ΛΟΓΟΣ Δ΄
 
Περὶ τοῦ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀξιωθεῖ τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πρέπει νὰ τὸ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θερμότητα καρδιᾶς, μεταχειριζόμενος ὑψηλό, καθαρό, ἄμεμπτο καὶ κοπιαστικὸ τρόπο ζωῆς· ἀκόμη, ἐὰν δὲν τὸ ἀξιωθεῖ γρήγορα, νὰ ἐπιμένει πολὺ ἱκετεύοντας τὸν Θεό, ἕως ὅτου τὸ ἀπολαύσει ἄνωθεν «ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων», διότι πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς δὲν δίνει ἀμέσως ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ζητάει κάποιος, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπομονή του ὣς τὸ τέλος, γενόμενος θερμότερος ἀπὸ πρίν.
 
Εὐλόγησον πάτερ.
Εἶπε ὁ Κύριος· «Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἐστὶν ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. ζ΄ 14). Αὐτὴ λοιπὸν ἡ στενὴ καὶ θλιμμένη ὁδὸς δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ ἡ κατὰ Θεὸν κοπιαστικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ ζεῖ κάποιος θεληματικῶς σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, μὲ σκοπὸ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Διότι αὐτὴ ἡ ζωὴ γεννάει στὸν ἄνθρωπο τὴν νέκρωση τῶν παθῶν· ἡ δὲ νέκρωση τῶν παθῶν γεννάει τὴν ἀποξένωση τῆς σκέψης ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴν ἔχθρα τοῦ διαβόλου. Διότι, ὅταν νεκρώσει κάποιος τὰ πάθη του μὲ τὴν ἀσκητικὴ διαγωγή, λάμπει στὴν ψυχή του μία θεϊκὴ ἀκτίνα, ἡ ὁποία ἀποξενώνει τὴν σκέψη του ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν διεγείρει στὴν ἔχθρα καὶ στὴν πάλη τοῦ διαβόλου. Ἡ ἀποξένωση τῆς σκέψης ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἡ ἔχθρα καὶ μνησικακία πρὸς τὸν διάβολο, γεννοῦν τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πεποίθηση πρὸς τὸν Θεό. Ὁπότε ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ὥρα ζητάει ὁ ἄνθρωπος βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο. Ζητάει μάλιστα τὴν παντοτινὴ βοήθειά Του, διότι καθὼς ὁ διάβολος δὲν παύει νὰ πολεμάει τὸν ἄνθρωπο ἕως τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ἔτσι καὶ αὐτὸς ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δοθεῖ τέτοια δύναμη καὶ βοήθεια, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ πάντοτε σὲ ὅλες τὶς προσβολὲς τοῦ διαβόλου καὶ νὰ διαφυλαχθεῖ σῶος ἀπὸ τὰ ἀεικίνητα βέλη του, τὰ πυρωμένα καὶ φρικτά.
Ἔτσι, ὁ Θεὸς τοῦ δίνει αὐτὴν τὴν παντοτινὴ βοήθεια σύμφωνα μὲ τὴν αἴτησή του, διότι λέγει· «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Ματθ ζ΄ 7)· ἡ δὲ παντοτινὴ βοήθεια, ποὺ ζητάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό, ἄλλη δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀκοίμητη καὶ ἡ παντοτινὴ μελέτη τῆς νοερᾶς καὶ καρδιακῆς εὐχῆς, ἡ ὁποία, ὅταν δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα Κύριο, ριζώνει στὴν καθαρὴ καρδιά του ὅπως ριζώνει ὁ σπόρος ποὺ πέφτει στὴν ἀγαθὴ καὶ εὔφορη γῆ. Αὐτὸς ὁ σπόρος, γλυκαίνει τὸν νοῦ, θερμαίνει τὴν καρδιά, παρηγορεῖ τὴν ψυχὴ μὲ τὴν θεϊκή του Χάρη. Ἔτσι, στὸ ἑξῆς ἀρχίζει ἡ ψυχὴ νὰ καρποφορεῖ ἀπὸ τὴν νοερὰ προσευχή, πρῶτα τριάντα, ὕστερα ἑξήντα καὶ τέλος καρποφορεῖ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο.

Αὐτὸ γίνεται ἔτσι, διότι ἡ νοερὰ προσευχὴ δὲν δίνεται διὰ μιᾶς μὲ τελειότητα στὸν ἄνθρωπο, καθὼς καὶ στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους δὲν δόθηκε διὰ μιᾶς ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ πρῶτα δόθηκε λίγο, ὅταν τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς προτοῦ ἀκόμη πάθει καὶ σταυρωθεῖ· «Ἰδού δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε αὐτὰ ἐκβάλλειν, καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν» (Ματθ. ι΄ 1). Δεύτερη φορὰ τοὺς δόθηκε ἡ Χάρη περισσότερο, ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση φύσηξε σ᾿ αὐτοὺς καὶ εἶπε· «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. κ΄ 20). Καὶ τρίτη φορὰ ἔλαβαν τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τελειότητα, ὅταν αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πραγματικῶς στὰ κεφάλια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μὲ μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Λοιπὸν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο δίνει καὶ τώρα ὁ Θεὸς τὴν χάρη τῆς νοερᾶς προσευχῆς στὸν ἄνθρωπο. Πρῶτα, μὲ τὴν λίγη δόση τῆς νοερᾶς προσευχῆς προγυμνάζεται ὁ ἄνθρωπος καὶ προετοιμάζεται γιὰ τὴν μεγαλύτερη δόση. Ὁμοίως πάλι μὲ τὴν μεγαλύτερη δύναμη καὶ δόση προγυμνάζεται καὶ προετοιμάζεται γιὰ τὴν τέλεια δωρεὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στὴν βαθμίδα τῆς ἐκπλήρωσης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ εἶναι ἱκανὸς νὰ ἀποδώσει στὸν Θεὸ τὸν ἄξιο καρπὸ τοῦ θεϊκοῦ χαρίσματος, καθὼς λέγει· «ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ» (Ψλμ. α΄ 3), τότε -λέγω- ὁ Θεὸς τοῦ δίνει τὴν τέλεια δόση καὶ τὸ τέλειο χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ἀλλά, αὐτὸ τὸ τέλειο χάρισμα, ποὺ κατεβαίνει «ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων» (Ἰακ. α΄ 17), ὅσο εἶναι ὑψηλὸ καὶ τιμημένο, τόσο χρειάζεται καὶ ζωὴ ὑψηλὴ καὶ τιμημένη, διότι ὁ ὅμοιος τὸν ὅμοιο ἀγαπᾶ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ τὸ πρᾶγμα καλύτερα, ἂς φέρουμε ἕναν Ἅγιο ὡς παράδειγμα.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης εἶχε πόθο γιὰ νὰ μάθει τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε πάντοτε τὴν Παναγία νὰ τοῦ χαρίσει αὐτὸ τὸ χάρισμα. Καὶ λοιπὸν τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐπιθυμία του καθὼς εἶναι γραμμένο· «Δώη σοι Κύριος κατὰ τὴν καρδίαν σου, καὶ πᾶσαν τὴν βουλήν σου πληρῶσαι» (Ψλμ. ιθ΄ 5)· φάνηκε σ᾿ αὐτὸν ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ τοῦ εἶπε· «Ἀνέβα Μάξιμε εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνος διὰ νὰ λάβῃς τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς».
Ἀνέβηκε λοιπὸν ὁ Ἅγιος στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα καὶ ἔλαβε τὸ ποθούμενο. Ἀνέβηκε, ἀλλὰ πῶς ἀνέβηκε; Ἀνέβηκε πεινασμένος, ἀνέβηκε διψασμένος, ἀνέβηκε ἀγρυπνισμένος, ἀνέβηκε ταλαιπωρημένος στὸ σῶμα, ἀνέβηκε ξυπόλυτος, ἀνέβηκε μὲ πίστη θερμότατη, ἀνέβηκε μὲ ἄκρα ταπείνωση καὶ πάρα πολὺ εὐλάβεια, ἀνέβηκε μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ μὲ διάνοια καθαρή, μὲ ζωντανὴ ἐλπίδα καὶ μὲ θερμὴ καρδιά. Ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ καὶ ἔβρεχε τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ μὲ θερμότατα καὶ πολλὰ δάκρυα. Ἀνέβηκε, ἀλλ᾿ ὅμως δὲν ἔλαβε ἀμέσως τὸ ποθούμενο. Ἔτσι, κατέβηκε κάτω στὸν ναὸ τῆς Παναγίας λυπημένος ἀλλὰ ὄχι ἀπελπισμένος, καὶ ἀνέβηκε πάλι μὲ περισσότερη πίστη μὲ περισσότερη εὐλάβεια, μὲ περισσότερη ταπείνωση, μὲ περισσότερη δέηση, μὲ περισσότερη ζέση, μὲ περισσότερη πείνα, μὲ περισσότερη καὶ μὲ διπλὴ δίψα, ψυχῆς μαζὶ καὶ σώματος, καὶ μὲ περισσότερα καὶ μὲ θερμότερα δάκρυα καὶ ἀποφάσισε μὲ τὸν ἑαυτό του ὅτι ἂν δὲν ἀξιωθεῖ τὸ ποθούμενο, νὰ μὴν ἀναχωρήσει πλέον ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα, μήτε νὰ φάγει τίποτε, μήτε νὰ πιεῖ, μήτε νὰ δώσει ὕπνο στὰ μάτια του, μήτε νυσταγμὸ στὰ βλέφαρά του, καθὼς λέγει· «Ὅσιε πάτερ, οὐκ ἔδωκας ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου οὐδὲ τοῖς βλεφάροις σου νυσταγμόν, ἕως οὗ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα τῶν παθῶν ἠλευθέρωσας. Ἐλθὼν γὰρ ὁ Χριστὸς σὺν Πατρί, μονὴν παρὰ σοὶ ἐποιήσατο».
Ἀλλὰ αὐτὰ ἦταν οἱ φανεροὶ ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου· τοὺς νοητοὺς ὅμως ἀγῶνες, ποὺ ἀγωνιζόταν μὲ τοὺς ἀόρατους δαίμονες ποιὸς νὰ τοὺς διηγηθεῖ; Διότι οἱ δαίμονες ὅταν κατάλαβαν ὅτι πρόκειται ὁ Ἅγιος νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, συγκέντρωσαν σχεδὸν ὅλα τὰ τάγματα τῶν δαιμόνων γιὰ νὰ ταράξουν καὶ νὰ ἐκφοβίσουν τὸν Ἅγιο, μήπως καὶ φύγει ἀπὸ τὸν φόβο του ἄπρακτος, καὶ ἔδειχναν ὅτι ὁρμοῦν ἐναντίον του ὅλο τὸ πλῆθος μὲ ἀλαλαγμὸ καὶ κρότο. Καὶ ἄλλα μυριάδες φόβητρα, διαφόρων εἰδῶν ἔδειχναν στὴν διάνοια τοῦ Ὁσίου γιὰ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν φόβο του, ἀλλὰ αὐτὸς ἔμεινε ἀσάλευτος σὰν στύλος ἀκλόνητος, ἕως ὅτου ἔλαβε τὸ ποθούμενο ὡς ἑξῆς·
Κατέβηκε λοιπὸν στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα ἡ Κυρία Θεοτόκος βαστάζοντας στὴν ἁγία της ὠλένη τὸν χαριτωμένο Ἰησοῦ ὡς νήπιο, περικυκλούμενη ἀπὸ ἀναρίθμητους ἀγγέλους, ἐνῶ ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα φαινόταν στὸν Ὅσιο πλατύτερη ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ πράγματι, ἔτσι φαινόταν διότι κατέβηκε ἐκεῖ ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν μαζὶ μὲ τὸν Υἱό της καὶ Θεό, ποὺ δὲν χωράει στοὺς οὐρανούς. Ὁ Ἅγιος ὅταν εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἔπεσε ἀμέσως καὶ τὴν προσκύνησε τρεῖς φορὲς λέγοντας σὲ κάθε προσκύνηση τὸ «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (πρβλ. Λουκ. α΄ 28).
Καὶ τότε τοῦ ἔδωσε ἡ Μητέρα τοῦ Ἐμμανουὴλ τὸν Ἅγιο Ἄρτο μὲ τὸ ἀμόλυντο χέρι της, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ ἔλαβε ὁ Ὅσιος μὲ εὐλάβεια τὸν ἔφαγε ἀμέσως. Καὶ ἡ μὲν Κυρία Θεοτόκος ἔγινε ἀμέσως ἄφαντη, ἐνῶ αὐτὸς μόλις ἔφαγε τὸν Ἅγιο Ἄρτο, κατάλαβε ἀμέσως στὴν καρδιά του τὸν ἀναβρασμὸ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὥρα, καὶ ὅταν ἦταν ξύπνιος καὶ ὅταν κοιμόταν ὁ Ὅσιος, ἔβραζε ἡ εὐχὴ μέσα στὴν καρδιά του καὶ γλύκαινε τὴν ψυχή, θέρμαινε τὴν καρδιὰ καὶ φώτιζε τὰ νοερά του μάτια. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, ἐπειδὴ ἔγινε φωτισμένος, ἔβλεπε μὲ τὰ φωτισμένα του μάτια στὸν καιρὸ τῆς συννεφιασμένης καὶ σκοτεινῆς νύκτας τόσο πολύ, σὰν νὰ ἔλαμπε ὁ φωτεινὸς ἥλιος, καὶ πολλὲς φορὲς πετοῦσε στὸν ἀέρα μὲ τὸ σῶμα σὰν φτερωτὸς ἀετός. Αὐτὰ ἔγιναν στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Καυσοκαλύβη, ἐμεῖς ὅμως ἂς συνεχίσουμε τὸν λόγο μας.
Ὁ λόγος ἀποκαλύπτει ὅτι τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς δίνεται σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα, δηλαδὴ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ζεῖ ζωὴ ὑψηλή, ἄμεμπτη καὶ καθαρή, κοπιαστικὴ στὸ σῶμα καὶ ἀπαρηγόρητη, ἀλλὰ στὴν ψυχὴ ἀναπαυτικὴ καὶ παρηγορητική, ζωὴ τέτοια ποὺ ὑψώνει τὸν νοῦ στὸν οὐρανό, καθὼς εἶναι ὑψωμένη στὰ σύννεφα ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα.
Αὐτὴν τὴν ὑψηλὴ καὶ οὐράνια ζωὴ ἐπιθυμοῦν ὄχι μόνον οἱ καθαροὶ ἄγγελοι καὶ ἡ προστάτιδα τῆς καθαρότητος, ἡ Δέσποινά τους, ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀκόμη ἐπιθυμεῖ τὴν ζωὴ αὐτὴν καὶ αὐτὸς ὁ οὐράνιος καὶ ἀκατάληπτος Πατὴρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό, φυτεύει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀγωνιστοῦ τὸ φυτὸ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τὸ ὁποῖο ὅταν ποτίζεται ἀπὸ τὰ ἀένναα νάματα τῶν δακρύων θὰ μεγαλώσει καὶ θὰ ἐξαπλωθεῖ σὰν τοὺς κέδρους τοῦ Λιβάνου καὶ θὰ δροσίσει μὲ τὸν σκιερὸ ἀέρα τῶν θεϊκῶν λόγων ὅλους τοὺς καυματισμένους ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπους, καὶ θὰ θρέψει μὲ τὸν φωτεινὸ καὶ γλυκύ του καρπὸ τοὺς πεινασμένους ἀπὸ τὴν πείνα τῆς θεϊκῆς ἐργασίας. «Τοὺς πόνους» λέγει, «τῶν καρπῶν σου φάγεσαι, μακάριος εἶ, καὶ καλῶς σοι ἔσται» (Ψλμ. ρκζ΄ 2), δηλαδή, γιὰ τοὺς πόνους, γιὰ τοὺς μόχθους, γιὰ τοὺς κόπους καὶ γιὰ τοὺς λοιποὺς ἀγῶνες, ποὺ δοκιμάζεις ἀγωνιζόμενος νύκτα καὶ ἡμέρα μὲ τὰ πάθη σου, μέχρι νὰ τὰ ξερριζώσεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ φυτευτεῖ στὴν καρδιὰ τὸ φυτὸ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς νοερᾶς μελέτης, τῆς νοερᾶς καὶ πνευματικῆς θεωρίας, γιὰ ὅλα αὐτά -λέγω- σοῦ ἑτοιμάζεται στὴν ψυχὴ καρπὸς οὐράνιος, ἄφθαρτος, καρπὸς νοερός, καρπὸς αἰώνιος καὶ καρπὸς πνευματικός, γλυκύτερος ἀπὸ τὸ μέλι (πρβλ. Ψλμ. ιη΄ 11) καὶ περισσότερος ἀπὸ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας (πρβλ. Γεν. λβ΄ 12), ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὅποιος τρώγει εἶναι μακάριος καὶ εὐτυχής, διότι δὲν θὰ πεινάσει στὸν αἰῶνα (πρβλ. Ἰω. στ΄ 35, 58), ζώντας αὐτὸς μέσα στὸν Χριστὸ καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸν ὁ Χριστὸς. Σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος πάντοτε. Ἀμήν.
 
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱ.Μ.Ξενοφῶντος
Ἁγίου Ὄρους
 
 
https://wra9.blogspot.com/2022/02/blog-post_28.html