ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
25 Ιανουαρίου
 
Θεοῦ γινώσκειν ὀρθοδόξως οὐσίαν,
Χριστιανοῖς λεγάτον ἐκ Γρηγορίου.
Εἰκάδι Γρηγόριος Θεορρήμων ἔκθανε πέμπτῃ.
 
 
Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ – ΕΔΩ
Ο άγιος Γρηγόριος, άνδρας με ουράνια ψυχή και στόμα καθαγιασμένο από το πυρ του Αγίου Πνεύματος, διείσδυσε τόσο βαθιά στα μυστήρια του Θεού, ώστε ανάμεσα σε όλους τους αγίους Πατέρες μόνος αυτός κρίθηκε άξιος της προσωνυμίας «Θεολόγος», όπως ο Ιωάννης ο αγαπημένος Μαθητής του Κυρίου: όχι με την έννοια εκείνου ο οποίος κατ’ επάγγελμα διδάσκει τα θεία δόγματα, αλλά εκείνος ο οποίος κεκαθαρμένος ενώθηκε με τον Θεό διά της Χάριτος και στρέφεται προς τον λαό, όπως ο Μωυσής, για να του μεταδώσει τα θεία ρήματα και να του μεταλαμπαδεύσει το θείο Φως. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Μέγα Βασίλειο [1 Ιαν.] και τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο [13 Νοεμ.], η βιοτή του υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια μιας απλής βιογραφίας και παρουσιάζεται μάλλον ως σθεναρό πρότυπο χριστιανικής αγιότητας, ενώ τα αθάνατα έργα του, ανυπέρβλητα σε κάλλος και βάθος, συνιστούν το πλέον αντάξιο κόσμημα της Νύμφης του Λόγου του Θεού, δηλαδή ολόκληρης της Εκκλησίας.
Ο πατέρας του, ο άγιος Γρηγόριος [1 Ιαν.], άνδρας σοφός και ενάρετος, αρχικά είχε εμπλακεί στην αίρεση των Υψισταρίων. Κατόπιν, αφού επανήλθε στην αληθή Πίστη, χάρη στην αγάπη, την υπομονή και τις προσευχές της συζύγου του αγίας Νόννας [5 Αυγ.], εξελέγη επίσκοπος Ναζιανζού, μιας μικρής πόλεως της Καππαδοκίας κοντά στο οικογενειακό τους κτήμα της Αριανζού. Έμειναν για πολύ καιρό άτεκνοι και μετά ο Θεός τούς παραχώρησε διαδοχικά τρία παιδιά: την αγία Γοργονία [23 Φεβρ.], τον άγιο Γρηγόριο και τον άγιο Καισάρειο [25 Φεβρ.]. Μετά τη γέννηση της Γοργονίας, η αγία Νόννα παρακάλεσε τον Κύριο να αποκτήσει γιο, υποσχόμενη να τον αφιερώσει σε Αυτόν. Ο Θεός ανταποκρίθηκε στην πύρινη προσευχή της, δείχνοντας σε ενύπνιο τη μορφή του παιδιού που θα γεννιόταν και υποδεικνύοντας το όνομά του. Μόλις γεννήθηκε ο Γρηγόριος (330), η μητέρα του μερίμνησε να καλλιεργήσει μέσα του τα σπέρματα των αγίων αρετών, ώστε το παιδί γρήγορα έδωσε δείγματα γεροντικής σοφίας, έχοντας μεγάλη έλξη για τη μελέτη και ακατανίκητη έφεση για τη θεωρία και την προσευχή.Μια νύχτα, είδε σε ενύπνιο να παρουσιάζονται δύο νεαρές παρθένες, ντυμένες στα λευκά, με το πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο. Τον χάιδεψαν τρυφερά, λέγοντάς του ότι η μία ήταν η «Αγνότητα» και η άλλη η «Σωφροσύνη», συνοδοί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και φίλες όσους ασπάζονται την οδό και τον τρόπο της εν Χριστώ παρθενίας ώστε να ζήσουν μια ουράνια βιοτή. «Με προέτρεψαν να ενώσω την καρδιά μου και το πνεύμα μου με το δικό τους, έτσι ώστε αφού με γεμίσουν με τη λαμπρότητα της αγιότητάς τους, να μπορούν να με παρουσιάσουν μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος», γράφει σ’ ένα αυτοβιογραφικό του ποίημα («Ἔπος εἰς ἑαυτόν», Ι, 45, 231-258· PG 37, 1371· ΕΠΕ 10, 347). Αποφάσισε τότε ο Γρηγόριος να αφιερωθεί στον Θεό εν παρθενία και προσευχή, αρνούμενος την επιλογή του γάμου και αποφεύγοντας κάθε ηδονή και διασκέδαση τούτου του κόσμου. Από πόθο για την επιστήμη, πήγε μαζί με τον αδελφό του Καισάρειο να σπουδάσει ρητορική στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνώρισε και συναναστράφηκε τον άγιο Βασίλειο. Κατόπιν, μετέβη στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και στην Αλεξάνδρεια, όπου άφησε τον αδελφό του, ενώ ο ίδιος πήγε στη φημισμένη Αθήνα, η οποία διατηρούσε ακόμη τη φήμη της πρωτεύουσας της ρητορικής και της φιλοσοφίας. Το πλοίο όμως στο οποίο μετέβαινε, έπεσε σε φοβερή τρικυμία που κράτησε είκοσι μέρες. Γονατιστός στην πρύμνη, με το χλωμό πρόσωπο να δέρνεται από τον αέρα και τα κύματα, ο Γρηγόριος, ο οποίος κατά το έθιμο της εποχής δεν είχε βαπτισθεί ακόμη, από φόβο μήπως στερηθεί για πάντα το αγιασμένο ύδωρ που μας καθαίρει, μας αναγεννά και μας θεώνει, έστεκε με απλωμένα τα χέρια στον ουρανό παρακαλώντας με δάκρυα τον Θεό. Ξαφνικά, τη στιγμή ακριβώς που ανέφερε την υπόσχεσή του να αφιερωθεί στον Θεό, ο άνεμος κόπασε και οι ειδωλολάτρες που εν τω μεταξύ είχαν ενώσει τις προσευχές τους με τις δικές του, ασπάσθηκαν την Πίστη του Χριστού και το πλοίο έφθασε απρόσκοπτα στην Αθήνα. Εκεί ο Γρηγόριος συνδέθηκε με υπέροχη πνευματική φιλία με τον Μέγα Βασίλειο. Συμμερίζονταν τα πάντα: την αγάπη για τη γνώση, το ρητορικό τάλαντο, το βάθος του στοχασμού και, προπαντός, την καθαρότητα του ήθους, την αναζήτηση της τελειότητας και τη στροφή ολοκλήρου του είναι προς τον Θεό, αρετές που τους έκαναν να υπερβαίνουν τους συμμαθητές τους, ακόμη και τους διδασκάλους τους, τους καθιστούσαν δε αγαπητούς σε όλους και ασκούσαν μια ακαταμάχητη έλξη σε εκείνους οι οποίοι αναζητούσαν με ειλικρίνεια την αλήθεια, σε βαθμό ώστε, όταν ο Βασίλειος αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του κρίνοντας ότι είχε αποκτήσει επαρκείς γνώσεις, οι συμμαθητές τους κατάφεραν να κρατήσουν τον Γρηγόριο για αρκετό καιρό ώστε να τον έχουν για δάσκαλό τους. Κατόρθωσε τέλος ο άγιος Γρηγόριος να απαλλαγεί από την αταίριαστη αυτή στοργή, επέστρεψε στην Καππαδοκία (358) σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών και βαπτίσθηκε. Στο εξής δεν επρόκειτο να ασχοληθεί με τις θύραθεν επιστήμες και τη ρητορική. Με όλη την ορμή της καρδιάς του ποθούσε να ζει μόνο για τον Θεό, να θεωρεί ήδη από την παρούσα ζωή τη Βασιλεία και τη Δόξα Του, αποσπώντας τον νου από κάθε κοσμικό δεσμό και φίλτρο. Μέχρι το τέλος του βίου του, ο Γρηγόριος υπέταξε το σώμα του σε αυστηρή άσκηση, παρά τις συχνές ασθένειες οι οποίες παρεμπόδιζαν το έργο του και τις οποίες υπέμενε με χαρά. Έχυνε άφθονα δάκρυα, όταν ύψωνε την προσευχή του προς τον Θεό ή όταν βυθιζόταν στη μελέτη της Αγίας Γραφής· και έθεσε τη λαμπρή ευγλωττία που απέκτησε κατά τις σπουδές του στην υπηρεσία του Λόγου. Περισσότερο απ’ όλα όμως, ποθούσε να δοθεί απερίσπαστα στη θεωρία διά του ησυχαστικού και μονήρους βίου. Για το λόγο αυτό, έσπευσε προς τον άγιο Βασίλειο, στο ησυχαστήριό του κοντά στον Ίρι ποταμό, ώστε να εγκαταβιώσουν μαζί μιμούμενοι τους αγίους Αγγέλους, σύμφωνα με τα καρδιακά σχέδια που είχαν καταστρώσει κατά την παραμονή τους στην Αθήνα. Εισέρχονταν μαζί, σαν μια ψυχή, στα μυστήρια του Θεού· μεταφέρονταν μαζί σε ουράνιες θεωρίες, ζωντανές προεικονίσεις της τρυφής, της ενότητας και της ομόνοιας των εκλεκτών στη Βασιλεία του Θεού, λαμβάνοντας έτσι από τον Κύριο μία ασύγκριτη γνώση για το μυστήριο του ανθρώπου και του πραγματικού προορισμού του καθώς και για την τέχνη της κάθαρσης της ψυχής από τα πάθη. Για το λόγο αυτό, παρά τη νεαρή τους ηλικία και το βραχύ διάστημα που είχαν διαγάγει ως μοναχοί, μπόρεσαν από κοινού να συντάξουν τους «Όρους», ένα Τυπικό του κοινοβιακού βίου, οι οποίοι κατέστησαν και έκτοτε παραμένουν ο καταστατικός χάρτης του Ορθόδοξου Μοναχισμού.

Αυτός ο καθ’ όλα ουράνιος βίος δεν κράτησε πολύ, γιατί ο Γρηγόριος σύντομα εκλήθη να γηροκομήσει τον υπερήλικα πατέρα του και να αναλάβει στη θέση του τη διοίκηση της Εκκλησίας της Ναζιανζού, η οποία είχε δυστυχώς διχαστεί μετά την αιρετική σύνοδο του Ρίμινι (359). Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του ο Γρηγόριος, επιχείρησε εις μάτην να συμφιλιώσει όσους είχαν διακόψει κοινωνία με τον πατέρα του, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συνδυάσει τη θεωρία με την πράξη. Παρ’ όλο το δέος και τον σεβασμό του προς τη θεία ιερωσύνη και την ησυχία, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος παρά τη θέλησή του από τον πατέρα του, ο οποίος έλπιζε με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσει το κήρυγμα του Ευαγγελικού λόγου και να τον προετοιμάσει για τη διαδοχή. Η χειροτονία αιφνιδίασε την ευαίσθητη καρδιά του Γρηγορίου όπως μια «τυραννίδα»· έφυγε και μετέβη στον Πόντο, για να μετριάσει τον εσωτερικό του πόνο κοντά στον αγαπημένο του Βασίλειο. Πολλοί κατέκριναν και κατακρίνουν ακόμη τον άγιο, κατηγορώντας τον για δειλία και για αδυναμία χαρακτήρος. Πώς όμως να αμφιβάλλει κανείς για την ισορροπία και το σθένος ψυχής ενός πνεύματος τόσο υπερκόσμια δυνατού, ο οποίος είχε κατακτήσει ήδη από τη νεότητά του τη μακάρια απάθεια και την πλήρη ψυχική αυτοκυριαρχία; Πρέπει μάλλον να διαβλέψουμε στον άγιο Γρηγόριο ένα σπάνιο παράδειγμα της άκρας ψυχοπνευματικής λεπτότητας και ευαισθησίας που αποκτούν οι άγιοι όσο πλησιάζουν εμπειρικά τον Θεό. Όπως εξηγεί ο ίδιος στον «Απολογητικό Λόγο» του, δεν απέφυγε τότε την ιερωσύνη από φόβο, αλλά από οξυμένη ευσυνειδησία για την ευθύνη του ποιμένα ψυχών και, προπαντός, επειδή προτιμούσε να ενωθεί με τον Θεό και, δι’ Αυτού, με τους ανθρώπους στην αέναη προσευχή. «Τίποτα δεν ποθούσα περισσότερο από το να κλείσω τη θύρα των αισθήσεων, να εξέλθω της σαρκός και του κόσμου, να συγκεντρωθώ εις εαυτόν, διακόπτοντας κάθε δεσμό με τα ανθρώπινα, πέρα από τα απολύτως αναγκαία, να συνδιαλεχθώ με τον εαυτό μου και μετά του Θεού, ώστε να ζήσω υπεράνω των ορατών, με τρόπο ώστε να φέρω επάνω μου τις θεϊκές εμφάσεις, χωρίς αλλοίωση ή ανάμειξη με τις παγιωμένες μορφές του ενθάδε. Να καταστώ αληθινά και συνεχώς να καθίσταμαι αληθής ακηλίδωτος καθρέπτης του Θεού και των ουρανίων, προσθέτοντας φως στο φως, υποκαθιστώντας την ασάφεια με την ευκρίνεια, απολαμβάνοντας ήδη από τον παρόντα βίο την ελπίδα των αγαθών της μέλλουσας ζωής, ώστε να συνοδοιπορήσω μετά των Αγγέλων, παραμένοντας στη γη, την οποία προηγουμένως άφησα και ανήλθα εις τα άνω διά του Αγίου Πνεύματος. Αν κάποιος από εσάς κατέχεται από αυτόν τον πόθο, γνωρίζει τι θέλω να πω και θα μου συγχωρήσει αυτό που ένιωσα τότε…» («Λόγοι» 2, 7· PG 35, 413C-416A· ΕΠΕ 1, 83).
Μετά από τρεις μήνες όμως, με υπόδειξη του αγίου Βασιλείου και από φόβο μήπως παραβεί το θείο θέλημα, επέστρεψε στη Ναζιανζό και προσπάθησε να αποκαταστήσει την ομόνοια ανάμεσα στους ορθόδοξους και να γηροκομήσει τους καταβεβλημένους γονείς του. Επί μία δεκαετία υπήρξε για τη Ναζιανζό υπόδειγμα πνευματικής μέριμνας και στοργής· ταπεινός μαθητής του Κυρίου, όργανο του λόγου και της Χάριτός Του, κανόνας Πίστεως και ζωντανή εικόνα της ευαγγελικής τελειότητας. Όταν το 361 ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, τη ζοφερή μεταβολή του οποίου είχε προείπει ο άγιος Γρηγόριος όταν σπούδαζαν μαζί στην Αθήνα, αποπειράθηκε να αποκαταστήσει τη λατρεία των ειδώλων, απαγορεύοντας στα παιδιά των χριστιανών να διδάσκονται φιλολογία, ρητορική και φιλοσοφία, ο άγιος Γρηγόριος απάντησε δυναμικά σε αυτό το μεροληπτικό μέτρο συντάσσοντας λαμπρούς λόγους και θαυμαστά ποιήματα, όπου ανέπτυσσε τα μυστήρια της Πίστεως με λογοτεχνική δεινότητα και με πλούτο εικόνων και λεξιλογίου, κατά πολύ ανώτερων των περίφημων έργων των μεγάλων συγγραφέων της αρχαιότητας. Με τον άγιο Γρηγόριο και τους άλλους Πατέρες της εποχής εκείνης ολοκληρώθηκε όχι απλώς ο εκχριστιανισμός της Ελληνικής Παιδείας, αλλά η οριστική της υπέρβαση· και στη θέση της αναπτύσσεται μια παιδεία καθαρά χριστιανική, η οποία αφομοιώνει και μεταμορφώνει το απαύγασμα των έργων της αρχαιότητας.
Το 370 ο άγιος Γρηγόριος και ο πατέρας του συνεργάστηκαν αποτελεσματικά για την εκλογή του αγίου Βασιλείου στην επισκοπική έδρα της Καισαρείας και την αναγνώρισή του ως ηγέτη των Ορθοδόξων. Έχοντας μεγαλύτερη ελευθερία από τον Βασίλειο, ο οποίος λόγω θέσεως ήταν υποχρεωμένος να είναι κάπως επιφυλακτικός, ο Γρηγόριος κήρυξε τότε δημόσια και απροκάλυπτα τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος έναντι των αιρετικών οπαδών του Μακεδονίου και αντιστάθηκε με τόλμη στον διωγμό που εξαπέλυσε ο αυτοκράτορας Ουάλης. Οι δύο φίλοι είχαν αποκτήσει τόση εκτίμηση και αίγλη μεταξύ του λαού, ώστε ο αυτοκράτορας δεν τόλμησε να τους θίξει και ήταν οι μόνοι Ορθόδοξοι επίσκοποι που γλύτωσαν τότε την εξορία.
Το 372, παρά τον πόθο του, τον οποίο επιδοκίμαζε ο Βασίλειος, να αποσυρθεί από τα ποιμαντικά καθήκοντα μόλις αποβιώσουν οι γονείς του, ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε από τον φίλο του επίσκοπος στα Σάσιμα, μια κωμόπολη θορυβώδη και άνυδρη, που βρισκόταν στα σύνορα της Καππαδοκίας και της Δευτέρας Καππαδοκίας, επαρχίας που δημιούργησε ο Ουάλης για να αναχαιτίσει τη δράση του επισκόπου Καισαρείας. Παρά την αγάπη του για τον Βασίλειο και τη φροντίδα για το καλό της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος δεν αποδέχθηκε το αξίωμα και κατέφυγε εσπευσμένα μόνος στο βουνό, ελπίζοντας να βρει εκεί από τον Θεό παρηγορία για τα δεινά του. Υποκύπτοντας στις πιέσεις του πατέρα του, δέχθηκε να επιστρέψει στη Ναζιανζό και ανέλαβε τη διοίκηση της εκεί Εκκλησίας, ως αναπληρωτής επίσκοπος, έως ότου εκοιμήθη ο γέροντας πατέρας του (374) σε ηλικία περίπου εκατό ετών. Λίγο μετά την κοίμηση του πατέρα του, εκοιμήθη και η αγία Νόννα, και ο Γρηγόριος υποχώρησε για μια ακόμη φορά στις παρακλήσεις των πιστών και δέχθηκε να παραμείνει μέχρι την εκλογή νέου επισκόπου, παρά τη μεγάλη εξάντληση που τον είχαν οδηγήσει η ασθένεια, οι στερήσεις και οι αγώνες του για την Πίστη. Όταν όμως αντελήφθη ότι οι συμπολίτες του, επιθυμώντας διακαώς να τον κρατήσουν κοντά τους, καθυστερούσαν την εκλογή επισκόπου, έφυγε κρυφά και μετέβη στη Σελεύκεια, μητρόπολη της Ισαυρίας (375), και αποσύρθηκε στη μονή της αγίας Θέκλας, για να διαβιώσει επιτέλους στην ησυχία. Και εκεί όμως χρειάστηκε να στηρίξει τον «καλό αγώνα της Πίστεως» έναντι των αρειανοφρόνων, οι οποίοι έσπειραν παντού σύγχυση. Στις αρχές του 379, η Εκκλησία πένθησε τον θάνατο του φάρου της Ορθοδοξίας αγίου Βασιλείου, γρήγορα όμως παρηγορήθηκε και ιλαρύνθηκε με τη θανή του αιρετικού Ουάλη και με την ανάρρηση στο θρόνο του Μεγάλου Θεοδοσίου, πιστού υπερασπιστή του δόγματος της Νικαίας. Όλα τα ορθόδοξα βλέμματα στράφηκαν τότε προς τον Γρηγόριο, ως τον πλέον άξιο υπέρμαχο της Πίστεως και τον λαμπρότερο κήρυκά της.
Οι πιστοί της Βασιλεύουσας, η οποία βρισκόταν για περισσότερα από σαράντα χρόνια στα χέρια των αιρετικών, ζητούσαν τότε επίμονα από τον επίσκοπο Ναζιανζού να τους συνδράμει. Αποσπάσθηκε για μια ακόμη φορά ο Γρηγόριος από τη γλυκύτητα της θεωρίας χάριν της υπεράσπισης της Εκκλησίας, και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη φέροντας μαζί του την ακλόνητη δύναμη του λόγου του και την ισχύ των θαυμάτων του. Εγκαταστάθηκε σε οικία που ανήκε σε συγγενείς του, όπου οι ορθόδοξοι άρχισαν γρήγορα να συρρέουν ολοένα και περισσότεροι, για να ακούσουν με ενθουσιασμό το κήρυγμά του, σε βαθμό που η οικία μετετράπη σύντομα σε ναό, γνωστό ως Αγία Αναστασία, επειδή η Πίστη, νεκρωμένη επί τόσα χρόνια στη Βασιλεύουσα, αναστήθηκε χάρη στον λόγο, την προσευχή, την παρουσία και τη ζωή του Γρηγορίου. Μόνος εναντίον πλειάδος αιρετικών και ποικίλων άλλων αιρέσεων, ο άγιος συνάρπαζε το ακροατήριό του με την ευγλωττία του κατακόπτοντας τα σοφίσματα και τα επιχειρήματα του σαρκικού φρονήματος με τη ρομφαία του θείου Λόγου. Σε σειρά πέντε ομιλιών («Λόγοι Θεολογικοί» 28-31· PG 36, 11- 172· ΕΠΕ 4), οι οποίες των αξίωσαν τον τίτλο του «Θεολόγου», κατέδειξε ότι δεν αρμόζει να συζητούμε για τα μυστήρια του Θεού ως κάτι το κοινό, υποτυπώδες και πρόχειρο, αλλά μόνο στην κατάλληλη στιγμή και αφού προηγουμένως έχουμε δεόντως καθαρθεί, και ανέπτυξε με καθοριστικό τρόπο το ακατάληπτο της θείας ουσίας και τη θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Περισσότερο από όλους τους άλλους αγίους Πατέρες, ο άγιος Γρηγόριος διακρίνεται για τις συνοπτικές και αντινομικές εκφράσεις με τις οποίες αναπτύσσει τα βαθύτερα μυστήρια της Πίστεως και τα μεγαλύτερα κεφάλαια της Σωτηρίας. Οι ορισμοί του είναι τόσο τέλειοι, ώστε στο πέρασμα των αιώνων οι δεινότεροι άγιοι θεολόγοι αφιέρωσαν συγγράμματα ολόκληρα στον ιδιαίτερο σχολιασμό τους· και είναι τέτοιας ωραιότητας, ώστε μεγάλος αριθμός τους χρησιμοποιήθηκε από τους μελωδούς μας στην σύνθεση λειτουργικών ύμνων των μεγάλων εορτών του έτους. Έτσι λοιπόν, μεγάλο μέρος του Κανόνα της Γεννήσεως του Χριστού είναι δανεισμένο από τον ΛΗ΄ Λόγο του αγίου Γρηγορίου· των Θεοφανείων από τον ΛΘ΄ Λόγο· του Πάσχα από τους Λόγους Α΄ και ΜΕ΄· της Πεντηκοστής από τον Λόγο ΜΑ΄ και πολλές άλλες δάνειες εκφράσεις βρίσκονται σε ακολουθίες και στις εορτές των αγίων μας. Η ανάγνωση και η αποστήθιση των έργων του αγίου Γρηγορίου, όπως της Αγίας Γραφής, μπορεί να παρομοιαστεί με την προσκύνηση μιας αγίας και χαριτόβρυτης εικόνας· μας μεταφέρουν ήσυχα και αγνά στον ουρανό και μας μυούν στα άρρητα μυστήρια του Θεού. Η γλώσσα του είναι τόσο τέλεια, ώστε αχρηστεύει κάθε άλλα λόγια και οδηγεί αβίαστα τον εραστή του Λόγου στη σιωπηλή προσευχή.
Άκαμπτης αυστηρότητας όσον αφορά στην Πίστη, ο άγιος Γρηγόριος ήταν όλος πραότητα στη συμπεριφορά του απέναντι στους ανθρώπους, αμαρτωλούς ή παραστρατημένους. Διόρθωνε τα ήθη δίνοντας το υπόδειγμα της χριστιανικής διαγωγής με τη βιοτή του, που ήταν απαλλαγμένη από κάθε κοσμικότητα, με τη σκληραγωγία του και την υπομονή στις δοκιμασίες και τις ασθένειες, σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί από όσους άκουγαν τους λόγους του, μεταστρέφονταν ολότελα βλέποντας την ουρανόδρομη πολιτεία του. Οι επιτυχίες του προκάλεσαν ωστόσο γρήγορα ζωηρές αντιδράσεις από μέρους των αιρετικών, που ζηλόφθονοι διέδωσαν εναντίον του φρικτές συκοφαντίες, χωρίς παρ’ όλα αυτά να υπερνικήσουν την υπομονή του και την ανεξικακία του απέναντι στους εχθρούς του. Τη νύχτα της Αναστάσεως του 379, αιρετικοί, οπαδοί του Απολλιναρίου, τους οποίους είχε αντικρούσει με έξοχο τρόπο, πήγαν στην Αγία Αναστασία, έσπειραν τον πανικό στο προσευχόμενο εκκλησίασμα και επιχείρησαν να λιθοβολήσουν τον άγιο. Δεν μπόρεσαν όμως να του καταφέρουν το θανάσιμο χτύπημα, που θα επιθυμούσε ο Γρηγόριος ώστε να τελειωθεί λαμβάνοντας τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου. Ύστερα από αυτή τη δοκιμασία, παραδόθηκε στη δικαιοσύνη ως κακούργος, αλλά εξήλθε νικητής και παρότρυνε κατόπιν τα εν Κυρίω τέκνα του να τους συγχωρέσουν. Η μετριοπαθής αυτή στάση, η αγάπη, η μακροθυμία και η ευθύτητα του τέλειου αυτού μαθητή του Χριστού κίνησαν εναντίον του την εχθρότητα δύο παρατάξεων: των αιρετικών που τον μισούσαν και των υπερζηλωτών ορθοδόξων που αδυνατούσαν πλήρως να κατανοήσουν το ειρηνικό πνεύμα του.
Ενώ, χάρη στους αγώνες του, η αίρεση έμοιαζε να υποχωρεί, ο διάβολος τον υπέβαλε σε νέες δοκιμασίες στο πρόσωπο ενός κυνικού φιλοσόφου ονόματι Μαξίμου, που καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Αποκρύπτοντας αρχικά το δόλιο σχέδιό του, ο Μάξιμος κέρδισε την εκτίμηση του Γρηγορίου. Αποκαλύφθηκε όμως σύντομα, όταν επιχείρησε να εκλεγεί αντικανονικά επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, σπέρνοντας ταραχή και σκάνδαλο στην Εκκλησία. Πράος και καρτερικός ο άγιος Γρηγόριος, ήταν έτοιμος να αφήσει τον θρόνο του για να μην εναντιωθεί στον απατεώνα με αγώνα και μίσος· ο λαός όμως εξεγέρθηκε αυθόρμητα εναντίον του Μαξίμου και παρακάλεσε τον ποιμενάρχη του να μην εγκαταλείψει το ποίμνιο του Χριστού στους λύκους που το απειλούσαν, λέγοντάς του: «Εάν μας αφήσεις, Πάτερ, γνώριζε ότι παίρνεις μαζί σου και την Αγία Τριάδα!». Ο άγιος πείσθηκε και απηύθυνε έκκληση στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, ο οποίος διέμενε τότε στη Θεσσαλονίκη. Ο αυτοκράτορας έδιωξε τον σφετεριστή και λίγο αργότερα εισήλθε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, μετά τη νίκη του κατά των βαρβάρων (24 Νοεμβρίου 380). Την επομένη κιόλας έδιωξε τους αρειανόφρονες από τους ναούς που κατείχαν και επέβαλε την εκλογή του αγίου Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γρηγόριος, φλεγόμενος πάντα από τον πόθο της ησυχίας, αρχικά αρνήθηκε· αλλά η επιμονή και ο ενθουσιασμός του λαού τον έκανε τελικά να ενδώσει και να δεχθεί. Ωστόσο, καθώς ήταν αντικανονικά επίσκοπος άλλης έδρας, η μετάθεση του Γρηγορίου στη Βασιλεύουσα έπρεπε να επικυρωθεί από Σύνοδο. Για τον λόγο αυτό, ο Θεοδόσιος συνεκάλεσε το 381 την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία, αφού αναγνώρισε ομόφωνα την εκλογή του Γρηγορίου, καταδίκασε την αίρεση των πνευματομάχων (Μακεδονίων) και σημάδευσε έτσι το τέλος του αρειανισμού και την οριστική νίκη της Ορθοδοξίας.
Τη χαρά για τον θρίαμβο αυτό διέκοψε όμως αμέσως κατόπιν ο θάνατος του προεδρεύοντος της Συνόδου αγίου Μελετίου, του ονομαστού επισκόπου Αντιοχείας [12 Φεβ.]. Ο Γρηγόριος επιφορτίσθηκε τότε την προεδρία των συνεδριάσεων, κατά τις οποίες έπρεπε να αποφασισθεί ο διάδοχός του στην επισκοπή αυτή, στην οποία υφίστατο επί πολλά έτη σχίσμα μεταξύ των ορθοδόξων: οι μεν ήταν οπαδοί του Μελετίου, οι άλλοι του Παυλίνου. Καθώς είχε συμφωνηθεί να αναγνωρισθεί ο επιζών ως μόνος επίσκοπος, ο άγιος Γρηγόριος υποστήριξε τον Παυλίνο, αντιμετώπισε όμως αμέσως την αντίσταση και τις συνωμοσίες των επισκόπων της ανατολής, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο να πληρώσουν έναν νεαρό αιρετικό για να τον δολοφονήσει. Τη στιγμή όμως που ορμούσε πάνω στον άγιο, ο κακούργος στάθηκε απότομα, έπεσε με δάκρυα στα πόδια του Γρηγορίου και ομολόγησε τη φαύλη του πρόθεση. Ο Γρηγόριος τον σήκωσε όρθιο, τον ασπάσθηκε στοργικά και του ζήτησε να αφιερωθεί του λοιπού στον Θεό, αφού προηγουμένως απαρνηθεί την αίρεση. Άλλοι επίσκοποι, οπαδοί του Παυλίνου, κατήγγειλαν ότι η μετάθεση του Γρηγορίου από τα Σάσιμα στην Κωνσταντινούπολη έγινε κατά παράβαση των ιερών Κανόνων. Κατάκοπος από τόσες ασυμφωνίες, έριδες και διαμάχες, και με την καρδιά συντετριμμένη, βλέποντας να σπαράσσεται η Εκκλησία του Χριστού, εκείνος που ποτέ δεν είχε επιδιώξει τιμές και εξουσία, ανακοίνωσε στη Σύνοδο ότι η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να συμβάλει στην ειρήνη και, εφόσον η θέση του στον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ήταν αιτία τόσης διαιρέσεως και διαμάχης, αυτός ήταν καθόλα έτοιμος να πέσει στην θάλασσα ως άλλος Ιωνάς, ώστε να κοπάσει η θύελλα και η ταραχή των πνευμάτων, με την προϋπόθεση όμως να διαφυλαχθεί η Ορθόδοξη Πίστη. Λέγοντας αυτά τα λόγια, αποχώρησε από τη Σύνοδο, πήγε στα ανάκτορα και παρακάλεσε τον αυτοκράτορα να δεχθεί την παραίτησή του και να αναλάβει εκείνος με την εξουσία του να αποκαταστήσει την ενότητα και την ομόνοια στην Εκκλησία. Σ’ έναν τελευταίο και συγκινητικό λόγο του, αποχαιρέτησε τον αγαπημένο του ναό, την Αγία Αναστασία, «τιμή και καύχημά» του, την Αγία Σοφία και τους άλλους ναούς της Βασιλεύουσας, τις οποίες είχε αποκαταστήσει στην αληθινή Πίστη και την καθαρότητα των ηθών, ετοιμάζοντάς τις για υπερχιλιετή δόξα. Αποχαιρέτισε τους κληρικούς, τους μοναχούς, τις παρθένους, τους πτωχούς, ακόμη και τους αιρετικούς, παρακινώντας τους μια φορά ακόμα να μεταστραφούν· αποχαιρέτησε την Ανατολή και τη Δύση, ενωμένες στο εξής εν ειρήνη, τους Φύλακες Αγγέλους της Εκκλησίας του και την Αγία Τριάδα, στην πρόνοια της Οποίας εμπιστεύθηκε το ποίμνιό του. Έφυγε κατόπιν από την Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας διάδοχό του τον άγιο Νεκτάριο [11 Οκτ.], και επέστρεψε για λίγο στη Ναζιανζό, όπου επιδίωξε να χειροτονηθεί στη θέση του ένας τιτουλάριος επίσκοπος. Μετά την εκλογή του εξαδέλφου του Ευλαλίου, αποσύρθηκε στο κτήμα του στην Αριανζό, όπου εξουδενωμένος από την ασθένεια και από τις τόσες θρονικές ευθύνες τις οποίες δεν επιθύμησε ποτέ, πέρασε τα τελευταία χρόνια του βίου του στη σιωπή και την ησυχία. Όμως, ωσάν φρουρός που δεν εγκαταλείπει ποτέ τη σκοπιά του, δεν έπαυε να επαγρυπνεί από μακριά για την ορθότητα και καθαρότητα της Πίστεως, γράφοντας θεσπέσιες δογματικές επιστολές που αντέκρουαν τις νεοσύστατες αιρέσεις, παροτρύνοντας τον Νεκτάριο και τους άλλους ορθόδοξους επισκόπους να είναι πιο δίκαιοι, συμβουλεύοντας σοφά τα πνευματικά του τέκνα ώστε να φθάσουν στην τελειότητα, συνθέτοντας θαυμαστά ποιήματα σε αρχαϊκή γλώσσα. Με την καρδιά συντετριμμένη και ταπεινωμένη, αλλά με τον νου σταθερά στραμμένο και προσηλωμένο στη θεωρία των ανεξιχνίαστων μυστηρίων της Αγίας Τριάδος, ο ταπεινός αυτός δούλος του Θεού, που έγινε παρά τη θέλησή του μαχητής, παρέδωσε την αγία, ευαίσθητη και ποιητική ψυχή του στον Κύριο της Δόξης.
 
 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Άπαντα Έργα [11 Τόμοι]
του Ἁγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
από τις εκδόσεις Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας,
Πατερικαί Εκδόσεις «Αγ.Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη
 
 
 
 
https://wra9.blogspot.com/2020/01/blog-post_25.html