ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ : ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

   1)     Ὁ φθονερός συγχρόνως ἐπαινεῖ καί κατηγορεῖ.

Λέγει ὁ ὅσιος Μᾶρκος: «Ἐκεῖνος πού συγχρόνως ἐπαινεῖ καί κατηγορεῖ τόν ἄλλον, αὐτός κατέχεται ἀπό κενοδοξία καί φθόνο. Mέ τούς ἐπαίνους προσπαθεῖ νά κρύψει τό φθόνο, ἐνῶ μέ τίς κατηγορίες συνιστᾶ τόν ἑαυτό του ὡς καλύτερο ἀπό ἐκεῖνον[1].

   2)     Ἡ ὑποκρισία (διπλῆ συμπεριφορά):Ἡ ὑποκρισία εἶναι ἡ νόσος τῶν Φαρισαίων. Αὐτοί ἀπό φθόνο σταύρωσαν τόν Κύριο.

Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «Δέν βλέπεις πόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ὑποκρισία. Καί αὐτή εἶναι καρπός τοῦ φθόνου. Διότι ἡ διπλῆ συμπεριφορά πρό πάντων ἀπό φθόνο δημιουργεῖται στούς ἀνθρώπους. Αὐτοί ἐνῶ στό βάθος ἔχουν τό μῖσος, ἐπιφανειακά  δείχνουν ἀγάπη. Μοιάζουν μέ τούς ὑφάλους, οἱ ὁποῖοι καθώς καλύπτονται ἀπό λίγο νερό προξενοῦν κακό ἀπρόβλεπτο στούς ἀπρόσεκτους. Ὁ θάνατος σέ ἐμᾶς ἀπό  τόν φθόνο σάν ἀπό πηγή προῆλθε. Ὁ φθόνος μᾶς προξένησε τό χάσιμο κάθε καλοῦ, τήν ἀλλοτρίωση ἀπό τόν Θεό, τήν σύγχυση τῶν θεσμῶν καί τήν ἀνατροπή ὅλων τῶν καλῶν τοῦ βίου. Γι’ αὐτό ἄς πεισθοῦμε στόν Ἀπόστολο καί ἄς μή γινόμαστε κενόδοξοι, προκαλώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο, φθονοῦντες ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἀλλά μᾶλλον ἄς γινόμαστε καλοί, εὔσπλαχνοι, συγχωρώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο , ὅπως καί ὁ Θεός μᾶς συγχώρησε, διά τοῦ Κυρίου Μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, »[2]

3) Ὁ φθόνος κάνει τόν ἄνθρωπο νά καταφρονεῖ τήν σωτηρία του, νά εἶναι ἀχάριστος καί νά παραλογίζεται (νά κάνει πράγματα ἀντίθετα μέ τήν λογική καί τό ἀληθινό του συμφέρον).

Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Φοβερό πρᾶγμα ἡ βασκανία, φοβερό καί μᾶς πείθει νά καταφρονοῦμε τήν σωτηρία μας. Διότι  ἀπό φθόνο ὁ Σαούλ ἐκάλεσε πονηρό δαίμονα κατά τῆς ψυχῆς του. Καί ἀφοῦ μετά κάλεσε τόν ἰατρό,(τόν Δαυΐδ) πάλι φθονοῦσε. Τέτοιο πρᾶγμα εἶναι ὁ φθόνος. Ἤξερε ὅτι σώθηκε, καί ὄμως ἤθελε μᾶλλον νά ἀπωλεσθεῖ παρά νά ἰδεῖ ἐκεῖνον πού τόν ἔσωσε νά εὐδοκιμεῖ. Καί ἐάν θέλετε, θά σᾶς διηγηθῶ μέ ποιές εὐεργεσίες εὐεργέτησε ὁ Δαυΐδ τόν Σαούλ καί μέ ποιές (καταστάσεις) μετά ἀπό αὐτά ἐκεῖνος τόν ἀντέμειψε. Ὅταν κάποτε ἕνας φοβερώτατος πόλεμος συνέβη στούς Ἰουδαίους καί ὅλοι εἶχαν δειλιάσει καί καταφοβηθεῖ, καί κανείς δέν τολμοῦσε νά σηκώσει κεφάλι· ἐνῶ ὅλη ἡ πόλη ἦταν στά τελευταῖα της καί ὁ καθένας ἔβλεπε τόν θάνατο μπροστά στά μάτια του, καί ὅλοι προσδοκοῦσαν κάθε μέρα νά πεθάνουν, ἀφοῦ μπῆκε αὐτός , (ὁ Δαυΐδ ἐρχόμενος) ἀπό τά πρόβατα ἐπικεφαλῆς τῆς παράταξης (τῶν Ἰουδαίων), ἀνέλαβε τόν πόλεμο γιά χάρη ὅλων καί χωρίς νά βλέπει καμμιά ἐπικείμενη σ’ αὐτόν ἀνάγκη (ἐνῶ δηλαδή δέν τόν ἀνάγκαζε κάτι νά τό κάνει). Ἀντίθετα εἶχε καί πολλούς πού τόν ἐμπόδιζαν (διότι καί ὁ ἀδελφός του τόν ἐπιτιμοῦσε, καί ὁ βασιλιάς βλέποντας τό ἄγουρο τῆς ἡλικίας του τόν κρατοῦσε καί τόν διέταζε νά μείνει πίσω). Ἀφοῦ γέμισε θέρμη ἀπό τό σπίτι του, ἔτρεχε ἐναντίον τῶν βαρβάρων, καί τόσο μεγάλη φροντίδα ἔδειξε πρός τόν βασιλέα, ὥστε καί πρίν ἀπό τόν πόλεμο καί τήν νίκη ἐνῶ αὐτός ἦταν πεσμένος μέ τό πρόσωπο κάτω, ἀφοῦ τόν σήκωσε εἶπε: Ἄς μήν καταπέσει ἡ καρδιά τοῦ κυρίου μου ἐξ αἰτίας αὐτοῦ. Διότι ὁ δοῦλος σου θά προχωρήσει καί θά πολεμήσει μέ αὐτόν τόν ἀλλόφυλο.

Ἄραγε εἶναι μικρό αὐτό πές μου, τό ὅτι ἐνῶ δέν εἶχε καμμία ἀνάγκη, (προθυποιεῖται) νά δώσει τήν ζωή του καί γιά χάρη τῆς ὠφελείας ἐκείνων. Προθυμοποιεῖται νά πηδήσει στή μέση τῶν ἐχθρῶν, ἐνῶ σέ τίποτε ποτέ δέν εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπό αὐτούς(τούς Ἰουδαίους). Ἄραγε δέν θά ἔπρεπε αὐτός μετά ἀπό αὐτά νά ἐπιγράφεται δεσπότης καί νά ἀναγορεύεται κοινός σωτήρας τῆς πόλης, αὐτόςπού μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ διατήρησε τήν ζωή ὅλων; Διότι ποιά ἄλλη εὐεργεσία ἦταν μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν; Διά μέσου ἐκείνου ζοῦσε λοιπόν καί ὁ βασιλιάς καί ἀπολάμβανε τήν ἀρχή (ἐξουσία).

Μέ ποιά πράγματα λοιπόν μετά ἀπό αὐτά τόν ἀντάμειψε ὁ βασιλιάς; Διότι ἄν κάποιος ἰδεῖ αὐτό τό μέγεθος τῶν κατορθωμάτων, οὔτε ἀκόμη καί ἄν τό στεφάνι ἔπαιρνε ἀπό τό κεφάλι τοῦ βασιλιά καί τό τοποθετοῦσε στήν κεφαλή τοῦ Δαυΐδ, οὔτε τότε θά ἀνταπέδιδε ἀντάξια ἀμοιβή, ἀλλά τό περισσότερο θά τό χρεωστοῦσε. Διότι ἐκεῖνος ὁ Δαυΐδ καί τήν ζωή καί τήν βασιλεία τοῦ ἐχάρισε. Αὐτός δέ ἐπρόκειτο νά τοῦ παραχωρήσει μόνο τήν βασιλεία. Πλήν ὅμως ἄς ἰδοῦμε τίς ἀμοιβές του. Ἐπειδή πῆρε τήν κεφαλή τοῦ βαρβάρου καί ἐπέστρεφε κρατώντας τά λάφυρα, ἐξήλθαν οἱ χορεύουσες, λέγει, ἄδοντας καί λέγοντας. Ἐπάταξε ὁ Σαούλ σέ χιλιάδες καί Δαυΐδ σέ μυριάδες. Καί ὀργίσθηκε ὁ Σαούλ καί ὑπέβλεπε τόν Δαυΐδ ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα.

Γιά ποιό λόγο πές μου; Διότιπρέπει νά ποῦμε κάτι θαυμαστό: Στό Σαούλ  ἔκαναν μεγαλύτερη χάρη οἱ χορεύουσες γυναῖκες παρά στόν Δαυΐδ μέ τό νά λένε αὐτά. Θά ἔπρεπε νά τόν ἀγαπᾶ διότι (ἄν καί δέν ἔχει συντελέσει καθόλου στήν νίκη) τοῦ ἀπέδωκαν τήν «ἐν χιλιάσι» νίκη. Γιατί ἀγανακτεῖ, πού ἀπέδωκαν σ’ ἐκεῖνον (στόν Δαυΐδ) τήν «ἐν μυριάσιν» νίκη; Ἐάν εἶχε συντελέσει ἔστω σέ κάτι στόν πόλεμο καί ἄν εἶχε συμβάλλει ἔστω καί μέ μικρό μερίδιο, καλά λεγόντουσαν αὐτά ὅτι ὁ Σαούλ σέ χιλιάδες καί ὁ Δαυΐδ σέ μυριάδες· ἐφ’ ὅσον ὅμως αὐτός φοβισμένος καί τρέμοντας καθόταν μέσα, προσδοκώντας κάθε ἡμέρα νά πεθάνει, (ὁ Δαυΐδ δέν εἶναι) αὐτός πού ἔκανε ὅλη τήν ἐργασία; πῶς δέν εἶναι ἄτοπο αὐτός πού δέν σύνέβαλλε καθόλου στήν νίκη νά ἀγανακτεῖ ἐπειδή δέν πῆρε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἐπευφημίας; Διότι ἄν ἔπρεπε νά ἀγανακτήσει (κάποιος), αὐτός θά  ἔπρεπε νά ἦταν ὁ Δαυΐδ. Διότι ἐνῶ αὐτός κατόρθωσε τά πάντα εἶχε κάποιον ἄλλον(τόν Σαούλ) πού πῆρε μερίδιο ἀπό τήν ἐπευφημία. Ἀλλά τέτοιο πρᾶγμα εἶναι ἡ βασκανία. Δέν ἀνέχεται μέ πραότητα νά βλέπει τήν εὐτυχία τῶν ἄλλων . Τήν εὐημερία τοῦ πλησίον, τήν θεωρεῖ ὅτι εἶναι δυστυχία δική της καί λειώνει μέ τά ἀγαθά τοῦ πλησίον. Ὅπως ἀκριβῶς ὑπόφερε καί ὁ βασιλιάς τῶν Γεράρων»[3].

Ὁ φθόνος εἶναι πράγματι ἀλογία. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Τί ἔκανε δοῦλο τόν γενναῖο Ἰωσήφ; Ὄχι ὁ φθόνος τῶν ἀδελφῶν; Ἐδῶ ἀξίζει νά θαυμάσει κανείς τήν ἀλογία τῆς νόσου. Διότι ἐπειδή φοβήθηκαν μήπως ἐκπληρωθοῦν τά ὄνειρα, ἔκαναν δοῦλο τόν ἀδελφό, σάν νά μήν ὑπῆρξε ποτέ δοῦλος πού νά προσκυνήθηκε.

Ἄν λοιπόν ἦταν ἀληθινά τά ὄνειρα (δηλ. ἀπό τόν Θεό), ποία ἐπινόηση θά μποροῦσε νά ἐφαρμοσθεῖ ὥστε  νά μήν ἐκπληρωθοῦν ὁπωσδήποτε οἱ προρρήσεις; Ἄν ὅμως ἦταν ψεύτικα τά ὄνειρα (ὄχι ἀπό τόν Θεό), γιά ποιό πρᾶγμα φθονεῖτε αὐτόν πού κάνει τό λάθος καί τά πιστεύει; Τώρα ὅμως νά πού ἀνατρέπεται ἡ σοφία τους ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Διά μέσου ἐκείνων μέ τά ὁποῖα ἐνόμιζαν ὅτι θά ἐμπόδιζαν τήν ἐκπλήρωση τῆς πρόρρησης, δι’ αὐτῶν φαίνονται νά ἀνοίγουν δρόμο στήν ἐκπλήρωσή της. Διότι ἐάν δέν πουλιόταν (ὀ Ἰωσήφ), δέν θά ἐρχόταν στήν Αἴγυπτο, δέν θά ἔπεφτε θῦμα τῶν ἐπιβουλῶν τῆς ἀκόλαστης γυναίκας, δέν θά ριχνόταν στό δεσμωτήριο, δέν θά γινόταν γνωστός στούς ὑπηρέτες τοῦ Φαραώ, οὔτε θά ἑρμήνευε τά ὄνειρα, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἔγινε ἀρχηγός τῆς Αἰγύπτου, καί ἐπειδή ἔλλειψε τό σιτάρι προσκυνήθηκε ἀπό τούς ἀδελφούς του πού ἦλθαν πρός αὐτόν.

Ἄς δοῦμε τώρα τόν μέγιστο φθόνο, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἐξ αἰτίας τῆς μανίας τῶν Ἰουδαίων κατά τοῦ Σωτῆρος. Γιατί ἐφθονεῖτο (ὁ Κύριος); Γιά τά θαύματα. Τί ἦταν οἱ θαυματοποιίες; Σωτηρία αὐτῶν πού εἶχαν ἀνάγκη. Ἐτρέφοντο οἱ πεινασμένοι καί αὐτός πού τούς ἔτρεφε ἐπολεμεῖτο. Σηκώνονταν οἱ νεκροί καί αὐτός πού τούς ζωοποιοῦσε ἐφθονεῖτο. Οἱ δαίμονες ἀποδιώχνονταν καί Ἐκεῖνον  πού τούς ἐπίτασσε οἱ Ἰουδαῖοι Τόν ἐπιβουλεύονταν. Λεπροί καθαρίζονταν καί χωλοί περπατοῦσαν, κωφοί ἄκουγαν, τυφλοί ἔβλεπαν καί ὁ εὐεργέτης φυγαδευόταν. Καί τό τελευταῖο, Τόν παρέδωσαν σέ θάνατο, Αὐτόν πού χάρισε τήν ζωή. Μαστίγωναν τόν ἐλευθερωτή τῶν ἀνθρώπων καί καταδίκαζαν τόν κριτή τοῦ κόσμου. Ἔτσι τά κακά τοῦ φθόνου ἔφθασαν παντοῦ καί σέ ὅλους»[4].

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Άγιος Μάρκος ὁ Ασκητής, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, α΄ τόμος, ΤΑ 200 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ(122).

[2]Μ. Βασιλείου, Περίφθόνου, Work #027 31.372.23 toWork #027 31.385.36

[3]Ἁγ. ἸωάννουΧρυσοστόμου, Περίφθόνου, Work #338 63.677.10t  toWork #338 63.682.6 Καίσυνεχίζει: «Διότιβλέποντας (βασιλιάςτῶνΓεράρων) τήνεὐπορίατοῦἸσαάκνάαὐξάνεταικαθημερινά, φοβήθηκεκαίκαταναγκάζειτόνδίκαιονάμεταναστεύσειἀπόἐκεῖ. Ἀξίζει νά ἀκούσουμε καί αὐτά τά λόγια τῆς θείας Γραφῆς, γιά νά δοῦμε δι’ αὐτῶν τήν εὔνοια (φροντίδα) τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐπιδεικνύει πρός τούς δούλους Του. Ἔσπειρε δέ, λέγει ὁ Ἰσαάκ στή γῆ ἐκείνη καί πῆρε ἑκατονταπλάσιο κριθάρι ἐκείνη τή χρονιά. Εἶδες τήν φιλοτιμία τοῦ Δεσπότου; Εἶδες τήν ἐπίταση τῆς εὐεργεσίας; Ἀλλά ἄς ἰδοῦμε καί τήν ζήλια τοῦ βασιλιά πόση ἐγένετο γιά τήν εὐπορία τοῦ δικαίου. Φύγε, λέγει, ἀπό ἐμᾶς, διότι ἔγινες δυνατώτερος ἀπό ἐμᾶς. Καί ἀληθινά ἦταν δυνατώτερος, ἀφοῦ εἶχε σέ ὅλα τήν ἄνωθεν συμμαχία καί ἐφρουρεῖτο ἀπό τήν δεξιά τοῦ Θεοῦ. Ποῦ λοιπόν διώχνεις τόν δίκαιο; Δέν γνωρίζεις ὅτι ὅπου καί ἄν συμβεῖ αὐτός νά ἀπέλθει, εἶναι ἀνάγκη πάντοτε νά εἶναι στά τοῦ Δεσπότη του; Ἀκόμη καί ἄν τόν ἀναγκάσεις νά ἀπέλθει σ’ αὐτήν τήν ἔρημο, ἔχει τόσο εὐμήχανο Δεσπότη, ὥστε καί ἐκεῖ ὅταν βρεθεῖ νά τόν ἀποδείξει πολύ περισσότερο περιφανή. Διότι διά μέσου τῶν ἀντιθέτων, τά ἀντίθετα πολλές φορές οἰκονομεῖ».

[4]Μ. Βασιλείου, Περίφθόνου, Work #027 31.372.23 toWork #027 31.385.36