Σαν σήμερα 6/6/2018
Στὸ πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάω χρωστῶ τὴν ζωή μου.
Τὴν Γερόντισσα Γαλακτία γνώρισα σὲ μία δύσκολη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου. Ἐπρόκειτο νὰ κάνω ἕνα δύσκολο χειρουργεῖο. Οἱ γονεῖς μου εἶχαν ἀκούσει γι’ αὐτὴν καὶ πῆγαν ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο στὴν Πόμπια γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν πνευματικὴ συνδρομὴ τῆς Γερόντισσας. Ἐκείνη ἦταν ἤδη κατάκοιτη. Δὲν εἶχε δυνατότητα πολλῆς ἐπικοινωνίας ἀλλὰ κατάλαβε μὲ τὸν δικό της τρόπο… ἔδωσε ἕνα σταυρουδάκι μὲ κορδόνι στοὺς γονεῖς μου καὶ τοὺς εἶπε νὰ μοῦ ποῦν νὰ τὸ φορῶ πάντα. Ὄχι μόνο μέχρι τὴν ἐγχείρηση ἀλλὰ πάντα γιατί θὰ εἶναι ἡ ἀσπίδα μου στὸ κακὸ καὶ ἡ πηγὴ εὐλογίας ποὺ θὰ ἔρχεται στὴ ζωή μου. Ὅταν ἔκανα τὸ χειρουργεῖο, στὶς 6 Ἰουνίου 2018, τὴν ὥρα ποὺ βρισκόμουνα στὸ χειρουργικὸ προθάλαμο, εἶδα μία φωτεινὴ χαμογελαστὴ γριούλα νὰ μὲ πλησιάζει. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι φοροῦσε νυχτικό. Εἶχε πάνω κάποια ἀνθάκια. Τὸ θυμᾶμαι καλά. Μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ μὲ ρώτησε:
– Τί κάνεις παιδί μου;
– Καλὰ δόξα τῷ Θεῶ! Ἀπάντησα.
– Εὔχομαι νὰ εἶσαι πάντοτε καλά.
Αὐτὰ εἶπε καὶ ἔφυγε. Ἐγὼ ἔμεινα συνεπαρμένη ἀπὸ τὴ μορφή της καὶ τὰ λόγια της, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι βρισκόμουν ἕνα βῆμα ἀπὸ τὴν νάρκωση καὶ τὴν διαδικασία τοῦ χειρουργείου. Μέσα στὸ χειρουργεῖο ἔζησα μία πρωτόγνωρη ἐμπειρία. Ξέρω ὅτι πολλοὶ θὰ παραξενευτοῦν μ’ αὐτὸ ποὺ θὰ διηγηθῶ, ἄλλοι θὰ μὲ χαρακτηρίσουν τρελὴ κλπ. Δὲν μὲ νοιάζει ὅμως. Ἐγὼ τὸ ἔζησα καὶ ἦταν τόσο ζωντανό, ποὺ τὸ θεωρῶ πιὸ σίγουρο ἀπὸ τὸ ὅτι ὑπάρχω καὶ μιλάω αὐτὴ τὴν στιγμή.

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χειρουργείου ξύπνησα καὶ ἀνασηκώθηκα ἡ μισή. Κάθισα στὸ χειρουργικὸ κρεβάτι. Ἔβλεπα καὶ ἄκουα ἕνα πανικὸ μέσα στὸ χειρουργεῖο. Ἡ ἀναισθησιολόγος φώναζε: «160…180 οἱ παλμοί… τὴν χάνουμε…τὴν χάνουμε… τὴν χάνουμε…». Παράλληλα ὅλοι οἱ γιατροὶ ἦταν ἀναστατωμένοι καὶ ἄκουα τί ἔλεγαν! Ἕνα γλυκύτατο εἰρηνικὸ φῶς, φῶς μυστήριο, φῶς πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ πιὸ δυνατὸ ἐπίγειο φῶς ἦταν ἀπέναντί μου καὶ μὲ τραβοῦσε πρὸς τὸ μέρος του… Τὴν στιγμὴ ποὺ πῆγα νὰ ὁρμήσω σ’ ἐκεῖνο τὸ φῶς, βλέπω τὸ ἀποστεωμένο χέρι τῆς Γερόντισσας ποὺ πρὶν εἶχα δεῖ, νὰ μὲ σπρώχνει πίσω. Ξάπλωσα καὶ ἐπανῆλθα πλέον στὸ θάλαμο νοσηλείας.
Ἔμεινε ἀποσβολωμένος ὁ πατέρας μου ὅταν τοῦ διηγήθηκα ὅτι κάποιο μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἔφυγα ἀπὸ τὴν ζωὴ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χειρουργείου. Νόμισε ὅτι ἦταν παραισθήσεις τῆς νάρκωσης. Τοῦ εἶπα καὶ γιὰ τὸν πανικὸ τῶν γιατρῶν καὶ τὰ λόγια τους μέσα στὸ χειρουργεῖο. Ἐκεῖνος τὰ μετέφερε στὸ γιατρὸ καὶ ἔμεινε ἄφωνος. Τοῦ εἶπε: «ἔτσι ἔγιναν ἀλλὰ ποῦ τὰ ξέρει αὐτὴ αὐτά; Γιὰ λίγα δευτερόλεπτα δὲν βγῆκα ἔξω νὰ σᾶς ἀνακοινώσω τὸν θάνατό της…». Τοὺς εἶπα τὴν ἐμπειρία μου καὶ θαύμασαν.
Μοῦ ἔμεινε μόνο νὰ μάθω ποιὰ ἦταν ἐκείνη ἡ φωτεινὴ καὶ γλυκιὰ γριούλα. Ποῦ νὰ πάει ὁ νοῦς μου ὅτι ἦταν ἐκείνη ποὺ ἐπισκέφτηκαν οἱ γονεῖς μου καὶ πού μοῦ ἔστειλε τὸ σταυρουδάκι ποὺ φοροῦσα! Ἐγὼ δὲν τὴν εἶχα δεῖ ποτέ, οὔτε καὶ τὴν περίμενα τόσο δυνατή. Ἡ ἀπορία μου λύθηκε, ὅταν σὲ χωριὸ τῆς πάνω Μεσσαρᾶς, γενέτειρα τοῦ πατέρα μου, τὴν Λιγόρτυνο, εἶδα τὴν φωτογραφία της σὲ συγγενικό μας σπίτι! Δὲν φαντάζεστε τὴν ἔκπληξη καὶ τὴ χαρά μου. Ἔμαθα τὰ πάντα γι’ αὐτήν… θεώρησα φυσικὸ μέσα στὰ πλαίσια τῶν χαρισμάτων της, τὸ γεγονὸς ὅτι ἦρθε κοντά μου στὴ δυσκολία μου. Ἀπέμεινε μόνο ἡ ζωντανή μου ἐπίσκεψη στὸ σπιτάκι της. Ἔγινε πολὺ σύντομα ἔπειτα, μία Κυριακὴ ἀπόγευμα.
Ὅταν τὴν ἀντίκρυσα, τὰ μάτια μου ἔτρεχαν βρύσες. Ἔτρεχα πάνω κάτω μέσα στὸ σπίτι. Ἦταν ἡ μυστηριώδης γιαγιὰ ποὺ εἶχα δεῖ στὸ χειρουργεῖο! Μὲ τὰ ἴδια ροῦχα, ἀπαράλλακτη! Μὲ κάλεσε κοντά της μὲ χαρά. Μοῦ εἶπε: «πόσο θὰ σὲ περιμένω;». Ὁ π. Ἀντώνιος ποὺ ἦταν ἐκεῖ, τὴν ρώτησε φωνάζοντας στὸ αὐτί της:
– Τὴν γνωρίζεις; Καὶ ἐκείνη ἀπάντησε δείχνοντας μὲ τὸ δάχτυλο τὸν οὐρανό:
– Γνωριστήκαμε ἀπάνω! Ἐννοώντας τὴν ὑπερφυσικὴ κατάσταση ποὺ μᾶς ἔφερε σὲ ἐπαφὴ καὶ μᾶς ἕνωσε! Κάθισα δίπλα της. Μοῦ εἶπε τὰ πάντα γύρω ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο καὶ τὴν προσωπική μου ζωή! Σὰν νὰ μὲ γνώριζε ἀπὸ παιδί! Ἀκόμη καὶ στὶς σκέψεις μου ἀπαντοῦσε αὐτομάτως!
Ἔκτοτε μπῆκε σὰν μητέρα στὴ ζωὴ ὅλων μας.
Ἡ εὐγνωμοσύνη μας καὶ ἡ οἰκειότητά μας στὴ Γερόντισσα ἔκτοτε εἶναι μοναδική. Εἶναι ἡ Ἁγία τοῦ σπιτιοῦ μας.
Εἶναι ἡ Ἁγία τῶν μικρῶν καὶ περιφρονημένων.
 
 
https://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_447.html