ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Εἶχε πλέον νυχτώσει. Ἡ πόλη εἰδικά στό κεντρικό μέρος της, πού ἦσαν τά Δημόσια κτίρια, ἀλλά καί στήν περιοχή τοῦ Ἱπποδρόμου καί στήν πλευρά τῆς μεγάλης ἀγορᾶς καθώς καί στόν λιμένα ἦταν φωταγωγημένη μέ χιλιάδες φανούς κλειστούς, πού ἔκαιγαν λάδι ἤ λίπη. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ἡ μοναδική πόλη τότε στόν κόσμο πού ἐφωταγωγεῖτο τό βράδυ! Εἰδικά σέ μεγάλες ἑορτές καί ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας ἦταν στή Βασιλεύουσα.

Ὁ θείος Παῦλος καταπονημένος ἀπό τή μάχη, πού εἶχε δώσει, ἀφέθηκε νά κοιτᾶ τά γραφικά μισοσκότεινα δρομάκια τῆς Πόλης, τά ἀχνοφωτισμένα ἀπό τούς φανοστάτες στίς γωνιές τῶν δρόμων, ἐνῶ ἡ σκέψη του δούλευε συνεχῶς.

“Εἶμαι λοιπόν ὑπό κράτησιν… σκεπτόταν. Ὁ Γολγοθᾶς ἀρχίζει… Βοήθησέ με, Χριστέ μου, καί σκέπασε τόν λαό Σου!… “ προσευχήθηκε.

Ἕνα ἀπότομο τράνταγμα στό καλντερίμι πού ὁδηγοῦσε στό Πατριαρχεῖο, τόν ἔκανε νά κοιτάξη ἔξω. Ἀπ᾿ τό μικρό παράθυρο τῆς ἅμαξας φαινόταν ἡ πλατεία, τό forum τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, γεμάτη ἀπό πιστούς πού περίμεναν νά μάθουν τίς ἐξελίξεις. “Σῶσον Κύριε, τόν λαόν σου”, ψιθύρισε, σήκωσε τό χέρι του καί τούς εὐλόγησε, ἐνῶ τά μάτια του γέμισαν δάκρυα…

Ὁ κόσμος διαλύθηκε πολύ ἀργότερα, ὅταν ἔφιπποι στρατιῶτες τούς ἔσπρωξαν φωνάζοντας πώς ὁ Πατριάρχης τους δέν ἦταν πλέον μέσα στά ἀνάκτορα.

Οἱ δύο Νοτάριοι μαζί μέ ἀρκετούς ἄλλους ἔτρεξαν στό Πατριαρχεῖο. Στήν πύλη ὅμως τούς σταμάτησε ἡ φρουρά. Πάγωσαν! Κατάλαβαν ὅτι ὁ Πατριάρχης βρισκόταν ὑπό κράτησιν. Κατάφεραν καί πέρασαν μέσα ὁ Μαρκιανός μέ τόν Μαρτύριο, ὁ Διάκονός του καί ἕνας σεβαστός λευκασμένος Πρεσβύτερος, πού τόν ἀγαποῦσε πολύ ὁ Παῦλος γιά τό ἀνώτερο ἦθος του καί τό Ὀρθόδοξο φρόνημά του.

Ὅταν ἔφθασαν στίς ἐσωτερικές αἴθουσες συνοδευόμενοι ἀπό τό σεβαστό φύλακα τῶν Πατριαρχείων, τόν βρῆκαν καθισμένο στό πατριαρχικό γραφεῖο νά γράφη!

Πόσο ὡραῖος φάνηκε στά μάτια τους ὁ ἱερός ἄνδρας ἐκείνη τή νυχτερινή ὥρα! Τό πρόσωπό του ἦταν γαλήνιο ἀλλά λίγο ὠχρό ἀπό τήν ψυχική ταλαιπωρία πού ἔζησε. Ἀπόψε ὅμως τό γλύκαινε ἕνα παράξενο φῶς, πού τὄκανε νά μοιάζη μέ πρόσωπο Ἀγγέλου.

Ἦταν τόσο προσηλωμένος σ᾿ αὐτά πού ἔγραφε, ὥστε δέν πῆρε ἀμέσως εἴδηση τόν ἐρχομό τους. Οἱ ἀφοσιωμένοι σ᾿ αὐτόν ἄνδρες ἀλληλοκοιτάχτηκαν σιωπηλοί. Δέ χόρταιναν νά τόν κοιτοῦν! “Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς…”, ψιθύρισε ὁ Μαρκιανός συγκινημένος.

Πάντα θαύμαζε τούς Μάρτυρες ὁ Νοτάριος. Νά, πού τώρα εἶχε μπροστά του ἕναν ἀληθινό. Τό μαρτύριό του τώρα ἄρχιζε – τό ἔνοιωθαν ὅλοι – καί ὁ εὐσεβής λαός συνέπασχε μέ τόν Ποιμένα του.

Γιά μιά στιγμή τούς εἶδε καί ἀνασηκώθηκε. Τά μάτια του, τά ὡραιότερα ἀστέρια ἐκείνης τῆς νυχτιᾶς, ἀκτινοβολοῦσαν τή θεία χαρά τῆς Ὀμολογίας τοῦ Χριστοῦ! Ἔτρεξαν κοντά του καί τοῦ φίλησαν τά χέρια. Ἐκεῖνος τούς ἔκλεισε στήν ἀγκαλιά του δακρυσμένος καί τούς ἀσπάστηκε χωρίς νά μπορῆ νά μιλήση. Ἡ σιωπή τἄλεγε ὅλα…

Ὅταν κάθησαν τούς εἶπε ἤρεμα:

Γράφω στόν Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας. Τόν ἐνημερώνω διά τά γενόμενα. Θά ἑτοιμάσω δέ καί ἐγκύκλιο ἐπιστολή πρός τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία θά ἀναγνώσετε, Μαρκιανέ, αὔριο εἰς τάς τρεῖς μεγαλυτέρας Ἐκκλησίας.

Ἐπειδή τόν κοίταζαν ἐρωτηματικά, συνέχισε:

Θά συγκαλέσουν σύνοδο. Προφανῶς ἀπό ἀρειανούς Ἐπισκόπους. Ἴσως ἐξορισθῶ! Διά τοῦτο ἀγρυπνεῖτε τέκνα μου! Φυλάξατε τήν Πίστιν σας ἀκέραιον καί τήν διακονίαν σας ἀμώμητον.

Ἐπειδή ὅμως τούς εἶδε νά λυποῦνται τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν νά μιλήσουν, πρόσθεσε ἀμέσως :

Μή λυπεῖσθε, φιλόχριστοι. Οἱ ἄνθρωποι ἄς πράττουν ὅσα τούς ὑπαγορεύει ὁ ἀντίδικος, ὁ ὁποῖος τούς ἔχει παρασύρει εἰς Θεομαχίαν. Ἄς τυραννοῦν, ἄς φυλακίζουν, ἄς ἐξορίζουν. Ὁ Χριστός νά μή μᾶς ἐξορίση ἐκ τῆς Βασιλείας Του!

Καί ποιοί Ἐπίσκοποι θά τολμήσουν νά ἀποφασίσουν τήν ἐξορία σας; ρώτησε ὁ Μαρτύριος.

Αὐτοί, Μαρτύριε, πού τόλμησαν νά καταδικάσουν τόν Ἀθανάσιο τῆς Ἀλεξανδρείας καί πρό ἑνός ἔτους τόν ἁγιώτατο Ἐπίσκοπο τῆς Ἀγκύρας, τόν Μάρκελλον. Πιστεύω ὅτι αὐτό θά πράξουν εὐχαρίστως κατ᾿ ἀρχάς ὁ Εὐσέβιος καί κατόπιν ὁ Θεόδωρος τῆς Ἡρακλείας καί ὁ Θέογνις τῆς Νικαίας, ἐφ᾿ ὅσον παρεσύρθησαν εἰς τήν βδελυράν αἵρεσιν. Ὁμοίως ἔπραξαν πρό καιροῦ εἰς βάρος καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἀρχιερέων, ἀπάντησε ἤρεμα ὁ Θεοφόρος Παῦλος.

Δυστυχῶς μετά ἀπό μερικές ἑβδομάδες ὅλες αὐτές οἱ προβλέψεις πραγματοποιήθηκαν. Ἀδίστακτοι οἱ περί τόν Εὐσέβιον μέ σύμμαχο τόν Μακεδόνιο, πού στόχευε ἐπίμονα τόν πατριαρχικό θρόνο, ὄχι μόνον ἀποφάσισαν τήν ἐξορία τοῦ θείου Παύλου, ἀλλά τόλμησαν νά συκοφαντήσουν τήν ἴδια τήν ὁσιακή ζωή του.

Στό μεταξύ ὁ εὐσεβής λαός ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες ἀγωνιοῦσε καί διαρκῶς τριγύριζε γύρω ἀπό τό Πατριαρχεῖο, ζητώντας νά μάθη νεώτερα. Οἱ πιό θερμοί εἶχαν κάνει ἐπανειλημμένες ἀπόπειρες γιά νά παραβιάσουν τή φρουρά καί νά δοῦν τόν Πατριάρχη, ἀλλά εἶχαν ἀποκρουστεῖ μέ τρόπο σκληρό.

Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος δέν ἀδρανοῦσε. Ἔγραψε ὅπου ἔπρεπε, ἔδινε ὁδηγίες καί ἐξακολουθοῦσε νά ποιμαίνη τό ποίμνιό του μεταβιβάζοντας τίς πατρικές του νουθεσίες διά μέσου τῶν Νοταρίων καί μερικῶν ἄλλων ἐκλεκτῶν κληρικῶν, στενῶν συνεργατῶν του στό Πατριαρχεῖο.

Τήν παραμονή πού θά ἔβγαινε ἡ ἀπόφαση, ἦρθε μία ἐπιτροπή ἀπό ἀρειανίζοντες ἐπισκόπους καί κληρικούς ὡς ἀντιπρόσωποι τῆς θλιβερῆς αὐτῆς ψευδοσυνόδου, γιά νά ρίξουν στάχτη στά μάτια τοῦ λαοῦ ὅτι τάχα ἐπρότειναν ἐκεῖνοι συμβιβαστικές λύσεις, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ἦταν ἀκραῖος ἀντιρρησίας.

Ἡ συνάντηση αὐτῶν τῶν δυστυχῶν μικροσυμφεροντολόγων μέ τό θεῖο Παῦλο ἦταν πολύ ὀδυνηρή γι᾿ αὐτούς. Δέν τούς ἔβρισε ὁ ἄνρωπος τοῦ Θεοῦ, οὔτε κἄν τούς ἐπιτίμησε. Ἐπικράτησε ἡ λύπη στή φιλάνθρωπη ψυχή του βλέποντάς τους ν᾿ ἀρνοῦνται τό Σωτῆρα τους καί νά ἐξυπηρετοῦν τά σχέδια τοῦ διαβόλου ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τούς μίλησε καθαρά γιά τίς εὐθῦνες τους καί γιά τά ὀλέθρια ἀποτελέσματα τῆς τακτικῆς τους μέ τήν ἐλπίδα πώς θά τούς βοηθοῦσε. Αὐτή ἡ συμπόνοια ὅμως πού τούς ἔδειχνε, τούς πονοῦσε περισσότερο ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη σκληρή ἀντιμετώπιση.

Εἶναι πάντα ὀδυνηρό τό “θρυμμάτισμα” πού παθαίνουν τά φθηνά τζάμια, ὅταν ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ διαμάντια. Τό θρυμμάτισμα τῶν ἀγέρωχων ἀπειλητικῶν κυμμάτων, ὅταν σπᾶνε ἐπάνω στούς βράχους καί μετατρέπονται σέ μικρές καί ἀσήμαντες σταγόνες.

Τοῦ ἐπέδωσαν μέ θεατρική ἐπισημότητα κατάλογο “ἁμαρτημάτων καί σφαλμάτων”, πού δῆθεν εἶχε διαπράξει καί τόν καλοῦσαν σέ ἀπολογία! Ὁ Πατριάρχης τόν διάβασε ἤρεμος. Ἡ ψυχή του ὅμως ἔφριξε μπροστά στήν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης κακότητας.

Καί γιά τί δέν τόν κατηγοροῦσαν! “Γιά σφετερισμό τῆς ἐξουσίας, γιά αὐθαιρεσίες, γιά περιφρόνηση τοῦ Αὐτοκράτορα καί καταπάτηση θείων καί ἀνθρωπίνων νόμων”, τέλος δέ τολμοῦσαν καί συκοφαντοῦσαν καί αὐτή τήν ἁγία ζωή του. Τόν κατηγοροῦσαν “ὡς μή καλῶς ζῶντα” καί ἄφηναν τά χυδαῖα ὑποννοούμενά τους γιά τόν παρθενικό αὐτό κρῖνο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτή ἡ κατηγορία σίγουρα ἦταν “δῶρο” τοῦ μισαλλόδοξου γέρο-Μακεδόνιου, πού τόν ἐνοχλοῦσε τόσο ἡ ἀρετή, ὅσο καί ἡ ἀκμαία ἡλικία τοῦ ἀντιπάλου του, ὅπως θεωροῦσε τόν Παῦλο. Γιά νά τόν πολεμήση, ἔφθασε στό σημείο νά συμμαχήση μέ τούς ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ καί τελικά νά γίνη ὅμοιος καί χειρότερος ἀπ᾿ αὐτούς.

Αὐτό τό τελευταῖο, τήν κατασυκοφάντηση τῆς ζωῆς του, ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν τό περίμενε ὁ Πατριάρχης. Δέ μποροῦσε νά πιστέψη πώς θά ἔφθαναν ἕως ἐκεῖ. Σάν ἄνθρωπος αἰσθάνθηκε ἔντονη τήν πικρία ἀπ᾿ τό ποτῆρι αὐτό τῆς ἀδίστακτης συκοφαντίας. Ἡ ψυχή του πόνεσε. Δέν ἄφησε ὅμως νά φανῆ τίποτε στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου του. Φύλαξε τόν πόνο του γιά νά τόν παραδώση στόν Κύριό του μέσα στίς προσωπικές του προσευχές.

Στούς ἀντιπροσώπους τῆς ψευδοσυνόδου δήλωσε ὅτι ἀρνεῖται νά παρουσιαστῆ πρός ἀπολογίαν, κατ᾿ ἀρχάς διότι οἱ κατηγορίες εἶναι ἀνυπόστατες καί διότι δέν ἀναγνωρίζει τή συγκροτηθεῖσα Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς ἀποτελουμένη ἀπό ἀρειανούς ἐπισκόπους. “Ὀρθόδοξος Πατριάρχης μόνον ὑπό Ὀρθοδόξου Συνόδου δύναται νά κριθῆ” τούς παρήγγειλε ὁ γενναῖος.

Στό μεταξύ τό πλῆθος τῶν πιστῶν, ὅσο προχωροῦσε ἡ ὥρα, γινόταν καί πυκνότερο ἔξω ἀπό τήν πατριαρχική κατοικία. Εἶχε διαδοθεῖ ὅτι ἀντιπρόσωποι τῶν ἀρειανῶν καί τοῦ Βασιλέως εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τόν Πατριάρχη καί ἡ ἀτμόσφαιρα εἶχε ἠλεκτριστεῖ. Τό αἰσθητήριο τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ τόν εἰδοποιοῦσε γιά τόν κίνδυνο πού διέτρεχε, νά τοῦ στερήσουν τόν Ποιμένα του.

Ὅταν βεβαιώθηκαν ἀπό τούς δύο Νοταρίους ποιοί εἶχαν ἀποσταλεῖ καί γιά ποιό λόγο, περίμεναν μέ ἀνεξάντλητη ὑπομονή ἔξω ἀπό τό Πατριαρχεῖο. Ἡ φρουρά κοιτοῦσε ἀνήσυχη τό πλῆθος, πού ὅλο καί πύκνωνε. Μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα φαινόταν ἥσυχο. Ὅταν ὅμως βγῆκαν οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς ψευδοσυνόδου, ἕνας καθηρημένος Ἐπίσκοπος, πού εἶχε ἀρνηθεῖ τόν Χριστό χωρίς καμμιά τύψη, καί δύο ἀρειανίζοντες ἱερεῖς, ὄργανα τοῦ Μακεδόνιου, οἱ πιό φλογεροί ὅρμησαν ἐναντίον τους. Μάταια ἡ φρουρά προσπάθησε ν᾿ ἀναχαιτίση τό ἀγανακτισμένο πλῆθος, πού φώναζε ἐναντίον τῶν ἀρνησιχρίστων καί ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ Αὐτοκράτορα. Φωνή λαοῦ ὀργή Θεοῦ!

Ὁ θεῖος Παῦλος, ὅταν ἄκουσε τήν ὀχλοβοή, ἐνῶ ἀκόμη βρισκόταν στό γραφεῖο του, πλησίασε τό παράθυρο, τράβηξε τό παραπέτασμα, καί ἔριξε τό βλέμμα του κάτω. Πραγματικά κοσμοπλημμύρα! Συγχρόνως εἶδε τή φρουρά νά συμπλέκεται μέ τούς πιό κοντινούς.

Ἀμέσως κατάλαβε τόν κίνδυνο. Οἱ πιστοί, χωρίς νά τό καταλαβαίνουν, ἔδιναν λαβή, γιά νά τούς αἱματοκυλήσουν οἱ ἐχθροί τους μέ τό πρόσχημα τῆς “ἀποκαταστάσεως τῆς τάξεως”. Χωρίς νά ἀπαντήση στούς ἔκπληκτους Νοταρίους, πού προσπάθησαν νά τόν ἐμποδίσουν, κατέβηκε μέ σταθερό βῆμα τή μεγαλόπρεπη σκάλα τῶν Πατριαρχείων καί σέ λίγο βρέθηκε στήν κεντρική πύλη ἀνάμεσα στό λαό. Παρ᾿ ὅλη τήν ταραχή, ὅταν τόν εἶδε ὁ εὐσεβής λαός, κυριολεκτικά καθηλώθηκε. Τά στόματα κλείσανε, τά σηκωμένα χέρια ἔπεσαν καί ἡ ὀργή τοῦ λαοῦ μέσα σέ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα μεταβλήθηκε σέ πλημμύρα ἀγάπης πρός τό σεπτό πρόσωπο του.

Ἡ φρουρά, πού δέν εἶχε πάρει εἴδηση τί συνέβαινε, ἔμεινε κατάπληκτη μ᾿ αὐτή τήν ἀπότομη ἀλλαγή. Γύρισαν καί τόν εἶδαν στό πλατύσκαλο τῆς μεγάλης σκάλας νἄχει σηκώσει τά χέρια του πάνω ἀπό τό πλῆθος, σάν νά ἤθελε νά τό σκεπάση! Συγχρόνως εἶδαν κάτι πού τούς συγκίνησε καί τούς καθήλωσε. Τό πλῆθος πλησίασε τό θεῖο Παῦλο. Ἄλλοι φιλοῦσαν τά χέρια του, ἄλλοι τό τίμιο ρᾶσο του, ἄλλοι ἔκλεγαν!

Ἕνας γέροντας ἱερεύς πού παρευρισκόταν, φώναξε συγκινημένος ἀπ᾿ τή σκηνή:

Ζῆθι, Παναγιώτατε Παῦλε, Βασιλευούσης καύχημα. Ὁ Κύριος εἴη ἀντιλήπτωρ σου!

Ἔτσι ἀγκαλιάζει ὁ λαός τούς γνήσιους ἀντιπροσώπους τοῦ Χριστοῦ, τά ρασοφορεμένα παληκάρια τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἔτσι σέβεται τά τίμια ρᾶσα, πού δέν γνωρίζουν φόβο καί ἔνοχους συμβιβασμούς Πατέρες καί Ποιμένες, πού ἀκολουθοῦν σταθερά τά ἴχνη τοῦ Μεγάλου Ποιμένος, τοῦ Χριστοῦ, καί θυσιάζονται γιά τό Ποίμνιό τους!

Ὁ Παῦλος τούς νουθέτησε, τούς παρηγόρησε, τούς παρακάλεσε νά μήν καταφεύγουν στή βία παρά στήν προσευχή καί τέλος τούς παρότρυνε νά μείνουν, ὅπως κι ἐκεῖνος, πιστοί εἰς τόν Χριστόν μέχρι θανάτου, γιά νά πάρουν τόν στέφανον τῆς ζωῆς. Ἀμέσως μετά τούς εὐλόγησε καί τούς συμβούλευσε νά διαλυθοῦν, γιατί ὑπῆρχε κίνδυνος αἱματοχυσίας. Οἱ πιστοί ὑπάκουσαν ἀμέσως. Παίρνοντας τήν εὐλογία του, ἔσπευσαν ν᾿ ἀπομακρυνθοῦν.

Ὁ Πατριάρχης εἶχε δίκιο. Μόλις πρόφθασε καί διαλύθηκε ὁ λαός, κατέφθασε καλπάζοντας μία ὁλόκληρη ἵλη ἱππικοῦ! Οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς ψευδοσυνόδου, πού μόλις καί μετά βίας μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ θείου Παύλου γλίτωσαν ἀπό τήν ἀγανάκτηση τοῦ πλήθους, ἔτρεξαν κατατρομαγμένοι, σχεδόν πανικόβλητοι στά Ἀνάκτορα, ν᾿ ἀναγγείλουν τά γενόμενα. Ὁ Βασιλιάς πίστεψε ὅτι ἐπρόκειτο περί ὀργανωμένης ἐπαναστάσεως καί χάνοντας τήν ψυχραιμία του ἔστειλε ὁλόκληρη ἵλη ἱππικοῦ, γιά νά γλιτώση, ὅπως νόμιζε, τό θρόνο του!

Εὐτυχῶς ὅμως, ὅταν ἔφθασαν οἱ ἱππεῖς, ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη ἡσυχία γύρω ἀπό τό Πατριαρχεῖο. Οἱ στρατιωτικοί βρέθηκαν σέ ἀμηχανία. Ρώτησαν τή φρουρά, ἀλλά κι ἐκείνη, ἐπηρεασμένη τώρα εὐμμενῶς πρός τόν Πατριάρχη, ἀπέφυγε νά δώση ἀκριβεῖς πληροφορίες. Ἐγύρισαν ἄπρακτοι στά ἀνάκτορα πρός μεγάλη ἀπορία τοῦ Βασιλέως.

Πάντως ἐκεῖνο τό βράδυ βγῆκε ἡ ἀπόφαση τῆς ἐξορίας τοῦ θείου Παύλου. Ὁ Κωνστάντιος βλέποντας τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε ὁ λαός γιά τό πρόσωπό του, ἐπέσπευσε τήν ἀπομάκρυνσή του, γιά νά μπορέση νά βάλη σέ ἐφαρμογή τά ἀνόσια σχέδιά του καί ν᾿ ἀνέβάση στόν Πατριαρχικό θρόνο τό φίλο του, τόν Εὐσέβιο.

Εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ σκότους…

συνεχίζεται….

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι

κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

Ἀπό τό βιβλίο: “ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ”

Διατίθεται εἰς τήν Ἱεράν Μονήν

Παναγίας Βαρνάκοβας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος

Εὐπάλιον – Δωρίδος