Ὁμιλία στήν ἐπίσημη παρουσίαση τοῦ βιβλίου «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ» στά ρουμανικά, στήν μεγάλη Αἴθουσα τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου. (Παρουσίαση βιβλίου του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου στο Βουκουρέστι)

 Χαίρομαι ἰδιαίτερα πού ἦλθα πάλι στήν Ρουμανία καί συναντῶ ἀγαπητούς ἀδελφούς πού μέ περιβάλλουν μέ πολλή ἀγάπη καί ἐγώ τούς ἀγαπῶ. Μέσα στήν Ἐκκλησία ξέρουμε ὅτι ὑπερβαίνονται τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου, ἡ ἐθνικότητα καί τό γένος καί ἀποκτᾶμε ἑνότητα ἐν Χριστῷ.
Ἡ ἔλευσή μου αὐτήν τήν φορά εἶναι γιά νά παρευρευθῶ στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου μου γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο, μέ τίτλο «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ», πού πρόσφατα δημοσιεύθηκε στήν ρουμανική γλώσσα σέ ἀναθεωρημένη ἔκδοση ἀπό τόν ἐκδοτικό Οἶκο «Σοφία».
Τό βιβλίο αὐτό χωρίζεται σέ δύο βασικά μέρη. Στό πρῶτο γίνεται μία παρουσίαση τῆς πνευματικῆς βιογραφίας τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, μέσα ἀπό τά δικά του κείμενα, τό σπουδαιότερο δέ εἶναι ὅτι ἐπιχειρεῖται νά παρουσιασθῆ ὅτι ἡ ἐμπειρία πού ἀπέκτησε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόσημη μέ τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στό δεύτερο μέρος παρουσιάζεται ἡ γνωριμία μου μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο τό ἔτος 1976 καί ἡ ἐπικοινωνία πού εἴχαμε ἀπό τότε μέχρι τήν κοίμησή του τό ἔτος 1993, καί τά ὅσα θεόσοφα μοῦ ἔλεγε κατά τίς συναντήσεις μου μαζί του. Κατέγραφα πάντοτε τά θεολογικά του λόγια καί δέν θέλησα νά τά κρύψω ἀπό τούς ἀδελφούς μου, πού ἀναζητοῦν τήν σωτηρία τους, ὅπως τήν ἀναζητοῦσα κι ἐγώ.Θά ἦταν ἐγωϊσμός καί φιλαυτία νά κρατοῦσα γιά τόν ἑαυτό μου αὐτόν τόν εὐλογημένο πνευματικό ἄρτο, τό οὐράνιο μάνα πού ἔβγαινε ἀπό τό εὐλογημένο στόμα του καί μοῦ τό προσέφερε. Ὅπως ἔθρεψε ἐμένα, ἤθελα κι ἐγώ νά τόν παρουσιάσω στούς ἀδελφούς μου, γιά νά τραφοῦν καί ἐκεῖνοι, καλύτερα ἀπό ἐμένα. Ὅ,τι δίνει ὁ Θεός σέ κάποιον Προφήτη καί ἅγιό Του, ἀνήκει σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας εἴμαστε μέλη.
Διαβάζοντας κανείς τό βιβλίο αὐτό μπορεῖ νά δῆ τί ἦταν ἐκεῖνο πού μέ ὁδήγησε στόν Γέροντα Σωφρόνιο, πῶς ἐκεῖνος συμπεριφερόταν σέ ὅσους τόν ἀναζητοῦσαν γιά νά μαθητεύσουν στά μυστήρια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καί τελικά πῶς προχεόταν ὁ θεόσοφος λόγος του. Σκέπτομαι τί θά μποροῦσα ἀκόμη περισσότερο νά πῶ γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο σέ αὐτήν τήν παρουσίαση. Ἔγραψα ὅσα γνώρισα καί σέ αὐτό τό βιβλίο, ἀλλά καί σέ πολλά κείμενα τά ὁποῖα ἔχω κατά καιρούς γράψει. Θά τονίσω ὅμως τρία σημεῖα πού μποροῦν νά σᾶς φανοῦν ἐνδιαφέροντα.
1. Σύντομη σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητός του
Θά παραθέσω τρεῖς χαρακτηρισμούς πού ἐκφράζουν τήν σπάνια προσωπικότητά του.
Κατ’ ἀρχάς ἦταν ἐμπειρικός θεολόγος μέ τήν πατερική ἔννοια τοῦ ὅρου, ὡς ἀνθρώπου πού εἶδε τόν Θεό, ἀπέκτησε γνώση τοῦ Θεοῦ καί στήν συνέχεια μιλοῦσε γι’ Αὐτόν. Ἀπό τό πρῶτο βιβλίο πού ἔγραψε καί ἀφοροῦσε τόν Γέροντα Σιλουανό, τόν Πνευματικό του Πατέρα, φαινόταν, ἀπό τήν ἀνάλυση πού ἔκανε, ὅτι διέθετε θεοπτική ἐμπειρία. Ἀλλά στά μεταγενέστερα βιβλία του, τά ὁποῖα ἐκδόθηκαν πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, καί μετά τήν κοίμησή του, ὅταν πιά δέν εἶχε σοβαρό πρόβλημα ἀπό τούς ἀνθρώπους νά τοῦ ἀποδώσουν τιμές, ἦταν ἀποκαλυπτικότερος.
Διαβάζοντας κανείς τίς θεοπτικές ἐμπειρίες του καταλαβαίνει ὅτι εἶναι παρόμοιες μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στόν Προφήτη Μωϋσῆ μέ τήν φράση «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν», ἀλλά καί μέ τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος, Ἰωάννης καί Παῦλος.
Συνομίλησα πολλές φορές μαζί του γιά τόν Θεό, καί τήν θεία Χάρη Του. Διεπίστωσα ὅτι ἐκφρaζόταν θεολογικά, ὄχι μέ τήν ἀκαδημαϊκή ἔννοια τοῦ ὅρου, ἄν καί εἶχε διαβάσει διάφορα θεολογικά κείμενα τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά μέσα ἀπό τήν ἀποκαλυπτική του ἐμπειρία. Ὅταν ἤμουν μαζί του εἶχα τήν αἴσθηση ὅτι συνομιλοῦσα μέ κάποιον Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί κάποιον μεγάλο Πατέρα, ὅπως τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ὅταν ὁμιλοῦσε ἦταν βέβαιος γι’ αὐτό πού ἔλεγε καί ἦταν ἤρεμος. Δέν εἶχε ἀνάγκη νά στηρίξη τόν λόγο του μέ ἔξωθεν μαρτυρίες, ἀλλά τόν ἐπιβεβαίωνε μόνον μέ τίς μαρτυρίες τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Δέν ἐρχόταν σέ ἀντιπαράθεση μέ ἄλλους σύγχρονους θεολόγους, ἀλλά ὁμιλοῦσε μέσα ἀπό τήν θεοπτική του αὐθεντία, καί μέ ταπεινό φρόνημα.
Ἔπειτα, ἦταν εὐλογημένος λειτουργός. Δέν πρόκειται γιά μιά ἐπίπλαστη ἐξωτερική εὐλάβεια, ἀλλά γιά ἐσωτερική κατάνυξη. Ἡ στάση του κατά τήν θεία Λειτουργία ἦταν ἐπιβλητική, μεγαλοπρεπής, ἀλλά καί ταπεινή. Ὡς λειτουργός ἦταν σύννους. Ὅταν τόν ἔβλεπε κανείς ἐξωτερικά, δέν διέκρινε κάτι ἰδιαίτερο, δέν καταλάβαινε τήν φλογερή ἐσωτερική του κατάσταση. Δέν ἐκφραζόταν συναισθηματικά, γιατί θεωροῦσε ὅτι ὁ Ἱερός Ναός καί ἡ θεία Λειτουργία δέν εἶναι χῶρος γιά νά ἐκφράζη κανείς τά συναισθήματά του καί νά ἐπιδεικνύη τήν ἐσωτερική του κατάσταση, ἀφοῦ ὁ λειτουργός προσεύχεται ὡς ἐκπρόσωπος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔλεγε ὅτι ὅταν κανείς θέλη ἐκείνη τήν ὥρα νά ἐπιδεικνύη τήν δῆθεν εὐλάβειά του, αὐτό δηλώνει τήν ψυχική καί πνευματική ἀσθένειά του.
Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά λειτουργήσω πολλές φορές μαζί μέ τόν Γέροντα. Χωρίς νά τό ἐπιδιώκη ὁ ἴδιος, ἐξέπεμπε τήν ἐσωτερική πύρινη νοερά προσευχή πού κόχλαζε στήν καρδιά του. Ὅσο μποροῦσα νά διακρίνω ἔβλεπα τόν νοῦ του νά ἀποσπᾶται ἀπό τήν λογική καί νά εἰσέρχεται στήν καρδιά, χωρίς νά χάνη τήν ἐπαφή του μέ τό περιβάλλον καί χωρίς νά χάνη τήν ἐπαφή του μέ τά λόγια τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τίς κινήσεις πού προβλέπει τό τυπικό της. Ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι ἡ προσευχή, ἰδίως στήν θεία Εὐχαριστία, εἶναι μετοχή στήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ. Ἐπίσης, ἐκεῖνο πού καταλάβαινα εἶναι ὅτι μέ ἔκανε νά θέλω νά συγκεντρώσω τόν νοῦ μου κατά τήν θεία Εὐχαριστία καί αὐτό κούραζε τό σῶμα μου, ὥστε μετά τήν θεία Λειτουργία ἀπό τήν συγκέντρωση τοῦ νοῦ, νά αἰσθάνομαι κουρασμένος. Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἐφαρμοζόταν ἡ ἴδια σκηνή μέ τούς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ πού δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν τήν ὑπερφυῆ προσευχή τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί τήν κατάσταση τῶν τριῶν Μαθητῶν κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκόμη, ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ἕνας μεγάλος ἡσυχαστής. Γνώρισε τόν ἡσυχασμό ὄχι ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν βιβλίων, ἀλλά ἀπό τήν χαρισματική μνήμη τοῦ θανάτου, τήν ὁρμή πρός τόν Θεό, τήν βίωση τοῦ ἅδου, τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, τήν νοερά προσευχή, τήν ἀκόρεστη δίψα γιά τόν Θεό.
Πολλές φορές μοῦ μιλοῦσε γιά τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ, γιά τήν ἐπάνοδό του στήν καρδιά, γιά τήν καθαρή προσευχή, γιά τήν βαθεία καρδία, γιά τίς μυστικές κινήσεις τῆς καρδιᾶς καί γενικότερα γιά τήν ζωή τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καί καθοδηγοῦσε μέ αὐθεντικότητα. Αὐτά ἦταν ἔκφραση τοῦ γνήσιου ἡσυχαστικοῦ πνεύματος πού τόν διέκρινε.
Δέν ζοῦσα συνέχεια μέ τόν Γέροντα γιά νά τόν συνηθίσω καί νά θεωρήσω ὅτι ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος. Τόν συναντοῦσα τούς θερινούς μῆνες στό Μοναστήρι καί ὅλο τόν ὑπόλοιπο καιρό μέ ἔτρεφε ὁ λόγος του. Πάντως, ἐκεῖνο πού μοῦ μετέδιδε περισσότερο ὅταν τόν συναντοῦσα ἦταν ὁ συνδυασμός μεταξύ τοῦ πόθου καί τοῦ φόβου. Ποθοῦσα νά τόν βλέπω, νά συζητῶ καί νά περπατῶ μαζί του, ἀλλά ταυτόχρονα στεκόμουν ἀπέναντί του μέ ἀπέραντο σεβασμό. Πόθος καί φόβος ἦταν ἑνωμένα, γι’ αὐτό καί ὁ πόθος δέν κατέληγε σέ παρρησία, καί ὁ φόβος δέν ὁδηγοῦσε σέ ἀπομάκρυνση καί μίσος, γιά νά θυμηθῶ μιά ὡραία ἀνάλυση πού κάνει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Πολλές φορές αἰσθάνθηκα, ὅταν ὁμιλοῦσε, ὅτι ὁ νοῦς του ἦταν καθαρός, λαμπρός καί ὡσάν νά βρισκόταν σέ ἄλλη κατάσταση, ὡσάν νά ἔβγαινε ἀπό τόν ὡκεανό τῶν δακρύων του καί ἦταν ἀγκυροβολημένος στόν οὐρανό καί τήν καρδιά, στόν λεγόμενο καρδιακό οὐρανό. Μιλοῦσε γιά ὅλα τά θέματα, χωρίς ὁ νοῦς του νά κατεβαίνη στά δικά μου ἐπίπεδα, καί χωρίς νά ἀποσπᾶται ἀπό τόν Θεό.
Ἐπίσης, ἐκεῖνο πού αἰσθανόμουν πολλές φορές ἦταν ὅτι κοντά του ἀναπτυσσόταν μέσα μου ἔντονα μιά ἀκόρεστη μετάνοια καί μιά ἀγάπη γιά τόν Θεό, πού ἐκφραζόταν μέ δίψα προσευχῆς. Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ μαγνήτης ἑλκύει τά ἀντικείμενα πρός τόν ἑαυτό του. Τόν Γέροντα Σωφρόνιο τόν ἔνιωσα σάν μιά ἰσχυρή πνευματική δύναμη, μέ τήν ὁποία ἡ καρδιά μου γινόταν μαγνήτης καί ἥλκυε τόν νοῦ, ὁπότε ἄρχιζε ἡ κατά Θεόν λύπη καί ἡ μετάνοια καί ἐκδηλωνόταν μέ προσευχή. Δέν μπορῶ περισσότερο νά ἐκφρασθῶ γιά τό θέμα αὐτό, ἀλλά πολλές φορές ὅταν βρισκόμουν κοντά στόν Γέροντα, ἔνιωθα τό σῶμα, τόν νοῦ καί τήν καρδιά μου ἑνωμένα σάν γροθιά, ἀκόμη καί κατά τήν διαδικασία τῆς τραπέζης, τοῦ φαγητοῦ. Αὐτή ἡ ἁπλή βιολογική πράξη, γινόταν ὤθηση γιά μετάνοια. Παντοῦ ἡ παρουσία τοῦ Γέροντα ἐνέπνεε.
Ὁ συνδυασμός τῶν τριῶν αὐτῶν χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων (θεολόγος, λειτουργός, ἡσυχαστής) εἶναι σπάνιος καί ἀπαντᾶται μόνον στούς μεγάλους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ κ.ἄ. Μετέδωσε τά γνωρίσματα αὐτά κατά τρόπο φυσικό στούς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του καί στήν συνέχεια ὁ προσκυνητής, ἐάν εἶχε πνευματικές αἰσθήσεις, τά αἰσθανόταν καί τόν ἄγγιζαν καρδιακά. Μποροῦσε νά νιώση τήν κατάνυξη, τήν μετάνοια, σέ ὅλη τήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη.
2. Μιά ἐμπειρία τοῦ Προφήτου Ἱεζεκιήλ σέ συνδυασμό μέ τήν ζωή τοῦ Γέροντα Σωφρονίου
Προηγουμένως ἀναφέρθηκα στήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, τοῦ Δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, στόν Προφήτη Μωϋσῆ, μέ τό «ἐγώ εἰμί ὁ ὤν» καί ὅτι μιά τέτοια ἀποκάλυψη ἀξιώθηκε νά ζήση καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, πράγμα πού τόν προσδιόρισε σέ ὅλη τήν ζωή του. Ὅμως, ἔχω ἐντοπίσει μιά ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ, ἡ ὁποία εἶναι ταυτόσημη ἤ παρόμοια μέ τίς ἐμπειρίες πού εἶχε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Θά γίνη μιά μικρή ἀναφορά στό σημεῖο αὐτό.
Ὁ Θεός κάλεσε τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ νά κηρύξη στόν οἶκο Ἰσραήλ πού περεπίκρανε τόν Θεό. Στήν συνέχεια τοῦ ἔδωσε νά φάγη ἕνα βιβλίο γιά νά ὁμιλήση στούς υἱούς Ἰσραήλ. Πρόκειται γιά μιά ἐμπειρία πού ἦταν ἐνισχυτική τῆς διακονίας του. Καί τότε, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ, «διήνοιξε τό στόμα μου, καί ἐψωμισέ με τήν κεφαλίδα». Καί ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε αὐτό τό βιβλίο στό στόμα του εἶπε: «Υἱέ ἀνθρώπου, τό στόμα σου φάγεται, καί ἡ κοιλία σου πλησθήσεται τῆς κεφαλίδος ταύτης τῆς δεδομένης εἰς σέ». Καί ὁμολογεῖ ὁ Προφήτης: «Καί ἔφαγον αὐτήν, καί ἐγένετο ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκάζον». Στήν συνέχεια, τόν ἀπέστειλε στόν οἶκον Ἰσραήλ γιά νά κηρύξη μετάνοια καί ἐπιστροφή στόν Θεό. Στόμα εἶναι ὁ νοῦς, κοιλία εἶναι ἡ καρδία καί τροφή εἶναι ἡ θεία Χάρη.
Μετά ἀπό αὐτό ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ διηγεῖται μιά μεγάλη ἐμπειρία. «Καί ἀνέλαβέ με πνεῦμα, καί ἤκουσα κατόπισθέν μου φωνήν σεισμοῦ μεγάλου• εὐλογημένη ἡ δόξα Κυρίου ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ». «Καί τό πνεῦμα ἐξῇρε με καί ἀνέλαβε, καί ἐπορεύθην ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός μου, καί χείρ Κυρίου ἐγένετο, ἐπ’ ἐμέ κραταιά. καί εἰσῆλθον εἰς τήν αἰχμαλωσίαν μετέωρος καί περιῆλθον τούς κατοικοῦντας ἐπί τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ τούς ὄντας ἐκεῖ καί ἐκάθισα ἐκεῖ ἑπτά ἡμέρας ἀναστρεφόμενος ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ἰεζεκιήλ κεφ. β’ καί γ’).
Ἡ προφητική αὐτή ἐμπειρία νομίζω ὅτι ἐπαναλήφθηκε καί στόν Γέροντα Σωφρόνιο. Ὁ Θεός τόν κάλεσε νά διδάξη τόν λαό Του καί νά τόν ὁδηγήση σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή σέ Αὐτόν, κυρίως νά τοῦ διδάξη τόν τρόπο τῆς Θεογνωσίας. Τοῦ γέμισε τό στόμα του καί τήν καρδία του ἀπό τόν λόγο Του, μέ τήν μνήμη τοῦ θανάτου, τήν μεγάλη μετάνοια καί τήν ἀδιάλειπτη νοερά-καρδιακή προσευχή, ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιον μέσα στήν καρδιά του. Ἡ θεία αὐτή τροφή γλύκανε τήν καρδιά του καί ἔτσι ἐκχεόταν ἡ θεολογική διδασκαλία ἀπό τό στόμα του ὡς μέλι σέ ἐκείνους πού καθοδηγοῦσε στά ἔνδον καί τά ὡραῑα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τό Ἅγιον Πνεῦμα τό προσέλαβε καί ὁ ἴδιος, ὅπως τό γράφει ἐπανειλημμένως στά κείμενά του, «ἐπορεύθη ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματος», ἀπέκτησε τήν θεία ὁρμή γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί σέ ὅλες τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς του τόν προστάτευε ὁ Θεός. Ἔζησε τήν ἐμπειρία νά αἰχμαλωτισθῆ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά εὑρεθῆ «μετέωρος», ἐπάνω στήν ἄβυσσο, γιά τήν ὁποία ἔκανε συνεχῶς λόγο, ἀλλά σέ αὐτήν τήν ἄβυσσο τόν κρατοῦσε «ἡ κραταιά χείρ τοῦ Θεοῦ». Ἔζησε γιά εἴκοσι πέντε χρόνια στόν Ἅγιον Ὄρος καί ἔπειτα ἐκάθισε σέ ἕναν τόπο γιά πολλές δεκαετίες, στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἔσσεξ, ἀναστρεφόμενος τούς ἀνθρώπους ὅλου τοῦ κόσμου, κηρύσσοντας ὅσα τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεός, τούς ὁδηγοῦσε σέ μετάνοια καί τούς ἐνέπνεε τόν πόθο γιά τήν ζωή τοῦ Θεοῦ.
Οἱ προφητικές φράσεις «ἔφαγον αὐτήν, καί ἐγένετο ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκάζον»• «ἐπορεύθην ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός μου»• «εἰσῆλθον εἰς τήν αἰχμαλωσίαν μετέωρος»• «καί χείρ Κυρίου ἐγένετο, ἐπ’ ἐμέ κραταιά»• «καί ἐκάθισα ἐκεῖ ἑπτά ἡμέρας ἀναστρεφόμενος ἐν μέσῳ αὐτῶν», εἶναι φράσεις καί γεγονότα πού συναντᾶμε στά γραπτά τοῦ εὐλογημένου Γέροντος Σωφρονίου καί αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ἕνας Προφήτης στόν σύγχρονο λαό τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν μιά σπάνια πνευματική φυσιογνωμία τῆς ἐποχῆς μας. Πολλοί μοῦ εἶπαν ὅτι διαβάζοντας τά κείμενα τῶν συγχρόνων ἀσκητῶν, πού διέπρεψαν ἐν ἁγιασμῷ, καταλαβαίνουν ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος διαθέτει ἕνα βάθος. Αὐτό γίνεται γιατί ὁ Γέροντας ἔζησε τόν ἅδη τῆς μετάνοιας καί τό αὐτομίσος στόν ὕψιστο βαθμό, ἀλλά καί εἶχε σπάνιες θεοπτικές ἐμπειρίες.
3. Ὁ πρόλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
Μιλώντας γιά τό βιβλίο πού παρουσιάζεται σήμερα, νομίζω ὅτι θά μποροῦσε νά γίνη μιά μικρή ἑρμηνευτική ἀνάλυση τοῦ προλόγου πού ἔγραψε γιά τό βιβλίο αὐτό ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος. Ἕνας Ἱερομόναχος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ἔσσεξ μοῦ εἶπε ὅτι αὐτός ὁ πρόλογος περιλαμβάνει ὅλα τά βασικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καί στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνα σύντομο καί περιεκτικό συναξάριο τοῦ Γέροντα. Κάνοντας τόν σχολιασμό, κυρίως θά φωτίσω περισσότερο τίς φράσεις πού χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης γιά τόν Γέροντα, πού δείχνουν ὅτι τόν θεωρεῖ ἅγιο καί μεγάλο Πνευματικό Πατέρα.
Στήν ἀρχή ἐκφράζει τήν προσωπική χαρά του καί τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, γιατί παρακαλεῖται νά προλογίση τό βιβλίο πού ἀναφέρεται στόν Γέροντα Σωφρόνιο. Παρά τόν δισταγμό καί τήν περίσκεψη πού αἰσθάνεται, γιατί ὑπάρχει ὁ κίνδυνος μήπως «ὁ λόγος φανῆ πτωχός νά ἀποδώσῃ τό μέγεθος» τῆς προσωπικότητος τοῦ Γέροντος, ἐν τούτοις λαμβάνει θάρρος ἀπό τήν ἀγάπη πού αἰσθάνεται «πρός τό σεπτόν πρόσωπον τοῦ Γέροντος», ἀλλά καί τήν ἐπιθυμία πού τοῦ ἐξέφρασα. Ἐδῶ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος χαρακτηρίζεται «ἀγαπητός», «σεπτόν πρόσωπον», ἀλλά καί γίνεται λόγος γιά «τό μέγεθος τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος», καθώς ἐπίσης ἡ «πολιτεία» του χαρακτηρίζεται ὡς «ὑπέρ φύσιν».
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά ὅλο τό πατριαρχικό κείμενο, βλέπει ὅτι παρουσιάζει τήν πνευματική βιογραφία τοῦ Γέροντος σέ μιά θαυμαστή διάρθρωση πού ἀρχίζει ἀπό τήν νεότητά του μέχρι τό τέλος τῆς βιολογικῆς του ζωῆς, καί αὐτή ἡ περιγραφή γίνεται μέ ὡραῖο καί ἐπαγωγικό τρόπο.
Κατ’ ἀρχάς γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ θεολογία δόξασε τόν Γέροντα, ὅμως αὐτή ἡ θεολογία δέν ἦταν «καρπός ἀκαδημαϊκῶν σπουδῶν καί ψιλή διανοητική ἐνασχόλησις», ἀλλά καρπός ἐλλάμψεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός στήν καρδιά του, ἀφοῦ προηγουμένως βίωσε τήν ὁλοκληρωμένη μετάνοια. Ἔτσι, ἔγινε «ὅμοιος μέ τόν Χριστόν», ἀφοῦ ἀνέλαβε ἐπάνω του τήν «ἐσχάτην εὐθύνην» καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του εἰς τόν «ἅδην τῆς μετανοίας», ὅπως ὁ Χριστός κατῆλθε στόν «Ἅδην τῆς ἀγάπης». Ἡ θεολογία τοῦ Γέροντος χαρακτηρίζεται «ὑψηλή» σέ ἀντίθεση μέ τήν «ψιλήν διανοητικήν ἐνασχόλησιν», ἦταν «ἀληθῶς τό ἀπαύγασμα τῆς πεφωτισμένης διά τῆς ἐλλάμψεως τοῦ ἀκτίστου φωτός καρδίας του», ἡ ὁποία καρδία καθαρίσθηκε «διά τῆς ἄχρι τελείας λήθης ἑαυτοῦ καί τοῦ σωτηρίου αὐτομίσους». Αὐτό τό «αὐτομίσος» ἦταν ἡ βαθύτατη καί σπάνια μετάνοια, ἦταν οἱ φλόγες τοῦ Ἅδη, πού μετατρεπόταν σέ θεῖο Φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἔπειτα, ἀναφέρεται στήν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντος νά καταστήση κοινωνούς ὅλους τούς ἀνθρώπους σέ αὐτήν τήν ζωή, τονίζοντας τόν στόχο καί τόν σκοπό τοῦ ἀνθρώπου πού «εἶναι ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰωνία ζωή, ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, καί οὐχί ἡ ἠθική βελτίωσις». Ἐδῶ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος χαρακτηρίζεται «νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν» καί ἡ πολιτεία του χαρακτηρίζεται ὡς «κενωτική», ἡ ὁποία ὅμως «ὁδηγεῖ εἰς τήν θείαν μέθεξιν», καί ἡ φράση «νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν», μᾶς ὑπενθυμίζει τήν θεοπτία τῶν Προφητῶν, οἱ ὁποῖοι λέγοντας «ὁρῶντες» καί «βλέποντες».
Στήν συνέχεια, μέσα σέ λίγες λέξεις ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀναφέρεται σέ ὅλη τήν εὐλογημένη ζωή τοῦ Γέροντος. Τό θεῖο Φῶς τόν ἐπισκέφθηκε ἀκόμη ἀπό τήν νεότητά του, ὅταν ζοῦσε στήν Δύση, καί αὐτό τό Φῶς τόν ὁδήγησε στό Ἅγιον Ὄρος πού εἶναι «ἡ κληρουχία» τῆς «μητρός Ἐκκλησίας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως» καί πού εἶναι «τό καταφύγιον τῆς σωτηρίας καί τόπος ἁγιασμοῦ πλείστων θεοφιλῶν ψυχῶν». Στό Ἅγιον Ὄρος «παρεδόθη εἰς τήν ἄσκησιν καί τήν ἀδιάλειπτον νοεράν προσευχήν», κάτω ἀπό «τήν ἀσφαλῆ καθοδήγησιν τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου», γνώρισε τόν Χριστό «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», ὅπως καί ὁ Πνευματικός του Πατέρας, δηλαδή ὁ ἅγιος Σιλουανός, ἀκολούθησε τόν Χριστό σέ ὅλους τούς σταθμούς τῆς θείας οἰκονομίας Του, τόν Σταυρό, τά παθήματα, τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή Του, κόπτοντας τό «ἴδιον θέλημα» καί δέχθηκε Φῶς, «δύναμιν ζωῆς» καί «σοφία», ἀπό τήν Πηγή τοῦ Φωτός καί τῆς ζωῆς. Μέσα σέ αὐτήν τήν σύντομη καί θεολογική περιγραφή τῆς προσωπικότητος τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, φαίνεται ὅτι ἦταν θεόπτης πρίν ἐπισκεφθῆ τό Ἅγιον Ὄρος, γνώρισε τόν ἅγιο Σιλουανό, ἀπέκτησε τήν γνώση τοῦ Χριστοῦ καί πείρα παρόμοια μέ τήν πείρα τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ καί ὁμοιώθηκε μέ τόν Χριστό, ζώντας μέσα στό Φῶς Του.
Ἀκολούθως, ἀναφέρεται στήν πορεία του πρός τήν Δύση, ὅπου ἔλαμψε ὄχι ὡς ἕνας «λύχνος», ἀλλά «ὡς ἀστήρ ὑπέρλαμπρος» καί ὁδήγησε πρός τό φῶς τῆς θεογνωσίας «πλῆθος ἀπεγνωσμένων ψυχῶν, ποθουσῶν τόν Κύριον». Ἡ ἔξοδός του ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ πορεία του στήν Δύση ἔγινε ἀπό τήν «ἀνεξιχνίαστον Πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ», ἄν καί ὁ ἴδιος ἐπιθυμοῦσε νά τελειώση τήν ζωή του στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ στήν Δύση (τήν Ἀγγλία) ἵδρυσε ἕνα Μοναστήρι «ὑπό τήν εὐλογίαν καί σκέπην τῆς Μητρός Ἐκκλησίας» τήν ὁποία «ὑπερηγάπα καί βαθέως ἐσέβετο». Τό Μοναστήρι αὐτό χαρακτηρίζεται ὡς «ἀληθῶς μία καινή πολιτεία» καί «ἕν ὑπερῶον τῆς Πεντηκοστῆς», ὅπου συνέρχονταν καί συνέρχονται μοναχοί καί ἁπλοί πιστοί «ἐκ διαφόρων ἐθνῶν, γλωσσῶν καί παραδόσεων» «ἐπί τό αὐτό, ζῶντες καί ἀναπνέοντες διά τοῦ ὀνόματος τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ καί διά τῆς μετοχῆς εἰς τό κοινόν ποτήριον». Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἔσσεξ χαρακτηρίζεται ὡς εὐλογημένος τόπος, ὡς ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς, γιατί ἐκεῖ ἔζησε ἕνα ἀστέρι ὑπέρλαμπρο πού τέθηκε ἐπάνω στήν λυχνία καί λάμπει σέ ὅλη τήν Οἰκουμένη. Οἱ μοναχοί καί οἱ Χριστιανοί πού προσέρχονται ἐκεῖ ζοῦν καί ἀναπνέουν μέ τήν εὐχή τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, κατά τίς καθημερινές ἀκολουθίες, ἀλλά καί μέ τήν μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. Ὑπάρχει ἄρρηκτος σύνδεσμος μεταξύ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τῆς θείας Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εὐλογεῖ καί σκεπάζει αὐτήν τήν προσπάθεια.
Ἡ ἑνότητα τόσων ἀνθρώπων στήν Σταυροπηγιακή καί Πατριαρχική Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ, μέ διαφορετικές καταβολές, γινόταν μέ τήν «ἀνύστακτον ποιμαντικήν μέριμναν» τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, καί τό μεγάλο «χάρισμα τῆς διακρίσεως, ὅπερ ἐκόσμει αὐτόν». Ἡ αἴσθηση δέ τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος βιωνόταν ἐντονότερα «κατά τήν ὑπό τοῦ Γέροντος ἱερουργίαν τῆς ἀναιμάκτου μυσταγωγίας», «ἡ ὁποία ἦτο ἕν ἀνεπανάληπτον καί συγκλονιστικόν γεγονός διά πάντας τούς συμμετέχοντας». Ἐδῶ σαφέστατα ἐννοεῖται καί γράφεται ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος λειτουργοῦσε ὡς πραγματικός Ἀπόστολος πού γνώρισε τόν Χριστό, ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Χριστό, γεύθηκε «Πνεύματος Χριστοῦ», ὁπότε μέ τήν θεία Λειτουργία ἐπανελάμβανε «τήν θείαν πρᾶξιν τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ κόσμου», προσέφερε τήν θυσίαν, ἀλλά καί προσφερόταν ὁ ἴδιος «ὡς ἐξίλασμα ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπότητος, ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ» καί κατά τήν θεία Λειτουργία συνηντᾶτο μέ τόν «ὠκεανόν τῶν δυστυχιῶν» τοῦ κόσμου.
Στήν συνέχεια, γίνεται ἀναφορά στόν «μέγιστον σεβασμόν καί τιμήν» πού ἔτρεφε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος πρός τούς Ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας «καί δή τό σεπτόν Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τόν Πατριάρχην», «καίτοι ὁ ἴδιος εἶχεν ἀνέλθει εἰς τό ὕψος τῆς θεοπτίας». Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ὑπεραιρόταν γιά τήν ὑπερβολή τῶν θείων ἀποκαλύψεων καί τόν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων μέ τά ὁποῖα τόν ἐπροίκισε ὁ Θεός, ἀλλά διαρκῶς ταπεινωνόταν. Μέ αὐτό ἐννοεῖται σαφέστατα ὅτι οἱ θεοπτικές ἐμπειρίες δέν καταργοῦν τήν κανονική τάξη στήν Ἐκκλησία, ἀλλά μᾶλλον ἐκεῖνος πού ἔχει τέτοιες ἐμπειρίες θέτει τόν ἑαυτό του ὑποκάτω ὅλων καί ὑπακούει στούς γνησίους καί κανονικούς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀκολούθως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐκφράζει τήν «πνευματικήν ἀγαλλίασίν» του γιά τήν ἔκδοση τῆς βιογραφίας τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, συγχαίρει τόν συγγραφέα γιά τόν κόπο τόν ὁποῖον κατέβαλε, ὥστε «ὁ βίος καί τά θεῖα διδάγματα τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἀναπαυομένου Γέροντος γένωνται κτῆμα πάντων ὅσων ποθοῦν νά πορευθοῦν τήν ἰδίαν ὁδόν τῆς θεώσεως». Ἐδῶ βεβαιώνεται πατριαρχικῶς ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἐβάδισε τήν ὁδόν τῆς θεώσεως, καί τώρα ἀναπαύεται στούς οὐρανούς, ὁπότε προτρέπονται ὅσοι ποθοῦν νά πορευθοῦν τήν ἴδια ὁδό νά κάνουν κτῆμα τους «τά θεῖα διδάγματα» καί τόν βίο τοῦ Γέροντος. Πρόκειται γιά «τό νέκταρ τῆς ἡδυτάτης διδασκαλίας» τοῦ Γέροντος, τό ὁποῖον γεύθηκε καί παρουσιάζει στό βιβλίο αὐτό ὁ συγγραφεύς του.
Ἀναφερόμενος στούς ἀναγνῶστες λέγει ὅτι «ὅσοι ἔχουν ἀνοικτά τά ὦτα τῆς ψυχῆς των», ὅταν θά διαβάζουν τό βιβλίο αὐτό, θά ἀκούσουν τήν φωνή τοῦ ἰδίου τοῦ Γέροντα νά τούς προτρέπη: «Συμπορευθῆτε, ἀγαπητοί, μέ ἐμᾶς τούς πένητες πρός τόν Σταυρό, πρός τούς ὀνειδισμούς, τίς ἐξουθενώσεις, τήν πτωχεία, τίς θλίψεις, καί ἀργότερα, ἴσως καί στό θάνατο. Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός πρός τόν ἀληθινό, αἰώνιο δοξασμό. Γιά τό ὄνομά Του διωκόμαστε ἀπό παντοῦ..». Ὑπονοεῖται σαφέστατα ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ὑπῆρξε φίλος τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, βίωσε τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τόν δοξασμό καί γι’ αὐτό προτρέπει τούς ἀνθρώπους πρός αὐτήν τήν πορεία.
Στό τέλος τοῦ προλόγου του ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εὔχεται στούς ἀναγνῶστες τοῦ βιβλίου νά ἔχουν «πλουσίαν τήν θείαν εὐλογίαν καί πνευματικήν καρποφορίαν», στόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου «δαψιλῆ καί ἑκατονταπλασίονα τήν οὐράνιον ἀντιμισθίαν παρά τοῦ φιλοτέκνου μακαριστοῦ Πατρός, διά τῶν πατρικῶν αὐτοῦ πρεσβειῶν πρός Κύριον» καί σέ ὅσους συνετέλεσαν στήν ἔκδοση «τήν χάριν καί τό ἄπειρον Ἔλεος τοῦ Θεοῦ».
Ὅλη ἡ σκέψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου καί οἱ φράσεις πού χρησιμοποίησε στόν πρόλογο αὐτόν δείχνουν τήν πεποίθησή του ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔζησε ὅλες τίς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τήν μετάνοια, τήν νοερά προσευχή καί τήν ὅραση τοῦ θείου Φωτός, ὁπότε εἶναι πραγματικός θεολόγος καί ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλη ἡ πολιτεία του καί ἡ διδασκαλία του εἶναι ἀπόρροια αὐτῆς τῆς θεοποιοῦ Χάριτος, καί ὁ ἴδιος εἶναι μεγάλος θεολόγος, λαμπρός ἀστέρας στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἅγιος, ἀφοῦ ἀναπαύεται στούς οὐρανούς. Ὁ πρόλογος αὐτός εἶναι ἕνας μεγάλος ἔπαινος στόν Γέροντα Σωφρόνιο ἀπό τήν γραφίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, πού σαφέστατα προαναγγέλλει τήν ἁγιοκατάταξή του, ὅπως ἄλλωστε τό γράφει σέ προσωπική ἐπιστολή του πού μοῦ ἀπέστειλε. Ἄλλωστε, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ τόν θεωρεῖ ἅγιο.
Ἀγαπητοί μου,
Τελειώνοντας αὐτήν τήν παρουσίαση θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω αὐτούς πού μετέφρασαν μέ κόπο, μεράκι, καί εὐαισθησία τό βιβλίο αὐτό, ὅπως τόν π. Θεοφάνη, καί τήν Τατιάνα Πετράκη. Στήν μετάφραση βοήθησε ἀποτελεσματικά καί ἡ Ἄνκα Stanciou μέ τήν εὐαισθησία στήν γλώσσα πού διαθέτει. Δέν γνωρίζω ρουμανικά, ἀλλά ἀπό τήν στενή ἐπικοινωνία πού εἶχα μέ τούς μεταφραστές γνωρίζω ὅτι ἔκαναν καλή ἐργασία καί ἀπέδωσαν κατά τόν καλύτερο τρόπο τόν λόγο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἀλλά καί τά ὅσα ἔγραψα γι’ αὐτόν. Τούς εὐχαριστῶ θερμότατα. Ἐπίσης, εὐχαριστῶ καί τόν ἐκδοτικό οἶκο «Σοφία» γιά τήν καλή συνεργασία πού εἴχαμε, μέ τήν εὐγένεια καί τήν καλωσύνη πού διακρίνουν τά πρόσωπα πού τόν ἀπαρτίζουν. Φυσικά, εὐχαριστῶ καί ὅλους ἐσᾶς πού εἶσθε παρόντες στήν παρουσίαση αὐτή.
Στόν Πατριάρχη Ρουμανίας κ. Δανιήλ, τόν ὁποῖο γνωρίζω ἀπό τότε πού ἦταν Μητροπολίτης Μολδαβίας καί Μπουκοβίνας, ἐκφράζω τίς θερμότατες εὐχαριστίες μου γιά τήν ἄδεια πού ἔδωσε γιά νά πραγματοποιηθῆ αὐτή ἡ παρουσίαση καί γιά τήν ἀγάπη πού δείχνει στό πρόσωπό μου.
Εἴθε νά ἔχουμε ὅλοι μας τίς πρεσβεῖες τοῦ Γέροντος Σωφρονίου τοῦ ἁγιορείτου καί ἡσυχαστοῦ, πού λάμπει στόν οὐρανό ὡς ἕνα πνευματικό ἀστέρι.–
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/06/blog-post_130.html