ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
 
ΛΟΓΟΣ Α΄
 
Περὶ τῆς νοερᾶς καὶ καρδιακῆς προσευχῆς καὶ περὶ τοῦ πῶς αὐτὴ ἡ νοερὰ καὶ καρδιακὴ προσευχὴ ἐξολοθρεύει τελείως τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς φλογίζει.
 
Εὐλόγησον πάτερ.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς λέγει στὸ θεῖο καὶ ἱερό Του Εὐαγγέλιο· «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ΄ 38). Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν καρδιά του σὰν ἀστείρευτη πηγὴ αὐτὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, ἂς ἀγωνιστεῖ νὰ ἀποκτήσει στὴν καρδιά του τὴν νοερὰ καὶ καρδιακὴ εὐχή, δηλαδὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» (πρβλ. Μτθ ιε΄ 22, Μάρκ. ι΄ 47, Ἰω. ιη΄ 38), τὴν ὁποία εὐχὴ νὰ τὴν λέγει σὲ κάθε ἀναπνοὴ μία φορά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀποκτήσει αὐτὴν τὴν εὐχὴ πάντοτε στὴν καρδιά του, πρῶτα ἂς ἀκούσει τὴν ἑτοιμασία ποὺ πρέπει νὰ κάνει, καὶ ἔπειτα ἂς ἀκούσει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ τὴν λέγει.
Ὁ οὐράνιος βασιλεύς, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὡς καθαρὸς ποὺ εἶναι καὶ πέρα ἀπὸ κάθε καθαρότητα, δὲν εἰσέρχεται ἁπλῶς καὶ ὅπως τύχει σὲ ἀσύνετη καὶ ἀνέτοιμη καὶ βρωμισμένη καρδιά, διότι λέγει· «Εἰς ἀσυνέτου καρδίαν ὁ Θεὸς οὐκ εἰσελεύσεται· εἰ δὲ καὶ εἰσελεύσεται, ταχέως ἐξελεύσεται»· ἀλλὰ εἰσέρχεται σὲ συνετὴ καὶ προετοιμασμένη καὶ καθαρὴ καρδιά. Καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ λέγει γι᾿ αὐτὴν τὴν ἑτοιμασία· «Ἑτοίμη ἡ καρδία μου ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ἄσομαι καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου» (Ψλμ. νστ΄ 8). Καὶ πρῶτα λέγει· «ἑτοίμη ἡ καρδία μου», ὕστερα λέγει· «ἄσομαι καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου», τὸ ὁποῖο φανερώνει ὅτι πρῶτα πρέπει νὰ ἑτοιμάσει κάποιος τὴν καρδιά του, νὰ εἶναι καθαρὴ στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ δεχτεῖ στὴν καρδιά του τὸν Χριστό, μπορεῖ νὰ λέγει καὶ τὴν εὐχὴ καὶ νὰ μελετάει ἀκαταπαύστως μέσα στὴν καρδιά του, «χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος», καθὼς λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος· «Ἄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. ε΄ 19).
Ἡ προετοιμασία τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ ἑξῆς· ἡ παντοτινὴ νηστεία, ἡ ἄμετρη κακοπάθεια καὶ ταλαιπωρία τοῦ σώματος, ἡ ὑπερβολικὴ ταπείνωση. Διότι, ἡ παντοτινὴ νηστεία καθαρίζει τό σῶμα τοῦ νηστευτοῦ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια καὶ ἀπὸ τὴν ὕλη τῆς κακῆς ἐπιθυμίας, ἐνῶ ἡ ταλαιπωρία τοῦ σώματος νεκρώνει καὶ θανατώνει τὰ παράλογα σκιρτήματα τῆς σάρκας καὶ ἡ ἄκρα ταπείνωση φέρνει τὴν εὐχὴ καὶ τοῦ γίνεται, κατὰ κάποιο τρόπο, σὰν κάποια προαναγγελία. Καὶ καθὼς ὁ αὐγερινὸς ἀστέρας μᾶς δείχνει καὶ μᾶς προαναγγέλλει καὶ μᾶς φανερώνει ὅτι σὲ λίγη ὥρα θὰ ἀνατείλει ὁ φωτεινὸς ἥλιος, ἔτσι καὶ ἡ ταπείνωση εὐαγγελίζεται στὸν προετοιμασμένο τὸ μήνυμα τῆς παρηγορίας καὶ τὸν πληροφορεῖ ὅτι τώρα θὰ ἔλθει στὴν καρδιά του ἡ εὐχή, ἡ ὁποία ὅταν ἔλθει φωτίζει τὴν ψυχή, τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ μὲ τὶς φωτιστικὲς καὶ λαμπερὲς ἀκτῖνες ποὺ βγαίνουν νοητῶς ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Ἀφοῦ φωτιστεῖ ὁ νοῦς, τότε ὁ ἄνθρωπος διακρίνει τὸ ὠφέλιμο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ βλαπτικό, καὶ ὅπως ἐκεῖνος ποὺ περπατάει τὴν νύκτα μὲ αἰσθητὸ φῶς, βλέπει τὸ μονοπάτι καὶ δὲν χάνεται, ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος ποὺ φωτίστηκε στὸν νοῦ ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸν Χριστό, διακρίνει τὴν ἀληθινὴ καὶ ἀπλανῆ ὁδὸ ποὺ τὸν σώζει καὶ τὸν φέρνει στὸν Χριστό, ἀπὸ τὴν ψευδῆ καὶ πλανεμένη ὁδὸ ποὺ τὸν κολάζει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸν διάβολο.
Ἀφοῦ λοιπόν, προετοιμαστεῖ κανεὶς ὅπως εἴπαμε, ἢ καὶ περισσότερο, δηλαδὴ μὲ περισσότερη σκληραγωγία, καὶ ἔχει τὰ πάθη του νεκρωμένα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τότε ἂς μαζέψει τὸν νοῦ του ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἐξωτερικοὺς περισπασμοὺς τῶν ἔξω ὑποθέσεων καὶ κλίνοντας τὴν κεφαλὴ ἴσια κατὰ τὸ στῆθος, ἂς ἐρευνήσει νὰ βρεῖ τὸ μέρος ποὺ εἶναι στὸ κέντρο τοῦ στήθους, καὶ ἐκεῖ μέσα, ἀφοῦ στήσει ὅλη του τὴν προσοχή, σὰν κάποιος ἄγρυπνος καὶ ἐπιτήδειος φρουρὸς καὶ σκοπευτής, ἂς ἀρχίσει νὰ λέγει τὴν εὐχὴ μὲ λίγη βία καὶ λίγη συντριβή, χωρὶς νὰ τὴν προφέρει ἀπὸ τὸν λάρυγγά του καὶ δίχως νὰ κινεῖ τὴν γλῶσσα του, ἀλλὰ νὰ τὴν λέγει ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, καθὼς λέγει· «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι Κύριε, Κύριε εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου» (Ψλμ. ρκθ΄ 1). Ἀκόμη, ὅταν λέγει τὴν εὐχὴ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἂς κρατήσει λίγο καὶ τὴν ἀναπνοή του.
Ὅμως, ὁ νοῦς του ἐκείνην τὴν ὥρα, ἂς μὴν παραμερίσει καθόλου ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ λέγεται ἡ εὐχή. Καὶ ἀφοῦ ἀρχίσει νὰ θερμαίνεται καὶ νὰ ζεσταίνεται ὁ χῶρος μέσα στὸν ὁποῖο λέγεται ἡ εὐχή, τότε ἂς ἀρχίσει νὰ τὴν λέγει δυνατότερα καθὼς λέγει· «πορεύσονται ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν» (Ψλμ. πγ΄ 87). Καὶ λοιπόν, λέγοντας πολλὲς φορὲς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν εὐχή, θὰ ἀρχίσει νὰ πονάει ἐσωτερικῶς τὸ στῆθος ἐκεῖ ποὺ λέγεται ἡ εὐχὴ μὲ τὴν τριβή, καὶ ἡ εὐχὴ θὰ ἀρχίσει νὰ βράζει μέσα στὴν καρδιά, ἐννοοῦμε μέσα στὸ βάθος τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ νὰ ἀναβλύζουν τὰ θεῖα καὶ πνευματικὰ νοήματα, σάν ἀπὸ κάποια ἀένναη πηγή.
Ἀπὸ τοῦτο λοιπὸν τὸ σημεῖο γίνεται φανερὸ ὅτι ἦλθε καὶ κατοίκησε ὁ Χριστὸς σ᾿ ἐκείνην τὴν καρδιά, ὅπως τὸ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ θεῖο Του καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο· «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. ιη΄ 20), δηλαδὴ ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ καρδιά, ὁ νοῦς καὶ ἡ προσοχὴ συγκεντρωμένα καὶ τὰ τρία, καὶ μελετοῦν μαζὶ καὶ μὲ εὐλάβεια τὸ ὄνομά μου, ἐκεῖ μεταξύ τους εἶμαι καὶ ἐγώ. Καὶ πάλι λέγει ὁ Σωτήρας· «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ μου εἰσελευσόμεθα πρὸς αὐτὸν καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰω. ιδ΄ 23). Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, στὸ ἑξῆς λέγεται ἡ εὐχὴ μέ εὐκολία, διότι καθὼς τὸ σίδερο ὅταν πυρωθεῖ καλὰ ἀπὸ τὴν φωτιὰ δουλεύεται εὔκολα, καὶ καθὼς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ θὰ θελήσει νὰ κάψει ἕνα καμίνι δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ζεστάνει μονομιᾶς, ἀλλὰ λίγο – λίγο ὥσπου νὰ πυρωθεῖ καὶ νὰ ἀνάψει τὸ καμίνι καὶ τότε μόνον, ἂν πλησιάσει τὰ ξύλα κοντὰ στὴν τρύπα τοῦ καμινιοῦ, ἀμέσως τὸ καμίνι τὰ ρουφάει μέσα του καὶ τὰ καίει, ἔτσι γίνεται καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου· ἀφοῦ πυρωθεῖ ἡ καρδιά του ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε λέγει τὴν εὐχὴ μέ πολλὴ ζέση καὶ μὲ πολλὴ θερμότητα καὶ εὐκολία.
Μετὰ τὴν παύση τῆς βίαιης καὶ συντετριμμένης εὐχῆς, ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν γνωρίζει καλά, δηλαδὴ συλλογίζεται τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐνθυμήσεις ποὺ εἶχε πρὶν συντρίψει τὴν καρδιά του μὲ τὴν εὐχή, καὶ βρίσκει ὅτι ὅλα ἦταν παγίδες, τριβόλια, κεντριὰ καὶ ἐφευρέσεις τοῦ διαβόλου. Καὶ αὐτὸ τὸ καταλαβαίνει πολὺ καλὰ ἀπὸ τὸ ἑξῆς· ἀμέσως μόλις ἀρχίσει νὰ συντρίβει τὴν καρδιά του μὲ τὴν πιεστικὴ εὐχή, χάνονται καὶ σκορπίζονται ἀμέσως σὰν καπνὸς ἐκεῖνα τὰ ἀκάθαρτα καὶ ὑπερήφανα νοήματα ποὺ τὸν ἔκαναν πρῶτα νὰ δικαιώνει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν νομίζει προοδευμένο καὶ σπουδαῖο.
Τότε ἐκπληρώνεται σ᾿ αὐτὸν ὁ λόγος ποὺ λέγει· «Εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου· καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐζήτησα αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ» (Ψλμ. λστ΄ 35-36). Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ χαθεῖ καὶ φύγει τελείως ἀπὸ τὴν καρδιά του ἐκείνη ἡ ψευδὴς καὶ φανταστικὴ δικαιολογία τοῦ ἑαυτοῦ του, τότε βλέπει τὸν ἑαυτό του γυμνό, ὄχι μόνον ἀπὸ κάθε ἀρετή, ἀλλὰ καὶ ἁμαρτωλὸ καὶ ταλαίπωρο σὰν τὸν τελώνη.
Αὐτὸ φανερώνει καὶ ἡ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν φαρισαῖο καὶ τὸν τελώνη (Λουκ. ιη΄ 11 κ.ἑξ.). Διότι ὅσο ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲν συντρίβεται μὲ τὴν εὐχή, τόσο αὐτοδικαιώνεται ὁ ἄνθρωπος καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του δίκαιο καὶ ἅγιο, καθὼς ἔκανε ὁ φαρισαῖος. Ὅταν ὅμως συντριβεῖ ἡ καρδιά του μὲ τὸν ἀναστεναγμὸ τῆς εὐχῆς, ταπεινώνεται ἡ καρδιά του καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὅμοιο μὲ τὸν τελώνη.
Ἀκόμη, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν καρδιά του ἀπερίτμητη καὶ δικαιωμένη, ἂν εἰσέλθει στὴν ἐκκλησία δὲν τοῦ ἔρχεται καμμία κατάνυξη οὔτε καμμία ἀληθινὴ εὐλάβεια στὸν Θεὸ καὶ στὰ θεῖα, ἀλλὰ οὔτε κανένας οὐράνιος ἔρωτας· στέκεται μόνον μὲ τὸ σῶμα, σὰν ἕνα ἄκαρπο ξύλο ποὺ πρέπει νὰ κοπεῖ καὶ νὰ ριχτεῖ στὴ φωτιά, ὅπως λέγει· «Ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ δένδρου κεῖται. Πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Λουκ. γ΄ 9). Ἡ προσευχὴ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει καμμία καρδιακὴ θερμότητα, ἀλλὰ γίνεται μὲ ξερὸ μόνον λόγο καὶ ψυχρὸ νοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἡ προσευχὴ αὐτὴ γίνεται πρὸς κατάκρισή του, καθὼς ἔγινε μὲ τὸν φαρισαῖο.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει τὴν καρδιά του ταπεινωμένη καὶ συντετριμμένη ἀπὸ τὴν βία τῆς εὐχῆς, μόλις εἰσέλθει στὴν ἐκκλησία, ἀμέσως τὸν ἁρπάζει καὶ τὸν περικυκλώνει μία ἀληθινὴ καὶ ζωηρὴ εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὰ θεῖα, τόσο, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος καταλαβαίνει τὴν ἐνέργειά της, διότι τοῦ φαίνεται ἀπὸ τὴν χαρά του -καὶ ἔχει πεισθεῖ- ὅτι δὲν στέκεται σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐπίγεια ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅτι στέκεται στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, σ᾿ ἐκείνην τὴν θεϊκὴ δόξα, ὅπου ὑμνεῖται ὁ ὑπερύμνητος καὶ δοξασμένος βασιλεὺς ἀπὸ μύριες μυριάδες ἀγγέλων. Τότε, ἀπὸ τὴν χαρά καὶ τὴν εὐλάβειά του, τρέχουν καὶ χύνονται σὰν ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια του θερμότατα δάκρυα, τὰ ὁποῖα τὸν καθαρίζουν ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, καθὼς λέγει· «Πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψλμ. ν΄ 9).
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν εὐλάβεια, τὸν περικυκλώνει καὶ τὸν ἐπισκέπτεται καὶ κάποια ἄλλη Χάρη· δηλαδή, μετὰ τὰ δάκρυα ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν κάποια ἄλλη θεϊκὴ παρηγορία, τὴν ὁποίαν δὲν κατανοεῖ βεβαίως αἰσθητῶς, ὅμως νοητῶς νοεῖται καθαρῶς καὶ τὴν θεωρεῖ μὲ τοὺς νοητοὺς ὀφθαλμοὺς ὅτι κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, σὰν δροσιὰ πάνω στὴν κεφαλή του, σὰν τὴν δροσιὰ τοῦ προφήτου Γεδεών, καὶ χύνεται σ᾿ ὅλο του τὸ σῶμα καὶ τὸ μυρώνει, δηλαδὴ τὸ ἁγιάζει. Γι᾿ αὐτό, λέγει ἡ Γραφή· «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ ἐκχέων τὴν χάριν αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ, ὡς μύρον ἐπὶ κεφαλῆς τὸ καταβαῖνον ἐπὶ τὴν ὤαν τοῦ ἐνδύματος αὐτοῦ» (πρβλ. Ψλμ. ρλβ΄ 2). Τότε ἀπ᾿ αὐτὸ γίνεται ὅλο του τὸ σῶμα ἐλαφρὸ καὶ γεμᾶτο ἀπὸ κάθε πνευματικὴ στήριξη καὶ παρηγορία.
Στὴν συνέχεια λαμβάνει κάποια πληροφορία ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν Χάρη, ὅτι συμφιλιώθηκε μὲ τὸν Θεὸ καὶ λέγει μαζὶ μὲ τὸν προφήτη· «Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα» (Ψλμ. ν΄ 10)· δηλαδή, Σ᾿ εὐχαριστῶ Κύριε, ποὺ μὲ πληροφόρησες καὶ μοῦ ἔδωσες νὰ καταλάβω ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς Χάρης Σου ὅτι μοῦ συγχώρησες τελείως ὅλα μου τὰ ἁμαρτήματα καὶ παρηγορήθηκα ἐγὼ ὁ εὐτελὴς δοῦλος σου, ἐπειδὴ τόσο μὲ εἶχε ταπεινώσει ἡ ἁμαρτία μου, ὥστε ἔτρεχα πάντοτε στὸν γκρεμὸ καὶ ἔτρεμαν τὰ κόκκαλά μου ἀπὸ τὸν φόβο τῆς κόλασης.
Ἀκόμη καὶ ἄλλα περισσότερα λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔρχονται στὸ στόμα του ἐκείνην τὴν ὥρα, τὰ ὁποῖα φανερώνουν ὅτι ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν μετάνοιά του καὶ τὴν προσευχή του, καθὼς λέγει· «Πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψλμ. ν΄ 19).
Ὅμως, ὄχι μόνον αὐτὰ ἀπολαμβάνει ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἄλλα πολλὰ θεῖα καὶ οὐράνια νοήματα ξεπηδοῦν ἀπὸ τὴν καρδιά του. Διότι λύθηκε καὶ σκορπίστηκε τὸ σκοτεινὸ σύννεφο τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τότε στοχάζεται τὴν ἁρμονία τοῦ ἱεροῦ ρητοῦ ποὺ λέγει· «Διήνοιξε αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφὰς» (Λουκ. κδ΄ 45) καὶ· «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ΄ 38). Διότι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου βράζει ἀπὸ τὰ θεῖα νοήματα καὶ μὲ παραβολὲς συνομιλεῖ, καθὼς λέγει· «Ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τὸ στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα ἀπ᾿ ἀρχῆς» (Ψλμ. οζ΄ 2). Διότι ἐκείνην τὴν ὥρα εἶναι γεμᾶτος πῦρ μέσα στὴν καρδιά του, ἐπειδὴ ἄναψε στὴν καρδιά του τὸ πῦρ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Χριστός· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν εἰς τὴν γῆν καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;» (Λουκ. ιβ΄ 49). Ὁπότε αὐτὴν τὴν ὥρα, ὁ οὐράνιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ὡς ἀναμμένος ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνει μέσα του ὁριστικὴ ἀπόφαση νὰ φυλάξει χωρὶς παρέκκλιση ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέγει καὶ ὁ προφήτης καὶ βασιλέας Δαβίδ· «Ὤμοσα καὶ ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου» (Ψλμ. ριη΄ 106). Αὐτὴ ἡ ζωηρὴ καὶ διάπυρη ἐνέργεια τοῦ θείου ἔρωτος δόθηκε σ᾿ αὐτὸν κατὰ τὸ ἴδιο μέτρο μὲ τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔκανε, ὅταν προσευχήθηκε.
Ἂν προσευχηθεῖ κάποιος κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μισὴ ὥρα, παραμένει καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς καρδιακῆς εὐχῆς σχεδὸν μισὴ ὥρα τὴν ἡμέρα ἢ τὸ πολὺ μία ἡμέρα· ὄχι περισσότερο. Διότι, καθὼς τὸ σίδερο, ὅταν τὸ βγάζει ἀπὸ τὴν φωτιὰ ὁ σιδερᾶς, φαίνεται καὶ αὐτὸ ὅμοιο μὲ τὴν φωτιὰ καὶ καίει ἐξίσου, ὅμως ἀρχίζει νὰ χάνει λίγο – λίγο τὴν θερμότητα καὶ ἐπανέρχεται στὴν φυσική του ψυχρότητα καὶ ὄψη, ὁμοίως καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν λέγει τὴν εὐχὴ μὲ βία καὶ συντριβή, ἀνάβει ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν καρδιά του τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τῶν θείων νοημάτων· ὅμως, ἂν παύσει αὐτὴν τὴν προσευχή, παύει νὰ ρέει καὶ τὸ ζῶν ὕδωρ τῶν θείων νοημάτων.
Αὐτὸ γίνεται ἀπὸ οἰκονομία Θεοῦ γιὰ νὰ μὴν ἀμελήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν εὐχή, θεωρώντας ὅτι πλέον δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσευχηθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε, καὶ ἀκόμη γιὰ νὰ μὴν πέσει πάλι στὰ πρῶτα πάθη τῆς ἁμαρτίας, ἢ σὲ ἀκόμη μεγαλύτερα καὶ χειρότερα. Διότι λέγει· «Ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει. Τότε λέγει· εἰς τὸν οἶκόν μου ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα καὶ σεσαρωμένων καὶ κεκοσμημένον. Τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων»(Ματθ. ιβ΄ 43-45).
Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, πρέπει νὰ προσεύχεται πάντοτε ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ προσευχή του νὰ γίνεται ἀδιαλείπτως, καθὼς μᾶς παροτρύνει τὸ Εὐαγγέλιο· «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 17), «ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. κστ΄ 21). Νὰ προσεύχεται κανεὶς συνεχῶς, ὅμως ὄχι πάντοτε μὲ συντριβὴ καὶ βία τῆς καρδιᾶς σύμφωνα μὲ τὸν προηγούμενο τρόπο (διότι αὐτὸ εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο), ἀλλὰ νὰ προσεύχεται συνεχῶς, καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο· ἀφοῦ δηλαδὴ προσευχηθεῖ μὲ βία καὶ μὲ συντριβὴ καὶ πονέσει τὸ στῆθος ἐσωτερικῶς, καὶ δὲν δέχεται πλέον ἐκεῖνο τὸ μέρος περισσότερη βία, τότε ἂς προσεύχεται κατὰ κάποιο τρόπο ἥσυχα, μέτρια καὶ ἀναπαυτικά, μέχρι νὰ γιατρευτεῖ καὶ νὰ ἀναλάβει λίγο ἐκεῖνο τὸ ἐσωτερικὸ καταπληγωμένο μέρος τοῦ στήθους.
Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ γιατρευτεῖ καὶ ἀναλάβει, ἂς ἀρχίσει πάλι τὸν ἀγῶνα τῆς συντετριμμένης καὶ καρδιακῆς του προσευχῆς, ὅπως πρίν, μὲ βία. Ὁ νοῦς ἂς προσέχει πάντοτε καὶ ἂς φυλάττει ἀδιαλείπτως τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὶς προσβολὲς τοῦ διαβόλου. Καὶ ὅταν ὁ διάβολος ἐπιτεθεῖ, ἀμέσως ὁ νοῦς ἂς διεγείρει καὶ ἂς συντρίψει τὴν καρδιὰ μὲ τὴν εὐχή, μέχρι νὰ πονέσει ἡ καρδιά, καὶ τότε ἀμέσως θὰ χαθεῖ καὶ θὰ ἐξαφανιστεῖ ἐκείνη ἡ ἐπίθεση τοῦ σατανᾶ, ὅπως τὸ σύννεφο ἀπὸ τὸν ἄνεμο.
Εἶναι ἀδύνατο πρᾶγμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ διώξει καὶ νὰ ἐξαλείψει τὶς προσβολὲς τοῦ διαβόλου μὲ ἄλλο τρόπο ἀπὸ τὴν καρδιά του, παρὰ μόνον μὲ αὐτὴν τὴν καρδιακὴ καὶ συντετριμμένη προσευχή, τὴν ὁποία ἂν ἀμελήσει κινδυνεύει ἀπὸ ψυχικὸ θάνατο, ὅπως εἴπαμε. Αὐτὸ τὸ φανερώνει καὶ ἐκεῖνο ποὺ ψάλλει ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· «Εἰ ὁ δίκαιος μόλις σώζεται, ὁ ἁμαρτωλὸς ποῦ θέλει φανεῖ;» (Α΄ Πέτρου δ΄ 18). Καθὼς ὁ ἄσπονδος καὶ ἄσπλαγχνος ἐχθρός μας διάβολος μᾶς πολεμάει μὲ ποικίλους τρόπους ἕως τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ὁμοίως καὶ ἐμεῖς ἂς τὸν πολεμήσουμε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μέχρι τὴν τελευταία μας ἀναπνοή. Μάθε, ἀναγνῶστα, καὶ μία ὀπτασία τῶν πατέρων, γιὰ τὸ πῶς αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς εὐχῆς διώχνει καὶ ἐξολοθρεύει τὰ πάθη καὶ τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὴν καρδιά μας.
Κάποιος ἀδελφός, ἐνῶ προσευχόταν στὸ κελλί του μὲ συντριβὴ καὶ μὲ βία τῆς καρδιᾶς, ἀναστενάζοντας σὲ κάθε εὐχή, ἦλθε σὲ ἔκσταση καὶ εἶδε ἀμέτρητα πλήθη δαιμόνων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι ἦταν σὰν σκύλοι, ἄλλοι σὰν ὄναγροι, ἄλλοι σὰν γίδες, ἄλλοι σὰν ἀλεποῦδες καὶ ἄλλοι σὰν θηρία ἄλλων εἰδῶν (λέγουμε ὅτι τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων εἶναι πολλὰ καὶ διάφορα), οἱ ὁποῖοι δαίμονες κάλυπταν ἀρκετὸ χῶρο μὲ τὸν ἀριθμό τους, διότι κάθε τάγμα τους ἦταν πολυάριθμο. Ὁ ἀδελφὸς ὅταν τοὺς εἶδε καθόλου δὲν ταράχτηκε, ἀλλὰ ἔχοντας ὅλο τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα στὸν Δεσπότη Χριστό, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ βράζει μέσα του καὶ τὴν καρδιά του σὰν πύρινη φλόγα, τοῦ φάνηκε ὅτι ὅρμησε ἐναντίον τῶν δαιμόνων σὰν ὠρυόμενο λιοντάρι γιὰ νὰ τοὺς πολεμήσει, ὄχι μὲ ὅπλα αἰσθητά, ἀλλὰ μὲ ὅπλα ἀόρατα καὶ ἀνίκητα, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Φθάνοντας λοιπόν, μπροστά τους, ἄρχισε νὰ λέγει τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με», ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας. Καὶ τόσο ὑπερβολικῶς βίαζε τὴν καρδιά του μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε λίγο ἔλειψε νὰ σπάσει ἡ καρδιά του καὶ νὰ κοπεῖ.
Καὶ λοιπόν, ὅταν ἔλεγε μία φορὰ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», τοῦ φαινόταν ὅτι ἔπιανε ἕνα δαίμονα καὶ τὸν ἐκσφενδόνιζε πολὺ μακριά. Καὶ πάλι λέγοντας τὴν εὐχὴ ὁμοίως δυνατά, ἐκσφενδόνιζε καὶ ἄλλον. Καὶ κάνοντας ἔτσι, ἔδιωξε τοὺς περισσότερους μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (δηλαδή, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ περισσότερα πάθη μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ). Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς δαίμονες αὐτούς, ὡς πείσμονες καὶ φιλόνεικοι ποὺ ἦταν, δὲν κουνήθηκαν ἀπὸ τὸν τόπο τους, ἀλλὰ κοιτάζοντας τὸν ἀδελφὸ μὲ μανία καὶ μὲ ἀγριότητα ἔλεγαν· «Ἐμεῖς μὲ κανένα τρόπο δὲν φεύγουμε ἀπὸ ἐδῶ, ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ μέρος εἶναι παλιά μας κατοικία», δηλαδή, μερικά πάθη, ἐπειδὴ πάλιωσαν, δύσκολα ἀποκόπτονται.
Τότε ὁ ἀδελφός, ἀκούοντας αὐτὰ τὰ λόγια στενοχωρήθηκε πολύ, καὶ ἀπὸ τὴν πολλή του λύπη, βρῆκε καὶ ἄλλο τρόπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς πολὺ ὑψηλό, πολὺ σπάνιο καὶ δύσκολο νὰ βρεθεῖ. Ἔλεγε ὅτι ἔνοιωσε σὰν νὰ ἤθελε νὰ βιάσει ὑπερβολικῶς τὴν καρδιά του μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, σὰν νὰ ἤθελε νὰ γίνει ἡ καρδιά του ὅλη εὐχὴ καὶ ἕνα μὲ τὴν εὐχή· ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑπερφυσικὴ συντριβή, ἔβγαζε ἀπὸ τὸ βάθος του κάποιο βαρὺ ἀναστεναγμό, καθὼς λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ· «Ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου» (Ψλμ. λζ΄ 9), καὶ σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἄμετρη βία καὶ ἀπὸ τὴν ἄκρα στένωσή του κόντευε νὰ ξεψυχήσει· ὅταν τελείωνε λοιπόν, ἐκεῖνο τὸν βαρὺ καὶ βαθύτατο ἀναστεναγμό, τότε οἱ δαίμονες ποὺ ἦταν πρὶν ὑπερήφανοι καὶ ἄγριοι ἔφευγαν ἀπὸ μπροστά του σὰν νὰ τοὺς κυνηγοῦσε μία φλογίνη ρομφαία. Καὶ ὅπως μοῦ φαίνεται, αὐτὸ ἐννοεῖ καὶ ἐκεῖνο τὸ ρητὸ ποὺ λέγει· «Καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας», διότι ὅσο βαθύτερο ἀναστεναγμὸ ἔβγαζε ἀπὸ μέσα του μὲ πόνο καρδίας, τόσο ἐξολόθρευε ἐκείνους τοὺς τυρρανικοὺς δαίμονες, καὶ ὅσο τοὺς ἐξολόθρευε, τόσο καρποφοροῦσε καρπὸ ἑκατονταπλάσιο.
Λοιπόν, ἀφοῦ ὁ ἀδελφὸς καθάρισε ὅλο ἐκεῖνο τὸν τόπο ἀπὸ τοὺς δαίμονες, τότε σήκωσε τὴν κεφαλή του, καὶ νά! βλέπει μακριὰ ἀπ᾿ αὐτὸν σὲ ἀπόσταση βολῆς πέτρας, ἢ καὶ λίγο μακρύτερα, νὰ στέκονται οἱ διωγμένοι δαίμονες κοιτάζοντας ὅλοι πίσω μήπως βροῦν κατάλληλο καιρὸ γιὰ νὰ γυρίσουν πάλι. (Ἐξηγοῦμε ὅτι ὅταν ξεκοποῦν τὰ πάθη ἀπὸ τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ βία τῆς καρδιακῆς εὐχῆς, τότε μένει στὴν διάνοια μόνον ἡ ἐνθύμησή τους, καὶ ἂν λείψει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχή, ζωντανεύουν πάλι καὶ ἀνανεώνονται). Ὁ δὲ ἀδελφός, θέλοντας νὰ τοὺς διώξει καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, κάθησε σὲ ἕνα σκαμνί, καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλή του ὣς τὰ γόνατά του, προσευχόταν καθὼς προσευχόταν κάποτε ὁ θεόπτης Μωϋσῆς, ὅταν ἄκουσε τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ ἔλεγε· «Μωϋσῆ, Μωϋσῆ, τί βοᾷς πρός με;» (Ἔξ. ιδ΄ 15). Προσευχόμενος λοιπὸν καὶ ὁ ἀδελφὸς νοερῶς κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, νά! καὶ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα του, ἄλλοτε φωτιά, ἡ ὁποία ἔφθανε μέχρι τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς κατέκαιγε, ἄλλοτε ἔβγαιναν ἀναμμένα βόλια, σὰν αὐτὰ ποὺ κοινῶς ὀνομάζονται «μολύβια», τὰ ὁποῖα βγαίνοντας ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀδελφοῦ σὰν ἀπὸ τουφέκι, μὲ τόση ὁρμὴ ἐκτοξεύονταν ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ὥστε πολλοὺς ὁλοκληρωτικῶς ἐξολόθρευσαν. Καὶ ἦταν ἀληθῶς νὰ θαυμάζει κανείς. Διότι ἀναλόγως μὲ τὴν βία τῆς καρδιακῆς εὐχῆς ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀδελφοῦ ἐκεῖνα τὰ ἀναμμένα «μολύβια». Ὅποτε ἔλεγε ὁ ἀδελφὸς τὴν εὐχὴ πολὺ δυνατά, ἔβγαιναν ἐκεῖνα μεγάλα, σὰν βόμβες, τὰ ὁποῖα χτυποῦσαν μὲ τὴν μία πολλοὺς δαίμονες καὶ μάλιστα τοὺς δυνατότερους· ὅταν ὅμως ἔλεγε τὴν εὐχὴ χωρὶς πολλὴ βία, ἔβγαιναν αὐτὰ μικρά, ὅμως δυνατά, καὶ χτυποῦσαν τοὺς μικρότερους δαίμονες. Αὐτὰ λοιπὸν βλέποντας ὁ ἀδελφός, ἦλθε στὸν ἑαυτό του, καὶ νά! βλέπει φανερῶς ὅτι ἔβραζε ἡ εὐχὴ μέσα στὴν καρδιά του, καθὼς βράζει καὶ κοχλάζει τὸ νερὸ στὴν φωτιά.
Ὁμοίως καὶ κάποιος ἄλλος ἀδελφός, προσευχόμενος κάποτε νοερῶς, ἦλθε σὲ παρόμοια ὀπτασία· εἶδε δαίμονες πολλοὺς σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας μὲ μορφὴ στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔδειχναν κατὰ φαντασία ὅτι ὁρμοῦν ἐναντίον του μὲ πολλὴ μανία, γιὰ νὰ τὸν ἀφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Τότε τοῦ φάνηκε ὅτι φοβήθηκε ἀπὸ τὴν βίαιη καὶ τρομακτική τους ὁρμὴ καὶ ὅτι ἔτρεξε γρήγορα μέσα στὴν ἐκκλησία, ζητώντας βοήθεια ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Καὶ λοιπόν, μόλις μπῆκε στὴν ἐκκλησία, νά! βλέπει τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία στὶς εἰκόνες σὰν ζωντανοὺς καὶ κάθονταν καὶ οἱ δύο σὰν δοξασμένοι βασιλεῖς σὲ θρόνο δόξης.
Ὁ ἀδελφὸς ἀτενίζοντας τὸν Χριστό, Τὸν εἶδε ὅτι ἦταν χαριτωμένος καὶ ὡραῖος, καθὼς λέγει· «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψλμ. μδ΄ 3), μαζὶ ὅμως μὲ τὴν ἀνέκφραστη ἐκείνην καὶ θαυμαστὴ ὡραιότητα, ποὺ εἶχε στὸ πρόσχαρο καὶ πανάχραντο Αὐτοῦ θεῖο πρόσωπο, ἦταν ἀκόμη ντυμένος καὶ ἀπὸ μία ἄλλη δόξα καὶ ἕνα φῶς καθαρότερο καὶ λαμπρότερο τοῦ ἥλιου, καθὼς λέγει· «Ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω, ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» (Ψλμ. ργ΄ 2). Ὁπότε, πλέον δὲν μπόρεσε ὁ ἀδελφὸς νὰ δεῖ τὸν Χριστό, καθὼς δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ κοιτάξει δεύτερη φορὰ τὸν ἥλιο ἐπειδὴ θαμπώνονται τὰ μάτια του, ἀλλὰ μόνον Τὸν προσκύνησε καὶ ἀσπάστηκε τὸ ἄχραντο δεξιό Του χέρι μὲ φόβο καὶ μὲ χαρά, καθὼς λέγει· «Χαίρει τῇ ψυχῇ καὶ τρέμει τῇ χειρί». Πῆγε λοιπὸν ὁ ἀδελφὸς καὶ στὴν Παναγία καί, ἀφοῦ τὴν προσκύνησε, ἀσπάστηκε τὸ παρθενικὸ καὶ καθαρό της χέρι, τόλμησε ὅμως καὶ τὴν κοίταξε στὸ πανάγιό της πρόσωπο, ἀλλὰ τόσο ἔμοιαζε τὸ φῶς καὶ ἡ δόξα τῆς Παναγίας μὲ τὸ φῶς καὶ μὲ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὅσο ὁμοιάζει ἡ λάμψη τῆς ἀστραπῆς μὲ τὴν λάμψη τοῦ ἥλιου. Δηλαδὴ ἡ δόξα τῆς Παναγίας ἦταν λίγο πιὸ συγκαταβατικὴ γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἀδελφὸς νὰ ξανακοιτάξει, καθὼς ξανακοιτάζοντας κάποιος τὴν ἀστραπὴ δὲν θαμπώνονται τὰ μάτια του.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καθόταν ὡς νήπιο ἀναπαυμένος στὴν ἁγία της ἀγκάλη, σὰν σὲ θρόνο χερουβικό, καὶ ἡ Παναγία κοίταζε τὸν ἀδελφὸ μὲ βλέμμα εὐσπλαγχνικὸ καὶ γλυκύτατο. Ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς μου, τόσο γλυκὺς ἦταν καὶ ὄμορφος στὴν ὄψη καὶ χαριτωμένος σὲ ὅλα καὶ τόσο στόλιζε καὶ δόξαζε τὴν Παναγία μὲ τὴν βασιλική Του στάση στὴν ἀγκάλη της, καὶ τόσο ταίριαζε ὁ ἄσπιλος στὴν ἄσπιλο, ὁ ἄμεμπτος στὴν ἄμεμπτη, ὁ βασιλεὺς στὴ βασίλισσα, ὁ Κύριος στὴν Κυρία, ὁ δοξασμένος στὴν δοξασμένη, ὁ τίμιος στὴν τιμία, ὁ Παρθένος στὴν Παρθένο, ὁ Ἰησοῦς -λέγω- στὴν Μαρία, τόσο ταίριαζε σ᾿ αὐτὴν ὅσο ταιριάζει ἡ εὐωδία τοῦ ρόδου στὴν ὡραιότητα τοῦ ρόδου.
Ἔβλεπε δὲ ὁ Χριστὸς τὸν ἀδελφὸ μὲ πολλὴ γλυκύτητα καὶ μὲ ἀμέτρητη εὐφροσύνη. Καὶ πάλι, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ κρατάει στὸ χέρι του τὸ ρόδο καὶ τὸ μυρίζει, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν χαρεῖ μὲ τὴν ὡραιότητά του καὶ νὰ μὴν μετέχει στὴν εὐωδία, ἔτσι καὶ ὁ ἀδελφὸς βλέποντας τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία καὶ βλεπόμενος ἀπὸ Αὐτούς, ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν μετέχει στὴν Χάρη τους καὶ νὰ μὴν ἀπολαύσει τὴν ἐνίσχυσή τους. Ἔτσι, μὲ τὸ θάρρος ποὺ ἔλαβε ὁ ἀδελφὸς πρὸς τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸ ἤρεμο κοίταγμά της, εἶπε· «Παναγία μου! γλυκυτάτη μου Κυρία, Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ μου, πῶς νὰ γλυτώσω ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ποὺ μὲ κυνηγοῦν;». Ἡ δὲ Κυρία Θεοτόκος, ἡ ἀναπάντεχη σωτηρία ὅσων βασίζονται σ᾿ Αὐτήν, τοῦ λέγει· «Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ μου καὶ μὲ τὸ ὄνομα τὸ δικό μου, νίκα κατὰ κράτος καὶ ἐξολόθρευε τελείως τοὺς ἀποστάτες δαίμονες». Ὁ ἀδελφὸς κάνοντάς της σχῆμα προσκύνησης, τοῦ φάνηκε ὅτι βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ λέγοντας ἀπὸ τὴν καρδιά του τὸ· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», καὶ τὸ «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία» (πρβλ. Λουκ. α΄ 28), ἔφυγαν ἀμέσως καὶ χάθηκαν οἱ ἀνίσχυροι δαίμονες ἀπὸ μπροστά του.
Ὁμοίως καὶ κάποιος ἄλλος ἀδελφός, ἐργάτης καὶ αὐτὸς τῆς ἴδιας νοερᾶς καὶ καρδιακῆς εὐχῆς, εἶδε τὴν ἑξῆς ὀπτασία· τοῦ φάνηκε ὅτι βρέθηκε κάτω στὸν τάρταρο, ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ τόπος ὅλων τῶν δαιμόνων. Ἐκεῖ λοιπὸν εἶδε ὁ ἀδελφὸς ἕνα κάστρο πολὺ ἰσχυρό· ἐσωτερικῶς ἦταν γεμᾶτο μὲ παχύτατο καὶ ψηλαφητὸ σκοτάδι, γιὰ τὸ ὁποῖο λέγει καὶ ὁ Σωτήρας· «Ἐκεῖ ἔσται τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον» (Ματθ. η΄ 12)· ἐκεῖ ἀκτίνα φωτὸς δὲν εἰσχωροῦσε, διότι ἦταν στὰ βάθη τοῦ ἅδου, ὅπου ὁ Παντοκράτορας Κύριος ἔχει καταδικάσει τοὺς δαίμονες νὰ κατοικοῦν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ προφητικὸς λόγος λέγει· «Εἰσελεύσονται εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς» (Ψλμ. ξβ΄ 10), οἱ δὲ πύλες τοῦ κάστρου ἦταν ἰσχυρότατες, τὶς ὁποῖες φύλατταν κάποιοι κατάμαυροι καὶ ἄσχημοι δαίμονες.
Μέσα στὸ κάστρο ὑπῆρχαν δαίμονες ἀναρίθμητοι, ὅλοι φτερωτοί, καὶ ἄλλοι ἔβγαιναν ἔξω πετώντας σὰν πουλιά, ἄλλοι ἔμπαιναν μέσα, ὅπως οἱ μέλισσες στὴν κυψέλη. Ὁ δὲ ἀδελφὸς στεκόταν δίπλα ἀπὸ τὸν δρόμο, ἦταν ὅμως σκυμμένος καὶ τὸ μέτωπό του ἀκουμποῦσε στὰ γόνατά του, τὸ δὲ κορμί του εἶχε γίνει σὰν γεφύρι καὶ τὸ στῆθος του εἶχε βαθουλώσει σὰν θόλος.
Ὄντας λοιπὸν ὁ ἀδελφὸς ἔτσι, ἔλεγε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, μὲ πόνο καὶ μὲ βία. Καὶ λέγοντας ἔτσι τὴν εὐχή, ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα του σὲ κάθε καρδιακὴ εὐχὴ μία ἀναμμένη φλόγα, ἡ ὁποία πρόφθανε κάθε δαίμονα καὶ τοῦ κατέκαιγε τὰ φτερὰ καὶ τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ τὶς τρίχες. Ἔτσι, ἔμενε ὁ καμμένος δαίμονας ἀκίνητος στὸν τόπο του σὰν κούτσουρο ἢ σὰν καψαλισμένος ψύλλος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κουνηθεῖ. Λέγοντας καὶ ἄλλη εὐχὴ ὁ ἀδελφός, κατέκαιγε καὶ ἄλλον δαίμονα, ὅποιον πρόφθανε ἡ φλόγα τῆς εὐχῆς, διότι οἱ δαίμονες ἔμπαιναν καὶ ἔβγαιναν μὲ πολλὴ ταραχὴ καὶ ταχύτητα, σὰν ἀέρας.
Προσευχόμενος λοιπὸν ἔτσι ὁ ἀδελφὸς γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, ἔκαψε ἀρκετοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν μπροστὰ στὶς πύλες τοῦ ἅδη ἕνας μεγάλος σωρός. Οἱ δαίμονες ποὺ ἦταν μέσα στὸν ἅδη, ἄκουσαν τὸν ἀφανισμό τους καὶ τὴν ρομφαία τῆς νοερᾶς προσευχῆς ποὺ τοὺς ἔκαιγε, ὅμως ἀπὸ ποιὸ μέρος τοὺς ἐρχόταν δὲν ἤξεραν, διότι τοὺς ζάλιζε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ζαλίζει τὶς μέλισσες ὁ καπνός. Τότε ἔστειλαν μήνυμα στὸν ἐπιστάτη τους διάβολο, τὸν λεγόμενο σατανᾶ, ὁ ὁποῖος μαθαίνοντας τὴν συμφορά τους ταράχτηκε πολύ, ἀλλὰ φοβόταν νὰ βγεῖ ἀπὸ τὶς πύλες του γιὰ νὰ μὴν πάθει καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο. Ἔσκυψε μόνον λίγο τὴν μολυσμένη καὶ βρώμικη κεφαλή του καὶ τὸ ἔβγαλε ἔξω γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ ποῦ τοὺς ἐρχόταν τὸ χτύπημα τῆς ρομφαίας καὶ σκύβοντας ἔτσι, ἔφθασε ἀμέσως στὸ μολυσμένο του πρόσωπο ἡ φλόγα τῆς καρδιακῆς εὐχῆς καὶ τὸ ἔκαψε. Ἀμέσως αὐτὸς τραβήχτηκε μέσα στὸ κάστρο, κλείνοντας καὶ τὶς πύλες. Ὁ δὲ ἀδελφός, ὅταν ἦλθε στὸν ἑαυτό του καὶ συλλογίστηκε τὰ γενόμενα, χάρηκε γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν δαιμόνων δοξάζοντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ἔδωσε τέτοια χάρη καὶ δύναμη σ᾿ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ καὶ τὸν ἐπικαλοῦνται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τους. Σ᾿ αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ ἡ ἐξουσία εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
 
 
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
 
 
ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱ.Μ.Ξενοφῶντος
Ἁγίου Ὄρους
 
 
https://wra9.blogspot.com/2022/02/blog-post_23.html