Προοίμιον Ι
Ὁ πόρνην καλέσας θυγατέραν, Χριστὲ ὁ Θεός, υἱὸν μετανοίας κἀμὲ ἀναδείξας δέομαι καί ῥῦσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
Ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ κόρη σου ἀποκάλεσες τὴν πόρνη, κάνε κι ἐμένα γιό σου μὲ τὴ μετάνοια, καὶ, σὲ παρακαλῶ, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὰ ἄσωτα.
Προοίμιον ΙΙ
Κατέχουσα ἐν κατανύξει ἡ πόρνη τὰ ἴχνη σου ἐβόα σοι ἐν μετανοίᾳ τῷ εἰδότι τὰ κρύφια, Χριστὲ ὁ Θεός, «Πῶς σοι ἀτενίσω τῷ ὄμματι ἡ πάντας ἀπατήσασα τῷ βλέμματι; πῶς σὲ δυσωπήσω τὸν εὔσπλαγχνον ἡ σὲ παροργίσασα τὸν κτίστῃ μου; ἀλλὰ δέξαι τοῦτο τὸ μύρον πρὸς δυσώπησιν, δέσποτα, καὶ δώρησαί μοι ἄφεσιν τῆς αἰσχύνης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
Κρατώντας μὲ συγκίνησι τὰ πόδια Σου ἡ πόρνη μετανοιωμένη μίλαγε σὲ Σένα ποὺ τὰ μυστικὰ γνωρίζεις, Χριστὲ καὶ Θεέ· «Μὲ τί μάτια νὰ Σὲ κοιτάξω, ἐγὼ ποὺ ὅλους μὲ βλέμμα μου στὴν ἁμαρτία ἔρριξα; Πῶς νὰ παρακαλέσω, Σπλαχνικέ, ἐγὼ ποὺ στενοχώρησα τὸν Πλάστη μου, Ἐσένα; Μονάχα νὰ δεχτῆς αὐτὸ τὸ μύρο καὶ νὰ μὲ δῇς μὲ καλωσύνη, Κύριε, καὶ συχώρεσε τὴν ἀσωτία μου γιὰ τὴν ὁποία νοιώθω ἐντροπή. Οἶκοι
α´ Τὰ ῥήματα τοῦ Χριστοῦ καθάπερ ἀρώματα ῥαινόμενα πανταχοῦ βλέπων ἡ πόρνη ποτὲ καὶ τοῖς πιστοῖς πᾶσι πνοὴν ζωῆς χορηγοῦντα, τῶν πεπραγμένων αὐτὴ τὸ δυσῶδες ἐμίσησεν, ἐννοοῦσα τὴν αἰσχύνην τὴν ἑαυτῆς καὶ σκοποῦσα τὴν ὀδύνην τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐγγινομένην, πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ, ὧν εἷς εἰμι καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας, Ἂς πτοειθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη, ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου.
Οἶκοι
α´ Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια ὅμοια μὲ ἀρώματα ποὺ σκορπίζονται σὲ κάθε μέρος, ἀκούγοντάς τα κάποτε ἡ πόρνη, αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σὲ κάθε πιστὸ χαρίζουνε ζωὴ πνευματική, ἄφησε γειὰ στὰ ἔργα της τὰ ἀπαράδεχτα, τὴν ἐντροπή της στοχαζόμενη καὶ σκεφτομένη τὸν πόνο ποὺ τραβὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτά. Κληρονομοῦν δηλ. μεγάλη θλῖψι οἱ πόρνοι ἐκεῖ στὸν ἄλλο βίο. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐλόγου μου καὶ ἑτοιμάζομαι γιὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα φοβήθηκεν ἡ πόρνη κι ἄλλαξε ζωή. Ὅμως ἐγὼ ἂν καὶ τρομάζω ἐπιμένω στὴν ἀσωτία μου.
β´ Οὐδέποτε τῶν κακῶν ἀποστῆναι βούλομαι, οὐ μνήσκομαι τῶν δεινῶν ὧν ἐκεῖ μέλλω ὁρᾶν, οὐδὲ λογίζομαι τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐσπλαγχνίαν, πῶς περιῆλθε ζητῶν με τὸν γνώμη πλανώμενον, δι᾿ ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας, καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἵνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης προσέλθῃ λέγων: «Δέσποτα, λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
β´ Ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τὰ κακά, οὔτε σκέφτομαι τὰ βάσανα ποὺ θὰ βλέπω ἐκεῖ, οὔτε λογαριάζω τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐσπλαχνία, τὸ πῶς ἔτρεξε παντοῦ γυρεύοντας μὲ ποὺ θεληματικὰ περιπλανιόμουνα. Γιὰ τὸ χατήρι δηλαδὴ τὸ ἰδικό μου μὲ ἐπιμέλεια ψάχνει κάθε τόπο, γιὰ τὸ χατήρι μου μὲ τὸ Φαρισαῖο γευματίζει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ Τροφέας. Καὶ κάνει τὸ κοινὸ τραπέζι Ἅγια Τράπεζα καθὼς σ᾿ αὐτὸ γερμένος ἤτανε καὶ χάριζε στοὺς ὀφειλέτες τὸ χρέος, γιὰ νὰ μπορῇ μὲ θάρρος ὁ καθένας νἄρθη κοντά Του καὶ νὰ λέῃ, «Δῶσε μου, Κύριε, λευτεριὰ ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
γ´ Ὑπέπνευσεν ἡ ὀσμὴ τῆς τραπέζης τοῦ Χριστοῦ τὴν πρῴην μὲν ἄσωτον νυνὶ δὲ καρτερικήν, τὴν ἐν ἀρχῇ κύνα καὶ ἐν τῷ τέλει ἀμνάδα, τὴν δούλην καὶ θυγατέρα, τὴν πόρνην καὶ σώφρονα, διὰ τοῦτο λίχνῳ δρόμῳ φθάνει αὐτήν, καὶ λιποῦσα τὰ ψιχία τὰ ὑπ᾿ αὐτὴν τὸν ἄρτον ᾖρε τῆς πάλαι Χανανίτιδος πλεῖον πεινάσασα, ψυχὴν κενὴν ἐχόρτασεν οὕτω πιστεύσασα, ἀλλ᾿ οὐ κραυγὴ ἐλυτρώθη, σιγὴ δὲ μᾶλλον ἐσώθη, κλαυθμῷ γὰρ εἶπε, «Κύριε, ἐγεῖρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
γ´ Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ ἡ εὐχάριστη ὀσμὴ ἀπ᾿ τὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώην ἄσωτη γυναῖκα καὶ τώρα ἤδη ἐγκρατημένη, τὴν ἀρχικὰ ἀδιάντροπη καὶ τελευταῖα ἥμερη, τὴ σκλάβα καὶ τὴν κόρη, τὴν πόρνη καὶ τὴ σεμνή. Γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ δρόμο ἀλλοιώτικο ἡ χάρι Του τὴ φτάνει καὶ ἄφησε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχε κι ἐπῆρε τὸν Ἄρτο. Ἐκείνη ποὺ πιὸ πολὺ ἐπείνασε ἀπ᾿ τὴν παλιὰ Χαναναία, ἐχόρτασε τὴν ἄδεια τῆς ψυχὴ μὲ τέτοια πίστι πούδειξε. Καὶ δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὰ ξεφωνητά, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπὴ πολὺ καλλίτερα ἐσώθηκε, γιατί ῾πε μὲ τὸ κλάμα: «Κύριε, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
δ´ Τὴν φρένα δὲ τῆς σοφῆς ἐρευνῆσαι ἤθελον καὶ γνῶναι, πῶς ἐν αὐτῇ ἔλαμψεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὡραιότατος καὶ τῶν ὡραίων ἐργάτης, οὗ τὴν ἰδέαν πρὶν ἵδῃ ἡ πόρνη ἐπόθησεν, ὡς ἡ τῶν εὐαγγελίων βίβλος βόα,τοῦ Χριστοῦ ἀνακειμένου ἐν οἰκία τοῦ Φαρισαίου γυνή τις τότε ἤκουσεν ἅμα καὶ ἔσπευσεν ὠθήσασα τὴν ἔννοια πρὸς τὴν μετάνοιαν,«Ἄγε λοιπόν, ὦ ψυχή μου, ἰδοὺ καιρὸς ὃν ἐζήτεις, ἐπέστη ὁ καθαίρων σε, τὶ προσμένεις τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων σου»
δ´ Καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἐξετάσω τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψι τῆς φρόνιμης γυναίκας καὶ νὰ μάθω, πὼς μέσα της φεγγοβόλησεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ὡραιότατος καὶ ὁ ἐργάτης κάθε καλοῦ καὶ ὄμορφου, τοῦ Ὁποίου τὴ Μορφὴ λαχτάρησεν ἡ πόρνη προτοῦ ἀκόμα Τὴν ἰδῆ. Ὅπως μᾶς λένε τὰ Εὐαγγέλια: Καθὼς ὁ Χριστὸς εἶχε καθήσει κι ἔτρωγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, τὸ ἔμαθε κάποια ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ ἔτρεξε χωρὶς ἀργοπορία καὶ στὴ μετάνοια ἔφερνε τὴ σκέψι της, «Ἔλα, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ ἡ εὐκαιρία ποὺ ζητοῦσες, ἔφτασεν Αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ἐξαγνίσει, γιατὶ ἀκόμα κάθεσαι στὴν ἀσωτία σου»;
ε´Ἀπέρχομαι πρὸς αὐτόν, δι᾿ ἐμὲ γὰρ ἤλυθεν, ἀφίημι τούς ποτε, τὸν γὰρ νῦν πάνυ ποθῶ,καὶ ὡς ποθοῦντα με μυρίζω καὶ κολακεύω, κλαίω, στενάζω καὶ πείθω δικαίων ποθῆσαι με, ἀλλοιοῦμαι πρὸς τὸν πόθο τοῦ ποθητοῦ, καὶ ὡς θέλει φιληθῆναι οὕτως φιλῶ τὸν ἐραστήν μου, πενθῶ καὶ κατακάμπτομαι, τοῦτο γὰρ βούλεται, σιγῶ καὶ περιστέλλομαι, τούτοις γὰρ τέρπεται, ἀναχωρῶ τῶν ἀρχαίων, ἵνα ἀρέσω τῷ νέῳ, συντόμως ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ε´ Φεύγω καὶ τραβῶ γι᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ μένα ᾖρθε. Τοὺς παλιοὺς ἀφήνω φίλους, μιᾶς καὶ τὸν Τωρινὸ λαχταρῶ νὰ ἀνταμώσω. Κι ἐπειδὴ πολὺ μὲ ἀγαπάει, μὲ μύρα Τὸν ἀλείφω καὶ Τὸν καλοπιάνω, χύνω δάκρυα, ἀναστενάζω καὶ νὰ Τὸν πείσω προσπαθῶ νὰ κάνει μὲ μένα ἀγάπη καὶ νὰ μὲ συχωρέση. Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη λειώνω τοῦ Ἀγαπημένου, κι ὅπως θέλει ν᾿ ἀγαπιέται ἔτσι ἀγαπῶ Τὸν ἐραστή μου. Πενθῶ καὶ γονατίζω, γιατὶ αὐτὸ ἐπιθυμεῖ, σιωπῶ καὶ εἶμαι σοβαρή, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὰ εὐχαριστιέται. Ἀναχωρῶ ἀπ᾿ τοὺς παλιοὺς γιὰ νὰ ἀρέσω, στὸν νέο. Σύντομα ἀπαρνιέμαι κι ἀπορρίπτω τὴν ἀσωτία μου.
στ´ Προσέλθω οὖν πρὸς αὐτόν, φωτισθῷ, ὡς γέγραπται, ἐγγίσῳ νῦν τῷ θεῷ καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῷ, οὐκ ὀνειδίζει με, οὖ λέγει μοι, «ἕως ἄρτι ἧς ἐν τῷ σκότει καὶ ᾖλθες ἰδεῖν μὲ τὸν ἥλιον», διὰ τοῦτο μύρον αἴρω καὶ πορευθῶ, φωτιστήριον ποιήσω τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἐκεῖ γὰρ ἀποπλύνομαι τὰς ἁμαρτίας μου, ἐκεῖ καὶ καθαρίζομαι τὰς ἀνομίας μου, κλαυθμῷ, ἐλαίῳ καὶ μύρῳ κεράσομαι κολυμβήθραν καὶ λούομαι καὶ σμήχομαι καὶ ἐκφεύγω τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
στ´ Ἂς πάω λοιπὸν πρὸς Αὐτόν, νὰ πάρω φῶς, κατὰ πῶς λέει ἡ Γραφή, θὰ πλησιάσω τώρα στὸ Θεὸ καὶ δὲν θὰ ντροπιαστῶ. Δὲν μὲ μαλώνει, οὔτε μοῦ λέει: «μέχρι τώρα ἤσουν στὸ σκοτάδι κι ᾖρθες νὰ δῇς τὸν Ἥλιο ἐμένα». Γι᾿ αὐτὸ στὰ χέρια μου τὸ μύρο παίρνω καὶ σ᾿ Ἐκεῖνον πηγαίνω. Βαπτιστήρι θὰ κάνω τοῦ Φαρισαίου τὸ σπίτι, γιατὶ ἐκεῖ θ᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου, ἐκεῖ καὶ θὰ καθαριστῶ ἀπ᾿ τὶς παρανομίες μου. Δάκρυ, λάδι καὶ μύρο θὰ σμίξω μέσ᾿ στὴν κολυμπήθρα καὶ θὰ πλυθῶ καὶ θὰ καθαριστῶ καὶ θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου».
ζ´ Ἐδέξατο καὶ Ῥαὰβ κατασκόπους πρότερον καὶ τῆς δοχῆς τὸν μισθὸν ὣς πιστὴ εὗρε ζωήν, τῆς γὰρ ζωῆς τύπος ὁ πέμψας τούτους ὑπῆρχε τοῦ Ἰησοῦ μου βαπτίζων τὸ τίμιον ὄνομα, σωφρονοῦντας τότε πόρνει ξενοδοχεί, νῦν παρθένον ἐκ παρθένου πόρνη ζητεῖ ἀλείψαι μύρῳ, ἐκείνη μὲν ἀπέλυσεν οὕσπερ ἀπέκρυψεν, ἐγὼ δὲ ὃν ἠγάπησα μένω κατέχουσα, οὐχ ὡς κατάσκοπον κλήρων, ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπον πάντων κρατῶ καὶ ἐξεγείρομαι τῆς ἰλύος τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ζ´ Πιὸ παλιὰ καὶ ἡ πόρνη Ραὰβ ἐφιλοξένησε τοὺς κατασκόπους καὶ κέρδισε ἀληθινὴ ζωὴ σὰν ἀνταμοιβὴ τῆς φιλοξενίας γιατὶ πίστι ἔμπρακτη ἔδειξε. Μιᾶς κι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔστειλε ἦταν προεικόνισμα καὶ σύμβολο τῆς πηγαίας Ζωῆς, ἀφοῦ ἔφερνε τοῦ Ἰησοῦ μου τὸ ὄνομα τὸ ἀκριβό. Τότε ἡ πόρνη ἐφιλοξένησε τοὺς ἐνάρετους τώρα ἡ πόρνη ζητεῖ ν᾿ ἀλείψει μὲ μύρο τὸν Ἀναμάρτητο Γιὸ τῆς Παρθένου. Ἐκείνη μὲν ἐλεύθερους ἄφησε νὰ φύγουν αὐτοὺς ποὺ ἔκρυψε στὸ πανδοχεῖο της, ἐγὼ ὅμως Αὐτὸν π᾿ ἀγάπησα μὲ τίποτα δὲν Τὸν ἀφήνω. Δὲν Τὸν κρατάω σὰν κατάσκοπο τῆς κληρονομιᾶς ἀλλὰ σὰν ἄγρυπνο Προστάτη ὁλωνῶν Τὸν βαστῶ καὶ λευτερώνομαι ἀπ᾿ τὰ κρίματα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
η´ Ἰδοὺ καιρὸς ἔφθασεν ὃν ἰδεῖν ἐπόθησα, ἡμέρα μοι ἔλαμψε καὶ δεκτὸς ἐνιαυτός, ἐν τοῖς τοῦ Σίμωνος αὐλίζεται ὁ Θεός μου, σπεύσω πρὸς τοῦτον καὶ κλαύσω ὡς Ἄννα τὴν στείρωσιν, κἂν λογίσηται μὲ Σίμων ἐν μεθυσμῷ, ὡς Ἠλὶ τὴν Ἄνναν τότε, μένω κἀγὼ προσευχομένη, σιγὴ βοῶσα, «κύριε, τέκνον οὐκ ᾔτησα, ψυχὴν μονογενῆ ζητῶ ἥνπερ ἀπώλεσα», ὡς Σαμουὴλ τῆς ἀτέκνου, Ἐμμανουὴλ τῆς ἀνάνδρου, τῆς στείρας ᾖρες ὄνειδος, ῥῦσαι πόρνην τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων.
η´ Νὰ ἔφτασε ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐλαχτάρησα νὰ δῶ. Μέρα λαμπρὴ ξημέρωσε γιὰ μένα καὶ χρονιὰ καλωσυνάτη. Στὸ σπιτικό του Σίμωνα βρίσκεται ὁ Θεός μου. Κοντά Του θὰ τρέξω καὶ θὰ κλάψω τὴν ἀτεκνία σὰν τὴν Ἄννα. Κι ἂν μὲ περάση ὁ Σίμωνας γιὰ μεθυσμένη, ὅπως τότε ὁ Ἠλὶ τὴν Ἄννα, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ προσεύχωμαι, σιωπηλὰ φωνάζοντας, «Κύριε, παιδὶ δὲν σοῦ ἐγύρεψα, τὴν μονάκριβη ψυχή μου ἀναζητάω, τὴν ὁποία ἔχω χάσει». Ὅπως μὲ τὸ Σαμουὴλ τῆς ἄτεκνης, Ἐσὺ Ἐμμανουὴλ τῆς Ἄγαμης, ἀφαίρεσες τῆς στείρας τὴν ντροπή, ἔτσι γλύτωσε τὴν πόρνην ἐμένα ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
θ´ Νευροῦται μὲν ἡ πιστὴ τοῖς τοιούτοις ῥήμασι, ποιεῖται δὲ τὴν σπουδὴν πρὸς τὴν τοῦ μύρου ὠνήν, καὶ παραγίνεται βοῶσα τῷ μυροπράτῃ· «δός μοι, εἰ ἔχεις, ἐπάξιον μύρον τοῦ φίλου μου, τοῦ δικαίως φιλουμένου καὶ καθαρῶς, τοῦ πυρώσαντός μου μέλῃ καὶ τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν, μηδὲν περὶ τιμήματος νῦν ἀμφιβάλῃς μοι, κἂν δέοι μέχρι δέρματος καὶ τῶν ὀστέων μου, ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι, ἵν᾿ εὕρῳ τι ἀποδοῦναι τῷ σπεύσαντι καθάραί με ἐκ τῆς ὕλης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
θ´ Μὲ τέτοια λόγια ἡ πιστὴ γυναῖκα ἐμψυχώνεται καὶ βιάζεται τὸ μύρο νὰ ἀγοράση, καὶ στὸ μυροπώλη φτάνει λέγοντάς του: «Δός μου, ἂν ἔχῃς, μύρο ἀντάξιό του Ἀγαπημένου μου, ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ, Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ τὴν καρδιά μου. Καθόλου μὴ διστάζῃς γιὰ τὴν ἔξοδο. Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου, ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἀρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν᾿ ἀνταποδώσω σ᾿ Αὐτὸν ποὖρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ι´ Ὁ δὲ ἱδὼν τῆς σεμνῆς τὸ θερμὸν καὶ πρόθυμον φησὶν αὐτή, «Λέξον μοι, τίς ἐστιν ὃν ἀγαπᾷς, ὅτι τοσοῦτον σε ἐπέθελξε πρὸς τὸ φίλτρον; ἄρα κἂν ἔχει τι ἄξιον δοῦναι τοῦ μύρου μου;» πάραυτα δὲ ἡ ὁσία ᾖρε φωνὴν καὶ βόα ἐν παρρησίᾳ τῷ σκευαστῇ τῶν ἀρωμάτων· «Ὦ ἄνθρωπε, τὶ λέγεις μοι, «ἔχεις τι ἄξιον»; οὐδὲν αὐτοῦ ἀντάξιον τοῦ ἀξιώματος, οὐκ οὐρανὸς οὔτε γαῖα οὐδ᾿ ὅλος τούτῳ ὁ κόσμος συγκρίνεται τῷ σπεύσαντι ῥύσασθαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ι´ Κι ἐκεῖνος καθὼς διάβασε τῆς μετανοιωμένης γυναίκας τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη καὶ τὴν προθυμία τῆς λέει: «Πές μου, Ποιὸς εἶν᾿ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς, ποῦ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ᾿ ἐτράβηξε; Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;» Κι ἀμέσως ἔβγαλε φωνὴ ἡ ἁγιασμένη, καὶ μιλάει θαρρετὰ στὸν ἀρωματοποιό: «Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές, «ἔχεις κάτι ἀντάξιο;» Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία. Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔφτασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ια´ Υἱός ἐστι τοῦ Δαβίδ, δι᾿ αὐτὸ καὶ εὔοπτος, υἱὸς θεοῦ καὶ θεός, δι᾿ αὐτὸ πάνυ τερπνός, ὃν οὐχ ἑώρακα, ἀλλ᾿ ἤκουσα καὶ ἐτρώθην πρὸς τὴν ἰδέαν τοῦ ἔχοντος φύσιν ἀνείδεον, τὸν Δαβίδ ποτε ἰδοῦσα στέργει Μελχώ, ἐγὼ δὲ μὴ κατιδοῦσα τὸν ἐκ Δαβὶδ ποθῶ καὶ στέργω, ἐκείνη τὰ βασίλεια πάντα κατέλιπε, καὶ τῷ Δαβὶδ πτωχεύοντί ποτε προσέδραμε, κἀγὼ τὸν ἄδικον πλοῦτον ὑπερορῶ καὶ ὠνοῦμαι τὸ μύρον τῷ καθαίροντι τὴν ψυχήν μου τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ια´ Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος. Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος. Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα ἀπ᾿ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή. Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε. Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω. Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα. Κι ἐγὼ τ᾿ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιβ´Ῥημάτων δὲ τὴν ὁρμὴν σιωπὴ συνέτεμε καὶ ἔλαβεν ἡ τερπνὴ τὸ καλὸν μύρον αὐτῆς, καὶ εἰς τὸν θάλαμον εἰσῆλθε τοῦ Φαρισαίου τρέχουσα ὥσπερ κληθεῖσα μυρίσαι τὸ ἄριστον, ὁ δὲ Σίμων θεωρήσας τοῦτο αὐτό, τὸν δεσπότην καὶ τὴν πόρνην καὶ ἑαυτὸν ἤρξατο ψέγειν, τὸν μὲν ὡς ἀγνοήσαντα τὴν προσεγγίσασαν, τὴν δ᾿ ὡς ἀναισχυντήσασαν καὶ προσκυνήσασαν, καὶ ἑαυτὸν ὡς ἀσκέπτως δεξάμενον τοὺς τοιούτους, καὶ μάλιστα τὴν κράζουσαν, «Ἐξελοῦ με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιβ´ Καὶ ἔκοψε μὲ τὴ σιωπὴ τὸ χείμαρρο τῶν λόγων κι ἐπῆρεν ἡ χαριτωμένη τὸ μύρο τῆς τὸ ἀκριβὸ καὶ μπῆκε στὸ σπιτικό του Φαρισαίου τρέχοντας λὲς καὶ τὴν ἐκάλεσαν τὸ γεῦμα νὰ ἀρωματίσῃ. Κι ὁ Σίμωνας καθὼς ἀντίκρυσε ἐτοῦτο ἀκριβῶς τὸ θέαμα, τὸν Κύριο καὶ τὴν πόρνη καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄρχισε νὰ κατηγορῇ, Αὐτὸν πὼς τάχα ἀγνοοῦσε αὐτὴν ποὺ τὸν πλησίασε, τὴν πόρνη γιατὶ δῆθεν φέρθηκε ξεδιάντροπα ποὺ Τοῦ φανέρωσε λατρεία καὶ σεβασμὸ καὶ τὸν ἑαυτό του πὼς τάχατες ἀπερίσκεφτα ἐδέχτηκε στὸ σπίτι του τέτοιους ἀνθρώπους, καὶ πρὸ παντὸς αὐτὴν ποὺ ἔλεγε: «Ξεκόλλα με καὶ βγάλε με ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιγ´ Ὢ ἄγνοια, τί φησι; «Τοῦτο μὲν ἐτέλεσα, ἐκάλεσα Ἰησοῦν ὡς τινα τῶν προφητῶν, καὶ οὐκ ἐνόησεν ἣν ἕκαστος ἡμῶν οἶδεν, οὗτος καὶ οὐκ ἔγνω, εἰ ἦν γὰρ προφήτης ἐγίνωσκεν», ὁ ἐτάζων τὰς καρδίας καὶ τοὺς νεφροὺς θεωρῶν τοῦ Φαρισαίου τοὺς λογισμοὺς σαλευομένους, εὐθέως τούτῳ γίνεται ῥάβδος εὐθύτητος, «Ὢ Σίμων», λέγων, «ἄκουσον τὰ τῆς χρηστότητος τῆς ἐπὶ σὲ γενομένης καὶ ἐπὶ ταύτην, ἣν βλέπεις κλαυθμῷ βοῶσαν, «δέσποτα, ἔγειρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.»
ιγ´ Ὢ ἄγνοια ποὺ τὸν ἔδερνε. Τί λέει; «Ἐγὼ τουλάχιστον ἔκαμα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δηλαδὴ ἐκάλεσα στὸ σπίτι μου τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν πεποίθηση πὼς εἶναι ἕνας προφήτης, κι Ἐκεῖνος δὲν ἔνοιωσε ποιὰ ἤτανε αὐτὴ ποὺ ὁ καθένας μας τὴν ξέρει, οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε, ἂν ἦταν ὅμως πράγματι προφήτης ἀσφαλῶς θὰ τὸ ἐγνώριζεν.» Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὸ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καθὼς ἀντίκρυζε τοὺς ταραγμένους λογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου, ἀμέσως τὸν ἀνακαλεῖ στὸ δρόμο τὸν σωστό. «Ὢ Σίμωνα», τοῦ λέγει, «νοιῶσε ὅλη τὴν καλωσύνη ποῦ γίνεται σὲ σένα καὶ σ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις μὲ τὸ κλάμα νὰ μὲ ἐπικαλεῖται, «Κύριε, ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ θανάσιμο σήκωσέ με τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ιδ´ Μεμπτέος σοι ἔδοξα, ἐπειδὴ οὐκ ἤλεγξα τὴν σπεύδουσαν ἐκφυγεῖν τῶν αὐτῆς ἀνομιῶν, ἀλλ᾿ οὐ καλῶς, Σίμων, οὐκ εὔλογος ἡ μορφή σου, σύγκρινον τοῦτο ὁ ἔχω εἰπεῖν σοι, καὶ δίκασον, ὀφειλέται δύο ἦσαν τῷ δανειστῇ, ὁ μὲν εἰς πεντακοσίων, ἕτερος δὲ πενήντα μόνον, καὶ τούτοις ἀπορήσασι πρὸς τὴν ἀπόδοσιν ὁ χρήσας ἐχαρίσατο ὅ,τι ἐχρήσατο, τὶς οὖν αὐτὸν ἐκ τῶν δύο ποθήσει πλέον; εἰπέ μοι, τὶς ὤφειλε βοᾷν αὐτῷ, «ἔσωσας μὲ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιδ´ Κατηγορούμενο ἡ γνώμη σου μὲ κήρυξε γιατὶ δὲν μάλωσα αὐτὴν ποὺ νὰ ξεφύγη βιάστηκε ἀπὸ τὰ κρίματά της. Δὲν εἶναι ὅμως, Σίμωνα, σωστὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ κατηγορία σου. Σύγκρινε αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ καὶ δίκασε: δυὸ ἄνθρωποι ἐχρώσταγαν σὲ κάποιο δανειστῆ, ὁ μὲν ἕνας πεντακόσια καὶ ὁ ἄλλος μονάχα πενήντα δηνάρια. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν, ὁ δανειστὴς τοὺς χάρισε αὐτὰ ποὺ τοῦ χρωστούσανε. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ πιὸ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπήση, θἄθελα νὰ μοῦ πῇς. Ποιὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ φωνάζῃ μὲ χαρά: «μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιε´ Ἀκούσας δὲ ὁ σοφὸς Φαρισαῖος ἔφησε· «Διδάσκαλε, ἀληθῶς φανερὸν πᾶσίν ἐστιν ὅτι πλειότερον ὀφείλει τοῦτον ποθῆσαι, ὢ καὶ περισσότερον χρέος ὁ χρήσας κεχάρισται», ὁ δὲ κύριος πρὸς ταῦτα εἶπεν αὐτῷ, «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης, Σίμων, οὕτως ἐστὶ καθάπερ λέγεις, ὃν σὺ γὰρ οὐκ ἐπήλειψας, αὕτη ἐμύρισεν, ὃν ὕδασιν οὐκ ἔνιψας, αὕτη τοῖς δάκρυσιν, ὃν οὐκ ἠσπάσω φιλήσας, καταφιλοῦσα με κράζει, «ἐκράτησα τοὺς πόδας σου, μὴ ἐμπέσω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιε´ Καὶ μόλις ἄκουσε τὴν παραβολὴ ὁ ξύπνιος Φαρισαῖος ἀποκρίθηκε: «Δάσκαλε, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς πιὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσῃ τὸ δανειστὴ ὑποχρεοῦται ἐκεῖνος ποὺ τὸ περισσότερο χρέος του ἐχαρίσθηκε». Κι ὁ Κύριος σὰν ἀπάντησε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦπε: «Πολὺ καλά, ὦ Σίμωνα, ἀπάντησες. Ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές. Αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ σὺ δὲν ἄλειψες μὲ λάδι, αὐτὴ μὲ μύρα ἄλειψε. Αὐτὸν ποὺ σὺ δὲν ἔπλυνες μὲ νερό, αὐτὴ Τὸν ἔλουσε μὲ δάκρυα. Αὐτὸν ποὺ δὲν καλωσόρισες μὲ φίλημα, ἐκείνη μὲ στοργὴ μ᾿ ἀσπάζεται καὶ λέει: «Τὰ θεϊκά Σου πόδια ἔπιασα, ἂς μὴν ξανακυλήσω στὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιστ´ Νῦν, ὅτι σοὶ ἔδειξα τὴν πολὺ ποθοῦσαν με, διδάξω σε, βέλτιστε, τίς ἐστιν ὁ δανειστής, καὶ ὑποδείξω σοι τοὺς τούτου χρεωφειλέτας, ὧν εἰς ὑπάρχεις, καὶ αὕτη ἣν βλέπεις δακρύουσαν, δανειστὴς δὲ ἀμφοτέρων πέλω ἐγώ, καί οὐ μόνον ἀμφοτέρων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων πάντων, ἐγὼ γὰρ πᾶσιν ἔχρησα ταῦτα ἃ ἔχουσι, ψυχὴν πνοὴν καὶ αἴσθησιν, σῶμα καὶ κίνησιν, τὸν δανειστὴν οὖν τοῦ κόσμου, ἐν ὅσῳ ἔχεις, ὦ Σίμων, ἱκέτευσον καὶ βόησον, «λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιστ´ Τώρα ποὺ σοῦ φανέρωσα αὐτὴν ποὺ μὲ ἀγάπησε πολύ, θὰ σὲ πληροφορήσω, φίλε, ποιὸς στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ δανειστὴς καὶ θὰ σοῦ κάνω γνωστοὺς τοὺς χρεωφειλέτες του, ποῦ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶσαι κι ἐσὺ καθὼς κι αὐτὴ ποὺ βλέπεις δάκρυα νὰ χύνῃ. Δανειστὴς καὶ τῶν δυό σας εἶμαι πάντοτε ἐγώ, κι ὄχι μόνο ἐσᾶς τῶν δυὸ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀφοῦ Ἐγὼ σ᾿ ὅλους ἐδάνεισα αὐτὰ ἐκεῖνοι πούχουν, ψυχή, ἀναπνοή, αἰσθήματα, σῶμα καὶ κίνηση. Τὸ Δανειστὴ τοῦ κόσμου, Σίμωνα, ὅσο, λοιπόν, μαζί σου ἔχεις παρακάλεσε καὶ φώναξε: «λευτέρωσέ με ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιζ´ Οὐ δύνασαι δοῦναί μοι ἅπερ ἐποφείλεις μοι, κἂν σίγησον, ἵνα σοι χαρισθῇ ἡ ὀφειλή, μὴ καταδίκαζε τὴν καταδεδικασμένην, μὴ εὐτελίσῃς τὴν εὐτελισμένη, ἡσύχασον, οὗ τῶν σῶν οὐδὲ ταύτης βούλομαί τι, χρεωλύτης γὰρ τῶν δύο ᾖλθον ἑγὼ ὑμῖν καὶ πᾶσι, νομίμως, Σίμων, ἔζησας, ἀλλ᾿ ἐχρεώστησας, ἐλθὲ οὖν πρὸς τὴν χάριν μου, ἵν᾿ ἀποδώσης μοι, ἰδὲ τὴν πόρνην ἣν βλέπεις καθάπερ τὴν ἐκκλησίαν βοῶσα, «ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιζ´ Δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ ξεπληρώσεις αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς ἀκόμα. Καλλίτερα μὴ μιλᾷς, γιὰ νὰ σοῦ χαρισθῆ ἡ ὀφειλή. Μὴν καταδικάζῃς τὴν καταδικασμένη, μὴν ἐξευτελίσης τὴν ἐξευτελισμένη, ἡσύχασε. Δὲν θέλω τίποτα ἀπ᾿ ὅσα μοῦ χρωστᾷς οὔτε κι ἀπ᾿ αὐτήν, γιατὶ ᾖρθα νὰ χαρίσω τὰ χρέη καὶ τῶν δυὸ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου.Ἔζησες, Σίμωνα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο, μὰ βγῆκες χρεωμένος. Ἔλα, λοιπὸν στὴ Χάρι μου γιὰ νὰ ξεχρεωθῆς. Λογάριασε τὴν πόρνη ποὺ βλέπεις σὰν τὴν Ἐκκλησία νὰ φωνάζῃ: «ἀρνιέμαι καὶ περιφρονῶ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιη´ Ὑπάγετε, τὸ λοιπὸν τῶν χρεῶν ἐλύθητε, πορεύθητε, ἐνοχῆς παρεκτὸς πάσης ἐστέ, ἠλευθερώθητε, μὴ πάλιν ὑποταγῆτε, τοῦ χειρογράφου σχισθέντος μὴ ἄλλο ποιήσετε», τὸ αὐτὸ οὖν, Ἰησοῦ μου, λέξον κἀμοί, ἐπειδὴ σοὶ ἀποδοῦναι ἃ χρεωστῷ οὐκ ἐξισχύω, σὺν τόκῳ γὰρ ἀνήλωσα καὶ τὸ κεφάλαιον, διὸ μὴ ἀπαιτήσῃς με ὅσον παρέσχες μοι, τοῦ τῆς ψυχῆς κεφαλαίου καὶ τῆς σαρκός μου τοῦ τόκου κουφίσας με ὡς εὔσπλαγχνος, ἄνες, ἄφες τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ιη´ Πηγαίνετε. Ἀπὸ ῾δῶ καὶ πέρα δὲ χρωστᾶτε πιά. Φύγετε. Ἐνοχὴ δὲν ἔχετε καμμιά. Λευτερωθήκατε. Μὴν ξαναπιαστῆτε στὸ κακό. Ἀφοῦ σχίστηκε τὸ χρεώγραφο μὴν φτιάχνετε ἄλλο». Τὸ ἴδιο, λοιπόν, Ἰησοῦ μου, πὲς καὶ γιὰ μένα, ἐπειδὴ νὰ Σοῦ πληρώσω δὲν μπορῶ αὐτὰ ποὺ Σοῦ χρωστάω, ἀφοῦ ξόδεψα μαζὶ μὲ τὸν τόκο καὶ τὸ κεφάλαιο. Γι᾿ αὐτὸ μή μου ζητήσῃς ὅσα μου ἔδωκες. Τῆς ψυχῆς μου τὸ κεφάλαιο καὶ τοῦ σώματός μου τὸν τόκο ἀπὸ τὸ βάρος ἀνακούφισε, Στοργικέ, καὶ χάρισέ μου λευτεριὰ καὶ ἀπολύτρωση ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
http://www.imaik.gr/?p=2323#more-2323