.
Σε προχωρημένη ηλικία κοιμήθηκε εν Κυρίω «εκ μαρασμού» στις 2 Μαρτίου 1868, στην οικία Παΐζη, στο Βαθύ της Ιθάκης.
Η εξόδιος ακολουθία του Αγίου ψάλθηκε στον Ι. Ναό του Αγίου Νικολάου της πόλεως, παρουσία εκατοντάδων απαρηγόρητων Χριστιανών, που θρηνούσαν για την απώλεια του προστάτη τους. Μετά το ολονύκτιο προσκύνημα, ξεκίνησε η κατανυκτική εκφορά του ιερού σκηνώματος προς τον Σταυρό, πορεία αρκετών ωρών, όπου τάφηκε -σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία- πίσω από τον Ι. Ναό της Αγίας Βαρβάρας.
Κατά τη διάρκεια της συγκινητικής πομπής προς τον Σταυρό, το ιερό λείψανο δε βράχηκε καθόλου. Με ιερό δέος οι αμέτρητοι Ιθακήσιοι που ευλαβικά ακολουθούσαν είδαν κατάπληκτποι σμήνος πουλιών να πετούν πάνω απ’ το άγιο κορμί. Αυτά ήταν τα πρώτα σημάδια της αγιότητας του Οσίου που έδειξε ο Ουρανός.
Η ζωντανή παρουσία και τα θαύματα του Οσίου Ιωακείμ συνεχίστηκαν και μετά τον σωματικό του θάνατο και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ευεργετώντας τους Χριστιανούς που με πίστη τον επικαλούνται.
Στις 23 Μαΐου 1992 έγινε η ανακομιδή των πάνσεπτων λειψάνων του Οσίου, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν. Το 1999 έγινε η αναγνώριση της αγιότητάς του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Χαραλάμπους Μπούσια
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι λελαμπρυσμένος
κατεφώτισας τούς ἐν σκοτίᾳ
ἀγνωσίας καί δουλώσεως πέλοντας
ταῖς διδαχῶν καί θαυμάτων ἀκτῖσι σου,
Ἰωακείμ, ἀσκητά ἐνθεώτατε·
γόνε πάντιμε Ἰθάκης, Χριστόν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
(Ερμηνεία: Λαμπερός ο ίδιος από την Θεία Χάρη, γέμισες με φως όσους βρίσκονταν μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας και της δουλείας με τις ακτίνες των διδαχών και των θαυμάτων σου, θεόπνευστε ασκητή Ιωακείμ. Εσύ που είσαι πολύτιμο γέννημα της Ιθάκης ικέτευε τον Χριστό να μας δωρίσει το πολύ έλεός του.)
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
Χαίροις έγκαλλώπισμα μοναχών του Βατοπαιδίου καί Ιθάκης βλαστέ σεπτέ· χαίροις τής άγάπης πρός πέλας μυροθήκη, Ιωακείμ θεόφρον, ιεραπόστολε.
(Ερμηνεία: Να χαίρεσαι εσύ, το στολίδι των μοναχών της Μονής Βατοπαιδίου και ο σεβάσμιος βλαστός της Ιθάκης. Να χαίρεσαι, ιεραπόστολε Ιωακείμ, που σκέφτεσαι κατά Θεόν και είσαι μυροδοχείο της αγάπης για τους άλλους.) Η μνήμη του Οσίου Ιωακείμ τιμάται στις 2 Μαρτίου και η ανακομιδή των λειψάνων του, στις 23 Μαΐου κάθε χρόνο.Πηγή:http://www.imli.gr/
Οποιος επιθυμεί μπορούν να του αποσταλλούν έντυπα εντελώς δωρεάν,αναγράφοντας σε μήνυμα στο gardelak@otenet.gr το οναματεπώνυμό του και την πλήρη διεύθυνσή του. Και του χρόνου να είμαστε όλοι καλά. π. Θεοδόσιος Ιωάννης Δενδρινός
Θαύματα πρὸ τῆς Κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου.
Α) Ἡ Ρόζα Πεταλᾶ ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἐξωγὴ εἶχε παντρευτεῖ στὸ γειτονικὸ
Ὁ σύζυγός της ἔπασχε ἀπὸ ἀτροφία τοῦ ἀριστέρου του χεριοῦ. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς δυσμορφίας ἡΡόζα ἄρχισε σταδιακὰ νὰ νιώθει ἀπέχθεια καὶ ἀποστροφὴ πρὸς τὸν σύντροφό της, δὲν ἔχανε δὲεὐκαιρία νὰ τὸν προσβάλει, ἀκόμα καὶ μπροστὰ στοὺς ἄλλους. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἀρρώστησε ἀπὸμυ
Ἡ γεμάτη ἔπαρση καὶ ἀλαζονεία Ρόζα, τώρα κειτόταν παράλυτη, ἀνίκανη νὰ κινήσει τὰ πόδια της καὶ νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ
Στὴν κατάσταση αὐτὴ μεταφέρθηκε στὸ σπίτι της, στὴν Ἐξωγή, διότι ὁ σύζυγός της, ἄν καὶ τὴνἀγαποῦσε πολύ, στάθηκε ἀδύναμος νὰ τὴν περιποιηθεῖ καὶ νὰ τὴν θεραπεύσει μὲ τὰ ἰατρικὰ μέσα τοῦτόπου.
Ἔτσι πέρασαν τρία χρόνια, χρόνια βαθιᾶς ὀδύνης καὶ ἀπελπισίας. Ἡ παράλυτη Ρόζα μόλις ποὺμποροῦσε νὰ κάθεται στὸ κρεββάτι της, στηριζόμενη σὲ σχοινὶ ποὺ κρεμόταν ἀπὸ
Συναισθανόμενη τὴν ἀθλία κατάστασή της ἔκλαιγε πικρά, λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς τὴν τιμώρησε γιὰτὴν ἄπρεπη συμπεριφορὰ πρὸς τὸν ἄντρα της, ἐνῶ ἐκεῖνος τὴν λάτρευε.
Κάποια μέρα, βλέποντας ὅτι κάθε φαρμακευτικὸ μέσο στάθηκε ἄχρηστο γιὰ τὴν βελτίωση τῆςὑγείας της, μὲ συντριβὴ καρδιὰς ἀποφάσισε νὰ παρακαλέσει τὸν Παπουλάκη νὰ τὴν θεραπεύσει.
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ἀνέβηκε στὴν Ἐξωγή, ὅπου βλέποντας τὴν μετάνοιά της, τῆς εἶπε: Παιδί μου,ἀγόρασε ἕνα καντήλι γιὰ τὴν Ἁγία Βαρβάρα κι ἐγὼ θὰ
Πράγματι ἡ παράλυτη Ρόζα, ἐπειδὴ δὲν εἶχε χρήματα, ἐνεχυρίασε σὲ ἕναν συγχωριανό της τὴν κασέλα της (τὸ κιβώτιο τῶν ρούχων τῆς προίκας της) λαμβάνοντας ἀπὸ αὐτὸν δέκα τάλληρα. Μὲ τὸποσὸ αὐτὸ ἀγόρασε ἕνα ἀργ
Τὴν ἴδια μέρα ἡ παράλυτη Ρόζα ἄρχισε παραδόξως νὰ αἰσθάνεται νὰ ἀναλαμβάνουν οἱ δυνάμεις της. Ἀμέσως ζήτησε ἀπὸ τὴ μητέρα της νὰ τὴν βοηθήσει νὰ ντυθεῖ καὶ νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τ
***
Β) Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ θεράπευσε μὲ τὴν πρόσευχή του τὴν σύζυγο καὶ τὸ παιδὶ τοῦ Διονυσίου Παξινοῦ στὸ χωριὸ Σταυρός, τὴν μὲν ἀπὸ πυρροϊκὴ ὀφθαλμία, τὸ δὲ ἀπὸ ἐκλαμπτικοὺς σπασμούς, σταυρώνοντας καὶ τοὺς δύο μὲ τὸ μπαστούνι του. Ταυτόχρονα ἐπέπληξε τὸ ζευγάρι γιὰτὴν χρηματικὴ προσφορὰ ποὺ εἶχαν συμφωνήσει ἀπὸ πρὶν νὰ τοῦ δώσουν. Κι αυτὴ ἡ συμφωνία τοῦ ζευγαριοῦ ἦταν μυστικὴ καὶ ἔγινε ἐν ἀγνοίᾳ το
***
Γ) Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἅγιος ἀπὸ τ
***
Δ) Στὸ χωριὸ Ράπεζα (σήμερα Ἀνθοῦσα) τῆς Πάργας τῆς Ἠπείρου, ὁ Ὅσιος
Φθάνοντας τὸ πλοίο στὸ λιμανάκι τοῦ Μαυρωνᾶ, ὁ Ἅγιος ἤδη βρισκόταν στὴν προκυμαία. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἠπείρου εὐλαβοῦνται ἰδιαιτέρως τὸν Ἅγιον Παπουλάκη.
***
Ε) Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὁ Ὅσιος ἐπισκεπτόταν τοὺς συγγενεῖς του στὴν Πρέβεζα. Κάποτε πρότεινε στὸν πλοίαρχο Λ. Βεντούρα νὰ τὸν πάρει μαζί του στὴν Πρέβεζα. Ὁ πλοίαρχος ὅμως ξεκίνησε χωρὶς νὰ φροντίσει νὰ εἰδοποιήσει τὸν Παπουλάκη. Ὅταν τὸ πλοῖο ἔφθασε στὴν Πρέβεζα εἶδαν ὅλοι ἔκπληκτοι τὸν Ἅγιο νὰ βαδίζει στὴν προκυμαία, χωρὶς ἄλλο πλοῖο ἐν τῷ μεταξὺ νὰ ἔχει ἐκπλεύσει ἀπ
***
Στ) Κάποια γυναίκα μέθυσος καὶ ἐκλελυμένων ἠθῶν, παραφρόνησε κατὰ τὶς στιγμὲς τοῦ τοκετοῦ της, ἑτοίμασε ταψί, μέσα στὸ ὁποῖο ἔβαλε τὸ ἐκ κλεψιγαμίας μωρό της μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ψήσει στὸ φοῦρνο τοῦ σπιτιοῦ της… Ὁ Ἅγιος
***
Ζ) Κάποια κόρη ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ τοὺς πρόσφυγες τοῦ 1866, ἔμενε στὸ σπίτι τοῦ πλοιάρχου Ροδίτη στὸ Βαθύ. Ἡ συγκεκριμένη κοπέλα ἔπασχε ἀπὸ ἀρθρίτιδα μὲ ἀγκύλωση τοῦ δεξιοῦ γόνατος καὶ ὑπέφερε γιὰ πολὺ καιρό. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἅγιος Παπουλάκης τὴν λυπήθηκε καὶκάνοντας θερμὴ προσευχή, τὴν σταύρωσε μὲ τὸ μπαστούνι του.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἠ ἄρρωστη θεραπεύτηκε καὶ βάδιζε ἐλεύθερα.
***
Η) Ὅταν ὁ Ὅσιος κατὰ τὰ ἔτη 1833-36 ἔκτιζε τὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας στὸν Σταυρό, εἶχε ἄμεση ἀνάγκη χρημάτων γιὰ νὰ πληρώσει τοὺς τεχνίτες ἀπὸ τὴν Ἀνωγή. Ἀποφάσ
Ὁ Ὅσιος Παπουλάκης πῆγε ὁ ἴδιο
Ὅμως ἔφθασε ἡ νύκτα γεμάτη τρομακτικὰ ὄνειρα γιὰ τὸν κὺρ-Νικολή. Ὅλη τὴν νύκτα τυραννιόταν ἀπὸ τύψεις συνειδήσεως γιὰ τὴν ἄρνησή του πρὸς τὸν Ὅσιο. Μόλις προσπαθοῦσε νὰ ἡρεμήσει καὶ νὰ κλείσει τὰ μάτια του, ἔβλεπε τὸν Παπουλάκη νὰ ἔρχεται ἀπειλητικὰ πρὸς τὸμέρος του. Πρὶν ἀκόμη ξημερώσει, φώναξε τὸν ὑπηρέτη του Στάθη Κοῦρο καὶ τὸν ἔστειλε νὰ ψάξει παντοῦ καὶ νὰ τοῦ φέρει γρήγορα τὸν καλόγερο Ἰωακείμ. Ὁ τελευταῖος
-Ἀλήθεια Στάθη, ὁ κὺρ-Νικολῆς μετενόησε; Μὲ θέλει;
-Μάλιστα Παπούλη μου, τὸν τρόμαξες ὅλη τὴν νύκτα καὶ ζητεῖ νὰ σᾶς δεῖ ἀμέσως.
Ὁ Παπουλάκης πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα, ὁ ὁποῖος τὸν περίμενε ἀνυπόμονα ἔξω στὴν πόρτα. Φτάνοντας τοῦ φίλησε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε:
-Μὲ ἐλάμπαξες (τρόμαξες) ἀπόψε Ἅγιε Καλόγερε. Νὰ ἔχω τὴν εὐχή σου, πόσα χρήματα θέλεις;
-Ἑξῆντα τάλληρα καὶ ὅ,τι ἄλλο σὲ φωτίσει ὁ Θεός, ἀπάντησε ὁ
Ἀμέσως ὁ φιλάργυρος Πήλικας μέτρησε ἑξῆντα τάλληρα καὶ τὰ ἔδωσε πρόθυμα στὸν Ὅσιο. Ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς τὸν εὐχαρίστησε καὶ χαιρόταν διότι ὁ Ὕψιστος ἔφερε τὸν Πήλικα σὲ μετάνοια, εὐεργετῶντας ἔτσι τὸ κτίσιμο τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας.
Ἀπὸ τότε ὁ Νικόλαος Πήλικας ἔτρεφε μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸν Ὅσιο ποὺ τὸν βοήθησε νὰ νικήσει τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς φιλαργυρίας.
***
Θ) Σὲ κάποιο σπίτι στὴν πρωτεύουσα τῆς νήσου Βαθύ, ἡ ἡλικιωμένη οἰκοδέσποινα ξαγρυπνοῦσε ἐργαζόμενη πλάι στὴν ἑστία τοῦ μαγειριοῦ. Τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια πολλὲς φτωχὲς καὶ χῆρες γυναῖκες ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζονται ὥς πολὺ ἀργὰ τὴ νύκτα γιὰ νὰ μπορέσουν νὰἐπιβιώσουν αὐτὲς καὶ τὰ παιδιά τους.
Ἦταν ἡ Τρίτη ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυχτα ὅταν ξαφνικὰ ἀκούστηκαν χτυπήματα στὴν πίσω πόρτα τοῦ μαγεριοῦ.
-Ποιός εἶναι; Φώναξε ἀνήσυχη ἡ
-Ἄνοιξε, ἀκούστηκε ἀπ’ ἔξω ν’ ἀπαντᾶ ἤρεμα κάποιος. Τότε ἡ γερόντισσα σηκώθηκε, ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ ἀντικρύζει ἐκπληκτη τὸν Παπουλάκη. Ἀφοῦ κάλεσε μέσα τὸν Ὅσιο καὶ κάθησαν κοντὰ στὴν φωτιά, τὸν ρώτησε ἀνήσυχη:
-Πῶς τέτοια ὥρα, παππούλη μου;
-Ἐμεῖς οἱ καλόγηροι δὲν λογαριάζουμε ὥρες καὶ στιγμές. Πηγαίνουμε ὅποια ὥρα ἐκεῖ ποὺ
-Ναὶ παππούλη μου, ἔχω οἰκογένεια καὶ πρέπει νὰ δουλεύω καὶ τὶς νύχτες.
-Καλὰ κάνεις, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος
-Θὰ ἀνάψει βέβαια, ἀπάντησε σαστισμένη ἡ νοικοκυρά.
Τὰ τελευταῖα λόγια ἐπανέλαβε αὐτολεξεὶ ὁ Παπουλάκης πρὸς τὴν γερόντισσα, καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφευγε πάλι τῆς εἶπε τὰ ἴδια προσθέτοντας: Πρόσεχε κυρά μου, τὶ σοῦ λέω.
Ὁ Ἅγιος χάθηκε μέσα στὴ χειμωνιάτικη νύχτα, ἡ δὲ ἀμέριμνη καὶ ἀνύποπτη γυναίκα μπῆκε σὲ σκέψεις τὶ νὰ ἐννοοῦσαν ἄραγε τὰ παραβολικὰ λόγια τοῦ καλόγηρου.
Τελικὰ κατάλαβε, ὅτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ φιλοξενοῦσε κάποιον ξένο, στὸ ἴδιο δωμάτιο μὲ τὰ παιδιά της. Τὴ συγκεκριμένη ἐκείνη νύχτα, ὅπως ἀργότερα ἀνέφερε ὁ
***
Ι) Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ βοηθοῦσε στὸ χωριὸ Σταυρός, κάποια χήρα μὲ τὰ ὀρφανὰ παιδιά της. Μὲ τὸ προορατικό του χάρισμα, γνώριζε πότε αὐτὴ ἡ φτωχὴ οἰκογένεια ἐστερε
Ἐπιστρέφοντας τὸ παιδὶ στὸ Σταυρό, καὶ περνώντας ἀπὸ το χωριὸ Λεύκη, κάποιος χωρικὸς τοῦ ἔδωσε 12 ἀχλάδια γιὰ τον Ὅσιο καὶ 4 δικά του. Ὁ μικρὸς Δημήτρης ἔβαλε σὲ ἕνα μαντήλι ὅλα τὰ ἀχλάδια καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸν Σταυρό.
Φτάνοντας στὸ χωριό, τὸν περίμενε ὁ Ὅσιος Παπουλάκης, ὁ
Ὁ μικρὸς Δημήτρης ντράπηκε τόσο πολύ, διότι ἀμέσως κατάλαβε ὅτι τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου ἀφοροῦσαν τὴν κατάλυση ἐλαίου ποὺ εἶχε κάνει, ἐνῶ ὁ Ὅσιος Πατήρ, τὸν νουθετοῦσε πολλὲς φορές, νὰ νηστεύει τὸ λάδι Τετάρτη καὶ Παρασκευή.
Τέλος ἀφοῦ ἄνοιξε τὸ μαντήλι, καὶ χωρὶς τὸ παιδί, νὰ τοῦ πεῖ ἀκόμη τίποτε, κράτησε 12 ἀχλάδια γιὰ ἐκεῖνον, καὶ πρόσφερε τὰ 4 στὸν ἔκπληκτο Δημήτρη.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω συμπεραίνουμε πόσο τυπικὸς ἦταν ὁ Ἅγιος στὴν τήρηση τῶν νηστειῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐστηρὸς δὲ στὴν κατάλυσή της καὶ στὴν λαθροφαγία.
***
Ια) Μὲ ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου
Τὸ πλοῖο ὅμως ἀργοῦσε νὰ γυρίσει, καὶ οἱ συγγενεῖς τοῦ πληρώματος εἶχαν πάνω ἀπὸ τρεῖς μήνες νὰ πάρουν τὴν παραμικρὴ εἴδηση.
Στενοχωριοῦνταν πολύ, και μέσα στὴν ἀπελπισία τους νόμιζαν ὅτι ἡ γολέττα ναυάγησε.
Παρακαλοῦσαν τότε τὸν Παπουλάκη νὰ προσευχηθεῖ, γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεὸς τὶ ἀπέγινε τὸ πλοῖο. Ὁ Ἅγιος τοὺς ἔδωσε θάρρος λέγοντας: Τὸ πλοῖο θὰ ἔρθει μετὰ ἕξι ἡμέρες καὶ θὰ φέρει καὶ την ξυλεία.
Καὶ πράγματι, μετὰ ἕξι ἡμέρες, τὸ πλοῖο ἄραξε στὸ λιμάνι τοῦ Μαυρουνᾶ καὶ ἡ πρόρρηση τοῦ Παπουλάκη ἐξεπληρώθη.
***
Ιβ) Ὅταν ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰω
-Ἀποστόλη, πὲς στὴν κυρα-Ἀποστόλαινα, νὰ μᾶς ψήσει μιὰ ροκίσσα (κουλούρα).
-Εὐχαρίστως παππούλη μου, ἀπάντησε ὁ Κροκός.
Φτάνοντας σπίτι του, διεβίβασε τὴν παραγγελία τοῦ καλόγερου στὴν σύζυγό του. Αὐτὴ ἀντέδρασε λέγοντας: Τώρα δά, θὰ κάτσω ἐγὼ νὰ χασομερήσω νὰ ψήσω ροκίσσα νὰ φάει ὁ Νταλιάνος (τὸ
Βλέποντας τὴν θεία δίκη, διότι ἀρνήθηκε λίγο ἄρτο στὸν φτωχὸ ἀσκητή, μετενόησε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά της καὶ ἔψησε τὴν ροκίσσα. Ὅταν τὴν πῆγε στὸν Ἅγιο, τῆς εἶπε: Γιατὶ ἔφερες κυρά, τὴν ροκίσσα νὰ φάει ὁ Νταλιάνος; Ἡ Ἀποστόλ
***
Ιγ) Ὁ Νικόλαος Μωραΐτης-Τσάκος, βοσκὸς στὸ χωριὸ Ἀνωγή, εἶπε στην σύζυγό του νὰ βάλει στὸ σακκούλι ἕνα ποκάρι* μαλλιά, νὰ τὰ δώσει στὸ Παπουλάκη νὰ τὰ κάνει ἐνδύ
Ἐκείνη ἀντέδρασε, λέγοντας ὅτι εἶναι φτωχοί, καὶ θὰ γίνει αιτία τοῦ χωρισμοῦ της, ἄν δώσει στὸν καλόγερο. Ὁ σύζυγος Νικολῆς, παρὰ τὴν θέληση τῆς γυναίκας του, ἔβαλλε τὰ μαλλιὰ στὸν τορβά του καὶ παίρνοντας τὸ ποίμνιό του κατέβηκε στὰ πηγάδια τῆς Ἀσπροσυκιᾶς νὰτὸ ποτίσει. Στὸ λόφο τοῦ Ἑρμοῦ, στὸ Σταυρό, καθόταν ὁ Παπουλάκης καὶ
Ὁ βοσκὸς ἐπέμενε, ὁ δὲ Ὅσιος ἐ
*ποκάρι: τὸ κουρεμένο μαλλὶ τοῦ προβάτου.
***
Ιδ) Στὸ Περαχώρι, ἡ οἰκογένεια Καχρίλα ἔταξε 12 τάλληρα γιὰ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὸν Σταυρό. Τὴν ἡμέρα ποὺ ἀποφάσισε ὁ σύζυγος νὰ δώσει στὸν Παπουλάκη τὰ χρήματα, εἶπε στὴν γυναῖκά του: Μόνο ἕξι τάλληρα θὰ πάω, γιατὶ οἱ καλόγηροι τὰ τρῶνε.
Ὕστερα, κατέβηκε στὸ Βαθύ, στὸ σπίτι τοῦ Χ. Παΐζη-Λιανοῦ, ὅπου τότε διέμενε ὁ Ὅσιος, νὰ τὰ προσφέρει. Μπαίνοντας στὸ δωμάτιο, καὶ ἀσπασθεὶς τὸ χέρι του, ἄφησε πάνω στὸ τραπέζι ἕξη μόνο τάλληρα.
Ὁ Παπουλάκης, τοῦ ἔκαμε τότε τὴν παρατήρηση, ὅτι ἦταν περιττό, ἀφοῦ οἱ καλόγηροι τὰ τρῶνε! Ὁ Καχρίλας, ἀκούγοντ
***
Ιε) Ὁδοιπορώντας ὁ Παπουλάκης, συνάντησε στὴν τοποθεσία Ἀγρός (κοντὰ στὸ σημερινὸ Χάνι), κάποιον Κεφαλλονίτη νὰ ἀναπαύεται ὑπὸ τὴν σκιὰ βαθύσκιου πρίνου. Μετὰ τὸν χαιρετισμό, ἄρχισαν νὰ συνομιλοῦν μεταξύ τους. Ὁ Παπουλάκης τοῦ εἶπε ὅτ
Πράγματι, ὁ Κεφαλλονίτης εἶχε ἔρθει σὲ συμφωνία νὰ ἀγοράσει τὸ ἄλογο τοῦ Νουτσάτου ἔναντι 46 ἑξηνταριῶν καὶ ἐκεῖνος διέθετε 46 ἀπὸ αὐτά.
Τότε, ἐκπλαγεὶς ἀπὸ τὴ
***
Ιστ) Ὁ Δημήτρης Μηλιαρέσης εἶχε μικρὸ καΐκι (λαντσόνι). Κάποτε ὁ καλόγερος τοῦ εἶπε:
-Μῆτσο, μὲ παίρνεις στὴν Πρέβεζα;
-Σὲ πηγαίνω παπούλη.
-Τί εἶναι ὁ ναῦλος;
-Δέκα κολωνάτα.
-Καλά, πηγαίνουμε.
Ὡς ναῦτες εἶχε τὸν πατέρα του καὶ τὸν Λεωνίδα Βεντούρα. Ἀναχώρησαν ἀπὸ τὸ
Ὁ πλοίαρχος καὶ ὁ ναύτης βγῆκαν ἀπὸ τὸ λαντσόνι γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα, ὁ δὲ Παπουλάκης ἔμειν
Ὅταν κόπασε ἡ θαλασσοταραχή, ὁ Ὅσιο
Ἐπειδὴ ὅμως ἀργοῦσε πολύ, ὁ γιὸς πλοίαρχος τοῦ φώναξε νευριασμένος: Διάολε, ἔλα μέσα, νὰ βγῶ ἐγὼ νὰ τὸ λύσω! Καὶ μπῆ
Τὸ λαντσόνι βρισκόταν μεταξὺ Πρεβέζης καὶ Λευκάδας, ἐνῶ ὁ καιρὸς φαινόταν πολὺ καλός. Ἐντελῶς ξαφνικά, τοὺς φωνάζει ὁ Ὅσιος: Γρήγορα, νὰ γυρίσουμε πίσω! Πράγματι, τὸ πλοῖο γύρισε πρὸς τὰ πίσω καὶ κατὰ προσταγὴ τοῦ Ὁσίου ἄρ
-Τὶ κακὸ θὰ παθαίναμε παππούλη μου, ἄν συνεχίζαμε τὸ ταξίδι…
-Ναί, ἀπάντησε ὁ Παπουλάκης, πάει, πάει τώρα ὁ διάολος, τὸν ὁποῖο προσκάλεσες καὶ ἦρθε πρὸ ὀλίγου. Ἄλλη φορὰ νὰ προσέχεις καὶ νὰ μὴν προσκαλεῖς στὸ πλοῖό σου τὸν πειρασμό.
Ἀμέσως ὁ πλοίαρχος καὶ οἱ δύο ναῦτες ἔσκυψαν καὶ ἀσπάστηκαν μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι τοῦ παππούλη.
Τὸ ἑπόμενο πρωϊνό, ξεκίνησαν νωρὶς γιὰ τὴν Πρέβεζα. Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος
***
Ιζ) Ὁ Εὐστάθιος Συκιώτης, κάτοικος Σταυροῦ, ὅταν ἦταν νέος ἔπεσε ἀπὸ μιὰ ἐλιὰ μὲ τὸ
Βλέποντάς τον ὁ Ἅγιος Παπουλάκης, τὸν συμπόνεσε καὶ εἶπε στὸν πατέρα του: Βασίλη, ἄν θέλεις νὰ γίνει καλὰ ὁ γιός σου, νὰ πᾶς νὰ κατασκευάσεις ἔνα ἀσημένιο καντήλι ἑξήκοντα δραχμῶν, νὰ τὸ δώσεις στὸ γιό σου, νὰ τὸ πάει ὁ ἴδιος νὰ το ἀφιερώσει στὴν Ἁγία Βαρβάρα·ἐγὼ δὲ
Ὁ πατέρας ἔκανε ὑπακοή, καὶ τὴν αὐριανὴ μέρα ἀγόρασε τὸ καντήλι. Μόλις δὲ ἀποφάσισε νὰ ἐκτελέσει τὴν παραγγελία τοῦ Ὁσίου, ἀμέσως τὸ παιδὶ ἄρχισε νὰ ἀναλαμβάνει τὶς δυνάμεις του καὶ νὰ κινεῖ χέρια καὶ πόδια. Ὅταν ὁ πατέρας του ἔφερε τὸ καντήλι, τὸ πῆρε στὰ χέρια του ὁ πρώην παράλυτος, καὶ πηγαίνοντας πεζὸς στὴν Ἁγία Βαρβάρα, τὸ ἀφιέρωσε μπροστὰ στὴν ἱερή της εἰκόνα.
Ἀπὸ τότε, ὁ παράλυτος Εὐστάθιος ἔγινε ὑγιής, ἐργαζότ
***
Ιη) Στὶς 7 Φεβρουαρίου 1867, ἐνῶ ὁ Ὅσιος ἀναπαυόταν στὸ σπίτι τοῦ Δημητρίου Ραυτόπουλου στὸ Κιόνι, κατὰ τὰ μεσάνυχτα σηκώνεται ἔντρομος, ξυπνᾶ ἀμέσως τὴν οἰκοδέσποινα καὶ τὴν προτρέπει νὰ ἀνάψει φωτιά, νὰ λιβανίσει, διότι ἔρχεται μεγάλο κακό, καὶ πρέπει νὰπροσεύχονται ὅλοι.
Πράγματι, σηκώθηκαν ὅλοι καὶ ἔκαναν ὅ,τι τοὺς εἶπε ὁ Ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ προσεύχεται συνεχῶς. Στὶς 6 τὸ πρωί, ἔγινε μεγάλος σεισμός, διάρκειας μισοῦ λεπτοῦ, ποὺ συντάραξε τὴν Κεφαλληνία καὶ τὴν Ἰθάκη*. Λίγο ἀργότερα, σφοδρότερες δονήσεις ἔφεραν τὴν καταστροφή· πολλὰ σπίτια διερράγησαν, ἄλλα κατέπεσαν, ἡ δὲ θάλασσα ὑποχώρ
*Μεγάλος σεισμός, μὲ ἐπίκεντρο τὴν περιοχὴ τοῦ Ληξουρίου Κεφαλληνίας καὶ μὲ τριακόσιους περίπου νεκρούς.
***
Ιθ) Κάτοικος τοῦ χωριοῦ Ἀνωγή, ἔτρεφε ἄσπον
Κάποια μέρα, ἔμαθε ὅτι ὁ ἐχθρός του βρισκόταν στὸν Σταυρό, καὶ τὴν νύχτα θὰ ἀνέβαινε στὴν Ἀνωγή. Σκέφτηκε τότε νὰ τὸν περιμένει κρυμμένος σὲ κάποιο ἀπόκεντρο μέρος καὶ νὰ τὸν σκοτώσει μὲ δίκαννο ὅπλο καθὼς θὰ περνοῦσε.
Ὅμως, ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει. Ὁ Ὕψιστος φώτισε τὸν Ὅσιο Παπουλάκη νὰ προλάβει τὴν στυγερὴ δολοφονία. Ἔφτασε στὸν τόπο τῆς ἐνέδρας τὴν πιὸ κρίσιμη στιγμή, διότι ἔπειτα ἀπὸ λίγα λεπτά, τὸ κακὸ θὰ γινόταν.
Ὁ Ἅγιος, βαδίζοντας ἀθόρυβα, αἰφνιδίασε ἐκ τῶν ὄπισθεν τὸν παρ’ ὀλίγο φονιά, συλλαμβάνοντάς τον ἀπὸ τὰ χέρια. Τὸν ἐπέπληξε δὲ δριμύτατα γιὰ τὸ φοβερὸ ἔγκλημα τῆς ἀνθρωποκτονίας ποὺ σκόπευε νὰ διαπράξει.
Ὁ δράστης, καταληφθεὶς ὑπὸ φόβου καὶ τρόμου, ἄφησε νὰ πέσει ἀπὸ τὰ χέρια του τὸ ὅπλο, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό του αἰχμάλωτο στὴν θέληση τοῦ Ὁσίου. Ὁ τελευταῖος, παίρνοντας ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι τὸ ὅπλο καὶ στὸ ἄλλο τὸν δύστυχο ἐκεῖνον ἄνθρωπο, ξεκίνησαν γιὰ τὸ χωριό.Ἐνῶ δὲ ἐκεῖνος ζητοῦσε καταντροπιασμένος νὰ πάει σπίτι του, ὁ Παπουλάκης τοῦ ἔλεγε: Ὄχι! Ὅπου θέλω ἐγὼ θὰ πᾶμε. Προχώρα ἀπὸ ἐδῶ!Τελικά, τὸν ὁδήγησε στὸ σπίτι τοῦ ἀσπονδότερου ἐχθροῦ του. Πρῶτος μπῆκε ὁ Παπουλάκης καὶ
Ἔπειτα ἀπὸ λίγα λεπτά, ἔφθασε καὶ ὁ νοικοκύρης. Ὁ Ὅσιος, μὲ εἰρηνικὸ καὶ πειστικὸ
Ἀπὸ τότε, οἱ ἀδιάλλακτοι ἐκεῖνοι ἐχθροὶ
***
Κ) Ὁ Δ. Β. ἦταν πλοίαρχος σὲ ἕνα διΐστιο καΐκι 300 κοιλῶν*, μὲ ναύτες τὸν Ε. Κ. καὶ Μ. Κ. Ἀνεχώρησαν μὲ καλὸ καιρό, γιὰ τὸ νησάκι Ἀρκούδι, Β. τῆς Ἰθάκης, νὰ φορτώσουν ξύλα. Ἐπειδὴ ὅμως τὴν νύκτα σηκώθηκε σφοδρὸς ἄνεμος, γρεολεβάντες, καὶ στὸ Ἀρκούδι δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουν, διότι δὲν ὑπάρχει λιμάνι, σήκωσαν τὴν ἄγκυρα μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιστρέψουν στὸ ἀσφαλὲς λιμάνι τοῦ Μαυρωνᾶ. Μόλις ὅμως ὕψωσαν τὰ πανιά, τὰ ἔβαλαν στὰ πρύμα, μήπως ἀντικρύσουν φανάρι στὸ φοβερὸ σκοτάδι τῆς νύκτας. Ἀλλά, οὔτε φῶς, οὔτε στεριά, φαινόταν πουθενά, καὶ τὸ καΐκι σορβετάδο, δηλαδὴ μὲ τὴν σαβούρα στὸ ἀριστερὸ πλευρό, καὶ γεμᾶτο νερά, κυλιόταν ἀκυβέρνητο στὰ ἄγρια κύματα χωρὶς ἐλπίδα σωτηρίας. Ἑπτὰ ἡμερόνυχτα πάλευαν μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ὥσπου προσήγγισαν στὸ Κάβο Πάσσαρο τῆς Σικελίας καὶ ἔρριξαν τὶς ἄγκυρες. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ δὲν βρῆκαν κάτι νὰ χορτάσουν τὴν πείνα τους, ἀποφάσισαν νὰ ἀνοιχτοῦν πάλι στὸ πέλαγος μὲ προορισμὸ τὴν Μάλτα, ἐφόσον ἐξακολουθοῦσε νὰ πνέει ὁ ἴδιος στεριανὸς ἄνεμος.
Ὁ πλοίαρχος ἦταν τολμηρὸς ναυτικός, ἀληθινὸ Ἰθακήσιο θαλασσοπούλι, καὶ δὲν δειλίαζε μπροστὰ σὲ κανένα κίνδυνο.
Μόλις ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ ἀκρωτήριο Πάσσαρο, σὲ ἀπόσταση λίγων μιλίων συναντήθηκαν παρ’ ἐλπίδα μὲ ἄλλο πλοῖο, ἀπὸ τὸ πλήρωμα τοῦ ὁποίου ζήτησαν τροφές, καὶ νερό. Τοὺς ἔρριξαν δύο κοφίνια γαλέττες, ὅμως λίγες συνέλεξαν λόγω τῆς τρικυμίας, καὶ μόνο ἕνα βαρέλι νερό, κατάφεραν νὰ πάρουν γιὰ νὰ σβήσουν τὴν δίψα τους. Ἀκολούθησαν τὸ ξένο πλοῖο, καὶ ἔπειτα ἀπὸ ἕνα πολυήμερο ταξίδι ἔφτασαν στὴν Μάλτα. Ἐκεῖ ἔνιωσαν ἀσφαλεῖς, διότι τοὺς δόθηκε τροφή, χρήματα καὶ ροῦχα. Κατόπιν, ἔγραψαν γιὰ τὴν σωτηρία τους στοὺς συγγενεῖς τους στὴν Ἰθάκη.
Ἐπειδὴ εἶχαν περάσει πολλὲς μέρες ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση τῶν ναυτικῶν, οἱ γονεῖς τους εἶχαν στείλει ἄλλο πλοῖο γιὰ νὰ τοὺς ἀναζητήσει. Οἱ ἔρευνες ὅμως ἀπέβησαν ἄκαρπ
Οἱ γονεῖς ἦταν ἀπαρηγόρητοι. Μοναδικὴ ἡλιαχτίδα στὴν βαριὰ καταχνιὰ τῆς θλίψης τους ἦταν ὁ στοργικός, καὶ παρήγορος Παπουλάκης, ὁ ὁπ
Καὶ πράγματι, οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς γνωστοποίησαν τὸν ἐρχομό τῶν ναυαγῶν στὴν Μάλτα, ὁ δὲ Ὅσιος Ἰωακείμ, δὲν ἔπαυε νὰ ἀγρυπνεῖ καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ αὐτούς. Ἡ πρόρρησή του ἐπαληθεύτηκε .
*Τὸ κοιλόν: μέτρο χωρητικότητος περίπου 24 ὀκάδων, ἰδίως διὰ δημητριακά, ἐλιές, κ.λ.π.
***
Κα) Ὁ Σ. Κ. ἀπὸ τὴν Ἀνωγή, εἶχε την πολλὴ κακιὰ συνήθεια νὰ κρατᾶ σημειώσεις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖνους ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσαν. Κατέγραφε τὸ εἶδος τῆς ἐνοχλήσεως καὶ τὸν χρόνο ποὺ ἔγινε ἡ κάθε μία. Σκοπός τους ἦταν νὰ ἐκδικηθεὶ στὴν κατάλληλη στιγμή, ὅποιον τὸν εἶχε βλάψει. Τὸ ἐκδικητικὸ ἐκεῖνο σημειωματάριο διατηροῦσε τόσο μυστικό, ὥστε μόνο αὐτὸς τὸ γνώριζε καὶ κανένας ἄλλος.
Κάποιο βράδυ δέχθηκε στὸ σπίτι του τὸν Παπουλάκη, τὸν ὁποῖον ὑποδέχθηκε χαρούμενος καὶ ἀνύποπτος. Ὁ Ὅσιος ἄρχισε νὰ τοῦ μιλάει μὲ παραβολές, ἀναφέροντας τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα ποὺ ἐπιφέρουν τὸ μῖσος, ἡ μνησικακία καὶ ἡ ἐκδίκηση. Ἀφοῦ
Καὶ πράγματι, ἔτσι ἔγινε καὶ ὁ Θεὸς ξέρει πόσα κακὰ ἀπεσοβήθησαν μὲ τὴν εἰρηνοποιὸ διδασκαλία καὶ μέριμνα τοῦ Παπουλάκη.
***
Κβ) Τὸ νεογέννητο μωρὸ τῆς οἰκογένειας Μαρτάτου στὴν Λεύκη κινδύνευε νὰ πεθάνει διότι δὲν θήλαζε καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς. Ἡ ἀπελπισμένη μητέρα, πῆγε τὸ μωρό της στὸν Παπουλάκη. Ὁ Ἅγιος τὸ
***
Κγ) Ἡ Ἑλένη Γρίβα-Βλασσοπούλου (Τζανάκη) συνεχῶς εἰρωνευόταν καὶ ἐνοχλοῦσε τὸν σύζυγό της Νικολάκη ποὺ ἦταν θρησκευόμενος. Ὁ Νικολάκης μὲ σιωπή, καὶ ὑπομονὴ προσπαθοῦσε νὰ ἀνέχεται τὴν ἰδιότροπη σύζυγό του, δίχως νὰ ἐξωτερικεύει στοὺς ἄλλους αὐτή του τὴν δοκιμασία.
Κάποια μέρα, ποὺ ὁ Νικολάκης ἦταν πολὺ στενοχωρημένος ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῆς συζύγου του, χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιού τους. Στὸ ἄνοιγμά της παρουσιάστηκε ὁ Ὅσιος
Ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ἐκείνη μέρα ἡ Νικολάκαινα ἄλλαξε συμπεριφορά, ἀπέκτησε φόβο Θεοῦ νιώθοντας βαθύτατο σεβασμό, πρὸς τὸν Ὅσιο.
***
Κδ) Ὁ πιὸ φοβερὸς διώκτης τοῦ Ὁσίου ἦταν ὁ ἔμπορος καπετὰν-Γεώργιος Τσαπαρλῆς. Τόσο τὸν ἀπεχθανόταν ὥστε παρακινοῦσε τὸν ἐπίσκοπο Ἰθάκης Γαβριήλ, νὰ τὸν ἐξορίσει στὴ μονή του στὸ ἍγιοὌρος. Ἐνῶ ὁ Γαβριήλ, εὐλαβούμενος τὸν Ὅσιο, δὲν ἐσκόπευε νὰ τὸ κάνει αὐτό.
Ὅταν ὁ Ὅσιος πλησίαζε πρὸς τὸ θάνατο, ὅλος ὁ λαὸς τῆς Ἰθάκης μετέβαινε στὸ σπίτι τοῦ Χ. Παΐζη-Λιανοῦ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του. Μεταξὺ τῶν προσκυνητῶν ἦταν καὶ ἡ σύζυγος τοῦ διώκτη Γεωργίου, Ἐριφίλη. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ὅσιος τὴν ὐποδέχτηκε μὲχαρά, καὶ τὴν ρώτησε γιὰ τὸν σύζυγό της καὶ ἄν ἔχουν νεώτερα γιὰ τὸ πλοῖο τοῦ ἀνεψιοῦ τους Ν. Κράβαρη. Αὐτὴ ἀπάντησε ὅτι ὁ σύζυγός της ἦταν πολὺ στενοχωρημένος, διότι τὸ πλοῖο χάθηκε αὐτάνδρο καὶ τὴν ἐρχόμενη Κυριακή, θὰ τὸ ἀνακοινώσουν στὴ οἰκογένεια τοῦ ἀνεψιοῦτους. Ἦταν δὲ ἡμέρα Δευτέρα. Τῆς λέει τότε ὁ κατάκοιτος Γέροντας:
-Μὴ στενοχωριέστε Ἐριφίλη. Μέχρι τὸ Σάββατο θὰ μάθετε γιὰ τὸ πλοῖο καὶ θὰ τὸ δεῖτε νὰ μπαίνει στὸ λιμάνι· ὅμως ἐγὼ δὲν θὰ τὸ δῶ.
-Εὐχαριστῶ παππούλη μου, ἀπάντησε ἡ γυναῖκα.
Στὸ δωμάτιο βρίσκονταν κάποιες εὐλαβεῖς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες παρακινοῦσαν τὸν Ὅσιο νὰ δοκιμάσει κάτι.
-Ἄν εἶχα ἕνα μῆλο, τὸ ἔτρωγα· εἶπε.
-Τέτοια ἐποχή, τέλος Φλεβάρη, ποῦ νὰ βρεθοῦν μῆλα;
-Κάπου μπορεῖ νὰ βρεθεῖ· ἀπάντησε ἐκε
Τότε ἡ Ἐριφίλη θυμήθηκε ὅτι πρὶν ἕναν χρόνο καὶ πλέον εἶχε φυλάξει στὸ κομό της ἐννέα μῆλα, δὲν ἦταν ὅμως σίγουρη ἄν ὑπῆρχαν ἐκεῖ μετὰ ἀ
Βλέποντας μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια αὐτὸ τὸ θαῦμα, ὁ διώκτης ἐπισκ
Ἡ δὲ πρόρρηση γιὰ τὸ πλοῖο ἐπαληθεύτηκε. Τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸ ἔμπαινε στὸ λιμάνι, ὁ λαὸς τῆς Ἰθάκης τὸ εἶδε ἀπὸ τὴν τοποθεσία Κάστρο, ὅταν συνόδευε τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου στὸν Σταυρό.
***
Κε) Γιὰ τὴν μεγάλη ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ Σταυρός, ὅ Ἅγιος εἶ
Πράγματι· τὴν ἄρχισαν χτίστες ἀπὸ τὰ χωριὰ Ἀνωγὴ καὶ
***
Κστ) Ἡ Ἀργυρὼ Μωραΐτη-
Κάτω ἀπὸ ἕναν μεγάλο σχίνο συνάντησε τὸν Ὅσιο Παπουλάκη νὰ κάθεται πάνω σὲ ἕναν βράχο. (Ὁ βράχος αὐτὸς ὀνομάζεται καθίστρα τοῦ Παπουλάκη καὶ μέχρι σήμερα εὐωδιάζει).
Ὁ Ἅγιος τὴν βοήθησε νὰ κατεβάσει τὴν κούνια ἀπὸ τὸ κεφάλι της καὶ τῆς ζήτησε νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ ξεκουραστεῖ. Ὕστερα σταύρωσε μὲ τὸ κομποσχοίνι του τὸ ἄρρωστο παιδάκι καὶ τῆς πρότεινε νὰ ἐπιστρέψουν μαζὶ στὴν Ἀνωγή. Δὲν ὑπῆρχε λόγος πλέον νὰ πάει στὸν γιατρό. Τὸ μωρό, ἦταν ἐντελῶς καλά.
***
Κζ) Στὸ Βαθύ, τὰ μεγάλα παιδιὰ κάποιας οἰκογένειας εἶχαν κλέψει ἕνα γουρουνόπουλο καὶ τὸ εἶχαν πάει στὴν μάνα τους νὰ τὸ μαγειρέψει. Περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ Ὅσ
-Τί θὰ μαγειρέψεις ἀπόψε νοικοκυρά;
-Λίγο κρέας ψήνω παππούλη· ἀπάντησε αὐτή.
-Θὰ ἔρθω καὶ ἐγὼ νὰ τὸ δῶ ὅταν θὰ τὸ κενώνεις (σερβίρεις)· τῆς εἶπε.
Πράγματι, πῆγε στὸ σπίτι τὴν ὥρα τοῦ σερβιρίσματος. Τότε, μπροστὰ στὰ ἔντρομα μάτια ὅλων συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο· ἕνα χέρι ἅπλωνε καὶ ἔπαιρνε τὴν δική του μερίδα…!
Τοὺς λέει τότε ὁ Ἅγιος: Γιατὶ
***
Κη) Ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, τόνιζε ἰδιαίτερα στοὺς Ἰθακησίους τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ κάθε μεγάλης ἑορτῆς. Μὲ συμβουλές, παραδείγματα καὶ πολλὰ ἀποκαλυπτικὰ σημεῖα ποὺ ἔγιναν σὲ διάφορα χωριά, καὶ σπίτια τῆς νήσου, προσπαθοῦσε νὰ ἀποτρέψει τοὺς κατοίκους ἀπὸ τὴν παράβαση τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς.
1)Ἡ Κατερίνα Πατρικίου, συγγενὴς τοῦ Παπουλάκη, κατοικοῦσε στὸ χωριὸ Ἐξωγή. Συχνὰ ὁ Ἅγιος τὴν ἐπισκεπτόταν
2) Ὁ προπάππος τῆς κ. Νίκης Ἀνδριανάτου, κατοίκου τοῦ χωριοῦ Πλατρειθιᾶς, εἶχε στὸ χωριὸ Κιόνι μηχανή-ἐλαιοτριβείο. Ἦταν συνέταιρος μαζὶ μὲ κάποιον ἄλλον ἀπὸ τὸ ἴ
-Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ μπάρμπα-Στάθη, ἡ
-Παππούλη, ἐκείνη τὴν μέρα κάθεται ὁ κόσμος. Τὶς ἄλλες μέρες δὲν μποροῦν οἱ χωριανοί, γιατὶ θὰ χασομερήσουν στὶς δουλείες τους. Τὴν Κυριακή, ἔχουμε πεῖ στὸν κόσμο νὰ ἔρθει νὰ μᾶς βοηθήσει.
Ὁ Ἅγιος πῆγε καὶ στὸν ἄλλο συνέταιρο.
-Παιδί μου, μὴν δουλέψετε αὐτὴ τὴν μέρα ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Θεό…
-Παππούλη, ἐμεῖς αὐτην τὴν μέρα βρίσκουμε εὔκαιρο τὸν κόσμο να κάθεται καὶ νὰ μὴν κάνει μεροδούλια, ἀπάντησε καὶ ὁ ἄλλος.
Τελικά, δὲν ἄκουσαν τὸν Ἅγιο, μὲ θλιβερὸ ἀποτέλεσμα· ὁ μὲν Στάθης νὰ κόψει τὸ χέρι του στὴν τοποθέτηση τοῦ λιθαριοῦ, ὀ δὲ ἄλλος συνέταιρος νὰ σπάσει τὸ πόδι του…
Οἱ ὑπόλοιποι δὲν ἔπαθαν τίποτε.
3) Κάποια γυναίκα ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀνωγή, εἶχε ζυμώσει καὶ φουρνίσει τὴν μέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν ἔκοψ
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συνταρακτικὸ
4) Ἡ πεθερὰ τοῦ Γιάννη Καραμπούλη, στὸ Γυφτοχώρι, Κυριακὴ ἀπόγευμα μάζευε λάχανα (ὅπως λέγονται τὰ ἄγρια χόρτα στὴν Ἰθάκη). Τὴν εἶδε ὁ Ἅγιος Παπουλάκης καὶ τὴ
Τὸ βράδυ πηγαίνοντας ὁ Παπουλάκης στὸ
Ἔντρομη ἡ πεθερὰ τοῦ Γιάννη φώναξε: Ὦ Παππούλη μου, φάγαμε ὅλοι στὸ σπίτι, ὅμως δὲν ἦταν μέσα σκουλήκια!
Τότε ὁ Ἅγιος τὴν συμβούλεψε νὰ μαζεύει χόρτα τὸ Σάββατο καὶ οὐδέποτε τὴν Κυριακή.
Μέχρι σήμερα στὸ νησί, οἱ πιστοὶ χριστιανοί, ποτὲ δὲν μαζεύουν χόρτα τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
5) Ἄλλη φορά, κάποιος ἄλλος στὸ Σταυρό, καθάριζε ἀπὸ τὰ ἀγριόχορτα τὴν αὐλή του, ἡμέρα Κυριακή. Ξαφνικά, ἔμπηξε τὶς φωνές, νιώθοντας ἕνα τεράστιο φίδι γύρω ἀπὸ τὰ πόδια του! Κατὰ θεία βούληση περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἅγιος
Ὁ νοικοκύρης συντετριμμένος γονάτισε στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου, ζητώντας συγχώρηση καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ φωτισμένου ἀσκητῆ.
6) Κάποια ἄλλη γυναίκα, ἄλεθε καφὲ στὸ χειρόμυλο, ἡμέρα Κυριακή. Τῆς ζήτησε λίγο ὁ Παπουλάκης καὶ βρέθηκε κατάμαυρος καὶ χαλασμένος.
7) Κάποια Κυριακή, περνοῦσε ὁ Ἅγιος ἔξω ἀπὸ τὸ
-Ἔ! Θεοδωρέλα, τῆς φώναξε, φύλαξέ μου καὶ μένα λίγα λάχανα ποὺ θὰ περάσω ἀργότερα.
-Εὐχαρίστως Παπουλάκη μου, ἀπο
Πράγματι, ἀφοῦ ἔβρασαν τὰ χόρτα, ἔβαλε μερικά, σὲ μιὰ μικρὴ πήλινη γαβάθα, τὰ σκέπασε καὶ τὰ ἔβαλε μέσα στὸ ξύλινο ἐντοιχισμένο ντουλάπι τοῦ μαγεριοῦ.
Ὅταν ἦρθε ὁ Ἅγιος τὸ ἀπόγευμα καὶ ἄνοιξε τὸ ντουλάπι, ὀπισθοχώρησε πανικόβλητη ἀντικρύζοντας πάνω στὸ πιάτο ἕνα κουλουριασμένο φιδι!
-Παππούλη μου, σῶσέ με! ἄρχισε νὰ φωνάζει, ἐγὼ χόρτα ἔβαλα μέσα!
-Μὴν φωνάζεις, μὴν ταράζεσαι, ἀπάντησε ὁ Ἅγιος. Δ
Στὴν ἴδια γυναίκα, τὴν Θεοδωρέλα, πολλὲς φορὲς ὁ Παπουλάκης τῆς πετοῦσε κρυφὰ ψωμί, ἀπὸ τὴν κοτότρυπα, τὸ ὁποῖο, ὅπως ἔλεγε καὶ ἡ ἴδια, οὐδέποτε τὸ πείραξε γάτα.
Παρόμοια θαυμαστὰ γεγονότα, ὅπως προαναφέραμε, ἔγιναν σὲ πολλὰ σπίτια Ἰθακησίων. Σήμερα ὅμως, τί κάνουμε ἐμεῖς; Μήπως ξεχάσαμε τὶς ἱερὲς προσταγὲς τοῦ Ἁγίου Παπουλάκη γιὰ τὴν Κυριακή; Μήπως ἀφιερώσαμε αὐτὴ τὴν μέρα στὴν καλοπέραση τοῦ σώματος καὶ στὸκυνήγι τοῦ κέρδους, περιφρονώντας τὴν ἀναστάσιμη ἐμπειρία ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Ζωοδότης Χριστός, τὴν Κυριακή; Ἄς ἀναλογιστεῖ
***
Κθ) Ἡ Ἀργυρὼ Μωραΐτη-
Κάτω ἀπὸ ἕναν μεγάλο σχίνο, συνάντησε τὸν Ὅσιο Παπουλάκη, νὰ κάθεται πάνω σὲ ἕνα βράχο. (Ὁ βράχος αὐτός, ὀνομάζεται καθίστρα τοῦ Παπουλάκη καὶ μέχρι σήμερα εὐωδιάζει).
Ὁ Ἅγιος, τὴν βοήθησε νὰ κατεβάσει τὴν κούνια ἀπὸ τὸ κεφάλι της καὶ τῆς ζήτησε νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ ξεκουραστεῖ. Ὕστερα, σταύρωσε μὲ τὸ κομποσχοίνι του τὸ ἄρρωστο παιδάκι καὶ τῆς πρότεινε νὰ ἐπιστρέψουν μαζὶ στὴν Ἀνωγή. Δὲν ὑπῆρχε πλέον λόγος νὰ πάει στὸν γιατρό. Τὸ μωρό, ἦταν ἐντελῶς καλά.
***
Λ) Στὸ Βαθύ, τὰ μεγάλα παιδιὰ κάποιας οἰκογένειας εἶχαν κλέψει ἕνα γουρουνόπουλο καὶ τὸ εἶχαν πάει στὴν μάνα τους νὰ τὸ μαγειρέψει. Περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸν σπίτι ὁ Ὅσιος Παπουλάκης καὶ
-Τί θὰ μαγειρέψεις ἀκόμα νοικοκυρά;
-Λίγο κρέας ψήνω παππούλη, ἀπάντησε αὐτή.
-Θὰ ἔρθω καὶ ἐγὼ νὰ τὸ δῶ ὅταν θὰ τὸ κενώνεις (σερβίρεις), τῆς εἶπε.
Πράγματι, πῆγε στὸ σπίτι τὴν ὥρα τοῦ σερβιρίσματος. Τότε, μπροστὰ στὰ ἔντρομα μάτια ὅλων συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο· ἕνα χέρι ἅπλωνε καὶ ἔπαιρνε τὴν δική του μερίδα…!
Τοὺς λέει τότε ὁ Ἅγιος: Γιατί σκιαχτήκατε; Τὸ μερδικό του παίρνει. Αὐτὰ ἔχουν τὰ κλεφτά…!
***
Λα) Ὁ πατέρας τοῦ Κωνσταντίνου Παξινοῦ στὸ χωριὸ Λεύκη ἦταν ἄ
Κάποτε τὸν βρῆκε μιὰ ἀρρώστια, ὅπου ἀδυνάτιζε συνεχῶς καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περπατήσει. Τὸν πῆραν οἱ δικοί του καὶ τὸν πῆγαν στὴν Πάτρα, στοὺς γιατρούς. Αὐτοὶ τοὺς ἀνακοίνωσαν ὅτι δὲν τοῦ βρίσκουν τίποτε. Ἔτσι, τὸν ἔφεραν πίσω στὸ Θιάκι γιὰ νὰ πεθάνει.
Τὰ παιδιά του ἔτρεξαν στὸν Παπουλάκη καὶ μὲ δάκρυα ζήτησαν τὴν βοήθειά του. Τὰ λυπήθηκε καὶ πῆγε σπίτι τους. Ρώτησε τὸν ἄρρωστο τὶ ἔχει καὶ αὐτὸς ἀπάντησε ὅτι εἶναι ἄρρωστος καὶ οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν κάνουν καλά.
Τότε τοῦ λέει: Ἄς δῶ καὶ ἐγὼ ὁ ψευτομετάνης! Τὸν σταύρωσε μὲ τὸν Σταυρὸ ποὺ κρατοῦσε καὶ σὲ λίγες μέρες ὅ ἄρρωστος ἔγινε ἐντελῶς καλά. Ὅταν ἔφυγε τοῦ εἶπε: Ποτέ σου μὴν κατηγορεῖς κανέναν ἄνθρωπο!
***
Λβ) Ἡ γριά-Μπλατσούρενα στὰ Κανελλᾶτα (συνοικία στὸ Βαθύ), γιὰ νὰ ξεγελάσει τὴν πείνα τῶν τριῶν παιδιῶν της ποὺ ἔπαιζαν ἀμέριμνα στὸ δρόμο, εἶχε ἀνάψει τὴν πήλινη τσερέπα (κουποτάψι), βάζοντας ἀπὸ κάτω ἀντὶ ψωμί, ἕ
Παίξτε, ὥσπου νὰ γίνει τὸ πιτούλι, νὰ φᾶτε, τοὺς ἔλεγε γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὰ
Μάνα, ἀκόμα τὸ πιτούλι; φώναζαν κάθε τόσο τὰ παιδιὰ ἀνυπόμονα.
Ἐκείνη τὴν ὥρα περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἅγιος
Ἀνασηκώνοντας τὸ πήλινο σκεύος -ὦ τῆς μεγίστης δυνάμεώς σου Φιλάνθρωπε Χριστέ- ἕνα μεγάλο ἀχνιστὸ καρβέλι πρόβαλε στὴ θέση τοῦ κεραμιδιοῦ. Ἡ μητέρα βαθύτατα συγκινημένη ἄρχισε νὰ σταυροκοπιέται καὶ νὰ καταφιλεῖ τὰ χέρια τοῦ Ἁγίου ἀσκητῆ. Ὁ Ἅγιος τὴν παρεκάλεσε νὰ μὴν ἀνακοινώσει σὲ κανέναν αὐτὸ τὸ γεγονός. Φεύγοντας, τῆς ζήτησε μιὰ ἀγκωνὴ (γωνία) ἀπὸ τὸ
***
Λγ) Κάποιος παντρεμένος στὸ χωριὸ Ἀνωγή, εἶχε παράνομες σκέψεις μὲ μιὰ γυναίκα. Ὅταν ἡ σύζυγος τοὺς ὑποψιάστηκε, ἀποφάσισε νὰ τοὺς σκοτώσει στὸ κρυφὸ μέρος ποὺ συναντιόνταν, ρίχνοντας πάνω τους ἕνα μεγάλο λίθο. Φυσικά, δὲν εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ σὲ κανέναν τὸσχέδιό της.
Λίγο πρὶν ἐκτελέσει τὴν ἀπονενοημένη αὐτὴ πράξη, ἐμφανίστηκε ἀναπάν
Αὐτὰ τὰ λόγια ἔφεραν κατάνυξη στὴν ψυχὴ τῆς παρ’ ὀλίγον συζυγοκτόνου, εὐχαριστῶντας τὸν Ὅσιο ποὺ τὴν ἔσωσε ἀπ’ αὐτὴν τὴν φοβερὴ παγίδα τοῦ διαβόλου.
***
Λδ) Ὁ Σπύρος Πάλμος (Χαραμῆς) ἀπὸ τὸ Μεγανήσι, εἶχε πάει στὸ Θιάκι μὲ τοὺς συγγενεῖς του, νὰ στεφανωθεῖ τὴν Αἰκατερίνη Παξινοῦ ἀπὸ τὴν Λεύκη. Στὸν δρόμο συνάντησαν τὸν Παπουλάκη, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶπε νὰ πάνε νὰ στεφανώσουν καὶ ἀμέσως νὰ φύγουν γιατὶ τοὺς περιμένει μεγάλο κακό, ἄν ἀργήσουν.
Αὐτοὶ δὲν ἔδωσαν σημασία, σκόρπισαν στὰ γύρω χωριά, πῆγαν στοὺς συγγενεῖς τους, καὶ ἄλλοι διασκέδαζαν ὡς τὸ πρωί.
Ἐκεῖνο ὅμως τὸ πρωί, ἔπιασε μεγάλη φουρτούνα καὶ κράτησε εἴκοσι μέρες, ὅπου ὁ Χαραμῆς ξόδεψε ὅλη του τὴν προίκα γιὰ νὰ τρέφει τοὺς συγγενεῖς του.
***
Λε) Κάποτε ὁ Ἅγιος εἶχε πάει στὸ σπιτάκι τῆς πάμφτωχης γρια-Λινάρδενας, στὸ Περαχώρι. Βρῆκε τὴ γριούλα στενοχωρημένη, διότι δὲν εἶχε καθόλου λάδι νὰ βάλει στὰ χόρτα ποὺ μόλις εἶχε μαγειρέψει. Σὲ κάποια στιγμή, τῆς λέει: Πήγαινε στὸ κατώι σου καὶ δὲς στὸ πλιθάρι, μήπως βρεῖς ἔστω καὶ λίγο…
Ἡ φτωχὴ γερόντισσα ὑπάκουσε, ἄ
Ὁ Ἅγιος συμβούλεψε τὴν γρια-Λινάρδενα νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανέναν, παρὰ μόνο ὅταν αὐτὸς πεθάνει.
***
Λζ) Κάποτε περνοῦσε ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ἔξω ἀ
-Κατέβα κάτω, ἔχω νὰ σοῦ πῶ, τοῦ φώναξε ὁ Ὅσιος.
-Δὲν μπορῶ παππούλη τούτη τὴ ὥρα. Ἔχω δουλειά, καὶ δὲν μπορῶ νὰ κατεβῶ. Ἀνέβα ἐσὺ νὰ
-Παιδί μου, δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω ἐγώ, εἶμαι γέρος. Κατέβα σὲ παρακαλῶ νὰ σοῦ πῶ.
Τελικά, ὑπάκουσε ὁ ἐργάτης καὶ μόλις τὸν πῆγε ὁ Ἅγιος περίπου δέκα ὀργυιὲς παραπέρα, ἔγινε δυνατὸς σεισμός, καὶ ἔπεσε ὅλο τὸ σπίτι μέσα.
***
Λη) Ὁ τσοπάνης Σπῦρος Γαλάτης στὸ Πλατρειθιᾶ ὑπέφερε ἀπὸ
-Ἄ, παππούλη μου, προσευχήσου νὰ μοῦ περάσουν οἱ κεφαλαλγίες καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω ἕνα ἀρνὶ
Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ τὸν σταύρωσε στὸ κεφάλι, κάθισε λίγο κοντά του καὶ κατόπιν ἀναχώρησε. Πέρασε ἀρκετὸς καιρὸς ἀπὸ τότε καὶ οἱ πονοκέφαλοι κόπηκαν μαχαίρι στὸν βοσκό.
Ἔπειτα ἀπὸ καιρό, συναντήθηκαν καὶ πάλι. Ὁ Ἄγιος τὸν χαιρέτησε καὶ τὸν ρώτησε:
-Γιὰ πές μου μπαρμπα-Σπῦρο, πῶς πᾶς τώρα ἀπὸ τοὺς πονοκεφάλους;
-Δόξα τῷ Θεῷ παππούλη μου, δὲν ξαναπόνεσα.
-Θυμᾶσαι μιὰ φορά, ποὺ κάτι μοῦ ὑποσχέθηκες, τὸ ξέχασες ὅμως;
-Ὦ! Παππούλη μου, σχώρα με! Ξέχασα τὸ ζῶο ποὺ εἶχα τάξει! ἀπάντησε ὁ βοσκός.
Ἐκπληρώνοντας τὸ τάμα του δὲν ξαναενοχλήθηκε ἀπὸ
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰωακε
***
Λθ) Ἡ Καλὴ Καρουσάτου ἀπὸ τὸ
Τὸ σπίτι της ἦταν λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ δάσος, στὸ πάνω μέρος τοῦ χωριοῦ. Κατεβαίνοντας μὲ τὸ μωρό, μπροστὰ στὸ παλιὸ ἐλαιοτριβεῖο συνάντησε τὸν Παπουλάκη ποὺ ἀνηφόριζε πρὸς τὸ δάσος. Ἐκεῖ ἔμενε μέσα σὲ μιὰ ἐκκλησούλα, τὴν Ὑπαπαντή.
-Ποῦ τὸ πᾶς τὸ παιδὶ Καλή; Στὸν γιατρό;
-Ναὶ παππούλη μου. Δὲν μοῦ τὸ σταυρώνεις;
Τὸ ξεσκέπασε καὶ ὁ Ἅγιος τὸ σταύρωσε.
-Δὲν ἔχει τίποτε, λίγο ἀδιάθετο εἶναι, τῆς εἶπε. Ὅμως, μιὰ ποὺ ξεκίνησες πήγαινέ το στὸ γιατρό. Μὴν ἀργήσεις ὅμως γιατὶ θὰ βρέξει πολύ.
-Μὰ τέτοια μέρα παππούλη μου θὰ βρέξει, καὶ μάλιστα πολύ; τὸν ρώτησε ἀπορημένη, γιατὶ ἦταν καλοκαίρι.
Πράγματι, πῆγε ἡ Καλὴ τὸν μικρὸ Πάντιο στὸ γιατρό, ὁ ὁποῖος δὲν τοῦ βρῆκε ἀπολύτως τίποτε. Ἐπιστρέφοντας σπίτι της, ὁ οὐρανὸς εἶχε σκοτεινιάσει. Μόλις διάβηκε τὸ κατώφλι της, ἄρχισε νὰ πέφτει καταρρακτώδης βροχή!
***
Μ) Ἡ Χρυσούλα Κωνστ. Σιμήρη, τὸ γένος Ἀρμένη ἀπὸ τὸ
Φεύγοντας ἡ Χρυσούλα, τῆς εἶπε νὰ πεῖ στην γυναῖκά του ὅτι κάτω στὸ λιμάνι εἶναι ἀραγμένα δεκατρία καράβια. Ἡ μικρούλα τὸ πίστεψε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Περαχώρι.
Φεύγοντας, στὸ κάτω γεφύρι συνάντησε τὸν Παπουλάκη, ὁ ὁποῖος τὴν σταμάτησε καὶ τὴν ρώτησε:
-Τί σοῦ εἶπε Χρυσούλα μου ὁ Λαδᾶς νὰ πεῖς στὴν γυναῖκά του.
Τὸ κοριτσάκι τοῦ εἶπε. Τότε ὁ Ἅγιος τῆς λέει:
-Ἄκουσέ με παιδάκι μου. Δὲν εἶναι δεκατρία καράβια στὸ λιμάνι, ἀλλὰ δεκατρία ψάρια στὸ μαντήλι!
Πράγματι, ἔλυσε ὁ ἴδιος τὸ μαντήλι καὶ μέτρησαν δεκατρία ψάρια. Ἀφοῦ τὸ ξανάδεσε, τῆς εἶπε:
-Νὰ τὸ πᾶς στὸ σπίτι τοῦ Λαδᾶ καὶ νὰ πεῖς στὴν γυναῖκά του νὰ σοῦ δώσει τὸ ἕνα ψάρι νὰ τὸ φᾶς. Νὰ τῆς πεῖς ὅτι ἐγὼ σοῦ τὸ εἶπα.
Ἔτσι καὶ ἔγινε.
***
Μα) Στὸ παλιὸ δρόμο κάτω ἀπὸ τὸ Περαχώρι μιὰ ὁμάδα ἐργατῶν ἔκοβαν ἀγκων
Κάποιους ἀπὸ τοὺς ἐργάτες, γνωστὸς ὡς Ἀσύδοτος Καραβίας, παράτησε θυμωμένος τὴν δουλειὰ στὴ μέση καὶ ἄρχισε νὰ ἀνηφορίζει τρέχοντας πρὸς τὸ σπίτι του. Φτάνοντας, συνάντησε τὸ Παπουλάκη νὰ τὸν περιμένει στὸ κατώφλι. Τότε, ἀκούει ἄναυδος νὰ τοῦ λέει:
-Ἦρθες νὰ πάρεις τὸ ντουφέκι γιὰ νὰ σκοτώσεις τὸ ἄκακο πλάσμα τοῦ Θεοῦ; Γύρισε πίσω καὶ δὲν θὰ σᾶς ξαναπειράξει πιά.
Ἔτσι καὶ ἔγινε· ἀπὸ ἐκείνη τὴν μέρα τὸ φίδι δὲν ξαναφάνηκε.
***
Μβ) Κάποτε, ὁ Ὅσιος ἀνηφόριζε πρὸς τὸ Περαχώρι. Στὸ δρόμο του συνάντησε κάποια γυναίκα νὰ πηγαίνει ἀνάστατη πρὸς τὸ Βαθύ. Ὁ Παπουλάκης τὴν σταμάτησε καὶ τῆς λέει:
-Πᾶμε πίσω, γιατὶ ἐκεῖ ποὺ πηγαίνεις δὲν κάνει νὰ πᾶς!
Ἡ γυναίκα ἔμεινε ἀκίνητη, σὰν νὰ τὴν χτύπησε κεραυνός! Πήγαινε γιὰ νὰ καταγγείλει στὶς ἀστυνομικὲς ἀρχὲς μιὰ γειτόνισσά της, μὲ τὴν ὁποία εἶχε τσακωθεῖ. Μετανιωμένη γύρισε πίσω μαζὶ μὲ τὸνΠαπουλάκη.
***
Μγ) Ἡ Βασίλω Τριλίβα-Καραστάθη ἀπὸ τὸ Βαθύ, εἶχε τάξει νὰ κάνει Θεία Λειτουργία στὸ μακρινὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στὴν θέση Ἑλληνικὸ τοῦ Μαραθιᾶ. Ἡ ἴ
Στὸ διάστημα αὐτὸ δύο γυναῖκες ποὺ γύριζαν μὲ ξύλα ἀπὸ τὴν ἐποχή, τὴν πληροφόρησαν ὅτι ὁ
Φαίνεται ὅτι λόγω τῶν ἄσχημων καιρικῶν συνθηκῶν δὲν μπόρεσαν ὁ παπᾶς μὲ τὸν ψάλτη νὰ φθάσουν στὸ μακρινὸ ἐκκλησάκι τοῦ Μαραθιᾶ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἡ Βασίλω στενοχωρήθηκε ποὺ δὲν ἐκπληρώθηκε τὸ τάμα της καὶ σκεφτόταν νὰ ἐπιπλήξει ἄσχημα τὸν ἱερέα, ὅταν αὐτὸς θὰ πήγαινε στὸ σπίτι της.
Πρὶν ἀκόμα ὡριμάσει αὐτὴ ἡ σκέψη μέσα της, χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της. Στὸ ἄνοιγμά της εἶδε τὸν ἀσκητὴ Ἰωακείμ. Ἄκουσε ἔκπ
Τὸ παραπάνω θαυμαστὸ γεγονός, πρέπει νὰ τὸ λάβουμε σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν μας, ὅταν πέφτουμε στὸ σοβαρὸ ἁμάρτημα τῆς ἱεροκατάκρισης, ἀκόμη καὶ στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ νομίζουμε ὅτι τὸ δίκιο εἶναι μὲ τὸ μέρος μας.
***
Μδ) Ὁ Ἀργύρης Μαρούλης σὲ ἡλικία περίπου δώδεκα ἐτῶν εἶχε τὴν πολὺ κακὴ συνήθεια νὰ βλαστημάει. Μιὰ μέρα συναντήθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Παπουλάκη στὴν σκάλα τῆς Μητρόπολης, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν συνοικία Γυφτοχώρι.
Ὁ Ὅσιος τὸν μάλωσε καὶ τοῦ ἔβαλε στὸ στόμα τρία μικρὰ χαλικάκια ποὺ πῆρε ἀπὸ κάτω.
-Κατάπιε τα, παιδάκι μου, καὶ δὲν θὰ ξαναβλαστημήσεις ποτὲ στὴν ζωή σου, τοῦ εἶπε.
Ἀπὸ τότε, παρόλο ποὺ ξενιτεύτηκε στὴν Ρουμανία καὶ πέρασε πολλὰ βάσανα καὶ δοκιμασίες, ποτὲ δὲν τὸν ἄκουσαν οἱ δικοί του νὰ βλαστημάει.
***
Με) Ἡ κυρά-Σταμάταινα, σύζυγος τοῦ Σταμάτη Μαυροκεφάλου, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κιόνι,
Ἕνα πρωϊνό, ἡ Σταμάταινα κατέβηκε ἐκτάκτως στὸ λιμάνι γιὰ νὰ φύγει, τὸ καΐκι ὅμως ἦταν πλῆρες καὶ δὲν χώραγε ἄνθρωπο. Ἡ ἠλικιωμένη γυναίκα εἶχε ἀνάγκη νὰ πάει στὸ χωριό της, ἀλλὰ κανένας δὲν τῆς παραχωροῦσε τὴν θέση του. Μέσα στὴν μπενζίνα βρισκόταν καὶὁ Παπουλάκης ποὺ πήγαινε στὰ χωριὰ τῆς Β. Ἰθάκης μέσω Κιονίου.
Μόλις κατάλαβε τὸ γεγονὸς μὲ τὴν γιαγιά-Σταμάταινα, τὴν ὁποῖα ἐκτιμοῦσε καὶ συχνὰ ἐπισκεπτόταν, βγῆκε ἀμέσως ἀπὸ τὴν βάρκα, τῆς ἔδωσε τὸ χέρι του βοηθώντας την νὰ μπεῖ καὶ τὴν χαιρέτισε λέγοντας:Πήγαινε ἐσὺ χριστιανή μου ποὺ βιάζεσαι. Ἐμὲ δὲν μὲ πειράζει.
Ὅλοι μας στὴν Ἰθάκη γνωρίζουμε πόσο συντομότερη εἶναι ἡ διαδρομὴ Βαθύ-Κιόνι ἀπ
Φτάνοντας τὸ καΐκι στὸ μῶλο τοῦ Κιονιοῦ, ἦταν ἐκεῖ ὁ Ἅγιος
***
Μστ) Ἡ πεθερὰ τῆς κ. Μαργαρίτας Μωραΐτη (+2007) ὅταν ἦταν μικρὸ κορίτσι πήγαινε μαζὶ μὲ ἄλλα κοριτσάκια καὶ ἀσπάζονταν τὸ χέρι τοῦ Παπουλάκη. Τότε, τῆς ἔλεγε ὁ Ἅγιος: Ἐσὺ Μαριγώ μου, θὰ πάρεις ἕναν ξένο.
Πράγματι, ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ
***
Μζ) Σὲ κάποιο χριστιανικὸ σπίτι στὸ Βαθύ, εἶχαν καλέσει τὸν Παπουλάκη νὰ γευματίσει μαζί τους. Ἡ νοικοκυρά, σέρβιρε στὰ πιάτα φακές. Τότε ὁ Ἅγιος τῆς λέει: Ποτὲ δὲν ἔβαλα κόκκαλο στὸ στόμα μου καὶ θὰ βάλω τώρα στὰ γεράματα;
Τὸ εἶπε αὐτό, διότι τὸ κουτάλι μέσα στὸ πιάτο ἦταν κοκκάλινο.
***
Μη) Ὁ Πάνος Παπαδόπουλος, μὲ τὸ μικρό του καΐκι ὀνόματι Ἁγία Παρασκευή, ἔκανε ἐμπόριο μεταξὺ Φρικῶν καὶ Πρεβέζης.
Ἕνα πρωί, στὴν Πρέβεζα, τοῦ ἔδωσε κάποιος χριστιανός, δὲκα δραχμὲς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νὰ τὶς δώσει στὸν Παπουλάκη. Ὅμως, ὁ
Πράγματι, τὶς πῆρε ἐμπορεύματα καὶ τὸ μεσημεράκι ξεκίνησε γιὰ τὶς Φρίκες. Δένοντας τὸ καικι του στὸν μῶλο συνάντησε τὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε μὲ καλοσύνη γνωρίζοντας ἴσως ὁτι ὁ Πάνος δὲν εἶχε κακὴ πρόθεση:
-Μὴ στεναχωριέσαι Πάνο μου, γιατὶ σὲ βλέπω ποὺ στενοχωριέσαι, ποὺ δὲν ἔχεις νὰ μοῦ δώσεις τὶς δέκα δραχμὲς ποὺ σοῦ δώσανε στὴν Πρέβεζα. Ὅποτε πουλήσεις αὐτὰ ποῦ ἔφερες καὶ πιάσεις τὰ λεφτά, καὶ ὅποτε μπορέσεις, μοῦ τὰ δίνεις παιδί μου.
Ὁ καπετάνιος, συγκλονισμένος ἀπὸ τὸ διορατικ
Στὴν κατοχὴ τῶν σημερινῶν ἀπογόνων τοῦ Παπαδόπουλου, σώζονται ἐπιστολὲς τοῦ Παπουλάκη, δυστυχῶς φθαρμένες ἀνεπανόρθωτα ἀπὸ τὸν χρόνο. Σὲ κάποιες ἀπὸ αὐτὲς ὑπογράφει
***
Μθ) Ἡ προγιαγιὰ τῆς κυρίας Νίκης Ἀνδριανάτου στὸ χωριὸ Κιόνι, σεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο Παπουλάκη, καὶ πάντοτε φύλαγε, ὅπως ἐκεῖνος τὴν συμβούλευε, ἕνα πιάτο φαγητό, μήπως τυχὸν περάσει κανεὶς ἀπὸ τὸ σπίτι της.
Κάποιο ἀπόγευμα ὅμως πείνασε καὶ νικημένη ἀπὸ τὴν λαιμαργία ἔφαγε τὸ πιάτο ποὺ εἶχε κρατήσει. Κατὰ τὸ βραδάκι πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι της ὁ Ἅγιος καὶ ἀφοῦ ἡ
-Κάκεψε τώρα ὁ κόσμος! Ἐκεῖ ποὺ
-Ὤ παππούλη μου! Ἐγὼ τὸ ἔκαμα αὐτὸ σήμερα· ἔφαγα τὸ φαγητὸ ποὺ εἶχα φυλάξει.
-Μὴ πικραίνεσαι παιδί μου. Ὅμως ἔτσι πρέπει νὰ κάνουμε, νὰ σκεφτόμαστε ὅτι κάποιος φτωχός, μπορεὶ νὰ μᾶς χτυπήσει τὴν πόρτα.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ Ἰθάκη ἦταν γεμάτη φτωχοὺς πρόσφυγες ἀπὸ τὶς ἀπέναντι ἠπε
***
Ν) Ἡ Χαρίκλεια Δ. Βλησμᾶ (1849-1937), γνωστὴ ὡς Ράλλω, ὅταν ἦταν νέα πήγαινε κάθε ἀπόγευμα μαζὶ μὲ ἄλλες κοπέλες ἀπὸ τὸ Περαχώρι καὶ μάζευαν ξύλα καὶ χόρτα, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια κατέβαιναν καὶ τὰ πουλοῦσαν στὸ Βαθύ, γιὰ νὰ ἐξοικονομήσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Κάθε πρωί, συναντοῦσαν τὸν Παπουλάκη στὸ σημεῖο Πελέκι, νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸ χωριό. Ἀπὸ σεβασμὸ οἱ
Ἕνα πρωί, ξεκινώντας γιὰ τὸ Βαθύ, λέει ἡ Χαρίκλεια στὶς ὑπόλοιπες τῆς παρέας:
-Βρὲ κοπέλες, αὐτὸς ὁ καλόγερος μᾶς ἔχει γίνει φόρτωμα. Κάθε πρωὶ νὰ κατεβάζουμε τὸ δεμάτι καὶ τὰ λάχανα καὶ νὰ τοῦ φιλοῦμε τὸ χέρι. Σήμερα ἐγὼ θὰ περάσω καὶ δὲν θὰ τοῦ δώσω σημασία καμιά.
Ὅταν ἔφθασαν μετὰ ἀπὸ ὥρα στὸ Πελέκι συνάντησαν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν Παπουλάκη. Γυρίζει ἀμέσως ὁ Ἅγιος καὶ
-Ὥστε λοιπόν, ἔτσι! Ἡ Χαρίκλεια δὲν φιλεῖ σήμερα τὸ χέρι τοῦ καλόγερου, γιατὶ τῆς γίνηκε φόρτωμα!
Ὅλες οἱ κοπέλες ἔμεινα ἔμβρόντητες!
***
Να) Κάποια μητέρα ἀπὸ τὴν Πρέβεζα εἶχε ἕνα παιδὶ νευρικό, τὸ ὁποῖο ἐμπιστεύτηκε γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα στὰ χέρια τοῦ Παπουλάκη. Τὸ παιδὶ αὐτὸ εἶχε πάει μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο στὸν ὁρμίσκο τῆς πόλης, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ χωριὸ Σταυρός. Ξαφνικά, φάνηκε νὰἔρχεται κοντά τους ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θάλασσας ἕνας ἡλικιωμένος σεβάσμιος μοναχός, ἴσως ὁ Ἅγιος
Κάθισε δίπλα στὸν Ὅσιο Παπουλάκη, συζήτησαν γιὰ πολλὰ θέματα καὶ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἀνέφεραν ὅτι θὰ γεννήσει μιὰ ἄτεκνη γυναίκα στὴν Λεύκη, ἕνα κοριτσάκι ποὺ θὰ τὸ ὀνομάσουν Θεοπίστη.
Πράγματι, ζοῦσε τότε στὴν Λεύκη κάποια γυναίκα, ἡ ὁποία ἐξαιτίας τῆς ἀτεκνίας της, περνοῦσε τὰ πάνδεινα ἀπὸ τὸν σύζυγο καὶ τὴν πεθερά της. Ὅμως ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἀπέκ
Ἡλικιωμένοι κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, τὴν θυμοῦνται γερόντισσα.
***
Νβ) Ἡ Γεωργία Σπ. Κουβαρᾶ-Μπαλῆ στὸ Σταυρό, ἦταν
-Γιατί κλαῖς Γιωργούλα; τὴν ρώτησε.
-Τόσα χρόνια πέρασαν καὶ δὲν ἔχω κάνει παιδιά, παππούλη μου· τοῦ εἶπε.
-Θὰ κάμεις Γιωργούλα μου, θὰ κάμεις, τῆς εἶπε. Μόνο ποὺ πρέπει νὰ ἀνοίξεις (λειτουργήσεις) τρία ἐκκλησάκια· τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο στὸ Χάνι, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη στὰ Σπαθαρᾶτα καὶ τὴν Ζωοδόχο Πηγὴ στὰ
Ὄντως, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴ προσταγὴ τοῦ Ὁσίου ἡ πρώην
***
Νγ) Ὅταν ὁ Ἅγιος παππούλης ἀσκ
Ἀπελπισμένη ἡ δύστυχη μάνα πῆγε στὸ δάσος νὰ συμβουλευτεῖ τὸν Ἅγιο
Ἡ μητέρα ὅπως τὴν συμβούλεψε ὁ Ὅσιος ἔπραξε καὶ ἔκτοτε δὲν ξανάχασε ἄλλο παιδί.
Τὸ παραπάνω θαυμαστὸ γεγονός, ὑπογραμμίζει τὴν τεράστια εὐθύνη ποὺ ἔχουν οἱ ἀνάδοχοι πρὸς τὰ πνευματικά τους παιδιά. Δυστυχῶς σήμερα πολλοὶ ἀγνοοῦν τὴν ἱερὴ αὐτὴ ὑποχρέωση, περιοριζόμενοι μόνο στὰ ὑλικὰ δῶρα καὶ ὄχι στὴν ἐν Χριστῷ κατήχηση καὶ βιωματικὴδιδασκαλία ποὺ ἐνδεχομένως καὶ οἱ ἴδιοι νὰ ἀγνοοῦν.
***
Νδ) Στὸν Παναγῆ Καραντζῆ-Κοσμέτο, κάτοικο τοῦ χωριοῦ Κιόνι ἔλεγε μὲ θλίψη ὁ Ἅγιος:
-Δὲν πρόκειται νὰ φᾶς ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιά σου Παναῆ. Οὔτε ἀπὸ τὸν Γεράσιμο, οὔτε ἀπὸ τὸν Γιάννη. Μόνο ἀπὸ τὸν Στάθη.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Οἱ δύο πρῶτοι ὅταν μεγάλωσαν ξενιτεύτηκαν στὴν Αὐστραλία καὶ στὴ Ρουμανία. Δὲν ξαναγύρισαν στὴν Ἰθάκη.
***
Νε) Ἡ μικρὴ Χαρίκλεια Βλησμᾶ πῆγε κάποτε νὰ ποτίσει τὶς γίδες τοῦ πατέρα της στὶς στέρνες τῆς τοποθεσίας Ἁγιὰ τοῦ
Καθῶς πότιζε τὰ ζῶα, ἔπεσε ξαφνικὰ μιὰ μικρὴ γίδα μέσα στὴν στέρνα. Κατὰ θεία συγκυρία περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ὅσιος
-Χαρίκλειά μου, τί ἔχεις καὶ κλαῖς; τὴν ρώτησε.
-Μου ἔπεσε Παπουλάκη μου ἡ γίδα στὴ στέρνα καὶ θὰ μὲ σκοτώσει ὁ πατέρας μου.
-Μὴν κάθεσαι παιδάκι μου, τῆς εἶπε. Τρέξε γρήγορα στο μοναστήρι ποὺ εἶναι κόσμος καὶ θερίζει καὶ φώναξε νὰ ἔρθει κάποιος νὰ τὸν δέσουμε, νὰ κατεβεῖ στὴν στέρνα γιὰ νὰ βγάλουμε τὸ ζῶο.
Θρηνώντας, ξεκίνησε ἡ μικρὴ Χαρίκλεια γιὰ νὰ φύγει.
-Μὴν κλαῖς Χαρίκλειά μου καὶ θὰ ἔβγει ἡ γίδα σου· τὴν παρηγόρησε ὁ Ἅγιος.
Ὅπως ἐσκουλάρησε (ἀπομακρύνθηκε λίγο) τὸ κορίτσι, ἄκουσε τὸν ἅγιο γέροντα νὰ τῆς φωνάζει:
-Χαρίκλεια, Χαρίκλεια, ἔλα πίσω καὶ ἡ γίδα σου ἐβγῆκε!
Ἐπιστρέφοντας πίσω ἡ μικρὴ Χαρίκλεια ἀντίκρυ
-Μὰ πῶς ἔγινε αὐτὸ παππούλη μου;
-Μὴ σοῦ φαίνεται παράξενο παιδάκι μου. Μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὅλα γίνονται, ἀποκρίθηκε ἥρεμα ὁ Ὅ
Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, ἔκαμ
***
Νστ) Μιὰ γυναίκα στὸ Κιόνι μαγείρευε κρέας τὴν Παρασκευή. Ὁ Ἅγιος περνοῦσε ἔξ
Ἀργότερα, ὅπως διαπίστωσε μὲ φόβο καὶ ντροπή, ὅτι τὸ κρέας ποὺ ἔβραζε εἶχε γεμίσει μικροσκοπικὰ σκουλήκια ποὺ ἐπέπλεαν στὸ βραστὸ νερό.
***
Νζ) Ὁ Σπύρος Συρμῆς μὲ τὴ σύζυγό του φιλοξενοῦσαν πολλὲς φορὲς στὸ σπίτι τους τὸ σεβάσμιο ἁγιορείτη καλόγερο. Τὸ σπίτι αὐτὸ σώζεται μέχρι σήμερα σὲ καλὴ κατάσταση. Στὴν αὐλή του ὑπάρχει μυρσίνη τὴν ὁποία φύτεψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια ὀ Ἅγιος.
Κάποτε ὁ Παπουλάκης εἶχε δώσει στη νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ δύο λαμπάδες νὰ τὶς φυλάξει στὴν κασέλα. Ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες πῆγε καὶ τὶς ζήτησε. Ἀνοίγοντας τὴν κασέλα ἡ γυναίκα, ἔντρομη διαπίστωσε πὼς εἶχαν ἐξαφανιστεί.
Ἔπειτα ἀπὸ λίγη ὥρα, ἀφοῦ
Ἡ νοικοκυρά, ἀπὸ τὴν μεγάλη της ταραχή, τράβαγε τὰ μαλλιά της.
-Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, τί ἦταν τοῦτο τὸ πρᾶγμα ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μου σήμερα;
-Μὴ φοβᾶσαι Σπύραινά μου, δουλειὰ τοῦ διαβόλου ἦταν. Πάει τώρα, πέρασε.
***
Νη) Ἄλλη φορά, ἡ Σπύραινα ξεκίνησε τὸ πρωί, γιὰ τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα στὶς πηγές. Κοντὰ στὶς τοποθεσία Κάστρο συνάντησε δύο ἄγνωστους ἄνδρες, ντυμένους σὰν ἀξιωματικούς. Τοὺς καλημέρισε, ὅμως αὐτοὶ δὲν τῆς ἀπάντησαν. Παραξενεύτηκε ἡ γυναίκαἀλλὰ
Τὸ μεσημέρι ἐπέστρεψε σπίτι της, ὅπου δέχτηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἁγίου παππούλη. Ξαφνικά, καὶ δίχως ἐκείνη νὰ ἀναφέρει κάτι, τῆς λέει:
-Ποιούς συνάντησες Σπύραινά μου, πηγαίνοντας στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα;
-Δύο ἀξιωματικοὺς καλόγερέ μου, ἀλλὰ δὲν μοῦ μιλήσανε, ἀπάντησε ἔκπληκτ
-Ἄχ Σπύραινά μου! Ἦταν οἱ Ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, ποὺ τὸ ἐκκλησάκι τους εἶναι λίγο παραπάνω.
-Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, εἶμαι ἀνάξια νὰ βλέπω τέτοια πράγματα.
-Εἶσαι ἁγνὴ καὶ καθαρὴ παιδί μου, γιὰ αὐτὸ καί στάθηκες ἄξια νὰ τοῦς δεῖς, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος.
***
Νθ) Στὸ χωριὸ Ἀνωγή, ζοῦσε ὁ Ἀνδρέας Τουρλῆς μὲ τὴν γυναῖκά του. Συχνά, τοὺς ἐπισκεπτόταν ὁ
-Μὴ στενοχωριέσαι Ἀντριόσα καὶ θὰ γυρίσει ὀ ἄντρας σου. Κάτι συνάντησε στὸ δρόμο του καὶ φοβήθηκε. Δὲν θὰ πάθει τίποτε, θὰ ἔρθει.
Μετὰ ἀπὸ λίγο γύρισε ὁ Ἀνδρέας κάτωχρος καὶ ταραγμένος. Ὅπως διηγήθηκε, παρουσιαζόταν μπροστά του ἕνα ἀσκούπι (δερμάτινο ἀσκί) ἀπὸ φωτιά, καὶ τὸν ἐμπόδιζε στὸ δρόμο του.
-Ἀνδρέα μου, τοῦ εἶπε ἡ γυναίκα του, ὅ Ἅγιος παππούλης μοῦ εἶπε ὅτι ἔχεις ἐπάνω σου, ἀπὸ τὴν κορφὴ τοῦ κεφαλιοῦ σου μέχρι τὰ νύχια τῶν ποδαριῶν σου, μιὰ λουρίδα κακοῦ, καὶ αὐτὴ πασχίζει νὰ σοῦ βγάλει. Μόνο Ἀνδρέα μου, νὰ σταματήσεις νὰ εἶσαι βλάσφημος καὶνευρικός, γιὰ νὰ φύγει αὐτὸ τὸ κακό, πάνωθέ σου.
Αὐτὰ τοῦ ἔλεγε ἡ γυναίκα του, καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἀνδρέας ἄλλαξε ζωή, καὶ ἄκουγε μὲ σεβασμό, τὶς συμβουλὲς τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ.
***
Ξ) Μιὰ γυναίκα στὸ χωριὸ Ἀνωγή, εἶχε κάνει ἄσχημη γέννα καὶ κειτόταν ἐξασθενημένη λεχώνα στὸ κρεβάτι. Ὁ Ὅσιος
Δὲν ἔχω παππούλη μου, ἀπάντησε ἡ νοικοκυρά. Ὁ Ἅ
-Παππούλη, παππούλη μου, πάει τὸ κρασί μου!
-Μὴ φωνάζεις κυρά μου, μὴν ταράζεσαι. Οὔτε εἶχες, οὔτε καὶ ἔχεις, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος.
***
Ξα) Στὸ χωριὸ Κιόνι ὁ Ἅγιος
Αὐτὸς τὸ κατάλαβε καὶ τῆς λέει:
-Μὴ στενοχωριέσαι γριὰ Γαρούφω. Ἡ Μητσαλοῦ ποὺ μ
Ὅλα ἐπαληθεύτηκαν κατὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Ἁγίου.
***
Ξβ) Ὁ Γεράσιμος Ράζος ἐπέστρεφε ἀπὸ τὰ κτήματά του, ὅταν κοντὰ στὴν παραλία Δεξά, συνάντησε τὸν Παπουλάκη καὶ βάδιζαν μαζὶ πρὸς τὸ Βαθύ. Ὁ Γεράσιμος προχωροῦσε μπροστὰ μὲ τὰ δύο γαϊδούρια του φορτωμένα ξύλα καὶ ὁ Παπουλάκης ἀκολουθοῦσε ἀ
Φτάνοντας στὸ Βαθύ, ὁ Ράζος πῆγε στὸ σπίτι του καὶ ὁ Παπουλάκης ἀκριβῶς ἀπὸ
Ὅταν μπῆκε ὁ Γεράσιμος νὰ ἀφήσει τὰ σακούλια του μέσα, ἔφυγαν οἱ γάιδαροι φορτωμένοι ὅπως ἦταν, πήγανε μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε ὁ Ἅγιος, πάνω στὴν μάντρα (λιθιά) καὶ πέσανε ἀπὸ κάτω!
-Γεράσιμε, Γεράσιμε, κοίτα! φώναξε ὁ Παπουλάκης. Οἱ
***
Ξγ) Στὸ οἰκισμὸ Λαχός, κατοικοῦσε ὁ ξάδελφος τοῦ Ὁσίου Νικολῆς Πατρίκιος μὲ τὴν σύζυγό του Ζαχαρένια. Πολλὲς φορὲς φιλοξενοῦσαν τὸν γέροντα, ἰδίως τὶς κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Ἀναπαυόταν στὸ μαγεριὸ τοῦ σπιτιοῦ, πάνω σὲ μιὰ κασέλα
Κάποια νύχτα, πολὺ ἀργά, ξύπνησε ὁ Νικολῆς καὶ πηγαίνοντας στὸ μαγεριό, ἀνακάλυψε πρὸς ὁ Παπουλάκης δὲν βρισκόταν ἐκεῖ. Βγῆκε τότε ἔξω στὴν αὐλὴ ὅπου ἀντίκρυσε ἔκθαμβος ἕ
Ἀκόμη, τοῦ σύστησε νὰ μὴν ἀναφέρει σὲ κανέναν τὸ γεγονός.
***
Ξδ) Ἄλλη φορά, πηγαίνοντας ὁ Νικολῆς πρὶν ξημερώσει τὸ ταχυδρομεῖο στὸ Βαθύ, συναντοῦσε τὸν Παπουλάκη καὶ βάδιζαν μαζί. Ὑπῆρξαν περιπτώσεις ποὺ ὁ Ἅγιος προπορευόταν βιτσίζοντας σταυροειδῶς μὲ μία βέργα τὸν ἀέρα, σὰν κάτι νὰ ἔδιωχνε.
Στὶς ἀπορίες τοῦ ξαδέλφου τοῦ ἀπαντοῦσε: Μὴ φοβᾶσαι Νικολή, σοῦ καθαρίζω τὸν δρόμο νὰ περάσεις.
***
Ξε) Ὁ δεκάχρονος Δημήτρης Παξινός-Πάρος ἔβγαλε σὲ ὅλο του τὸ σῶμα ὀζόδες ἐρύθρημα. Παντοῦ γέμισε κόκκινες καὶ κίτρινες φόλες, δηλαδὴ φουσκάλες. Πονοῦσε πολύ, καὶ ἡ κατάστασή του ἦταν ἀνησυχητική. Ὁ γιατρὸ
Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ Ἰωάννης, ἔχοντας μεγάλη εὐλάβεια πρὸς τὸν Παπουλάκη, ξεκίνησε μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὸ χωριό του γιὰ τὸ Περαχώρι, ὅπου βρισκόταν ὁ Ὅσιος. Τὴν συγκεκριμένη ὅμως μέρα ὁ Παπουλάκης βρισκόταν στὸ μοναστήρι τῶν Καθαρῶν. Μὲ τὸ διορατικό του χάρισμα κατάλαβε πὼς τὸν ἀναζητεῖ ὁ πονεμένος πατέρας καὶ εἶπε στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς: Θὰ ἔρθει ὁ Γιάννης ὁ
Ἔτσι καὶ ἔγινε· ὁ Ἅγιος πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Παξινοῦ, σταύρωσε τὸ ἄρρωστο παιδὶ μὲ τὸ κομποσχοίνι του καὶ ὥσπου νὰ ἐπιστρέψει ὁ πατέρας, εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά.
***
Ξστ) Ἡ Σταμούλα Πατέρη ἀπὸ τὸ Περαχώρι, κατηφόριζε δρομαία κάποιο βράδυ τὸ μονοπάτι ποὺ συνέδεε τὸ χωριό της μὲ τὸ Βαθύ. Στὴν ἀγκαλιά της κρατοῦσε τυλιγμένο σὲ κουβέρτα τὸ ἄρρωστο παιδί της, πηγαίνοντάς το στὸ γιατρό.
Στὴν θέση Πελέκι συνάντησε τὸν Ὅσιο Γέροντα Ἰωακείμ.
-Ποῦ πᾶς Σταμούλα τέτοια ὥρα;
-Πάω παππούλη τὸ παιδί μου στὸ γιατρό. Εἶναι πολὺ ἄρρωστο.
-Πᾶμε πίσω κόρη μου. Τὸ παιδί σου δὲν χρειάζεται πλέον γιατρό.
Ξετυλίγοντας τὴ κουβέρτα ἡ πονεμένη μάνα, εἶδε ὅτι τὸ παιδί της εἶχε ξεψυχήσει.
***
Ξζ) Κάποιες κοπέλες ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀνωγή, εἶχαν κατέβει στὴν παραλία Χαλκιᾶς γιὰ νὰ πλύνουν χαλιά. Ἐκεῖ ἕνας ψαρὰς ἀπὸ τὸ Κιόνι, τοὺς ἔδωσε ἕνα χταπόδι νὰ τὸ δώσουν στὸν Παπουλάκη που βρισκόταν τότε στὸ χωριό τους. Αὐτὲς ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀνωγή, ἔφαγαν τὸνὀλό (αὐλό), ποὺ ὑπάρχει στὸ ἐσωτερικὸ μέρος τῆς κουκούλας τοῦ χταποδιοῦ.
Ὅταν ἔδιναν τὸ χταπόδι στὸ Παπουλάκη, αὐτὸς τοὺς εἶπε:
-Ἄ! Καταργάρες, τὸ χταπόδι τὸ φέρατε, ἀλλὰ τὸν όλὸ το ἐπήρατε!
***
Ξη) Ὁ βοσκὸς Ἀνδρέας Παΐζης καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀνωγή, καὶ ἔβοσκε τὰ γίδια του στὴ θέση Μούρσι, μεταξὺ τῶν οἰκισμῶν Σταυροῦ καὶ Λεύκης. Κάποια μέρα συναντήθηκε μὲ τὸν Παπουλάκη, ὁ ὁποῖος πήγαινε μὲ τὸ μπαστουνάκι του στὸ Βαθύ.
Βλέποντας τὸν Ἀνδρέα στὸν δρόμο νὰ κλαίει καὶ νὰ ὀδύρεται, τὸν ρώτησε:
-Τί σοῦ συμβαίνει Ἀνδρέα καὶ εἶσαι στενοχωρημένος;
-Παππούλη μου, τὰ γίδια μου εἶναι πεσμένα κάτω καὶ δὲν τρῶνε, εἶναι ἄρρωστα.
Ὁ Ἅγιος κοίταξε τὰ ἄρρωστα ζῶα καὶ τὸν ρώτησε:
-Μήπως ὑπᾶρχει ἐδῶ κοντὰ καμιὰ
Ὁ Ἀνδρέας ἀπάντησε θετικά, καὶ ἔφερε λίγο καθαρὸ νερὸ στὸν Ὅσιο. Αὐτὸς στὴ συνέχεια, βγάζοντας ἕνα γυάλινο μπουκαλάκι μὲ ἁγιασμό, τὸ συμπλήρωσε μὲ τὸ νερό καὶ ἀφοῦ τὸ σταύρωσε τρεῖς φορὲς μὲ τὸ ἅγιό του χέρι τὸ ἔδωσε στὸ βοσκό.
-Ράντισε μὲ αὐτὸ τὸ νερὸ τὰ ζῶά σου καὶ θὰ γίνουν καλά.
Ὁ Ἀνδρέας ἔκανε ἀμέσως ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Μόλις ράντισε τὰ ζῶά του, ἀμέσως αὐτὰ σηκώθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ βόσκουν!
Τὸ μπουκαλάκι τοῦ Παπουλάκη μὲ τὸ ἁγίασμα φυλάχθηκε μὲ περισσὴ εὐλάβεια στὸ εἰκονοστάσι τῆς οἰκογένειας τοῦ ταπεινοῦ βοσκοῦ, ὡς πολύτιμο κειμήλιο τῆς ἁγιοσύνης τοῦ Παπουλάκη. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι διατηρήθηκε κατακάθαρο πάνω ἀπὸ 150 χρόνια. Ὁγιὸς τοῦ βοσκοῦ Παναγιώτης Παΐζης διατηροῦσε τὴν ποσότητα τοῦ ἁγιάσματος (νερὸ τῆς βροχῆς), φροντίζοντας σχολαστικὰ νὰ μὴν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ τὸ νερὸ μὲ τὰ χέρια του ἤ μὲ κάτι ἄλλο. Τὸ νερό, ἔπρεπε νὰ μπεῖ καθάριο στὸ μπουκάλι, κατευθεῖαν ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Τὸ μπουκαλάκι αὐτὸ σώζεται μέχρι σήμερα στὸ σπίτι τοῦ κ. Γεωργίου Π. Παΐζη, ἀπογόνου τοῦ Ἀνδρέα.
***
Ξθ) Ὁ Νικόλαος Δενδρινός (Καραμπούλης), ἀπὸ τὴν ἐνορία τῆς Βλαχεραίνας στὸ Βαθύ, τὸ ἔτος 1865, σὲ ἡλικία ἐννέα περίπου χρονῶν, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Ὅσιο Ἰωακεὶμ νὰ μὴν πατᾶ στὴν γῆ! Πολλὲς φορές, ἐξιστοροῦσε τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονὸς τῆς παιδικῆς του ἡλικίας στὴν μητέρα του καὶ στοὺς γνωστούς του. Τὸ γεγονὸς αὐτό, τόσο τὸ σημάδεψε, ὥστε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, ὑπῆρξε ὑπόδειγμα καλοῦ καὶ εὐλαβεστάτου χριστιανοῦ.
***
Ο) Περὶ τὸ ἔτος 1847, ὁ Ἀναστάσης Φλόκας –προπάππος τοῦ σημερινοῦ ἱερέα Σπυρίδωνος Φλόκα- ἐργαζόταν ὡς μυλωνᾶς στοὺς μύλους τῆς Βίγλας, ὀρεινῆς τοποθεσίας μεταξὺ τῶν χωριῶν Σταυρός-Κιόνι.
Κάποιο ἀπόγευμα, ὁ Ἀναστάσης ἦ
Τὸ συγκεκριμένο ἀπόγευμα, δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Παπουλάκη, ὁ ὁποῖος
Ὁ Γέροντας, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀναστάση νὰ τοῦ δώσει λίγο ἀλεύρι γιὰ κάποια ἄπορη οἰκογένεια προσφύγων ποὺ ζοῦσε στὸ Κιόνι.
Ὁ Ἀναστάσης ἔφερε ἀντιρρήσεις
Ὁ Γέροντας τότε τοῦ εἶπε: Ἀναστάση μου, μὴν στενοχωριέσαι. Ὁ μύλος δὲν κουτσαίνει ἀπὸ δύο φουχτιὲς ἀλεύρι. Ὁ Θεὸς θὰ τὰ
Καὶ πράγματι· μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ γιὰ τὸ
Τὰ πανιὰ τοῦ μύλου ἄρχιζαν νὰ γυρίζουν καὶ μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἡ μυλόπετρα εἶχε ἀλέσει ὅλον τὸν καρπό, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη καὶ συγκίνηση τοῦ Ἀναστάση.
Φτάνοντας ὁ Ἅγιος στὸ Κιόνι, παρέδωσε τὸ ἀλεύρι σὲ φτωχὴ οἰκογένεια προσφύγων ὀνόματι Λάτση, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἔχοντας πέντε παιδιὰ νηστικά, καὶ δύο γέρους κατάκοιτους.
*ξάϊ (ξάγι): ἡ σὲ εἶδος ὁρισμένη ἀμ
***
Οα) Ὁ τσαγκάρης Ἄγγελος Τροῦπος-Μπουρῆς εἶχε ἕνα κότσυφα κλεισμένο σὲ μεγάλο κλουβί, ἔξω ἀπὸ τὸ κατάστημά του στὸ Βαθύ. Ὁ Ἅγιος Γέροντας περνοῦσε τακτικὰ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ συνιστοῦσ
Ὁ Ἄγγελος στὴν ἀρχὴ ἀρνιόταν λέγοντας:
-Κρίμα δὲν εἶναι Παπουλάκη μου νὰ τὸ ἀμολήσω ἔπειτα ἀπὸ τόσο κόπο ποὺ ἔκαμα γιὰ νὰ τὸ βρῶ;
Τότε ὁ Ὅσιος σταύρωσε μὲ τὸ χέρι του τὸν κότσυφα καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἄφησέ το ἐλεύθερο καὶ νὰ εἶσαι σίγουρος πὼς δὲν θὰ τὸ χάσεις.
Καὶ πράγματι· ἐνῶ τὸ πουλὶ
***
Οβ) Κάποτε ὁ Ἅγιος ἔφθασε κουρασμένος καὶ διψασμένος σὲ ἕνα πηγάδι τῆς τοποθεσίας Παλιόμυλοι, ἡ ὁποία βρίσκεται κοντὰ στὸν οἰκισμὸ Λαχός. Ξεκουράστηκε κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ τῶν δένδρων, ἤπιε δροσερὸ νερό, καὶ εὐφράνθηκε. Τὸ εὐλόγησε καὶ εὐχήθηκε στὴν ἰδιοκτήτριαἈνδριάννα Βρεττοῦ τὸ νερό του νὰ εἶναι ἀστείρευτο και κατακάθαρο, ὅπως καὶ παραμένει. Καὶ ἄν κάποιες φορὲς ἀδειάζει, εὐχήθηκε μέχρι τὸ πρωὶ νὰ τὸ βρίσκει γεμάτο. Τὴν προειδοποίησε ὅμως ποτὲ νὰ μὴν ἐμπορευτεῖ γιὰ
Κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1970 τὸ πηγάδι ἀνῆκε στὴν ἐγγονὴ τῆς Ἀνδριάννας Βρεττοῦ, Ἀφροδίτη, ἡ ὁποία διαμένει στὴν γειτονικὴ Λευκάδα. Ὅταν κάποιο καλοκαίρι ἦρθε στὴν Ἰθάκη, τῆς ζήτησε ἡ κ. Σοφία Γρίβα νὰ ἀγοράσει τὸ νερό. Αὐτὴ δέχθηκε. Ἀμέσως ὅμως εἶδαν ὅτι στὸπηγάδι δὲν εἶχε μείνει στάλα νερό! Τότε θυμήθηκε μὲ πολλὴ συγκίνηση τὴν ἱερὰ παρακαταθήκη τῆς γιαγιᾶς τῆς καὶ ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Σὲ δύο μέρες τὸ πηγάδι ἦταν ξανὰ γεμάτο νερό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῆρε ἡ κ. Σοφία δωρεάν.
***
Ογ) Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας Εὐστάθιος Βουλισμάς, ὁ ἐξ Ἰθάκης (1819-1895), εἶχε στὴν Ἰθάκη ἕνα μεγάλο σπίτι, ἀδελφομοίρι μὲ τὸν ἀδελφό του. Τὸ ἀρχοντικὸ αὐτὸ βρισκόταν στὸ Βαθύ, στὸ λεγόμενο φλαρέϊκο χωράφι, τοποθεσία ποὺ μετὰ τοὺς σεισμοὺς τοῦ 1953ὀνομάστηκε Ἐριχώ. Ὅλος
-Καλὰ εἶναι τὰ ὄμορφα σπίτια κυρα-Μαρινέτα, μὰ ὅταν τὰ ἀγγίζει ὁ χάρος, χάνουνε τὴν ὀμορφιά τους καὶ τότε σοῦ φαίνονται ὅλα μαῦρα. Ὅ,τι καὶ νὰ συμβεῖ κάνε ὑπομονή, καὶ ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δώσει δύναμη καὶ κουράγιο. Ὅ,τι ὁρίσει ὁ
Τὰ παράξενα τοῦτα λόγια ἐπαληθεύτηκαν λίγο καιρὸ ἀργότερα, ὅταν πέθανε ξαφνικὰ ὁ μονάκριβος ἐγγονὸς τῆς κ. Μαρινέτας καὶ ἀνηψιὸς τοῦ ἀρχιερέως.
Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Εὐστάθιος ἦρθε στὴν Ἰθάκη, πῆγε στὸ λιμανάκι τοῦ Πίσω Ἀετοῦ νὰ τὸν παραλάβει ὁ 18χρονος ἀνηψιός του Ἀναστάσης γιὰ νὰ τὸν φέρει στὴν πρωτεύουσα Βαθύ. Μαζί του εἶχε δύο μουλάρια, ἕνα γιὰ τὸ θεῖό του καὶ τὸ ἄλλο γιὰ τὰ πράγματα.
Ἦταν καλοκαίρι, ἡ ζέστη ἀφόρητη καὶ ὁ Ἀναστάσης ἱδρωμένος ἤπιε κρύο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι τοῦ Ἁϊ-Γιώργη που ὑπάρχει μέχρι σήμερα δίπλα ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ἐκκλησάκι
Οδ) Ὅταν οἱ ἐργάτες ἔσκαβαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀετοῦ γιὰ πηγάδι, εἶχαν κουραστεῖ πολὺ γιατὶ παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειές τους δὲν ἔβρισκαν νερό.
Περνούσε τότε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Παπουλάκης καὶ
Πράγματι, ἡ πρόρρηση τοῦ Ἁγίου ἐπαληθεύτηκε. Τὸ πηγάδι αὐτὸ ὑπάρχει μέχρι σήμερα στὸν Ἀετό, δίπλα ἀκριβῶς στὸν παραλιακὸ δρόμο. Τὸ νερό του εἶναι ἀστείρευτο καὶ γλυκύτατο.
***
Οε) Ὁ Ἅγιος περνοῦσε τακτικὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Πάνου Κουτσουβέλη στὰ Μαντζαρᾶτα, συνοικία στὸ Βαθύ. Ἐκεῖ τὰ βράδια δειπνοῦσε μαζί τους ὅ,τι φτωχικὸ εἶχαν καὶ καθοδηγοῦσε τὴν οἰκογένεια στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Συνήθιζε δὲ πάντοτε νὰ κάθεται πάνω σὲ μιὰ μικρὴ κασέλα.
Κάποιο ἀπόγευμα, τὴν ὥρα ποὺ σιδέρωνε τὰ ροῦχα ἡ νοικοκυρὰ τοῦ
Ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα ἦρθε στὸ σπίτι ὁ ἅγιος γέροντας Ἰωακείμ. Τί κάνεις Ἀντριάννα παιδί μου; ρώτησε τὴν νοικοκυρά. Τί νὰ κάνω γέροντά μου, σιδερώνω τὶς μπουγάδες, ἀπάντησε αὐτή.
Δὲν εἶδες Ἀντριάννα μου ποὺ κρεμαστήκανε ἀπόψε οἱ παπᾶδες ἀπὸ τὶς καμπάνες γιὰ τὴν λειτουργία; τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος.
Ἡ Ἀντριάννα συγκλονισμένη σταυροκοπήθηκε καὶ ζήτησε ἀμέσως συγχώρηση ἀπὸ τὸν διορατικὸ γέροντα.
***
Θαύματα μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου.
Α) Ἡ Μαγδαληνὴ Φλόκα-Συκιώτη, κάτοικος Σταυροῦ, μᾶς ἀφηγεῖται:
Πρὶν ἀρκετὰ χρόνια ἤμουν πολὺ ἄρρωστη ἀπὸ δύσπνοια. Ὅπω
***
Β) Ἡ Ἰσμήνη Καλαδελφοῦ, κάτοικος Σταυροῦ, τὸ 1936, σὲ ἡλικία 11 ἐτῶν, βοηθοῦσε στὶς ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφὲς ποὺ γίνονταν στὴν τοποθεσία Πηλικᾶτα. Μάζευε σπασμένα κομμάτια ἀπὸ ἀγγεῖα, τὰ ὁποία ἔπλενε σὲ εἰδικὸ φάρμακο. Τὸ μικρὸ κορίτσι στενοχωριόταν πολὺ γιὰτὸν πατέρα της Τριαντάφυλλο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄρ
Ὅπως ἦταν σκυμμένη στὸ χωράφι, ὅπου ἐργαζόταν, ἄκ
Ἄναυδη, ἄκουσε νὰ τῆς λέει μὲ καλοσυνάτη, ἥρεμη φωνή:
-Μὴν κλαῖς παιδάκι μου, καὶ θὰ τοῦ περάσει τοῦ πατέρα σου. Μόνο σήκω καὶ πήγαινε νὰ ἀνάψεις τὸ καντήλι τοῦ Ἅϊ-Γιώργη καὶ τοῦ Ἁγίου Παππούλη ποὺ εἶναι σβηστά, καὶ τοῦ πατέρα σου θὰ περάσει..
Ἀμέσως μετά, ὁ Ἅγιος προχώρησε λίγο μπροστά, καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια της. Γρήγορα ἡ μικρὴ Ἰσμήνη ζήτησε ἄδεια ἀπὸ τὴν ὑπεύθυνη
Ὄντως, ὁ πατέρας της μετὰ ἀπὸ λίγο ἀνάρρωσε καὶ ἔγινε ἐντελῶς καλά. Ὅλοι δόξασαν τὸν Θεό, καὶ τὸν Ἅγιό του Ἰωακείμ, ὁ ὁπ
***
Γ) Ὁ Γεράσιμος Κουβαρᾶς ἀπὸ τὸν Σταυρό (+1994), κατὰ τὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τοῦ 1940 εἶχε παρουσιαστεῖ στὸ Μεσολόγγι. Ἀπ
Κάποιο βράδυ, σὲ τοποθεσία ἔξω ἀπὸ τὴν Κλεισούρα, ὅπου εἶχαν στρατοπεδεύσει, εἶδε στὸν ὕπνο του ὅτι βρισκόταν πίσω ἀπὸ τὸ ἱερὸ τῆς Ἁγίας
Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ αἰσθανόταν καλά, αἰφνιδίως παρουσίασε ὑψηλὸ πυρετό, συνοδευόμενο μὲ ἐμέτους. Ὁ νοσοκόμος τοῦ ἔδωσε ἀσπιρίνες, χωρὶς ὅμως κάποια οὐσιαστικὴ βελτίωση κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας.
Ὅταν ξημέρωσε, ὁ πυρετὸς εἶχε ἐλάχιστα μειωθεῖ. Ὁ νοσοκόμος συνεννοήθηκε μὲ τὸν λοχαγὸ τοῦ καταυλισμοῦ νὰ ὁδηγ
Ἐπιστρέφοντας στὸν καταυλισμό, ἀντίκρυσε μὲ δέος ὅτι στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν ἡ σκηνή του, εἶχε κονιορτοποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἰταλι
***
Δ) Ἡ Ἀναστασία Καλλινίκου στὸ χωριὸ Ἀνωγή, ὅταν γέννησε τὸ πρῶτό της παιδί, ἔπλενε τὰ σπάργανά του μέσα σὲ μιὰ πέτρινη πελεκητὴ γούρνα. Πάνω σὲ αὐτὴν ξεκουραζόταν ὁ Ἅγιος
Μιά νύχτα εἶδε στὸν ὕπνο της τὸν Ἅγιο νὰ τὴν σκουντᾶ καὶ νὰ τῆς λέει:
-Ἀναστασά, Ἀναστασά, αὐτὸ ποὺ κάνεις δὲν μοῦ ἀρέσει, μέσα στὴ γούρνα νὰ πλένεις τὰ σπάργανα τοῦ παιδιοῦ!
Ἀμέσως, ξύπνησε ἀναστατωμένη τὸ σύζυγό της Δημήτρη, καὶ ἀφοῦ τοῦ ἐξιστόρησε τὸ ὁλοζώντανο ὄνειρο ποὺ μόλις εἶχε δεῖ, ἔτρεξαν μαζὶ στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἀναποδογύ
Ἀκολούθησε τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός· ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ εἶχε ἡ γούρνα γιὰ τὴν ἔξοδο τοῦ νεροῦ, μπῆκε μελίσσι μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὴ ἡ πέτρινη κυψέλη νὰ χαρίζει στὴν οἰκογένεια ἄφθονο μέλι.
***
Ε) Ἡ Χιονία Ἀργανέλη-
Ὅπως ἔπαιζαν ἀμέριμνα τὰ δύο κοριτσάκια, εἶδαν καὶ οἱ δύο μέσα σὲ ἕνα ἀπαλὸ σύννεφο ἕναν συμπαθέστατο γεροντάκο μὲ μαῦρα ξεθωριασμένα ράσα καὶ ἄσπρη μακριὰ γενειάδα. Τὰ κοριτσάκια βγῆκαν ξαφνιασμένα ἔξω. Ἡ μικρὴ
***
Στ) Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα ζοῦσε στὸ Πλοέστι τῆς Ρουμανίας ἡ οἰκογένεια Ν. Συκιώτη-Μπουλούμπαση ἀπὸ τὸν Σταυρό. Ἦταν πολλοὶ πλούσιοι καὶ εἶχαν κάνει πολλὲς δωρεὲς στὴν Ἁγία Βαρβάρα.
Αὐτοὶ εἶχαν ἕναν γιό, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ κάποια ἀνίατη νόσο. Οἱ γιατροί, τοὺς εἶχαν ἀπελπίσει. Οἱ δυστυχισμένοι γονεῖς ἀπόθεσαν τὶς ἐλπίδες τους στὴν Ἁγία Βαρβάρα καὶ στὸν Ὅσι
Καὶ στοὺς δύο γονεῖς παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τους ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τοὺς παρηγόρησε λέγοντας:
-Μὴν φοβᾶστε, τὸ παιδί σας θὰ γίνει καλά.
Τὸ ἄρρωστο παιδί, πολὺ γρήγορα ἀνάρρωσε καὶ οἱ γονεῖς ἐκπληρώνοντας τὸ τάμα τους, πῆγαν τὴν καμπάνα στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Ἐπειδὴ
***
Ζ) Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1922 ὁ βοσκὸς Σπύρος Παΐζης ἀπὸ τὸ Σταυρό, κοιμόταν στὴν ὕπαιθρο, φυλάγοντας τὸ κοπάδι του. Κάποια στιγμή, ἀντίκρυσε ἕνα λαμπρὸ φῶς μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Τὸ φῶς ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ βουναλάκι τῆς Βίγλας, ὅπου τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ ἀφοῦ ὑψώθηκε στὸν οὐρανό, ἔπεσε μέσα στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ὅπου καὶ ὁ τάφος προσκύνημα τοῦ ἉγίουΠαπουλάκη.
***
Η) Ἡ Ἀκριβὴ Λεκατσᾶ-
Ταυτόχρονα, ζήτησε ἀπὸ τὴν νεωκόρο τῆς ἐκκλησίας ἕνα νόμπουλο (τριχιά), ἀπὸ τὴ ζώνη τοῦ Ἁγίου καὶ ἔδεσε μὲ αὐτὸ τὸ στῆθος τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ. Πράγματι, ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Βασίλη βελτιώθηκε καὶ γρήγορα ἔγινε ἐντελῶς καλά.
***
Θ) Ἡ Μυρόπη Λεκατσᾶ-Βασιλοπούλου (+1968) ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ καλύβια, μὲ τὴν ἀδελφή της Μαριγώ, ἔμειναν μικρές, ὀρφανὲς ἀπὸ πατέρα καὶ ζοῦσαν πολὺ φτωχικά.
Σὲ ἡλικία δέκα περίπου ἐτῶν, εἶδε στὸν ὕπνο της τὸν Ὅσιο Ἰωακείμ, νὰ τῆς λέει:
-Μυρόπη, αὔριο θὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὸ μεγάλο λιθάρι (μυλόπετρα, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα). Θὰ σηκώσεις μιὰ πέτρα ποὺ θὰ βρεῖς ἐκεῖ καὶ ἀποκάτω θὰ εἶναι δύο πεντάρες. Θὰ πηγαίνεις καὶ θὰ βρίσκεις κάθε πρωί· πρόσεξε ὄμως νὰ μὴ το πεῖς σὲκανένα.
Πράγματι, ἡ μικρὴ Μυρόπη βρῆκε τὶς πεντάρες τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ τὶς ἑπόμενες μέρες. Ἀργότερα ὅμως δὲν κρατήθηκε ἀπὸ τὴν χαρά της καὶ τὸ ἀνακοίνωσε καὶ σὲ ἄλλους. Ἀπὸ τότε δὲν ξαναβρῆκε.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ τὸ ἔτος 1992, τὰ χώματα τοῦ τάφου ἀδειάστηκαν προσωρινά, πάνω στὸ ξεχασμένο μνῆμα τῆς μακαριστῆς Μυρόπης.
***
Ι) Ὁ μικρὸς Κωνσταντῖνος Μεγαλογένης, τὸ ἔτος 1938 ἀρρώστησε ἀπὸ τύφο. Ἡ
***
Ια) Ὅπως προαναφέραμε, στὸ Σταυρὸ τῆς Ἰθάκης ζοῦσε ἡ νεαρὴ χήρα Ἀκριβὴ
Μιά φορά, δεν εἶχε ψωμὶ νὰ δώσει στὰ δύο ὀρφανά της καὶ πῆγε στὸν ἀδελφό της Τηλέμαχο ζητώντας βοήθεια. Αὐτὸς εἶχε μεγάλη οἰκογένεια καὶ ὄχι μόνο δὲν τῆς ἔδωσε, ἀλλὰ τὴν ἔδιωξε κιόλας. Τὰ μάτια της καθηλώθηκαν μὲ πόνο στὸ μνημεῖο τοῦ Παπουλάκη.
-Ἅγιο κορμί, ψιθύρισε, κάνοντας τὸ σταυρό της, βοήθησε τὰ ὀρφανά μου ποὺ πεινᾶνε.
Ξαφνικά, λίγο πιὸ κάτω, ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὸ σορέικο σπίτι, βλέπει καταγῆς ἕνα πορτοφόλι. Ἀνοίγοντάς το, βρίσκει μέσα δύο χιλιάρικα τῆς ἐποχῆς (τοῦ Γεωργίου Σταύρου). Ἀμέσως πῆγε στὸ κεντρικὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ γιὰ νὰ ρωτήσει μήπως τὸ ἔχασε κανείς. Ὅμως κανεὶς δὲν τὸ εἶχε χάσει. Τῆς εἶπαν πὼς ἦρθε ἕνας πλούσιος ἀπὸ τὴν Ἀνωγή, καὶ ἴσως νὰ τὸ ἔχασε αὐτός. Ὅμως, οὔτε ἀπὸ ἐκεὶ τὸ ζήτησε κάποιος. Ἔτσι ὅλοι συμφώνησαν νὰ τὸ δώσουν στὴν Ἀκριβούλα. Ἡ φτωχὴ μάνα πῆγε στὶς Φρίκες, ὅπου ἀγόρασε ἕνα σακὶ ἀλεύρι, γάλα καὶ πολλὰ ἄλλα.Ἀκόμα ἔδωσε καὶ τοῦ ἀδελφοῦ της ἕνα πεντακοσάρικο καὶ τῆς μείνανε καὶ ρέστα.
***
Ιβ) Ὁ Δημήτρης Λεκατσᾶς, ἀπὸ τὸ σόι τοῦ παπα-Μάρκου, κατοικοῦσε μὲ τὴ σύζυγό του Ἀνθοῦσα Ραυτοπούλου στὸ ἀρχοντικὸ τοῦ Τζανῆ, στὸ Σταυρό. Στενοχωριόταν πολύ, γιατὶ ἀπὸ τὰ παιδιά του δὲν εἶχε καμαρώσει ἐγγόνια, ἄν καὶ παντρεμένα. Ταυτόχρονα προσευχόταν στὸν Ἅγιο Παπουλάκη, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔτρεφε μεγάλη εὐλάβεια.
Ἕνα βράδυ εἶδε στὸ ὕπνο του νὰ τὸν ἐπισκέπτεται ὁ Ἅγιος.
-Στενοχωριέμαι καλόγερε, ποὺ δὲν θὰ δῶ ἀπογόνους ἀπὸ τὰ παιδιά μου· τοῦ εἶπε μὲ πικρία.
Τότε, ὁ Ἅγιος ἔβγαλε ἀπὸ τὸ
-Μὴν θλίβεσαι παιδί μου. Ἀπὸ ἕνα σου γιό, θὰ καμαρώσεις τρεῖς ἐγγονές.
Αὐτὸ ἐπαληθεύτηκε μὲ τὸν γιό του Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος παντρεύτηκε τὴν γαλλίδα Ἰωάννα Βίγκλερ. Αὐτή, ἐνῶ ἀρχικὰ ἦταν ἄτεκνη, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο γέννησε τέσσερις κόρες· τὴν Τερεζίνα, τὴν Ἀνθοῦσα, τὴν Μαρία καὶ τὴν Ἕλλη. Ἡ πρώτη σὲ ἡλικία ἐννέα μηνῶν πνίγηκε μὲἕνα τούλι τῆς κούνιας της. Ἔτσι, ἔμειναν τρεῖς, σύμφωνα μὲ τὴν πρόρρηση του Ἁγίου.
***
Ιγ) Ἡ Ἀγλαΐα Μωραΐτη Μεταξά (+1976), εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως τὸν Ὅσιο. Κατὰ τοὺς καταστρεπτικοὺς σεισμοὺς τοῦ 1953, τὸ σπίτι της στὸ Βαθύ, κρίθηκε ἀκατάλληλο. Γιὰ ἕνα διάστημα, μὲ τὴν οἰκογένειά της ἔμεναν σὲ σκηνές, στὴν τοποθεσία Ταμπακαριό, μαζὶ μὲ ἄλλους σεισμοπαθεῖς.
Ἐπειδὴὅμως ἀκουγόταν διαδόσεις γιὰ ἄλλο μεγαλύτερο σεισμό, ποὺ τελικὰ δὲν ἔφυγε, ἔφυγαν στὸν Ἀστακὸ τοῦ Ξηρομέρου, ὅπο
Ἀναχωρώντας ἡ κ. Ἀγλαΐα, τοποθέτησε μὲ εὐλάβεια τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου πάνω στὸν λαβαμά, ἀνάβοντας τὸ καντήλι.
-Φεύγω Ἅγιέ μου Παπουλάκη. Καὶ σὲ ἀφήνω στὸ σπίτι φύλακα. Σὲ παρακαλώ, νὰ μὴν ἔχει κανένας μάτια νὰ τὸ βλέπει.
Εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, διότι πολλοὶ ἐπιτήδειοι ἔκαναν διαρρήξεις σὲ σπίτια ποὺ οἱ ἰδιοκτήτες τους τὰ εἶχαν ἐγκαταλείψει.
Πράγματι, ὁ Ἅγιος στάθηκε ἀκοί
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, πὼς στὸν Σταυρό, ὅπου τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου, δὲν ὑπῆρξαν θύματα ἤ ζημιές, στοὺς σεισμοὺς τοῦ 1953. Αὐτὸ ὀφείλετο κατὰ γενικὴ ὁμολογία στὴ προστασία τοῦ ἉγίουΠαπουλάκη.
***
Ιδ) Περὶ τὰ ἔτη 1979-1980 κάποιος νέος ἀπὸ χωριὸ τῆς νήσου, νιώθοντας κάποια ἐσωτερικὴ παρόρμηση, ἐπ
-Μὴν χτίζεις παιδάκι μου, τὴν ζωή σου πάνω στὴν ἄμμο.
Γυρίζοντας, δὲν ἀντίκρυσε κανέναν. Αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονός, ἀποτ
***
Ιε) Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1992, πρὶν κλείσει μήνας ἀπὸ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱε
***
Ιστ) Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1993 ὁ Κωνσταντῖνος Λεκατσᾶς-Χαμπάρης ἀπὸ τὰ
Στὶς 26/4, ἡ τράτα τοῦ Κώστα ἔπιασε 650 κιλὰ σκαθάρια (εἶδος ἐκλεκτοῦ ψαριοῦ) στὴ θέση Κουμουδὶ τῆς γειτονικῆς Κεφαλλονιᾶς, μέσα σὲ μιὰ καλαρισιά. Ὅταν ἔφτασε
***
Ιζ) Ὁ μικρὸς γιὸς Ἰωάννης τοῦ Διονυσίου καὶ τῆς Γεωργίας Παστοῦ κατοίκων Πατρῶν, κάποιο πρωϊνὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1992 ξύπνησε ἔχοντας ἔντονες κοκκινίλες ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν ὀδυνηρὴ
Ἡ μητέρα Γεωργία ἔχοντας ἁγιασμένο νεράκι ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔπλυναν τὰ ἰερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, ἔκανε προσεκτικὴ ἐπάλειψη σὲ ὅλο τὸ σῶμα τοῦ μικροῦ Γιάννη και ἐπικαλέστηκε τὸν ἄγνωστο σὲ αὐτὴν Ἅγιομὲ πίστη γιὰ γρήγορη ἀνάρρωση τοῦ παιδιοῦ της.
Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ παιδὶ ξύπνησε ἐντελῶς καλά.
***
Ιη) Ἡ ἐξ Ἰθάκης καταγομένη κ. Χριστίνα Καλλιανοῦ-Παπαδάτου, κάτοικος τῆς περιοχῆς Χαράβοντας Ἀργοστολίου Κεφαλληνίας, εἶχε ἔρθει στὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ, μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της Γεράσιμο καὶ Εἰρήνη, συνοδεύοντας τὴν μοναχὴΜαγδαληνή, ἀπὸ τὴν Ἱ. Μ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου Κεφαλληνίας.
Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ ἡ κ. Χριστίνα πῆρε ὡς εὐλογία ἕνα κεραμίδι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σκέπαζαν μέσα στὸν τάφο τὴν τιμία κάρα τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1993 καθῶς φρόντιζε τὰ ζῶα, χτύπησε μὲ δύναμη σὲ δένδρο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑποστεῖ ἐλαφρὰ διάσειση στὸ κεφάλι. Ἐπειδὴ αἰσθανόταν
Ἡ κ. Χριστίνα, ἔχοντας βαθιὰ πίστη στὸν Ἅγιο Ἰωακείμ, ἀρνήθηκε νὰ μείνει καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της. Ὁ γιός της Γεράσιμος, νῦν ἱερέας, ἔψαλλε τὴν παράκληση τοῦ Ἁγίου καὶ προσευχήθηκαν μὲ πίστη. Ἡ κ. Χριστίνα τοποθέτησε τὸ κεραμίδι κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι της καὶ τὸπρωί –δόξα τῷ Θεῷ- ξημερώθηκε ἐντελῶς καλά!
***
Ιθ) Ἡ οἰκογένεια τοῦ κ. Μάριου Παπαηλιόπουλου ἦρθε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὴν Πάτρα στὴν Ἰθάκη τὴν ἄνοιξη τοῦ 1989. Μετὰ τὴν πάροδο δύο περίπου ἐτῶν ἡ οἰκογένεια ἄρχι
Κάποιο πρωϊνὸ τοῦ ἔτους 1992 ἡ σύζυγος Μαρία βρῆκε στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ, καὶ συγκεκριμένα πάνω σὲ ἕνα κάθισμα, ἀκαθαρσίες καὶ κάποια ἀντικείμενα σχετικὰ μὲ μαγεία, ὁπότε ἄρχισ
Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι κανένα μέλος τῆς οἰκογένειας δὲν ἤξερε τίποτε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωακείμ, καὶ γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἀνακομι
Τὸ ἴδιο βράδυ ὁ μικρὸς γιὸς τῆς οἰκογένειας Δημήτρης, μαθητὴς τότε τῆς Β’ Δημοτικοῦ, εἶδε τὸ ἑξῆς ἀποκαλυπτικὸ ὄνειρο, τὸ ὁποῖο θυμᾶται μέχρι σήμερα μὲ τὴν παραμικρή του λεπτομέρεια: Εἶδε ὅτι ἔπαιζε στὴ μικρὴ πλατεία τῆς γειτονιάς του ἀμέριμνος, ὁπότε ἀκουσε νὰἀνοίγουν μὲ κρότο οἱ πόρτες καὶ τὰ παράθυρα ἀπὸ ἕνα παλιὸ σπίτι ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλατεία. Κοιτάζοντας πρὸς τὰ ἐκεῖ βλέπει νὰ βγαίνουν ἕνας σεβάσμιος μοναχὸς μὲ λευκὴ γενειάδα ἀνάμεσα σὲ δύο ἱερεῖς. Πλησίασε τὸ παιδί, καὶ τοῦ εἶπε μὲ καλοσύνη:
-Παιδί μου, νὰ πεῖς στὴν μητέρα σου, νὰ μὴν φοβᾶται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τῆς ἔδωσα
Ἀμέσως ὁ μικρὸς Δημήτρης ξύπνησε ἀναστατωμένος καὶ τὰ διηγήθηκε ὅλα στοὺς γονεῖς του. Τὸ παλιὸ σπίτι ἀπὸ τὸ ὁποῖο βγῆκαν οἱ τρεῖς ρασοφόροι καὶ τὸ ὁποῖο ὑπάρχει μέχρι σήμερα, εἶναι τοῦ Χ. Παΐζη-Λιανοῦ στὸ ὁποῖο κοιμήθηκε ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ στὶς 2 Μαρτίου 1868!
Ἡ οἰκογένεια Παπαηλιοπούλου ζήτησε νὰ μάθει γιὰ τὸ σπίτι αὐτό, καὶ ἔτσι πληροφορήθηκαν γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωακεὶμ καὶ τὴν ἀ
Στὴν Ἱ. Μ. Καθαρῶν, ὁ μικρὸς Δημήτρης ἀναγνώρισε τὸν μοναχὸ ποὺ τοῦ παρουσιάστηκε, σὲ σκίτσο τοῦ Ὁσίου ποὺ ὐπάρχει ἐκεῖ.
Ἀπὸ τότε, ἡ οἰκογένεια Παπαηλιοπούλου ἔπαψε νὰ φοβᾶται, σταμάτησαν τὰ προβλήματα καὶ εἶναι κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, δοξάζοντας καὶ τιμώντας τὸν Ἅγιό Του.
***
Κ) Ξημερώματα τῆς 25ης Νοεμβρίου 1996, ἡ κ. Εὐστρατία Στανίτσα-Συκιώτη ἀπὸ τὸν Σταυρό, μεταξὺ ὕπνου καὶ ξύπνιου, ὅπως ἡ ἴδια ἀφηγε
-Πλησιάζει ὁ καιρὸς τῆς ἀγιοποίησεώς μου. Νὰ πεῖς ὅμως στοῦς χωρικούς, πὼς ἐγὼ δὲν θέλω γλέντια.
Σημειωτέον, πὼς οἱ θρησκευτικὲς πανηγύρεις στὸ νησί, ἰδίως τὸ καλοκαίρι, συνδέονται μὲ γλέντι, φαγοπότι καὶ τὰ γνωστὰ ἐπακόλουθα.
***
Κα) Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1992, ὁ Γ. Χ. κάτοικος Περαχωρίου, ἔχοντας ἄγνοια σχετικὰ μὲ τὶς ἐνέργειες ποὺ θὰ γίνονταν σχετικὰ μὲ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱ
Εἶδε ὅτι ψάρευε μὲ τὴν βάρκα του στὸ λιμανάκι τοῦ Πίσω Ἀετοῦ. Ξαφνικά, κάπου σκάλωσαν στὸν βυθὸ τὰ δίχτυα του καὶ ἄρχισε νὰ βλαστημάει. Τὸτε βλέπει πάνω στὰ βράχια τῆς ἀπέναντις ἀκτῆς ἕναν σεβάσμιο καλόγερο νὰ τοῦ λέει μὲ πραότητα:
-Μὴν βλαστημᾶς παιδί μου, εἶναι μεγάλη ἁμαρτία.
-Καὶ ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ μοῦ λὲς νὰ μὴν βλαστημάω; ρώτησε νευριασμένος ὁ Γ.
-Ἐγὼ εἶμαι Γ., ὁ Παπουλάκης.
-Ἄσε μας μωρέ, ποὺ εἶσαι ὁ Παπουλάκης, ποὺ σκάψανε παλιά, καὶ δὲν βρήκανε τίποτα.
-Καὶ ὅμως παιδί μου, ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ μὲ βροῦν, ἀπάντησε ἥρεμα ὁ
Ὄντως, τὸν ἑπόμενο μῆνα ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν σεπτῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου.
***
Κβ) Ἡ σεβάσμια γερόντισσα κ. Νίκη Πατρικίου-Τσιώνου, κάτοικος Ἀθηνῶν καὶ μακρινὴ συγγενὴς τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ, πρὶν ἀρκετὰ χρόνια εἶχε τάξει νὰ κατασκευαστεῖ μὲ δική της δαπάνη ἡ ἀσημένια λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου.
Περὶ τὰ μέσα Ἰουνίου 1998 εῑδε τὸ ἑξῆς ὁλοζώντανο, ὅπως λέει ἡ ἴδια ὄνειρο:
Παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο της ὁ Ἅγιος Ἰωακείμ, φορώντας μοναχικὸ κουκούλι (ἐπανωκαλύμμαυχο) καὶ τῆς εἶπε:
-Νίκη, σὲ παρακαλῶ, μὴν ξεχάσεις αὐτὸ ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκες.
Ἀμέσως ἡ κ. Νίκη ξύπνησε καὶ σχεδίασε πρόχειρα πάνω σὲ μία χαρτοπετσέτα τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου, διότι τῆς ἔκαμε ἰδιαίτερη ἐντύπωση τὸ ἐπικάλυμμα τῆς κεφαλῆς του. Τὸν γνώριζε διαφορετικά, σύμφωνα μὲ τὴν προσωπογραφία του ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα.
Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσουμε, ὅτι ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἁγιογραφόταν στὴν Κύπρο καὶ μεταφερόταν στὴν Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου γιὰ τὴν πανήγυρη τῆς ἁγιοκατάταξης ἡ ἱερὴ εἰκόν
***
Κγ) Ἡ δεσποινὶς Ὄλγα Κωνσταντινίδου, νῦν Νεκταρία μοναχή, στὴν Ἱ. Μ. Ἁγ. Τριάδος-Ἁγ. Νεκταρίου Αιγίνης, εἶχε ἔρθει στὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ τὸν Μάϊο τοῦ 1992.
Ψάχνοντας μὲ προσοχὴ ἀνάμεσα στὰ χώματα ποὺ βγῆκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνακομιδῆς, βρῆκε ἕνα ἱερὸ τεμάχιο ἱεροῦ
Φτάνοντας στὸ σπίτι της στὸν Κορυδαλλό, τῆς πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ ἕνας ἄσχημος λογισμός, ὅτι πρέπει πλέον νὰ ἀνάβει καὶ τρίτο ἀκοίμητο καντήλι, ὁπότε θὰ ξόδευε περισσότερο λάδι.
Μὲ ἔκπληξη ὅμως συνειδητοποίησε τὴν τέταρτη μέρα, πὼς τὸ καντήλι μπρὸς στὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου, ἔκαιγε τρία μερόνυχτα δίχως νὰ κατεβεῖ ἡ στάθμη τοῦ λαδιοῦ!!!
Νιώθοντας συντριβή, ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τὸν Ἅγιο, ὁπότε τὸ λάδι ἄρχισε νὰ καίγεται κανονικά.
***
Κδ) Ἡ κ. Δωροθέα Παξινοῦ, ἀπὸ τὴν Λεύκη, διαμένοντας πολλὰ χρόνια στὴν Ν. Ἀφρική, ἐλάχιστα γνώριζε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωακείμ.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1992, δίχως νὰ γνωρίζει γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου ποὺ θὰ γινόταν, εἶδε τὸ ἑξῆς ὅραμα·
Βρισκόταν στὸ δωμάτιό της, ὅταν ξανφικὰ ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μπῆκε ἕνας σεβάσμιος ἡλικιωμένος μοναχός, μὲ παλιά, γκρίζα ράσα καὶ σκουφάκι στὸ κεφάλι, ὅπως ἀκριβῶς παριστάνεται ὁ Ἅγιος στὸ
-Εὐλαβεῖσαι τὴν Ἁγία Βαρβάρα; Γνώριζε ὅτι τώρα θὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλος Ἅγιος στὸν Σταυρό!
Ἀμέσως, χάθηκε ἀπὸ μπροστά της. Ἡ κ. Παξινοῦ ἔνιωσε πολὺ συγκινημένη. Πράγματι, εὐλαβεῖται ἰδιαιτέρως τὴν Ἁγία Βαρβάρα, διότι τὴν μέρα τῆς μνήμης τῆς Ἁγίας γέννησε τὸν γιό της Γεράσιμο.
***
Κε) Ὁ Ἰθακήσιος Γ. Π., κάτοικος Ἀθηνῶν, περὶ τὸ ἔτος 1992, εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ σπαστικὴ
Τὸ θαῦμα τῆς πίστεως συνετελέσθη. Ἀπὸ τότε ὁ ἀσθενὴ
***
Κστ) Τὸ ἔτος 1971, ὁ μικρὸς Εὐθύμιος (Μάκης) Ἀργύρης, γιὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀργύρη ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ Ἅγιοι Σαράντα τῆς Β. Ἰθάκης καὶ τῆς Μαρίας Κολλυβᾶ, μεταναστῶν στὸ Γιοχάνεσμπουργκ τῆς Ν. Ἀφρικῆς, ἀρρώστησε ἀπὸ πολὺ
Οἱ ταλαίπωροι γονεῖς ξενυχτοῦσαν μὲ βράδιες στὸ προσκέφαλο τοῦ ἄρρωστου παιδιού τους. Κάποιο βράδυ ἡ πονεμένη μητέρα κ. Μαρία, κατάκοπη ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ την ἀϋπνία, ἀποκοιμήθηκε γιὰ λίγο, καθισμένη στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ τοῦ ἀσθενοῦς. Ξαφνικά, μέσα στὸνὕπνο της ἄκουσε ἀργὰ βήματα καὶ χτύπο ἀπὸ μπαστούνι νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὸ σαλόνι πρὸς τὸ δωμάτιο. Τότε ἄνοιξε τὰ μάτια της καὶ εἶδε ὁλοζώντανο νὰ εἰσέρχεται στὸ δωμάτιο ἕναν γεροντάκο καλόγερο μὲ ὁλοφώτεινο γλυκὸ πρόσωπο, φορώντας σκουφάκι στὸ κεφάλι καὶκρατώντας στὸ χέρι μπαστούνι.
-Ἅγιέ μου Νεκτάριε· φώναξε μὲ χαρὰ ἡ κ. Μαρία, καθὼς ἡ οἰκογένεια τὸν ἔχει σὲ μεγάλη εὐλάβεια.
-Δὲν εἶμαι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Μαρία, τῆς εἶπε ὁ ἄγνωστος μοναχός, κοιτάζοντας μὲ συμπόνοια τὸ ἄρρωστο παιδί. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Παπουλάκης. Ἦρθα νὰ δῶ τὶ κάνουν τὰ ἐγγόνια τῆς Διαμαντίνας. Συνεχῶς μὲ παρακαλεῖ γιὰ σᾶς.
Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἐξαφανίστηκε ἀπ
Οἱ εὐτυχεῖς γονεῖς ἐπικοινώνησαν τὴν ἴδια μέρα τηλεφωνικῶς μὲ τοὺς δικούς τους στὴν Ιθάκη γιὰ νὰ τοὺς ἀναγγείλουν τὸ χαρμόσυνο νέο καὶ νὰ τοὺς ἀναθέσουν νὰ ἀνάψουν τὰ καντηλάκια καὶ κεράκια στὸ τάφο τοῦ Ἁγίου.
Τὸ καλοκαίρι δέ, ἐρχόμενοι γιὰ διακοπὲς στὸ νησί, ὁδήγησαν τὸν μικρὸ Εὐθύμιο γιὰ προσκύνημα στὸ τάφο τοῦ Παπουλάκη, στὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας στὸν Σταυρό, δοξολογώντας καὶ εὐχαριστώντας τὸνἍγιο προστάτη τους.
***
Κζ) Τὸ ἔτος 1976 ἡ κ. Ἄννα Δελαπόρτα-Μιχαλοπούλου ἀπὸ τὸ
-Ποιός εἶσαι γέροντα; τὸν ρώτησε;
-Ἐσὺ μὲ κάλεσες παιδί μου.
-Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;
-Ἔρχομαι ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας.
-Τότε εἶσαι ὁ Ἅγιος Παπουλάκης.
Ὁ Ὄσιος ἔγνεψε καταφατικά.
-Ἔχω ἀκούσει πὼς θὰ ἀναστηθεῖς. Θὰ ζεῖ τότε ἡ μάνα μου;
-Ὄχι παιδί μου.
-Ἐγὼ θὰ ζήσω νὰ σὲ δῶ;
Ὁ Ὅσιος ἔγνεψε ξανὰ καταφατικά.
-Ἡ μητέρα μου θὰ γίνει καλά;
-Ναὶ παιδί μου, θὰ γίνει· ἀπάντησε ὁ Ὅσιος καὶ
Πράγματι, ἡ κ. Ἄννα τὸν ἑπόμενο χρόνο ἐγχειρίστηκε καὶ ἐνῶ οἱ γιατροί, ἀρχικὰ τῆς εἶχαν δώσει τρεῖς μῆνες ζωῆς, ἔγινε καλά, ἔζησε 12 χρόνια ἀκόμα καὶ πέθανε ἀπὸ ἄλλη ἀρρώστια.
Ἡ κόρη της Διαμάντω εἶχε ξεχάσει ἐντελῶς ὅλο αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα νὰ ἐκπληρώσει τὸ τάμα της, νὰ πάει ἕνα καντήλι ἐξαιρετικῆς τέχνης στὸν Ἅγιο Ἰωακείμ. Τὸ ἔτος 1989, μετὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας της, βλέπει αὐτὴ τη φορὰ στὸν ὕπνο της νὰ ἔρχεται ξανὰ στὸ σπίτι της ὁ Ἅγιος.
-Τί θέλεις Γέροντα; τὸν ρώτησε.
-Μὲ ξέχασες παιδί μου.
-Γιατί τὸ λὲς αὐτὸ Παπουλάκη μου;
-Νὰ ξεσκονίσεις τὴν ντουλάπα τῆς μάνας σου καὶ θὰ μὲ βρεῖς.
Τὴν ἄλλη μέρα ψάχνοντας πάνω στὴν ντουλάπα τῆς μητέρας της, βρῆκε τὴν τσάντα μὲ τὸ καντήλι ποὺ ἀπὸ χρόνια εἶχε παραγγείλει καὶ εἶχε ξεχάσει νὰ πάει στὸν Ἅγιο.
***
Κη) Ὁ κ. Μηνᾶς Μανιᾶς, πλοίαρχος, κάτοικος Ἰθάκης, κατὰ τὸ ἔτος 1992 στενοχωριόταν πάρα πολύ, γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τῆς ὑπέργηρης μητέρας του Βασιλικῆς ἡ ὁποία ἦταν κατάκοιτη λόγῳ σοβαροῦ ἐγκεφαλικοῦ ἐπεισ
Στὶς 23 Μαΐου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, παρευρέθηκε στὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἰωακείμ, μαζὶ μὲ τὴν μικρότερη κόρη του Εὐτυχία. Ἐκεῖ προσευχήθηκε θερμά, γιὰ τὴν ὑγεία τῆς μητέρας του καὶ πῆρε χῶμα καὶ μυρτιὰ ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου.
Αἴτημα τῆς προσευχῆς τοῦ πονεμένου γιοῦ ἦταν νὰ μὴν φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο ἡ μητέρα του γεμάτη πληγές-κατακλίσεις, ποὺ ἤδη εἶχαν κάνει τὴν ἐμφάνισή τους.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1992, ἡ ἀσθενὴς μητέρα μεταφέρθηκε γιὰ περισσότερη ἰατρικὴ
Ἀμέσως μετά, ὁ κ. Μηνᾶς ἀναγκάστηκε νὰ μπαρκάρει. Τὸν Νοέμβριο ὅμως ξεμπάρκαρε, λόγῳ φοβεροῦ δυστυχήματος στὰ ρωσικὰ παράλια, ἀπὸ τὸ ὁπο
Τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1993 ἐπισκέπτεται τὴν ἄρρωστη μητέρα του στὰ Πατήσια, ὅπου μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση διαπιστώνει ὅτι ὄχι μόνο εἶχαν κλείσει οἱ πληγές, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τὸ παραμικρὸ σημάδι! Οἱ ἴδιοι οἱ γιατροί, ἀποροῦσαν μὲ τὴν ξεχωριστὴ αὐτὴπερίπτωση.
Ἡ κ. Βασιλική, μίλησε γιὰ λίγο χαρούμενη μὲ τὸν γιό της -ἑνῶ τὶς προηγούμενες μέρες δὲν τὸν ἀναγνώριζε- καὶ κοιμήθηκε τὸ πρωϊνὸ τῆς ἑπομένης, ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς της ἑορτῆς, σὲ ἡλικία 86 ἐτῶν.
Στὸ φέρετρο τῆς μάνας, ὁ κ. Μηνᾶς τοποθέτησε μὲ εὐλάβεια λίγο χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ, δοξολογώντας τὸν Θεό, καὶ τὸν Ἅγιο τοῦ νησιοῦ του, ποὺ τόσο ταχὺς βοηθός, στάθηκε στὶς προσευχές του.
***
Κθ) Μερικὲς μέρες πρὶν τὴν ἀνακομιδὴ τῶν σεπτῶν λειψάνων του, ὁ Ὅσιος ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο τοῦ ἱερέως π. Σπυρίδωνος Φλόκα, στὸ Σταυρό, καὶ τοῦ λέει:
-Στὴν ἀνακομιδή, θὰ σᾶς ἰκανοπιήσω ὅλους!
Τί να σήμαιναν ἄραγε αὐτὰ τὰ ἀποκαλυπτικὰ λόγια τοῦ Ὁσίου; Ἡ ἀπάντηση δόθηκε τὴν ἱερὴ στιγμή, ποὺ βρέθηκε ἡ τιμία κάρα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀπόσπασης ἀπὸ τὸ χῶμα χωρίστηκε σὲ δύο μεγάλα μέρη, καὶ σὲ ἀρκετὰ μικρότερα.
Ἔτσι λύθηκε τὸ ὀξὺ πρόβλημα κατοχῆς τῆς τιμίας κάρας, διότι οἱ σεβαστοὶ Βατοπεδινοὶ
Μὲ αὐτὸ τὸν θαυμαστὸ τρόπο, ὁ Ἅγιος
***
Λ) Τὸ ἔτος 25, ὁ ἱεροσπουδαστὴς Ἠλίας Καραβαντές, κάτοικος Κατερίνης, ὑπέφερε γιὰ τρεῖς μῆνες ἀπὸ δριμεῖς πονοκεφάλους λόγῳ κάποιας μετατοπίσεως τῆς κάτω γνάθου. Ἠ κατάσταση ἦταν ἀπελπ
Ὁ ἱεροσπουδαστής, βρέθηκε τότε στὴν Ἱ. Μ. Παναγίας Μακρυρράχης, ὅπου τὸν μήνα Μάϊο θὰ ἔκαναν τὴν πρώτη ἀγρυπνία πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ.
Πρὶν ξεκινήσει ἡ ἀγρυπνία οἱ πόνοι ἔκαναν ξανὰ τὴν ἐμφάνισή τους. Ἀμέσως ὁ Ἠλίας παρακάλεσε μὲ πίστη τὸν Ἅγιο, τὸν ὁποῖον ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖται, νὰ σταματήσουν οἱ πονοκέφαλοι τουλάχιστον κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας. Μὲ πόση συγκίνηση ὅμως διαπίστωσε ὅτιὁ Ἅγιος Ίωακείμ, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν φοβερὴ αὐτὴ δοκιμασία τελειωτικά! Πράγματι, ἀπὸ ἐκείνη τὴν εὐλογημένη νύχτα τῆς ἀγρυπνίας, ὁ Ἠλίας θεραπεύτηκε καὶ δὲν ξαναενοχλήθηκε ἀπὸ τοὺς τρομεροὺς ἐκείνους πόνους.
***
Λα) Τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 2000 ὁ κ. Ἰωάννης Πέττας, ἀστυνομικὸς στὸ Α. Τ. Ἀργοστολίου Κεφαλληνίας, ἐπέστρεφε στὸ σπίτι του ἀργὰ τὸ βράδυ, ἔπειτα ἀπὸ
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διαδρομῆς ἔπαθε ἕνα φοβερὸ ἀτύχημα, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ αὐτοκίνητό του νὰ καταστραφεῖ. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν ἔπαθε τὸ παραμικρό!
Ὅταν τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, πῆγε στὸν τόπο τοῦ ἀτυχήματος, ἀντίκρισε μὲ συγκίνηση ἀπέναντι στὸ κατεστραμμένο ἀμάξι τὴν πλαστικοποιημένη εἰκονίτσα τοῦ Ἁγίου Ἰωακείμ, ὄρθια κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο. Τὴν εἰκόνιτσα τὴν τοῦ εἶχε χαρίσει τὴν προηγούμενη μέρα ἕνας συνάδελφός του καὶ ὁ κ. Πέττας τὴν εἶχε τοποθετήσει ὡς φυλαχτό, στὸ τιμόνι του. Μὲ πολλὰ δάκρυα ἄρχισε τότε νὰ καταφιλεῖ τὴν εἰκονίτσα τοῦ προστάτη Ἁγίου του, στὸν ὁποῖο κατάλαβε ὅτι ὀφείλει τὴν σωτηρία τῆς ζωῆς του.
***
Λβ) Τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 2000 ἡ κ. Ἀναστασία Μπαϊρακτάρη, κάτοικος τῆς πόλεως Χίου, μελετοῦσε μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὸ βιβλίο τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἰωακείμ, τὸ ὁποῖο τῆς εἶχε χαρίσει ἡ ἀδελφή της κ. Ἀγγέλα Κουντουριάδη, κάτοικος Βροντάδου Χίου. Κάποια μέρα ἔνιωσεἕνα ἄσχημο προαίσθημα καὶ ἀνάβοντας τὸ καντήλι ἄρχισε νὰ κάνει θερμὴ προσευχή, στὸν Ἅγιο Ἰωακείμ. Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ γιός της Σταμάτης εἶχε ἕνα πολὺ σοβαρὸ τροχαῖο ἀτύχημα μὲ τὸ αὐτοκίνητό του. Ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ τὸ ἀμάξι καταστράφηκε ὁλοσχερῶς, ὁνέος βγῆκε ἀπὸ τὰ συντρίμμια σῶος καὶ ἀβλαβής, δίχως νὰ πάθει τὸ παραμικρό.
***
Λγ) Τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 2007 ἡ σύζυγος καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης παρουσίασε ἔντονους πόνους στὴν κοιλιακὴ χώρα. Ἀμέσως ὁδηγήθηκ
***
Λδ) Κατὰ τὸ ἔτος 2003 ἡ μοναχὴ Εὐσεβία τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Ἐλεούσης Καλύμνου ἀντ
Καθὼς ξεκίνησε νὰ ἁγιογραφεῖ τὸν Ὅσιο Ἰωακείμ
Ἀπὸ τότε πέρασαν ἀρκετὰ χρόνια δίχως νὰ ὑπάρξει κάποια ἐπιπλοκὴ στὴν ὑγεία τῆς μοναχῆς Εὐσεβίας.
Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς ἰδιαίτερης τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ, στὴν ἀκριτικὴ καὶ ἁγιοβάδιστη Κάλυμνο. Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ἐλεο
***
Λε) Τὸ πρωϊνὸ τῆς 29ης Νοεμβρίου 2004 οἱ δάσκαλοι Κ. Κ. καὶ Π. Κ. ξεκίνησαν μὲ τὸ ἀμάξι τοῦ πρώτου ἀπὸ τὸ Βαθύ, γιὰ τὸ χωριὸ Σταυρός, ὅπου βρίσκεται τὸ Δημοτικὸ σχολεῖο τῆς ἐργασίας τους. Ὁ καιρός, ἦταν ψυχρός, καὶ ψιλόβρεχε. Ὁ ὁδηγὸς Κ. Κ. ὁδηγοῦσε προσεχτικὰστὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἔχοντας φυλακτό, πάνω στὸ τιμόνι του τὸ εἰκονάκι τοῦ προστάτη τοῦ νησιοῦ Ἁγίου Ἰωακείμ.
Σὲ μιὰ κλειστὴ στροφὴ τοῦ
Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τῆς στροφῆς τοῦ δρόμου στήθηκε ἀπὸ τὸν διασωθέντα Κ. Κ. προσκυνητάρι πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωακείμ. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὴν συγκεκριμένη τοποθεσία ἔχουν ξαναγίνει διάφορα ἀτυχήματα, δίχως ὅμως νὰ κινδυνέψει ἡ ζωὴ κάποιου.
***
Λστ) Ὁ Κωνσταντῖνος Καραΐσκος, κάτοικος Ζωφριὰ Λιοσίων Ἀττικῆς (ὁδὸς Ἐρεχθέους 7) ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο. Ἡ ἀσθέν
Ἡ λειψανοθήκη μὲ τὴν Τιμία Κάρα παρέμεινε στὴν οἰκία τοῦ κ. Καραΐσκου κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δοκιμασίας του. Ὁ εὐλαβέστατος κ. Κωνσταντῖνος παρακαλοῦσε συνεχῶς τὸν Ἅγιο νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ὄχι νὰ τὸν θεραπεύσει, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀνακου
Ἡ κ. Παναγιώτα παρατηροῦσε ὅτι ἡ Ἁγία Κάρα δύσκολα ξεκολλοῦσε ἀπὸ τὸ δέρμα, ἐνῶ
Ὁ μακαρίτης κ. Κώστας ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ ὀφθαλμοφανῶς τὸν Ἅγιο Ἰωακεὶμ μέσα στὸ δωμάτιό του. Ὁ Ἅγιος στεκόταν κοντά του καὶ τὸν κοιτοῦσε στοργικά. Δὲν τὸν ἀκούμπησε ὅμως. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐξήγηση ποὺ ἔδωσε ὁ πνευματικός του, ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε αὐτο τὸδικαίωμα ἀπὸ τὸν Χριστό, διότι ἄν τὸν ἄγγιζε, ὁ ἀσθενὴς θὰ γινόταν καλά, καὶ αὐτὸ θὰ ἦταν ἴσως ἐπιζήμιο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Ὀφθαλμοφανῶς ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Ὅσιο Ἰωακεὶμ καὶ ἡ κόρη του Ἑλένη, ὅταν κάποιο βράδυ ξενυχτοῦσε στὸ μαξιλάρι τοῦ πατέρα της διαβάζοντας τὴν παράκληση τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ πλησίασε τὸ κρεβάτι τοῦ ἀσθενοῦς, δίχως πάλι νὰ ἐπιδιώξει νὰ τὸν ἀγγίξει.
Μὲ αὐτὸ τὸν παιδαγωγικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Ἰωακ
Μιὰ φίλη δὲ τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὴν Καλαμάτα ἡ ὁποῖα βασανιζόταν ἀπὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, εἶδε καὶ αὐτὴ ὀφθαλμοφανῶς τὸν Ἅγιο νὰ μπαίνει στὸ σπίτι τῆς οἰκογένειας. Ἡ συγκεκριμένη γυναίκα δὲν γνώριζε τίποτε γιὰ τὸν Ὅσιο. Ἄρχιζε τότε πανικόβλητη νὰ φωνάζει δυνατά.Ἀνέφερε τὸ γεγονός, καὶ ἔκπληκτη ἀναγνώρισε τὸν Ὅσιο ἀπὸ τὴν εἰκόνα του.
***
Λζ) Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Μακρυρράχης στὴν Πιερία, ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ τιμᾶτα
Ἡ ἐπέμβαση κράτησε τρεῖς ὥρες και στὴν συνέχεια τὸν πῆγαν στὴν ἐντατική, ὅπου κάθισε τρεῖς μέρες. Ἐκεῖ στὴν ἐντατική, ἄν καὶ ἦταν ναρκωμένος, ἄκουγε μόνο ψαλμούς, καὶ ὕμνους καὶ ἔβλεπε ἕνανΓέροντα ὅμοιο μὲ αὐτὸν ποὺ προσκύνησε στὴν Ἱερὰ Μονή, μὲ ἕναν ντορβὰστὸν ὦμο, νὰ κάθεται δίπλα του καὶ νὰ τὸν παρηγορεῖ, λέγοντάς του νὰ μὴν φοβᾶται και ὅτι ὁ ἴδιος θὰ εἶναι στὸ πλευρό του καὶ θὰ τὸν προστατεύει. Τὴν Τρίτη ἡμέρα, πρὶν βγεῖ ἀπὸ τὴν ἐντατική, τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
-Ἐγὼ θὰ φύγω ἀπὸ τὴν ἐντατική, καὶ θὰ πάω ἀλλοῦ ποὺ μὲ ἔχουν
Μετά, ξύπνησε ὁ κ. Συρόπουλος ἐντελῶς ὑγιής, χωρὶς πόνους, κατάσταση ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Πάντοτε μὲ πολλὴ συγκίνηση διηγεῖται τὸ θαῦμα τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ στοὺς προσκυνητὲς τῆς Ἱερὰς Μονῆς.
Τὸ ἔτος 2008 ἐγκαινιάστηκε ἱερὸ
***
Λη)
Ἱερὰ Μητρόπολη Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως
Ἱ. Ν. Ἁγ. Παντελεήμονος Πολίχνης Θεσσαλονίκης
21 Ἰουνίου 2007
Ἀξιότιμε κ. Κωνσταντῖνε Κανέλλο.
Στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστολῆς μου, γιὰ τὰ δύο τεμάχια ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰθακησίο
Σήμερα, 21 Ἰουνίου, συμπληρώνεται ἀκριβῶς ἕνας μῆνας ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ μοῦ ἔκανε ὁ Ἅγιος. Ὅλα ξεκίνησαν πρὶν ἕναν χρόνο, ὅταν εἶχα κάποια συμπτώματα στὰ τέλη Αὐγούστου καὶ ἀρχὲς Σεπτεμβρίου τοῦ 2006 καὶ κατάλαβα ὅτι κάτι περίεργο συμβαίνει μὲ ἐμένα. Δὲν εἶπα στὴν πρεσβυτέρα καὶ σὲ κανέναν ἄλλο τὰ συμπτώματά μου ἀπὸ τὸν φόβο νὰ μὴν ἀνησυχοῦν γιὰ μένα καὶ ἔτσι τὰ κράτησα μέσα μου. Ὅμως, ἀρχὲς Φεβρουαρίου εἶπα στὴν πρεσβυτέρα γιὰ τὰ συμπτώματά μου καὶ ἔτσι ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε σὲ ἕναν νευρολόγο γιὰ ἐξέταση. Πῆγα στὸνοσοκομεῖο Παπαγεωργίου Θεσσαλονίκης στὸν κ. Εὐάγγελο Κούτλα, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε νὰ κάνω τὴν πρώτη μαγνητική, ἡ ὁποία ἔδειξε ὅτι σὲ ἕνα δύσκολο σημεῖο τοῦ ἐγκεφάλου ὑπάρχει ἕνας ὄγκ
Σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα μέχρι τὸν Μάϊο, ἔζησα τοὺς πιὸ δύσκολους μῆνες τῆς ζωῆς μου, ἤμουν μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου. Ὁ Θεὸς μᾶλλον σὲ αὐτὸ τὸ διάστημα δοκίμασε τὴν πίστη μου. Ἐπειδὴ εἶχα μεγάλο φόβο γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μαγνητικῆς τοῦ Μαΐου, ἄν καὶ ὁ κ. Κούτλας μοῦ εἶχε πεῖ νὰ πάω στὴν ἀρχὴ τοῦ μηνός, ἐγὼ ἀποφά
-Ἅγιε Ἰωακείμ, ἄν μπορεῖς νὰ μὲ βοηθήσεις νὰ βρῶ χρήματα γιὰ μιὰ εἰκόνα ποὺ θέλω νὰ κάνω γιὰ ἕναν Ἅγιο· καὶ λέγοντας αὐτά, ἑτοιμάστηκα γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα.
Στὶς 20 Μαΐου τελέσαμε τὴν Θεία Λειτουργία μαζὶ μὲ τὸν π. Ἰωάννη ἀπὸ την Τιμοσοάρα καὶ μετὰ τὸ τέλος της, ἔβγαλα γιὰ προσκύνημα τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωακεὶμ καὶ τοὺς εἶπα νὰ γράψουν τὰ ὀνόματά τους διότι τὴν Τετάρτη γιορτάζει καὶ θὰ τελέσω τὴν Θεία Λειτουργία μὲ παράκληση καὶ θὰ τοὺς μνημονεύω στὴν παράκληση. Τοὺς ἐπισήμανα ὅμως νὰ μὴν βάλουν λεφτὰ μέσα στὰ χαρτιά, ἐπειδὴ σκέφτηκα ὅτ
Αὐτὸ τὸ συμβάν, μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση καὶ ἄρχισα νὰ ἔχω εὐλάβεια αὐτὸν τὸν Ἅγιο. Τὴν ἑπόμενη μέρα, μετὰ ποὺ τέλεσα Θεία
-Ἅγιε, ἄν θὰ μὲ κάνεις καλά, ἐγὼ κάθε χρόνο στὴν ἑορτή σου θὰ σοῦ κάνω Λειτουργία μὲ παράκληση.
Καὶ ἔτσι μπῆκα γιὰ τὴν μαγνητική. Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ πρωί, μὲ πῆρε τηλέφωνο ὁ γιατρός, γιὰ νὰ μοῦ δώσει τὰ ἀποτελέσματα τῆς μαγνητικῆς καὶ μοῦ εἶπε ὅτι κάποιο θαῦμα ἔγινε μᾶλλον μὲ μένα, διότι αὐτὴ τὴν φορά, βγῆκε καθαρή, καὶ σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο βρῆκε ἕνα ἀγγεῖο βουλωμένο ποὺ δὲν εἶναι τίποτε τὸ ἀνησυχητικό. Αὐτὸ τὸ θαῦμα μὲ γέμισε χαρά, καὶ ἄρχισα νὰ ἔχω μεγάλη εὐλάβεια στὸν Ἅγιο, καὶ ἤθελα, κάτι παράξενο γιὰ μένα, νὰ ἔχω ἕνα μικρὸ τεμάχιο λειψάνων τοῦ Ἁγίου. Τὴν ἴδια μέρα, κάτι μὲ ἔσπρωχνε νὰ πάω σὲ ἕνα ἱερορραφεῖο, ὅπου εἶχα παραγγείλει ἕνα ἐπιτραχήλιο ἐδ
Μετὰ ἀπὸ μία βδομάδα ἔμαθα ὅτι σὲ ἐκεῖνο τὸ γκροὺπ ἀπὸ τὴν Ρουμανία ἦταν μία κύρια ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπὸ
Μὲ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση
π. Βικέντιος Κουρελάρου
***
Λθ)
Αἰδ. πατὴρ Θεοδόσιε.
Εἶμαι ὁ Ἀδάμος Χριστοφῆ, Ἀγλαντζιώτης γηγενής, γεννηθεὶς στὶς 22/3/1923.
Τὸ ἔτος 2003 ἀποφασίσαμε σὰν ἐκδρομικὸς σύνδεσμος νὰ ἐπισκεφθοῦμε κατὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τὴν Κέρκυρα γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὴν ἀκολουθία τῶν Παθῶν καὶ τὴν χαρμόσυνο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ
ὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς βλέπω μέσα ἀπὸ τὴν ἀναισθησία μου ἕνα καλόγερο νὰ περνᾶ ἀπὸ κοντά μου. φοροῦσε μαύρο ράσο χωρὶς σκούφο μὲ πυκνὰ μαλλιά, καὶ γένια. Ἐγὼ τοῦ λέω: Ἐσὺ
Ἀδάμος Χριστοφῆ.
Θερμοπυλῶν 19, Ἀγλαντζιά. Τ. Τ. 2102, Λευκωσία Κύπρος 11/10/2004
Πηγή: http://www.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: http://hristospanagia.
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ: https://fdathanasiou.