Γέρων Ἠσύχιος Γρηγοριάτης. (+ 1896 – 1999). Μέρος Β’

 Δεῖτε ἐδῶ:α’μέρος
 
-῾Ετοιμάζεσθε τώρα περισσότερο γιά τήν ἄλλη ζωή, πάτερ ῾Ησύχιε;

Προσπαθοῦμε τώρα στά τελευταῖα, ὅσο μποροῦμε, ἀλλά ὁ νοῦς μου τρέχει πότε ἀπό ἐδῶ καί πότε ἀπ᾿ ἐκεῖ. Τώρα μοῦ ἦλθε καί νέο τηλεγράφημα: ῞Ενας πόνος μέ ἄρχισε στά πόδια, σάν νά μέ σουβλίζουν μέ τρυπάνι. Τέτοιο πόνο πρώτη φορά τόν αἰσθάνομαι στήν ζωή μου. Εἶναι κι αὐτό σημάδι ὅτι ὁ καιρός πλησιάζει γιά τήν ἀναχώρησι. Μοῦ εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι οἱ πειρασμοί ἔρχονται στό μελλοθάντο, τρεῖς μέρες ἐνωρίτερα γιά νά τόν πειράξουν.
-Πῶς θά σωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ὀγδοῆτες Μοναχοί, πάτερ ῾Ησύχιε;
Ἐσεῖς δέν δικαιολογεῖσθε νά μή σωθῆτε. ῎Εχετε στά χέρια σας τά ἅγια βιβλία. Σ᾿ αὐτά θά βρῆτε τούς τρόπους γιά νά ἀποκτήσετε τίς ἀρετές· τήν νηστεία, τήν σιωπή, τήν ταπείνωσι καί ἄλλες.
-Γιατί χρειάζεται ἡ νηστεία στήν ζωή μας, πάτερ ῾Ησύχιε;
῾Η νηστεία χρειάζεται μόνο γιά τήν ἐκκοπή τῶν παθῶν. ῎Αλλο σκοπό δέν ἔχει. ῞Οταν γίνουμε ἀληθινά παιδιά τοῦ Θεοῦ, χωρίς πάθη καί ἁμαρτίες, ἡ νηστεία δέν μᾶς βλάπτει βέβαια, ἀλλά οὔτε καί μᾶς ὠφελεῖ. ῞Οπως καί οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου μας, δέν ἐχρειάζοντο νά νηστεύουν διότι ἦσαν μέ τόν Νυμφίο Διδάσκαλο Χριστό. ῾Ο νέος μοναχός πρέπει νά νηστεύῃ γιά νά καταπολεμήσῃ τά πάθη, ἀλλά καί ὁ γέροντας στήν ἡλικία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐστηρή νηστεία.
-Πῶς θά ἀποκτήσουμε τήν μνήμη τοῦ θανάτου, πάτερ ῾Ησύχιε;
Αὐτό εἶναι τό κυριώτερο. Ἀλλά ἡ καλοπέρασι καί ἡ καλοφαγία εἶναι, οἱ πιό μεγάλοι ἐχθροί της. ῾Η μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς χαρίζει σταδιακά ταπείνωσι, φόβο Θεοῦ καί εἰρηνική προσευχή. Οἱ Πατέρες μᾶς λέγουν νά βυθίζουμε τήν σκέψι μας στήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, στήν ὥρα τῆς μελλούσης κρίσεως, καί στήν ἀπάντησι πού θά δώσῃ ὁ Δικαιοκρίτης Θεός γιά τό προορισμό τῆς ψυχῆς μας. ῞Ολες αὐτές οἱ σκέψεις μᾶς προκαλοῦν συντριβή καί τά μάτια μας βουρκώνουν. Στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας θά φυτρώσῃ ἡ ἐλπίδα ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Καθημερινά ὅμως νά προσπαθοῦμε νά ἔχουμε τό πένθος, διότι μέ αὐτό ἔρχεται ἡ ἐσωτερική ταπείνωσι καί ἁγία ἁπλότης.
-Μέ ποιά ἔργα θά σωθῇ ὁ Μοναχός, πάτερ ῾Ησύχιε;
Δέν σώζεται μέ τά ἔργα του, ἀλλά μέ τήν βαθειά ταπείνωσι. ῞Ομως γιά τόν Μοναχό, ὅλα χρειάζεται νά τά κάνῃ. Οἱ μετάνοιες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχές, ἡ ὑπακοή, ἡ ὑπομονή. Ἐμεῖς εὔκολα ἀγριεύουμε, ὅταν κάποιος μᾶς ἐλέγξῃ ἤ μᾶς προσβάλῃ. Αὐτό δείχνει ὅτι δέν ἔχουμε ἀκόμη προοδεύσει στήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως. ῾Ο ταπεινός εἶναι σάν τό γαϊδούρι. Τό κτυπᾶς καί δέν σοῦ μιλάει. Τό ὑβρίζεις καί δέν σοῦ ἀπαντᾶ. Τό μεταφέρεις ὅπου θέλεις καί δέν ἀντιδρᾶ, ἔστω κι ἄν εἶναι βαρυφορτωμένο. ῎Αμποτε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μιμηθοῦμε τίς ἐνστικτώδεις ἀρετές τῶν ζώων καί γρήγορα θά φθάσουμε στήν ἀπάθεια.
-Γνωρίζεις ἄλλους Πατέρες ἤ εὐσεβεῖς λαϊκούς ἀπό τό ῞Αγιον ῎Ορος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐνάρετο βίο;
Ναί, γνωρίζω ἀρκετά γιά τό γέρο Βησσαρίωνα τόν Διονυσιάτη, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε γιά πολλά χρόνια στά Μετόχια  τῆς Μονῆς του. Δύο ἡμέρες πρίν φύγει ἀπό τά ἐγκόσμια, παρουσιάστηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος, Προστάτης τῆς Μονῆς του, ἐκεῖ στό Μετόχι τῆς Χαλκιδικῆς πού ἐδούλευε καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε στό Μοναστήρι, θά ἔλθω σέ δύο ἡμέρες νά σέ πάρω». Πράγματι, ἐπέστρεψε στήν Μονή του. Οἱ Πατέρες καί ὁ ῾Ηγούμενος τόν ἐρώτησαν περίεργα γιατί ἐπέστρεψε. Ἐκεῖνος τούς ἔλεγε μέ χαρά τό γεγονός τῆς ἐλεύσεως καί εἰδοποιήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅτι μεθαύριο θά ἀναχωρήσῃ ἀπό τά ἐπίγεια γιά τά ἐπουράνια, ὅπως καί ἔγινε. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Εἴχαμε καί ἐμεῖς στό Μοναστήρι μας, ἕνα ἐργάτη, τόν Διογένη. Καταγόταν ἀπό τήν Μυτιλήνη. Πρό τοῦ θανάτου του ἦλθαν τά πονηρά πνεύματα μέ τήν μορφή γουρουνιῶν. Τόν τραβοῦσαν, ἐγρύλλιζαν, θορυβοῦσαν. ῎Αλλοτε ἔπαιρναν διαφορετικές μορφές. Μιά φορά παρουσιάστηκαν δύο μαῦροι μέ κέρατα, κοντοῦ ἀναστήματος, οἱ ὁποῖοι τόν ἐκύτταζαν. Τότε ἦλθε ἕνας πελώριος δαίμονας ἀναστήματος μέχρι τριῶν μέτρων καί εἶπε στούς ἄλλους τούς μικρούς:
-Πᾶρτε τον αὐτόν, δέν ἔχει ζωή. Τί τόν περιμένετε; Τοῦ ἀπήντησαν οἱ ἄλλοι δαίμονες:
-Δέν εἶναι ἐντάξει στά χαρτιά μας. Δέν εἶναι δικός μας, δέν μποροῦμε νά τόν πάρουμε. –Τί εἶναι αὐτά πού λέτε; Τόσο καιρό τί κάνετε, γιατί δέν τόν ἑτοιμάσατε; (δηλαδή νά τόν ρίξουν σέ καμμιά ἁμαρτία).
Τότε οἱ μικροί δαίμονες, ἐδικαιολογοῦντο. ῾Ο ἀρχηγός τους θυμωμένος τούς ἄρχισε στά χαστούκια καί τούς ἐξαφάνισε. Μετά κάθισε ὁ ἴδιος ἀπέναντι ἀπό τόν ἀσθενῆ ἐπί μισή ὥρα, χωρίς νά λέγῃ ἤ νά κάνῃ κάτι. Τότε σέ δέκα λεπτά ἦλθαν συνοδεῖες ἀπό διάκους καί ἱερεῖς λαμπροφορεμένοι, οἱ ὁποῖοι ἔμπαιναν στό κελλί τοῦ Διογένους. Περνοῦσαν ἀπό δίπλα του. Τόν χάϊδευαν στήν πλάτη καί τοῦ ἔλεγαν· «δικός μας εἶσαι, δικός μας. Κάνε ὑπομονή καί θά ἔλθουμε σέ τρεῖς ἡμέρες νά σέ πάρουμε. Καί πράγματι σέ τρεῖς ἡμέρες ἔφυγε. ῏Ηταν ἅγιος ἄνθρωπος ὁ Διογένης. Πρίν πεθάνει ἀξιώθηκε καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Καί τώρα τελευταῖα, ἄκουσα γιά ἕνα ἐργάτη, πού ἐργάσθηκε σέ πολλές Μονές τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στόν ἀρσανᾶ τῆς Μονῆς Ξηροποτάμου. Ζοῦσε μόνος του καί τόν βρῆκαν πεθαμένο, μετά ἀπό 40 ἡμέρες. Τό θαυμαστό εἶναι, ὅτι ὄχι μόνο δέν ἀποσυντέθηκε τό σῶμα του, ἀλλά καί εὐωδίαζε σάν λείψανο ἁγίου. Δέν θυμᾶμαι ποιό ἦταν τό ὄνομά του. Τό παρόν γεγονός συνέβη τό 1981. Τό γνωρίζουν καί οἱ νεώτεροι πατέρες.

Θυμᾶσαι, πάτερ ῾Ησύχιε, περιπτώσεις παιδαγωγικῆς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ πρός ἐσᾶς ἤ πρός ἄλλους Μοναχούς;
Μέ τήν ἐρώτησι αὐτή, πάτερ, μοῦ φέρνεις στήν μνήμη μου τό ἑξῆς γεγονός, πού συνέβη, ὅταν ἤμουν κηπουρός ἐδῶ εἰς τἠν Μονή μας.
Κάποτε ἦλθε ἕνας ἀσκητής ἀπό τά Καρούλια, καί μοῦ ἐζήτησε φασολάκια φρέσκα. Ἐκείνη τήν περίοδο εἶχαν ὡριμάσει αὐτά καί τοῦ εἶπα· «πήγαινε στό τάδε πεζούλι νά κόψῃς». Ἐκεῖνος ἐπῆγε σέ ἄλλο πεζούλι καί ἔκοψε ἄλλα φασολάκια πού δέν εἶχαν ὡριμάσει ἀκόμη.
῞Οταν μοῦ τό εἶπε, ὄχι ἁπλῶς λυπήθηκα, ἀλλά ἀγανάκτησα καί τόν ἐμάλωσα. Μετά ὅμως πολύ τό ἐμετάνοιωσα πού τόν ἐστενοχώρησα. ῾Ο Θεός πού εἶδε τήν ἀγανάκτησί μου, δέν μέ ἄφησε ἀφρονιμάτιστον. Τήν ἑπομένη ἡμέρα τό πρωῒ ἐπῆγα σέ ἐκεῖνο τό πεζούλι πού ἔκοψε τά φασολάκια ὁ ἀσκητής, καί τί νά ἰδῶ; Τά φύλλα εἶχαν γίνει, ὄχι ἀπλῶς κίτρινα, ἀλλά στάκτη.
Σκέφθηκα νά καλέσω τόν ἀσκητή νά τοῦ ζητήσω συγνώμη καί νά τά εὐλογήσῃ, ἀλλά τό κακό ἦταν ἀνεπανόρθωτο. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν, ὅτι ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀφροσύνη καί μισαδελφία μου, τό Μοναστήρι στερήθηκε τά φασολάκια ἐπί δύο μῆνες.
Στά μεγάλα Μοναστήρια τοῦ ῎Αθωνα, ὑπῆρχε συνήθεια τό παλαιό καιρό νά πηγαίνουν οἱ ἀσκητές νά βοηθοῦν καί νά παίρνουν κάτι ἀπο τά εἴδη συγκομιδῆς γιά τόν κόπον τους.
Σέ μιά Μονή ἦταν περίοδος τρύγου. Ἐπῆγαν ἀρκετοί ἀσκητές νά δουλέψουν. Τό βραδάκι, ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς ἐπῆρε ὡς εὐλογία ἕνα καλάθι σταφύλια, καί τά ἔκρυψε μέσα σέ ἕνα θάμνο, γιά νά τά πάρῃ ἀργότερα. ῾Ο οἰκονόμος τῆς Μονῆς, ἀνεκάλυψε τά σταφύλια. Ἐπέπληξε ὡς κλέπτη τόν ἀσκητή, καί ὅλα τά σταφύλια τά ἐπάτησε. ῾Ο Θεός δέν ἀργεῖ καί ἐδῶ, ἕνεκα τῆς μισαδελφίας τοῦ ἀδελφοῦ Μοναχοῦ, νά ἐπιφέρῃ μεγάλη καταστροφή. Τήν νύκτα ἔβρεξε τόσο πολύ, πού ὁ χείμαρρος ἔγινε ἕνα ὁρμητικό ποτάμι.
῞Ο,τι εὕρισκε στό διάβα του τό παρέσυρε. ῎Ετσι οἱ κῆποι, τά ἀμπέλια, τά ἐλαιοτριβεῖα, τά σπίτια, τά πεζούλια, οἱ ἐργατοκαλύβες παρασύρθηκαν. Σκεπάσθησαν ἀπό τούς σωρούς τῶν χωμάτων καί τῶν πετρῶν καί τῶν τεραστίων βράχων.
῞Ολη σήμερα αὐτή ἡ περιοχή, ἡ ὁποία ἄλλοτε ἦταν τεράστιος μοναστηριακός ἀμπελῶνας, πλησίον τῆς παραλίας τῆς Μονῆς μας, εἶναι ἕνα δάσος ἀπό πέτρες, χαλίκια, ἄμμο καί θάμνους. Αὐτός ὁ κατακλυσμός, μοῦ ἔλεγαν οἱ Πατέρες, ἔγινε τό 1910.
Μία ἄλλη τιμωρία τοῦ Θεοῦ ἔγινε σ᾿ ἕνα ἄλλο Μοναστήρι τό 1937. ῞Ενας ἀσκητής Μοναχός, ἦλθε στή Μονή αὐτή καί ἐζήτησε ὡς εὐλογία λίγες ντομάτες. Δυστυχῶς ὁ ἀδελφός κηπουρός, προφασιζόμενος ὅτι αὐτές πού ἔχει εἶναι λίγες καί δέν θά ἐπαρκέσουν οὔτε γιά τούς Πατέρες τῆς Μονῆς, ἀρνήθηκε νά τοῦ δώσῃ, ἔστω καί λίγες.
Τότε στενοχωρημένος ὁ ἀσκητής τοῦ εἶπε: «νά ἔχετε καί νά μή ἔχετε».
Πράγματι ὁ Θεός ἄκουσε τήν δίκαιη ἀγανάκτησί του, καί ἔκτοτε στήν Μονή αὐτή συμβαίνει τό ἑξῆς παράδοξο φαινόμενο. Φυτεύουν οἱ Πατέρες κηπουροί τούς βλαστούς νέας ντομάτας, βγάζουν λουλούδια, ἀλλά δέν καρποφοροῦν. Πέφτουν παραδόξως τά λουλούδια τους. ῞Ο,τι φυτοφάρμακα καί νά χρησιμοποιηθοῦν δέν φέρνουν κανένα ἀποτέλεσμα.
Σέ μιά ἄλλη Μονή ἐπῆγε ἕνας ἀσκητής ἀπό τά Κατουνάκια νά ζητήσῃ ἀπό τόν κηπουρό λίγες μελιτζάνες. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: Ἔχω λίγες καί δέν ἠμπορῶ νά σοῦ δώσω.
Τίς χρειάζομαι γιά τούς Πατέρες τῆς Μονῆς. ῎Εφυγε ὁ ἀσκητής λυπημένος, χωρίς νά εἰπῇ τίποτα. Τήν ἴδια στιγμή ὀργή Θεοῦ ἔπεσε στίς ρίζες τῶν μελιτζανῶν καί ἄρχισαν νά μαραίνωνται. Τό εἶδε τό φαινόμενο αὐτό ὁ κηπουρός, καί ἔτρεξε στόν ῾Ηγούμενο νά τό ἀναγγείλῃ.
Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε νά φωνάξῃ ἀμέσως τόν ἀσκητή ἐκεῖνον γιά νά τίς εὐλογήσῃ. Πράγματι, μόλις ἐκεῖνος εἶχε φύγει, τόν ἐπρόλαβε. Τόν ἐγύρισε πίσω. Τόν παρεκάλεσε νά εὐλογήσῃ τίς μελιτζάνες. Τοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο λίγες, ἀλλά πολλές καί ἄλλα τρόφιμα καί τόν κατευώδωσε μέχρι τήν πύλη τῆς Μονῆς. Κατά παράδοξον πάλιν τρόπον ἄρχισαν οἱ μελιτζάνες νά ἀναζωογονοῦνται.
Τό ἔτος 1990 ὁ γέρο Ἡσύχιος, σέ ἡλικία 94 ἐτῶν ἔσπασε τό ἕνα πόδι του. Μεταφέρθηκε ἐπειγόντως στήν Θεσσαλονίκη γιά τήν χειρουργική ἀποκατάστασι τοῦ κατάγματος. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν ὄχι τόσο νά γίνη καλά, ὅσο νά ἐπιστρέψη στό Μοναστήρι μας. Τό θεωροῦσε ἁμάρτημα καί μοναχική ἀποτυχία νά πεθάνη ἔξω στόν κόσμο.
Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἔσπασε καί τό ἄλλο πόδι του. Μετά  ἀπό πιέσεις τοῦ ἰατροῦ καί τοῦ Γέροντος τῆς Μονῆς μας, βγῆκε στόν κόσμο γιά τό χειρουργεῖο. Μετά ἀπό κάποια βελτίωσί του ἐζήτησε νά γυρίση στό Μοναστήρι. Ἐπειδή ἦτο ἰσχυρά κρᾶσις ἔζησε ἀκόμη ἐννέα χρόνια, στά ὁποῖα δέχθηκε τίς φιλάδελφες περιποιήσεις ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ἐκ περιτροπῆς.
Ὁ πόθος του ἦτο νά πεθάνη στήν μνήμη τοῦ Γενεσίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἦτο ἡ ἡμέρα στήν ὁποία ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Δέν ἐκοιμήθη τότε, ἀλλά τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του συνέπεσε τήν ἡμέρα τοῦ Γενεσίου τοῦ Προδρόμου, τήν 23ην Ἰουνίου 1999.

Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου  

Ἅγιον Ὅρος Ἄθω  
2005


Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
________________________________________________


Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.