ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,

ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΗΘΕΣΔΑ [Μέρος Δεύτερο: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.5,14-22]

[Επιλεγμένα αποσπάσματα από τις ομιλία ΛΗ΄ του αγίου, που εμπεριέχεται στο Υπόμνημά του στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο]

«Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται(:Έπειτα από αυτά, τον βρήκε ο Ιησούς στην αυλή του ναού και του είπε: ’’πρόσεξε· έγινες υγιής· μην αμαρτάνεις πλέον, για να μη σου συμβεί κάτι χειρότερο’’)»[Ιω.5,14].

Φοβερό πράγμα η αμαρτία, φοβερό και ολέθριο για την ψυχή. Πολλές φορές επιπλέον το κακό υπερπλεονάζει και βλάπτει και τα σώματα. Επειδή δηλαδή ως επί το πλείστον, όταν ασθενεί η ψυχή μας, δε συναισθανόμαστε το άλγος, όταν όμως το σώμα μας πάθει έστω και την παραμικρή βλάβη, καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια, για να το απαλλάξουμε από την ασθένεια, για τον λόγο αυτό πολλές φορές ο Θεός τιμωρεί το σώμα για τα αμαρτήματα της ψυχής, ώστε με τη δοκιμασία του μικρότερου να θεραπευθεί το μεγαλύτερο.

Με αυτόν τον τρόπο και ο απόστολος Παύλος θεράπευσε τον άνθρωπο που πόρνευε στην Κόρινθο, αφού συγκράτησε την ασθένεια της ψυχής με την φθορά του σώματος· διότι κατέστειλε το κακό, κάνοντας εγχειρητική τομή στο σώμα, σαν να ήταν ένας άριστος γιατρός, ο οποίος, όταν δεν υποχωρεί η υδρωπικία ή η ασθένεια της σπλήνας, με την χρησιμοποίηση εσωτερικών φαρμάκων, τα καυτηριάζει εξωτερικώς[βλ. Α΄Κορ.5,1-5λως κούεται ν μν πορνεία, κα τοιαύτη πορνεία, τις οδ ν τος θνεσιν νομάζεται, στε γυνακά τινα το πατρς χειν.κα μες πεφυσιωμένοι στέ, κα οχ μλλον πενθήσατε, να ξαρθ κ μέσου μν τ ργον τοτο ποιήσας! γ μν γρ ς πν τ σώματι, παρν δ τ πνεύματι, δη κέκρικα ς παρν τν οτω τοτο κατεργασάμενον,ν τ νόματι το Κυρίου μν ησο Χριστο συναχθέντων μν κα το μο πνεύματος σν τ δυνάμει το Κυρίου μν ησο Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(: Είμαι όμως υποχρεωμένος από την αγάπη που σας έχω, να σας κάνω μερικές ακόμη παρατηρήσεις.

Έχει διαδοθεί και είναι γνωστό παντού, ότι επικρατεί μεταξύ σας πορνεία και τέτοια μάλιστα φοβερή πορνεία, η οποία ούτε και μεταξύ αυτών των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, σε σημείο που κάποιος από εσάς να συζεί με τη γυναίκα του πατέρα του, δηλαδή τη μητριά του. Και εσείς εντούτοις εξακολουθείτε να είστε φαντασμένοι και υπερήφανοι για τη σοφία σας και τα χαρίσματά σας, και δεν πενθήσατε μάλλον όλοι σας, για να εκδιωχθεί εκ μέρους του Θεού και να λείψει από την κοινωνία σας εκείνος, που διέπραξε τη φοβερή αυτή αμαρτία! Διότι εγώ, σας το λέγω καθαρά, αν και είμαι απών σωματικώς, είμαι όμως με τον νου και την καρδιά παρών μεταξύ σας, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει, σαν να ήμουν παρών μεταξύ σας, αυτόν ο οποίος κατά έναν τέτοιον αναίσχυντο τρόπο έχει διαπράξει τη φοβερή αμαρτία. Και πρέπει, λοιπόν, αφού εν τω ονόματι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού συγκεντρωθείτε όλοι σας, και εσείς και το πνεύμα μου μαζί με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να παραδώσουμε αυτόν τον άνθρωπο στο σατανά( με την αποκοπή του από την Εκκλησία), για να τιμωρηθεί και να ταλαιπωρηθεί σκληρά το σώμα του και να συνέλθει με την παιδαγωγική αυτή τιμωρία, ώστε να σωθεί η ψυχή του, κατά τη μεγάλη εκείνη ημέρα του Κυρίου ημών Ιησού)».

Το ίδιο έκανε και ο Χριστός στην περίπτωση του παραλύτου. Και πρόσεξε πώς ομίλησε ο Κύριος για να δηλώσει αυτό: «Ιδού τώρα έχεις γίνει υγιής. Να μην αμαρτάνεις πλέον για να μη σου συμβεί τίποτε χειρότερο». Τι διδασκόμαστε λοιπόν από τα λόγια αυτά; Καταρχάς ότι η ασθένεια προήλθε από τις αμαρτίες στον παραλυτικό. Δεύτερο ότι ο λόγος για την γέεννα είναι αξιόπιστος και τρίτον ότι η τιμωρία είναι μακρά και άπειρη. Πού είναι συνεπώς εκείνοι που διαμαρτύρονται λέγοντας: «Για το διάστημα μιας ώρας που φόνευσα και για το ελάχιστο χρονικό διάστημα που μοίχευσα, θα τιμωρούμαι αιωνίως;». Και ο παράλυτος της Βηθεσδά αντίστοιχα δεν αμάρτησε για τόσα έτη, για όσα τιμωρούνταν, και όμως σχεδόν μια ολόκληρη ζωή πέρασε ευρισκόμενος στη μακρόχρονη τιμωρία· διότι τα αμαρτήματα δεν κρίνονται από τον χρόνο που διαρκούν, αλλά από τη φύση των παραβάσεων.

Μαζί με αυτά και το εξής είναι δυνατό να προσέξουμε, ότι και αν ακόμη υποστούμε βαριά τιμωρία για τα προηγούμενα αμαρτήματα και έπειτα περιπέσουμε πάλι στα ίδια, πολύ περισσότερο θα πάθουμε εκ νέου πολύ χειρότερα. Και πολύ δικαιολογημένα. Διότι εκείνος που δεν έγινε καλύτερος ούτε με την τιμωρία, επισύρει για τον εαυτό του μεγαλύτερη ποινή ως αναίσθητος πλέον και περιφρονητής των εντολών του Θεού. Βέβαια η τιμωρία ήταν αρκετή μόνη της να διορθώσει και να καταστήσει σωφρονέστερο αυτόν που για μία φορά αμάρτησε. Επειδή όμως δε σωφρονίστηκε με την πρώτη τιμωρία που του επιβλήθηκε, αλλά αποτολμά με θράσος πάλι τα ίδια, είναι φυσικό και δίκαιο ένας τέτοιος άνθρωπος να υποστεί κάποια τιμωρία, την οποία ο ίδιος προκαλεί στον εαυτό του. Εάν λοιπόν τιμωρηθήκαμε κατά τη διάρκεια της παρούσης ζωής αλλά υποπέσαμε στη συνέχεια στα ίδια αμαρτήματα, κατόπιν τιμωρούμαστε αυστηρότερα· όταν όμως δεν τιμωρούμαστε στην παρούσα ζωή για τα όσα έχουμε αμαρτήσει, πώς δεν πρέπει να φοβόμαστε και να τρέμουμε επειδή πρόκειται αιωνίως πλέον να υποστούμε ανεπανόρθωτα κακά;

«Και για ποιο λόγο», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «δεν τιμωρούνται όλοι με τον ίδιο τρόπο;» Διότι βλέπουμε πολλούς από τους ασεβείς να είναι υγιείς και σφριγηλοί στο σώμα και να απολαμβάνουν μεγάλη ευημερία. Αλλά ας μην ενθαρρυνόμαστε και να απορούμε βλέποντας αυτούς ατιμώρητους στην παρούσα ζωή, αλλά γι’ αυτό ακριβώς να τους λυπούμαστε περισσότερο. Διότι το γεγονός ότι δεν υφίστανται εδώ καμία τιμωρία, γίνεται αιτία μεγαλύτερης τιμωρίας στον ουρανό. Και ο Παύλος για να το καταστήσει αυτό σαφές έλεγε: «κρινόμενοι δ π το Κυρίου παιδευόμεθα, να μ σν τ κόσμ κατακριθμεν(:τιμωρούμενοι τώρα από τον Κύριο με βάση τη δίκαιή Του κρίση, παιδαγωγούμαστε προς μετάνοια και διόρθωση, για να μην καταδικαστούμε οριστικά σε απώλεια μαζί με τον κόσμο της αμαρτίας)»[Α΄Κορ.11,32]. Διότι η εδώ τιμωρία έχει τον χαρακτήρα νουθεσίας, ενώ εκεί είναι πραγματική τιμωρία.

«Τι λοιπόν; Όλες οι ασθένειες προέρχονται από τα αμαρτήματα;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος. Όχι όλες βέβαια, αλλά οι περισσότερες. Μερικές προκαλούνται από ραθυμία. Πραγματικά η γαστριμαργία, η μέθη και η οκνηρία προκαλούν τις ασθένειες αυτού του είδους. Πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση ένα μόνο να προσέχουμε, πώς δηλαδή θα υποφέρουμε με ευχαρίστηση κάθε πληγή.

Οι ασθένειες επίσης προκαλούνται και για αποφυγή αμαρτημάτων, όπως βλέπουμε στα βιβλία των Βασιλειών κάποιον που για τον σκοπό αυτό καταλήφθηκε από μια οδυνηρή ασθένεια των ποδιών[βλ. Γ΄Βασιλ. 15,23: «κα τ λοιπ τν λόγων σ κα πσα δυναστεία ατο, ν ποίησε, κα τς πόλεις, ς κοδόμησεν, οκ δο τατα γεγραμμένα στν π βιβλί λόγων τν μερν τος βασιλεσιν ούδα; πλν ν τ καιρ το γήρως ατο πόνεσε τος πόδας ατοῦ(:Τα υπόλοιπα έργα του δίκαιου βασιλέως Ασά και όλα τα μεγάλα του κατορθώματα που είχε επιτύχει, και οι πόλεις τις οποίες οχύρωσε, όλα αυτά δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο των λόγων και των έργων των βασιλέων Ιούδα; Ωστόσο κατά τον καιρό των γηρατειών του υπέφερε αυτός από πόνους των ποδών του)»]. Προκαλούνται όμως οι ασθένειες και για να προοδεύσουμε στην αρετή, όπως λέγει ο Θεός στον Ιώβ: «μ ποποιο μου τ κρίμα. οει δέ με λλως σοι κεχρηματικέναι να ναφανς δίκαιος;(:Μην αρνείσαι και δεν μπορείς να αρνηθείς τη δίκαιη απόφασή μου και ενέργεια σχετικά με εσένα. Νομίζεις ότι για άλλο λόγο ενήργησα εγώ για εσένα και σε δοκίμασα, παρά μόνο για να αναδειχθείς δίκαιος;)»[Ιώβ, 40,8].

Αλλά γιατί τέλος πάντων αποκαλύπτει ο Χριστός τις αμαρτίες των παραλυτικών αυτών; Διότι και σε εκείνον, τον οποίο αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει: «Έχε θάρρος, παιδί μου· σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου»[Ματθ.9,2] και σε αυτόν της Βηθεσδά που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ιδού τώρα έχεις γίνει υγιής. Να μην αμαρτάνεις πλέον». Γνωρίζω βέβαια ότι μερικοί διαβάλλουν τον παραλυτικό αυτό, ισχυριζόμενοι ότι ο παραλυτικός αυτός έγινε κατήγορος του Χριστού και για τον λόγο αυτό άκουσε τον Χριστό να του λέγει αυτά τα λόγια. Τι θα πούμε όμως για εκείνον τον παράλυτο του Ματθαίου, ο οποίος άκουσε σχεδόν τα ίδια τα λόγια; Καθώς και σε εκείνον είπε: «Σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου».

Συνεπώς είναι φανερό ότι ο παράλυτος της Βηθεσδά δεν άκουσε αυτά περί αμαρτιών του εξαιτίας κάποιας κατηγορίας σε βάρος του Κυρίου. Και αυτό μάλιστα είναι δυνατό να το αντιληφθούμε καθαρότερα από τη συνέχεια· «Ύστερα από αυτά», λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «τον βρήκε ο Ιησούς στον ναό», πράγμα που είναι απόδειξη μεγάλης ευλάβειας· διότι δεν πήγε ο παράλυτος σε αγορές και σε περιπάτους, ούτε παρέδωσε τον εαυτό του σε τρυφή και την απόλαυση, αλλά περνούσε τον καιρό του στο ναό, μολονότι επρόκειτο να αντιμετωπίσει τόση μεγάλη επίθεση από τους Ιουδαίους και να εκδιώκεται από όλους από εκεί. Τίποτε όμως από αυτά δεν τον έπεισε να απομακρυνθεί από τον ναό. Όταν λοιπόν τον βρήκε εκεί ο Χριστός, αφού πλέον ο παράλυτος είχε συζητήσει με τους Ιουδαίους, δεν έκανε κανένα υπαινιγμό τέτοιου είδους. Διότι εάν δεν ήθελε να τον κατηγορήσει γι’ αυτό, θα έλεγε: «Πάλι τα ίδια επιχειρείς και ούτε με τη θεραπεία έγινες καλύτερος;». Όμως δεν του είπε τίποτε από αυτά, παρά μόνο τον ασφαλίζει για το μέλλον.

Γιατί όμως και όταν θεράπευσε χωλούς και άλλους αναπήρους, δεν ανέφερε σε καμία περίπτωση αυτά; Εγώ νομίζω ότι σε αυτούς η ασθένεια προερχόταν από τα αμαρτήματα, ενώ στους άλλους αυτό το πάθος οφειλόταν σε φυσική αιτία. Διαφορετικά και στους άλλους θα έλεγε τα ίδια που είπε στους παραλύτους· διότι η ασθένεια αυτή της παραλύσεως είναι χειρότερη από όλες τις άλλες, δια μέσου του μεγαλύτερου διορθώνει και τα ελαφρότερα. Δηλαδή, όπως όταν θεράπευσε κάποιον άλλο, του έλεγε να δοξάσει τον Θεό, δε συμβούλευε εκείνον μόνο, αλλά διαμέσου αυτού όλους τους ανθρώπους, κατά όμοιο τρόπο και σε αυτούς με όσα λέγει νουθετεί και συμβουλεύει όλους τους άλλους τα ίδια ακριβώς, που είπε στους παραλυτικούς. Επιπλέον πρέπει να πούμε και αυτό, ότι δηλαδή επειδή διείδε μέσα στην ψυχή του παραλυτικού την καρτερικότητα και επειδή αντιλήφθηκε ότι ήταν σε θέση να δεχθεί το παράγγελμα, τον συμβουλεύει και τον συγκρατεί και με την ευεργεσία και με τον φόβο των μελλοντικών κακών για την υγεία του.

Και πρόσεξε την έλλειψη κάθε υπερηφάνειας από τον Κύριο. Διότι δεν του είπε: «Κοίταξε, σε έκανα υγιή», αλλά «έχεις γίνει υγιής, να μην αμαρτάνεις πλέον». Επίσης δεν του είπε «για να μη σε τιμωρήσω», αλλά «για να μη σου συμβεί τίποτε χειρότερο». Και τα δύο τα εξέφρασε απροσώπως και του φανέρωσε ότι η αποκατάσταση της υγείας του ήταν περισσότερο αποτέλεσμα χάριτος παρά της προσωπικής αξίας του παραλύτου.Διότι δεν είπε ότι ο παραλυτικός επάξια απαλλάχτηκε από την τιμωρία, αλλά ότι θεραπεύτηκε από φιλανθρωπία. Επειδή αν δεν επρόκειτο για αυτό, θα του έλεγε: «Ιδού, τιμωρήθηκες αρκετά για τα αμαρτήματά σου. Είσαι πλέον ασφαλής». Τώρα όμως δεν του μίλησε έτσι, αλλά πώς; «Ιδού,έχεις γίνει υγιής. Να μην αμαρτάνεις πλέον». Εάν όμως δεν τιμωρούμαστε, μολονότι επιμένουμε στα ίδια αμαρτήματα, επαναλαμβάνω συνεχώς τον ακόλουθο αποστολικό λόγο: «λογίζ δ τοτο, νθρωπε, κρίνων τος τ τοιατα πράσσοντας κα ποιν ατά, τι σ κφεύξ τ κρμα το Θεο; το πλούτου τς χρηστότητος ατο κα τς νοχς κα τς μακροθυμίας καταφρονες, γνον τι τ χρηστν το Θεο ες μετάνοιάν σε γει; κατ δ τν σκληρότητά σου κα μετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτ ργν ν μέρ ργς κα ποκαλύψεως κα δικαιοκρισίας το Θεο, ς ποδώσει κάστ κατ ργα ατο, τος μν καθ᾿ πομονν ργου γαθο δόξαν κα τιμν κα φθαρσίαν ζητοσι ζων αώνιον, τος δ ξ ριθείας, κα πειθοσι μν τ ληθεί, πειθομένοις δ τ δικί, θυμς κα ργή(: Εσύ πάλι, άνθρωπε,ο οποίος καταδικάζεις τους άλλους που διαπράττουν αυτά,ενώ και εσύ κάνεις τα ίδια, νομίζεις ότι θα αποφύγεις την καταδίκη σου εκ μέρους του Θεού; Ή δείχνεις περιφρόνηση και αχαριστία προς τον πλούτο της αγαθότητος του Θεού και της ανεκτικότητάς Του και της μακροθυμίας Του απέναντί σου, θέλοντας έτσι να αγνοείς ότι η στοργή και η αγαθότητα του Θεού σε οδηγεί σε μετάνοια και σε διόρθωση; Σύμφωνα λοιπόν με τη σκληρότητά σου, με την αμετανόητη και αναίσθητη καρδιά σου, που δε μαλακώνει από την τόση στοργή του Θεού, συσσωρεύεις εναντίον του εαυτού σου θησαυρούς οργής, που θα ξεσπάσουν κατά την ημέρα, κατά την οποία θα εκδηλωθεί η οργή του Θεού και θα φανερωθεί η δίκαιη κρίση Του, ο οποίος και θα αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του· σε εκείνους μεν, οι οποίοι με υπομονή και επιμονή πράττουν τα αγαθά και ενάρετα έργα, ζητούν δε από τον Θεό τη δόξα του ουρανού και την αφθαρσία και την αθανασία, θα δώσει ο Θεός ζωή αιώνια πλησίον Του. Εναντίον όμως εκείνων,οι οποίοι από πνεύμα αντιλογίας και φιλονικίας δεν πείθονται μεν και δεν υποτάσσονται στην αλήθεια, πείθονται δε και υποδουλώνονται στην αδικία, θα ξεσπάσει θυμός και οργή)»[Ρωμ. 2,3-8].

Και δεν έδωσε στον παράλυτο απόδειξη της θεότητάς Του μονάχα με τη στερέωση του σώματός του, αλλά και με άλλον τρόπο· διότι με το να του πει: «Μην αμαρτάνεις πλέον», απέδειξε ότι γνώριζε όλα τα προηγούμενα σφάλματα, που είχε διαπράξει. Επομένως θα ήταν αξιόπιστος και για όσα του έλεγε ότι θα μπορούσαν να του συμβούν στο μέλλον εάν δεν διορθωνόταν.

«πλθεν νθρωπος κα νήγγειλε τος ουδαίοις τι ησος στιν ποιήσας ατν γιῆ(:Έφυγε τότε ο άνθρωπος από τον ναό, πήγε στους Ιουδαίους και τους ανήγγειλε ότι αυτός που τον έκανε υγιή είναι ο Ιησούς)»[Ιω.5,15].Πρόσεξε ότι ο παραλυτικός εξακολουθεί να παραμένει στην ίδια εκδήλωση ευγνωμοσύνης. Διότι δεν είπε ότι ο Χριστός ήταν αυτός που του είπε να σηκώσει το κρεβάτι του· επειδή δηλαδή εκείνοι προέβαλλαν συνεχώς το θεωρούμενο αμάρτημα της καταλύσεως της αργίας του Σαββάτου, αυτός πάντοτε προβάλλει διαρκώς την απολογία και έτσι αποκαλύπτει τον Ιατρό και προσπαθεί να προσελκύσει και τους άλλους και να τους κάνει φιλικά προσκείμενους προς τον Ιησού. Διότι δεν ήταν τόσο αναίσθητος, ώστε ύστερα από τόσο μεγάλη ευεργεσία και σπουδαία συμβουλή για την υπόλοιπη ζωή του, να προδώσει τον ευεργέτη του και να πει αυτά τα λόγια με κακοπροαίρετη διάθεση.

Πραγματικά, και αν ακόμη ήταν θηρίο ή αν ήταν απάνθρωπος και σκληρός σαν την πέτρα, η ευεργεσία και ο φόβος θα ήταν αρκετά για να τον συγκρατήσουν. Διότι στα αυτιά του θα ηχούσε ακόμη η απειλή και θα φοβόταν μήπως πάθαινε τίποτε χειρότερο, επειδή είχε λάβει πολύ μεγάλες αποδείξεις για τη δύναμη του Ιατρού· άλλωστε, αν ήθελε να Τον διαβάλλει, θα μπορούσε να αποσιωπήσει τη θεραπεία και να αναφέρει την παράβαση του νόμου και έτσι θα διατύπωνε την κατηγορία. Δε συνέβη όμως αυτό, οπωσδήποτε δε συνέβη. Αντίθετα, οι λόγοι του φανερώνουν μεγάλη παρρησία και ευγνωμοσύνη και επαινεί τον ευεργέτη του όχι λιγότερο από τον τυφλό. Διότι τι είπε εκείνος; «νθρωπος λεγόμενος ησος πηλν ποίησε κα πέχρισέ μου τος φθαλμος κα επέ μοι· παγε ες τν κολυμβήθραν το Σιλωμ κα νίψαι· πελθν δ κα νιψάμενος νέβλεψα(: Ένας άνθρωπος, που λεγόταν Ιησούς, έκανε πηλό, μου άλειψε τους οφθαλμούς και μου είπε: ’’Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου’’. Πήγα, νίφθηκα και απέκτησα το φως μου[Ιω.9,11]. Το ίδιο είπε και ο παράλυτος: «Αυτός που με έκανε υγιή είναι ο Ιησούς».

«Κα δι τοτο δίωκον τν ησον ο ουδαοι κα ζήτουν ατν ποκτεναι, τι τατα ποίει ν σαββάτῳ(:Και γι’ αυτό οι Ιουδαίοι κατεδίωκαν τον Ιησού και ζητούσαν να Τον φονεύσουν, διότι αυτά τα θαύματα τα έκανε κατά την ημέρα του Σαββάτου)»[Ιω.5,16] .Και τι απάντησε ο Ιησούς λοιπόν; « πατήρ μου ως ρτι ργάζεται, κγ ργάζομαι(:ο Πατέρας μου εργάζεται ακατάπαυστα έως τώρα-διότι δε δημιούργησε μόνο αλλά και κυβερνά τον κόσμο. Και εγώ ο Υιός Του εργάζομαι συνεχώς για τη σωτηρία των ανθρώπων-χωρίς να διακόπτω το έργο μου ούτε και το Σάββατο)»[Ιω.5,17].Και όταν λοιπόν έπρεπε να υπερασπίσει τους μαθητές Του που ημέρα Σαββάτου πείνασαν και άρχισαν να κόβουν στάχυα από ένα σπαρμένο αγρό, να τα τρίβουν και να τρώνε τον καρπό, έφερνε ως παράδειγμα τον ομόδουλό τους Δαβίδ, λέγοντας: «οκ νέγνωτε τί ποίησε Δαυΐδ τε πείνασεν ατς κα ο μετ᾿ ατο; πς εσλθεν ες τν οκον το Θεο κα τος ρτους τς προθέσεως φαγεν, ος οκ ξν ν ατ φαγεν οδ τος μετ᾿ ατο, ε μ μόνοις τος ερεσι;(:Δε διαβάσατε στις Γραφές τι έκανε ο Δαβίδ όταν πείνασε αυτός και οι άνθρωποι που ήσαν μαζί του; Δηλαδή, ότι μπήκε στον οίκο του Θεού, στη σκηνή του Μαρτυρίου και έφαγε τους άρτους, που ήσαν τοποθετημένοι στην τράπεζα της προθέσεως ως θυσία στον Θεό και τους οποίους δεν επιτρεπόταν ούτε σε αυτόν, ούτε στους ανθρώπους που είχε μαζί του να φάνε, παρά μόνο στους ιερείς. Και όμως ο Θεός δεν οργίστηκε γι΄αυτό)»[Ματθ.12,3-4]. Όταν όμως έπρεπε να δικαιολογήσει τον εαυτό Του, κατέφευγε στον Πατέρα, για να δείξει και από τις δύο πλευρές ότι ήταν ομότιμος με τον Πατέρα, και από το ότι επικαλείται Αυτόν ιδιαιτέρως και από το ότι κάνει τα ίδια με Εκείνον.

Και γιατί δεν είπε όσα είχαν γίνει στην Ιεριχώ με τη θεραπεία που επιτέλεσε εκεί στον εκ γενετής τυφλό; Ήθελε να τους ανυψώσει από τη γη, ώστε να μην Τον θεωρούν πλέον ως άνθρωπο, αλλά ως Θεό που όφειλε να νομοθετεί. Εάν όμως δεν ήταν γνήσιος Υιός και της ιδίας ουσίας με τον Πατέρα, τότε η δικαιολογία της καταλύσεως της αργίας του Σαββάτου είναι βαρύτερη από την κατηγορία. Πραγματικά, εάν κάποιος ύπαρχος κατέλυε ένα βασιλικό νόμο και κατηγορείτο γι’ αυτό και απολογείτο και έλεγε ότι και ο βασιλιάς κατέλυσε αυτόν τον νόμο, ασφαλώς δε θα μπορούσε να ξεφύγει με αυτά, αλλά θα καθιστούσε μεγαλύτερη την κατηγορία. Εδώ όμως, επειδή η αξία είναι ίση, γι’ αυτό και η απολογία έχει καταρτισθεί με κάθε βεβαιότητα και ασφάλεια· «διότι», λέγει, «από όσες κατηγορίες απαλλάσσετε τον Θεό, από τις ίδιες θα απαλλάξετε και εμένα». Γι’ αυτό πρόφθασε και είπε «ο Πατέρας μου», για να τους πείσει και παρά τη θέλησή τους να Του συγχωρήσουν τα ίδια με Εκείνον, από σεβασμό προς την αληθινή γνησιότητα.

Εάν όμως κάποιος ρωτούσε και έλεγε: «Και πού εργάζεται ο Πατήρ, αφού κατά την εβδόμη ημέρα αναπαύτηκε από όλα τα έργα Του;», ας μάθει τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται. Ποιος είναι λοιπόν ο τρόπος της εργασίας Του; Προνοεί και συντηρεί όλη τη δημιουργία.Όταν δηλαδή βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει, τη σελήνη να τρέχει, τις λίμνες, τις πηγές, τους ποταμούς, τις βροχές και την πορεία της φύσεως, όπως φαίνεται στους σπόρους ή στα σώματα τα δικά μας ή στα σώματα των αλόγων ζώων και σε όλα τα άλλα με τα οποία έχει συσταθεί ολόκληρο το σύμπαν, τότε θα καταλάβεις τη συνεχή εργασία του Πατρός. «Διότι ανατέλλει», λέγει, «τον ήλιο αδιακρίτως σε πονηρούς και αγαθούς και βρέχει σε δίκαιους και αδίκους»[Ματθ.5,45]. Και πάλι: «Ε δ τν χόρτον το γρο, σήμερον ντα κα αριον ες κλίβανον βαλλόμενον, Θες οτως μφιέννυσιν, ο πολλ μλλον μς, λιγόπιστοι;(: Εάν επίσης ο Θεός τόσο μεγαλοπρεπώς ενδύει τα αγριόχορτα που σήμερα υπάρχουν και αύριο ρίπτονται στο φούρνο να καούν, δε θα ενδύσει πολύ περισσότερο εσάς,ολιγόπιστοι;) [Ματθ.6,30]· και για τα πτηνά του ουρανού επίσης λέγει: «μβλέψατε ες τ πετειν το ορανο, τι ο σπείρουσιν οδ θερίζουσιν οδ συνάγουσιν ες ποθήκας κα πατρ μν οράνιος τρέφει ατά· οχ μες μλλον διαφέρετε ατν;(:Παρατηρήστε τα πτηνά του ουρανού και δείτε ότι αυτά ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συγκεντρώνουν τροφές σε αποθήκες. Και όμως ο Πατήρ σας ο ουράνιος τα τρέφει.Εσείς δεν έχετε ασυγκρίτως μεγαλύτερη αξία από αυτά;)»[Ματθ.6,26].

Εδώ λοιπόν ο Χριστός έκανε με τα λόγια το θαύμα Του την ημέρα του Σαββάτου και δεν πρόσθεσε πλέον τίποτε, αλλά από όσα έγιναν στο ναό και από τις πράξεις των Ιουδαίων αντικρούει την κατηγορία. Όπου όμως έδωσε εντολή να εκτελεσθεί και κάποιο έργο κατά το Σάββατο, όπως για παράδειγμα να σηκώσει ο πρώην παράλυτος άνθρωπος το κρεβάτι, το οποίο έργο δεν έπαιζε κανένα ρόλο στην επιτέλεση του θαύματος, παρά σε ένα μόνο συντελούσε, στο να δείξει καθαρά την κατάλυση του Σαββάτου, σε αυτές τις περιπτώσεις ανάγει τον λόγο στο σπουδαιότερο, επειδή θέλει να τους καταπλήξει με την αξία του Πατρός και να τους οδηγήσει σε ανώτερα επίπεδα.

Για τον λόγο αυτόν,όταν ομιλεί για το Σάββατο, δεν απολογείται μόνο ως άνθρωπος,ούτε ως Θεός μόνο, αλλά άλλοτε ως άνθρωπος και άλλοτε ως Θεός. Διότι ήθελε και τα δύο να γίνουν πιστευτά, δηλαδή και η οικονομία και συγκατάβαση της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και το αξίωμα της Θεότητος. Για τον λόγο αυτό και στην παρούσα περίπτωση απολογείται ως Θεός. Διότι, εάν επρόκειτο να ομιλεί προς αυτούς πάντοτε με βάση τα ανθρώπινα δεδομένα, θα παρέμεναν συνεχώς στην ίδια ταπεινή αντίληψη για τον Ιησού. Για να μη συμβεί λοιπόν αυτό, επικαλείται τον Πατέρα. Και όμως και η ίδια η κτίσις εργάζεται κατά το Σάββατο· πραγματικά και ο ήλιος διαγράφει την τροχιά του και τα ποτάμια κυλούν και οι πηγές αναβλύζουν και οι γυναίκες γεννούν τα παιδιά τους. Αλλά για να μάθεις ότι Αυτός δεν ήταν ένα ακόμη κτίσμα του Πατρός, δεν είπε «Ναι, εργάζομαι»· διότι και η κτίση εργάζεται· αλλά τι είπε; «Ναι, εργάζομαι, διότι και ο Πατήρ μου εργάζεται».

« Δι τοτο ον μλλον ζήτουν ατν ο ουδαοι ποκτεναι, τι ο μόνον λυε τ σάββατον, λλ κα πατέρα διον λεγε τν Θεόν, σον αυτν ποιν τ Θεῷ(: Για αυτά τα λόγια που άκουσαν ζητούσαν ακόμα περισσότερο οι Ιουδαίοι να Τον φονεύσουν, διότι όχι μόνο κατέλυε την αργία του Σαββάτου, αλλά και έλεγε ότι έχει δικό Του, κατά ένα αποκλειστικό και μοναδικό τρόπο, Πατέρα τον Θεό, και έκανε τον Εαυτό Του ίσο με τον Θεό)»[Ιω.5,18]. Και όμως δεν καθιστούσε φανερό αυτό μονάχα · διότι δεν το αποδείκνυε μόνο με τα λόγια, αλλά πολύ περισσότερο με έργα. Τι συμβαίνει λοιπόν και φέρονται έτσι οι Ιουδαίοι; Διότι τα λόγια τούς έδιναν τη δυνατότητα να Του επιτίθενται και να Τον κατηγορούν για αλαζονεία, ενώ όταν έβλεπαν την αλήθεια των πραγμάτων να αποκαλύπτεται και στα έργα ακόμη να ανακηρύσσεται περίτρανα η δύναμή Του, δεν μπορούσαν πλέον να προβάλουν καμία αντίρρηση.

Όσοι όμως δε θέλουν να δεχτούν αυτά με ευσεβή διάθεση, υποστηρίζουν ότι δεν έκανε ο Χριστός τον εαυτό Του ίσο προς τον Θεό, αλλά οι Ιουδαίοι είχαν την υποψία αυτήν. Για τον λόγο αυτό ας εξετάσουμε από την αρχή όσα έχουν λεχθεί. Πες μου, λοιπόν, κατεδίωκαν οι Ιουδαίοι τον Ιησού ή δεν Τον κατεδίωκαν; Είναι φανερό, νομίζω, στον καθένα ότι Τον κατεδίωκαν. Και Τον κατεδίωκαν γι’ αυτήν την αιτία ή για κάποια άλλη; Και αυτό είναι συνομολογούμενο ότι για τη συγκεκριμένη αιτία Τον κατεδίωκαν. Κατέλυε την αργία του Σαββάτου ή δεν την κατέλυε; Ούτε και σ’ αυτό μπορεί κανείς να έχει αντίρρηση. Ονόμαζε τον Θεό Πατέρα Του ή δεν Τον ονόμαζε; Και τούτο είναι αληθές. Επομένως, αυτή τη σειρά συλλογισμών ακολουθούν και τα εξής: Όπως δηλαδή το ότι έλεγε τον Θεό Πατέρα Του, το ότι κατέλυε την αργία του Σαββάτου, το ότι καταδιωκόταν από τους Ιουδαίους και για την κατάλυση της αργίας και για την επίκληση του Θεού ως Πατέρα δεν ήταν μία εσφαλμένη υποψία , αλλά γεγονός πραγματικό, κατά όμοιο τρόπο και το ότι έκανε ο Ιησούς τον εαυτό Του ίσο με τον Θεό ήταν απόδειξη που πήγαζε από την ίδια συλλογιστική διαδικασία.

Αλλά και από τα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως είναι δυνατό να το αντιληφθούμε αυτό με σαφέστερο τρόπο. Πραγματικά η φράση του Χριστού «Ο Πατήρ εργάζεται και εγώ εργάζομαι» σημαίνει ότι υποδείκνυε τον εαυτό Του ως ίσο με τον Θεό. Διότι σε αυτά τα λόγια δεν φανέρωνε καμία διαφορά μεταξύ Τους να υπάρχει. Διότι δεν είπε: «Εκείνος μεν εργάζεται, εγώ δε Τον υπηρετώ», αλλά : «Όπως εργάζεται Εκείνος, έτσι εργάζομαι και εγώ». Με αυτά τα λόγια απέδειξε μεγάλη ισότητα μεταξύ τους.

Εάν όμως ο Κύριος δεν ήθελε να παρουσιάσει αυτήν την ισότητα προς τον Πατέρα, αλλά οι Ιουδαίοι μάταια είχαν την υποψία αυτήν, ασφαλώς δε θα τους άφηνε να έχουν την εσφαλμένη αυτή γνώμη, αλλά θα τους απομάκρυνε από την πλάνη αυτήν. Ούτε και ο Ευαγγελιστής θα το αποσιωπούσε, αλλά θα έλεγε καθαρά ότι οι Ιουδαίοι είχαν αυτήν την υποψία, ενώ ο Ιησούς δεν έκανε τον εαυτό Του ίσο με τον Θεό. Όπως ακριβώς έκανε το ίδιο και σε άλλη περίπτωση, όταν έβλεπε ότι αυτό που έλεγε το αντιλαμβάνονταν οι ακροατές Του με διαφορετική σημασία από την πραγματική· παραδείγματος χάρη, ο Χριστός έλεγε : «λύσατε τν ναν τοτον, κα ν τρισν μέραις γερ ατόν(: γκρεμίστε τον ναό αυτό και σε τρεις ημέρες εγώ θα τον ανοικοδομήσω)»[Ιω.2,19],αναφερόμενος στο σώμα Του(«. Όμως οι Ιουδαίοι, επειδή δεν το κατάλαβαν αυτό, νόμισαν ότι αναφερόταν στον ιουδαϊκό ναό και έλεγαν : «τεσσαράκοντα κα ξ τεσιν κοδομήθη νας οτος, κα σ ν τρισν μέραις γερες ατόν;(:σαράντα έξι χρόνια χρειάστηκαν για να κτιστεί ο ναός αυτός και εσύ λες ότι θα τον ανοικοδομήσεις μέσα σε τρεις ημέρες;)»[Ιω.2,20]. Επειδή λοιπόν άλλο είπε ο Κύριος και άλλο κατάλαβαν οι Ιουδαίοι(διότι Εκείνος αναφερόταν στο σώμα Του, ενώ αυτοί νόμιζαν ότι ειπώθηκε αυτό για τον ναό τους), για να επισημάνει την παρανόηση αυτήν ο Ευαγγελιστής ή μάλλον για να διορθώσει αυτήν την υποψία τους, πρόσθεσε· «κενος δ λεγε περ το ναο το σώματος ατοῦ(:Εκείνος όμως έλεγε για τον ναό του σώματός Του)» [Ιω.2,21. Κατά συνέπεια και στην προκειμένη περίπτωση, εάν ο Χριστός δεν έκανε τον εαυτό Του ίσο προς τον Θεό ή δεν ήθελε να δώσει αυτήν την εντύπωση, και οι Ιουδαίοι σχημάτισαν αυτήν την υποψία, θα διόρθωνε ο Ευαγγελιστής και εδώ την υποψία τους και θα έλεγε: «Οι Ιουδαίοι μεν νόμιζαν ότι ο Ιησούς κάνει τον εαυτό Του ίσο προς τον Θεό, όμως ο Ιησούς δεν μιλούσε για την ισότητα αυτή».

Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο Ευαγγελιστής που κάνει αυτό σε αυτό εδώ το περιστατικό που αναφέρεται σχετικά με τον ναό. Και άλλος Ευαγγελιστής φαίνεται να κάνει ακριβώς το ίδιο σε άλλη περίπτωση. Όταν δηλαδή ο Ιησούς έδωσε παραγγελία στους μαθητές Του λέγοντας: «ρτε κα προσέχετε π τς ζύμης τν Φαρισαίων κα Σαδδουκαίων(:κοιτάξτε καλά και προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και των Σαδουκαίων)»[Ματθ.16,6], εκείνοι συλλογίζονταν και έλεγαν ότι δεν πήραν καθόλου ψωμιά μαζί τους[Ματθ.16,7]. Και άλλο εννοούσε ο Κύριος ονομάζοντας «ζύμη» τη διδασκαλία, ενώ άλλο κατάλαβαν οι μαθητές, νομίζοντας ότι ο Ιησούς αναφερόταν απλώς στα ψωμιά. Και αυτή την παρανόηση δεν τη διορθώνει ο Ευαγγελιστής πλέον, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, με τα εξής λόγια: «πς ο νοετε τι ο περ ρτου επον μν προσέχειν π τς ζύμης τν Φαρισαίων κα Σαδδουκαίων;(:Πώς δεν καταλαβαίνετε ότι δε σας είπα να προσέχετε από το υλικό προζύμι και τα ψωμιά των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων;». «Τότε συνκαν τι οκ επε προσέχειν π τς ζύμης το ρτου, λλ᾿ π τς διδαχς τν Φαρισαίων κα Σαδδουκαίων(: Τότε οι μαθητές κατάλαβαν ότι δεν τους είπε να προσέχουν από το προζύμι του ψωμιού, αλλά από την κακή διδασκαλία των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων, που μοιάζει με χαλασμένο προζύμι)».

Εδώ όμως δε συμβαίνει τίποτε παρόμοιο. «Και όμως», θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι «ο Χριστός για να αναιρέσει την ιδέα αυτή, πρόσθεσε: « ο δύναμαι γ ποιεν π᾿ μαυτο οδέν(: δεν μπορώ να πράττω τίποτε από τον εαυτό μου)»[Ιω.5,30].Το αντίθετο, άνθρωπέ μου,έχει κάνει. Διότι αυτό που είπε όχι μόνο δεν αναιρεί, αλλά και επιβεβαιώνει την ισότητα. Όμως πρόσεχε με ακρίβεια, διότι το συζητούμενο δεν είναι κάτι το ασήμαντο. Η έκφραση «από τον Εαυτό Του» βρίσκεται σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής και αναφέρεται και στον Ιησού και στο Άγιο Πνεύμα. Και επιβάλλεται να κατανοήσουμε τη σημασία της φράσης αυτής.Πράγματι, εάν κανείς την εκλάβει αυτήν καθ’εαυτήν, όπως είναι εύκολο να την εννοήσει, κοίταξε σε πόσο μεγάλο παραλογισμό καταλήγουμε. Διότι δεν είπε ότι άλλα μεν δύναται, ενώ άλλα δε δύναται να τα πράττει «από τον Εαυτό Του» αλλά είπε γενικώς «Δε δύναται ο Υιός να πράττει από τον Εαυτό Του τίποτε».

Ας ρωτήσουμε λοιπόν εκείνον που φέρνει αντιρρήσεις σε αυτά· Πες μου, δεν μπορεί τίποτε από τον εαυτό Του να πράττει ο Υιός; Και αν μας απαντήσει: «Τίποτε», θα του πούμε ότι το μέγιστο από τα αγαθά το έκανε από τον εαυτό Του. Και ο Παύλος διακηρύσσει και λέγει: «ς ν μορφ Θεο πάρχων οχ ρπαγμν γήσατο τ εναι σα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ(:Ο Χριστός δηλαδή αν και είχε την ίδια ουσία και τα ίδια άπειρα ιδιώματα με τον Θεό,και ως ζωντανή, αυτούσια και απαράλλακτη εικόνα του Θεού υπήρχε με μορφή Θεού, δε θεώρησε ότι έχει εξ αρπαγής το να είναι ίσος με τον Θεό- γι’ αυτό και δε φοβήθηκε να αποθέσει κατά συγκατάβαση και οικονομία για εμάς τη δόξα της θεότητάς Του- αλλά άδειασε, τρόπον τινά, τον εαυτό Του πρόσκαιρα και έλαβε μορφή δούλου, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους. Και βρέθηκε έτσι κατά το σχήμα και την εμφάνιση σαν απλός άνθρωπος,ενώ δεν έπαψε ούτε στιγμή να είναι και τέλειος Θεός, και ταπείνωσε τον εαυτό Του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού, του πλέον φρικτού και ταπεινωτικού)»[Φιλιπ.2,6-8].

Και σε άλλο σημείο ο ίδιος ο Χριστός πάλι λέγει: «γ τίθημι τν ψυχήν μου, να πάλιν λάβω ατήν. οδες αρει ατν π᾿ μο, λλ᾿ γ τίθημι ατν π᾿ μαυτο· ξουσίαν χω θεναι ατήν, κα ξουσίαν χω πάλιν λαβεν ατήν(:εγώ θυσιάζω τη ζωή μου προς χάριν των προβάτων, για να την πάρω και πάλι με την ανάστασή μου και να είμαι ο αιώνιος ποιμήν και αρχιερέας. Κανείς δεν έχει τη δύναμη να μου αφαιρέσει τη ζωή. Αλλά εγώ από τον εαυτό μου και τη θέλησή μου θυσιάζω αυτήν. Έχω εξουσία να δώσω τη ζωή μου, και έχω εξουσία να την πάρω πάλι)»[Ιω.10,16-17]. Βλέπεις ότι ο Ιησούς έχει την εξουσία και της ζωής και του θανάτου και ότι το μεγάλο έργο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία μας το πραγματοποίησε αφ’εαυτού;

Και γιατί ομιλώ για τον Χριστό; Εμείς λοιπόν που τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί ευτελέστερο από εμάς, πολλά τα πράττουμε αφ’εαυτών, από μόνοι μας, δηλαδή και την κακία «αφ’εαυτών» προτιμούμε και την αρετή «αφ’εαυτών» ασκούμε. Διότι εάν δεν ενεργούσαμε «αφ’ εαυτών» και δεν είχαμε εξουσία, τότε ούτε στη γέεννα θα πέφταμε με τις αμαρτίες μας, ούτε την ουράνια βασιλεία θα πετυχαίναμε με την ενάρετη ζωή μας. Δε σημαίνει λοιπόν τίποτα άλλο το « Δεν μπορώ να κάνω τίποτε αφ’εαυτού», παρά το ότι «δεν μπορώ να κάνω τίποτα αντίθετο προς τον Πατέρα, ούτε ξένο προς Αυτόν», πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα την ισότητα και τη μεγάλη συμφωνία Υιού και Πατρός.

Και για ποιο λόγο δεν είπε ότι δεν πράττει τίποτε το αντίθετο, αλλά ότι «δε δύναται»; Για να δείξει και με τον τρόπο αυτόν της εκφράσεως πάλι την αμετάβλητη και ακριβή ισότητα. Διότι το ρήμα δεν Του αποδίδει αδυναμία, αλλά μαρτυρεί ότι η δύναμή Του είναι μεγάλη. Επειδή και αλλού λέγει ο Παύλος για τον Πατέρα: «να δι δύο πραγμάτων μεταθέτων, ν ος δύνατον ψεύσασθαι Θεόν, σχυρν παράκλησιν χομεν ο καταφυγόντες κρατσαι τς προκειμένης λπίδος(:και έτσι με δύο πράγματα, τα οποία είναι αμετάκλητα και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσή Του και τον όρκο Του, στα οποία είναι εντελώς αδύνατο να αποδειχθεί ότι ψεύδεται ο Θεός, να έχουμε τη βεβαιότητα και το στήριγμα να κρατήσουμε την ελπίδα, η οποία μας έχει προσφερθεί)»[Εβρ.6,18]. Και πάλι: «ε πιστομεν, κενος πιστς μνει· ρνσασθαι αυτν ο δναται(:εάν εμείς απιστούμε, Εκείνος πιστός μένει, γιατί να αρνηθεί τον Εαυτό Του δε δύναται)»[Β΄Τιμ.2,12].

Και το «δεν μπορεί» αυτό λοιπόν όχι μόνο δεν είναι δηλωτικό αδυναμίας, αλλά δυνάμεως, και μάλιστα δυνάμεως απερίγραπτης. Ό, τι λέγει δηλαδή σημαίνει το εξής: Η ουσία εκείνη η θεία δε δέχεται τίποτε από αυτά. Πραγματικά, όπως όταν λέμε και εμείς ότι είναι αδύνατο να αμαρτήσει ο Θεός, δεν Του αποδίδουμε αδυναμία, αλλά Του αποδίδουμε κάποια άρρητο δύναμη, έτσι και ο Κύριος λοιπόν, όταν λέγει «Δε δύναμαι αφ’ εαυτού να πράττω τίποτε», αυτό εννοεί, ότι «είναι αδύνατο και ανεπίτρεπτο να πράξω εγώ κάτι αντίθετο προς τον Πατέρα».

Και για να καταλάβεις ότι αυτή τη σημασία έχει αυτή η φράση, ας εξετάσουμε το εξής και ας δούμε με ποιους συμφωνεί ο Χριστός, με ποιο από τα δύο δηλαδή, με όσα είπαμε εμείς ή με τις δικές σας απόψεις. Εσύ λοιπόν υποστηρίζεις ότι το ρήμα «ου δύναται» αναιρεί την εξουσία του Ιησού και την αυθεντία που ταιριάζει σε Αυτόν και παρουσιάζει μικρή τη δύναμή Του. Εγώ αντιθέτως δέχομαι ότι αποδεικνύει την ισότητα και την ομοιότητα και κατά κάποιον τρόπο ότι συμβαίνει από κοινή γνώμη και εξουσία και δύναμη. Ας ρωτήσουμε λοιπόν τον ίδιο τον Χριστό και ας δούμε με όσα λέγει παρακάτω, αν ερμηνεύει τα λόγια Του σύμφωνα με τη δική σου ή με τη δική μας άποψη. Τι λέγει λοιπόν; « γρ ν κενος ποι, τατα κα υἱὸς μοίως ποιε(: Υπάρχει απόλυτη ομοφωνία μεταξύ Πατρός και Υιού, διότι αυτά που ενεργεί ο Πατήρ, κατά τον ίδιο τρόπο, τα ίδια πράττει και ο Υιός»[Ιω.5,19]. Είδες πως αναίρεσε εξ ολοκλήρου την άποψή σας και επιβεβαίωσε όσα είπαμε εμείς; Διότι εάν δεν πράττει τίποτε από μόνος Του, και ο Πατήρ δε θα πράττει τίποτε από μόνος Του, εάν βέβαια πράττει τα πάντα ομοίως προς Αυτόν.

Διότι εάν δε συμβαίνει αυτό, ακολουθεί και άλλο άτοπο συμπέρασμα. Πραγματικά δεν είπε ότι όσα είδε τον Πατέρα να πράττει, έπραξε, αλλά «ἐὰν μή τι βλέπ τν πατέρα ποιοντα(:εάν δε βλέπει τον Πατέρα να το πράττει)», επεκτείνοντας τον λόγο σε ολόκληρο τον χρόνο. Και σύμφωνα με την άποψή σας θα μαθαίνει πάντοτε τα ίδια. Είδες πως είναι μεν το νόημα υψηλό, ενώ η απλότητα του λόγου αναγκάζει και τους πολύ αναίσχυντους και τους ισχυρογνώμονες να αποφεύγουν την ευτέλεια και κάθε τι που δεν αρμόζει με την αξία Εκείνου; Διότι, ποιος είναι τόσο άθλιος και δυστυχής ώστε να ισχυριστεί ότι ο Υιός μαθαίνει κάθε ημέρα εκείνα που πρέπει να κάνει; Και πώς είναι αληθινό εκείνο που λέγει ο Προφήτης «σ δ ατς ε, κα τ τη σου οκ κλείψουσιν(: Εσύ όμως είσαι ο ίδιος και αναλλοίωτος και τα έτη της αιωνιότητάς σου δε θα εξαντληθούν ποτέ)»[Ψαλμ.101,28]; Και πώς είναι επίσης αληθινό το «πάντα δι᾿ ατο γένετο, κα χωρς ατο γένετο οδ ν γέγονεν(: Όλα τα δημιουργήματα έγιναν δι’ Αυτού και χωρίς Αυτόν δεν έλαβε ύπαρξη κανένα από όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3], εάν αυτά μεν τα έκανε ο Πατήρ, ενώ ο Υιός τα μιμείται βλέποντάς τα; Βλέπεις ότι και από όσα ελέχθησαν στα προηγούμενα και όσα έχουν λεχθεί μετά αποδεικνύεται η αυθεντία Του; Εάν επίσης μερικές φορές ομιλεί απλούστερα, μην απορήσεις. Επειδή δηλαδή Τον κατεδίωκαν, όταν άκουσαν να ομιλεί περί υψηλών πραγμάτων και νόμισαν ότι είναι εχθρός του Θεού, αφού έκανε απλούστερο τον λόγο, έπειτα τον αναβιβάζει πάλι στα υψηλά και στη συνέχει πάλι τον απλουστεύει, για να ποικίλλει την διδασκαλία Του, ώστε να γίνεται εύκολα παραδεκτή και από τους αγνώμονες.

Πρόσεχε, σε παρακαλώ· αφού είπε «ο Πατέρας μου εργάζεται και εγώ εργάζομαι» και αφού απέδειξε τον εαυτό Του ίσο με τον Θεό, επαναλαμβάνει: «Δε δύναται ο Υιός να πράττει τίποτε από μόνος Του,εάν δε βλέπει τον Πατέρα να πράττει και το παραμικρό». Στη συνέχεια πάλι προς το υψηλότερο ανάγει τον λόγο· «Διότι εκείνα που ενεργεί ο Πατήρ, αυτά πράττει και ο Υιός ομοίως» και ύστερα πάλι χαμηλότερο: « γρ πατρ φιλε τν υἱὸν κα πάντα δείκνυσιν ατ ατς ποιε, κα μείζονα τούτων δείξει ατ ργα Ο Πατήρ αγαπά τον Υιό και όλα τα φανερώνει σε Αυτόν, όσα πράττει Αυτός στον ουρανό και στη γη. Και μεγαλύτερα και σπουδαιότερα έργα θα δείξει σε Αυτόν, από όσα έως τώρα είδατε»[Ιω.5,20]. Είδες πώς απλουστεύει πάλι τον λόγο; Και δικαίως. Διότι μόλις προ ολίγου είπα και δε θα πάψω να λέγω αυτό που θα επαναλάβω τώρα: ότι δηλαδή όταν ομιλεί για κάτι ευτελές και ταπεινό, το αναφέρει με υπερβολή, για να πείσει τους ασεβείς η απλότητα και ευτέλεια των λόγων ότι πρέπει να δεχθούν τα νοήματα με ευσεβή διάθεση.

Όμως, αν δε συμβαίνει αυτό, κοίταξε πόσο είναι ανόητο αυτό που ειπώθηκε, το οποίο και θα καταλάβεις εάν ερευνήσεις αυτά τα λόγια. Διότι όταν λέγει «κα μείζονα τούτων δείξει ατ ργα (:και ακόμη μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από αυτά θα Του φανερώσει)», θα βρεθεί ο Υιός να μην έχει μάθει ακόμα πολλά έργα, πράγμα το οποίο ούτε για τους αποστόλους δεν είναι δυνατό να λεχθεί. Διότι εφόσον έλαβαν μία φορά την χάρη του Αγίου Πνεύματος, αμέσως γνώρισαν τα πάντα και είχαν τη δύναμη να πράξουν εκείνα, τα οποία έπρεπε και να γνωρίζουν και να μπορούν να ενεργούν αυτοί· ενώ ο Χριστός θα βρεθεί να μην έχει μάθει ακόμη πολλά από εκείνα που έπρεπε να γνωρίζει. Και τι μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο παράδοξο από αυτό;

Ποια σημασία έχει λοιπόν αυτό που ειπώθηκε; Επειδή στερέωσε τα μέλη του παραλύτου και σκοπεύει να αναστήσει τον νεκρό, γι’ αυτό ομίλησε έτσι, σαν να τους έλεγε: «Θαυμάζετε επειδή θεράπευσα τον παράλυτο; Θα δείτε στη συνέχεια μεγαλύτερα θαύματα από αυτά». Αλλά δεν τους ομίλησε με τον τρόπο αυτόν, παρά χρησιμοποιεί απλούστερο τρόπο έκφρασης, για να κατασιγάσει τη μανία τους. Και για να μάθεις ότι το «Θα δείξει» δεν έχει λεχθεί κυριολεκτικά, άκουσε αυτά που προσθέτει: «σπερ γρ πατρ γείρει τος νεκρος κα ζωοποιε, οτω κα υἱὸς ος θέλει ζωοποιεῖ(: Διότι όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους ζωοποιεί, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία να δίνει ζωή σε εκείνους που θέλει και κρίνει αξίους)»[Ιω.5,21]. Βέβαια, το «Δε δύναται να πράττει τίποτε από μόνος Του» είναι αντίθετο από το «Εκείνους που θέλει». Διότι, αν ζωοποιεί αυτούς που θέλει, τότε δύναται να το κάνει από μόνος Του( διότι το «θέλει» σημαίνει «δύναται», το ρήμα «θέλω» είναι απόδειξη εξουσίας), εάν όμως δε δύναται από μόνος Του, τότε δε ζωοποιεί πλέον όποιους θέλει. Διότι το μεν «όπως ο Πατήρ ανασταίνει» αποδεικνύει την ισότητα και απαραλλαξία της δυνάμεως, αντίστοιχα το «Εκείνους που θέλει» αποδεικνύει την ισότητα της εξουσίας.[…]

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΛΗ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα που αφορούν την ερμηνεία της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής),Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 13Α, σελίδες 128-155.
  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 73, σελ. 37-56 (ή: 14-24 του PDF) https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLdVNrLW9BNGRWcm8/view
  • Π.Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΠΗΓΉ:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο