Λουκ. (11, 42:46)
 
«Τούς Γέροντές μου τούς ἀγαποῦσα», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ὅπως εἶπα ἤδη, οἱ Γέροντές μου», διηγεῖται ὁ Ὅσιος, «ἦταν ὁ πατήρ Παντελεήμων κι ὁ παράδελφός του ὁ πατήρ Ἰωαννίκιος. Τούς ἀγαποῦσα», λέει ὁ Ἅγιος, «ἐνῶ ἦταν πολύ αὐστηροί. Ἐγώ τότε δέν τό καταλάβαινα αὐτό. Ἐπειδή τούς ἀγαποῦσα, νόμιζα ὅτι δέν μοῦ φέρονται αὐστηρά. Τούς εἶχα μεγάλο σεβασμό κι εὐλάβεια καί ἀγάπη. Ἡ εὐλάβειά μου ἦταν… πῶς ἔβλεπα τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ; Μέ τέτοιο δέος καί μέ τέτοια εὐλάβεια. Ἔπειτα ἀπό τόν Θεό ἦταν οἱ Γέροντες»[1]. Καί αὐτό εἶναι βεβαίως σύμφωνο μέ τό λόγια τῶν Πατέρων, ὅτι ὁ γέροντας εἶναι θεός μετά Θεόν.
 
«Ἦταν ἱερεῖς καί οἱ δύο. Ἦταν ἀπό τά μέρη τῆς Καρδίτσας, ἀπό ἕνα χωριό, πού εἶναι ψηλά. Τό χωριό Μεσενικόλας Καρδίτσας. Ἀπό ἐκεῖ εἶχα τήν βελέντζα μου, πού κοιμόμουν μέχρι πρόσφατα. Τούς ἔκανα ἄκρα ὑπακοή. Ὑπακοή! Τί νά σᾶς πῶ, τήν ἤξερα! Ἐπιδόθηκα σ’ αὐτή μέ χαρά, μέ ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή μέ ἔσωσε. Ἐξαιτίας της μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός τό χάρισμα. Ναί, σᾶς ξαναλέω, ἔκανα ἄκρα ὑπακοή στούς Γέροντές μου. Ὑπακοή ὄχι ἀναγκαστική, ἀλλά μέ χαρά καί ἀγάπη. Τούς ἀγαποῦσα ἀληθινά. Καί ἐπειδή τούς ἀγαποῦσα, αὐτή ἡ ἀγάπη μέ ἔκανε νά νιώθω καί νά καταλαβαίνω τί ἤθελαν. Γνώριζα πρίν μοῦ τό ποῦν, τί ἤθελαν καί πῶς τό ἤθελαν τό κάθε πράγμα. Πήγαινα ἐδῶ, πήγαινα ἐκεῖ. Ἤμουν ἀφοσιωμένος σέ αὐτούς. Γι’ αὐτό ἡ ψυχή μου πετοῦσε ἀπό χαρά κοντά τους. Δέν σκεφτόμουνα κανένα. Πᾶνε οἱ γονεῖς, πᾶνε οἱ γνωστοί, πᾶνε οἱ φίλοι, πάει ὁ κόσμος. Ἡ ζωή μου ἦταν προσευχή, χαρά, ὑπακοή στούς Γέροντές μου»[2]. Ὁ Ἅγιος ἐφάρμοζε αὐτό πού μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ Κύριος ὁ Ἴδιος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ»[3]. Ἑπομένως ὅποιος κάνει ὑπακοή, μιμεῖται τόν Κύριο.

 
«Μιά φορά μοῦ λέγανε κάτι», λέει ὁ Ἅγιος, «καί ἐγώ τό τηροῦσα. Παράδειγμα, μοῦ εἶπε μιά φορά ὁ Γέροντας: – Παιδί μου, νά πλένεις τά χέρια σου καί πρίν ἀπό τό φαγητό, ἀλλά καί κάθε φορά πού πρόκειται νά πᾶμε στήν ἐκκλησία, γιατί μπαίνουμε σέ ἅγιο χῶρο καί πρέπει ὅλα νά εἶναι καθαρά. Καί ἐμεῖς εἴμαστε παπᾶδες καί οἱ δύο καί λειτουργᾶμε. Πρέπει νά ἔχουμε καθαρά τά χέρια μας, ἀλλά νά ἔχουμε καί καθαριότητα σέ ὅλα μας.
 
Ἔτσι ἐγώ κάθε τόσο ἔπλενα μέ σαπούνι τά χέρια μου. Δέν χρειάστηκε νά μοῦ τό ποῦνε δεύτερη φορά. Πρίν νά φάω, τά σαπούνιζα. Στήν ἐκκλησία, ἄν θέλαμε κάτι, τά σαπούνιζα. Ἔπιανα κάτι, τά σαπούνιζα. Στό ἐργόχειρο, ὅταν ἦταν λεπτοδουλειά, τά σαπούνιζα. Αὐτό ἔκανα μ’ ὅλα τά πράγματα, χωρίς νά ἀντιδρῶ ἀπό μέσα μου. Σημειῶστε ὅτι εἶχα δύο Γέροντες καί πολλές φορές μοῦ ζητοῦσαν καί ἀντίθετα πράγματα.
 
Μιά ἡμέρα, ὁ παπα-Ἰωαννίκιος μοῦ λέει: – Πᾶρε ἀπό δῶ αὐτές τίς πέτρες καί πήγαινέ τες ἐκεῖ. Τίς πῆγα στή θέση πού μοῦ ὑπέδειξε. Ἔρχεται ὁ μεγάλος Γέροντας. Μόλις τίς εἶδε, θύμωσε καί μέ μάλωσε καί μοῦ εἶπε: – Τόν στραβό τόν ἄνθρωπο! Γιατί τό ἔκανες αὐτό; Ἐκεῖ τίς θέλουμε τίς πέτρες; Νά τίς πάεις πάλι ἐκεῖ ὅπου τίς βρῆκες! Τόν «στραβό τόν ἄνθρωπο», μέ αὐτή τήν φράση μέ μάλωνε, ὅταν θύμωνε. Τήν ἄλλη μέρα πέρασε ἀπό ἐκεῖ ὁ παπα-Ἰωαννίκιος. Βλέπει τίς πέτρες στήν πρώτη θέση, θύμωσε καί μοῦ λέει: – Δέν σοῦ εἶπα νά μεταφέρεις τίς πέτρες ἐκεῖ; Ἐγώ ντράπηκα, ἐκοκκίνησα, τοῦ ἔβαλα μετάνοια καί τοῦ λέω: – Γέροντα, συγχώρα με, τίς εἶχα μεταφέρει σχεδόν ὅλες, ἀλλά ὁ Γέροντας τίς εἶδε καί μοῦ εἶπε: «νά τίς πάεις πάλι ἐκεῖ. Ἐκεῖ τίς χρειαζόμαστε». Καί τίς ξαναπῆγα. Μιλιά τώρα ὁ παπα-Ἰωαννίκιος.
 
Ὅπως αὐτό, πολλά τέτοια γυμνάσια μοῦ κάνανε. Ἀλλά δέν εἶχα πονηριά, δέν ἔλεγα «θέλεις νά μοῦ τό κάνουν γιά δοκιμή;». Δέν εἶχα ὅμως διαπιστώσει ὅτι μέ δοκιμάζανε. Ἀλλά καί ἄν μέ δοκιμάζανε, τά πράγματα ἦταν τόσο φυσικά πού δέν τό καταλάβαινα. Αὐτό ἔχει ἔννοια, γιατί ὅταν ἕνας ξέρει ὅτι τόν δοκιμάζουνε, τήν πιό σκληρή δουλειά μπορεῖ νά τήν κάνει, γιά νά φανεῖ ὅτι κάνει ὑπακοή. Ὅταν ὅμως δέν ξέρει ἄν τόν δοκιμάζει κάποιος καί θυμώνει κιόλας ὁ ἄλλος, τότε δέν μπορεῖ νά μήν κλωτσήσει μέσα του καί νά πεῖ. «Πῶ, πῶ, τί εἶναι αὐτά τώρα; Τόσα χρόνια καλόγερος ἐδῶ καί νά ἔχει θυμό; Μά πάει αὐτό τό πράγμα; Μπορεῖ μοναχός νά εἶναι θυμώδης καί νά προσεύχεται; Νά μήν ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν θυμό; Εἶναι πολύ ἀτελεῖς ἄνθρωποι αὐτοί…».
 
Ἐγώ ὅμως δέν σκεπτόμουνα ἔτσι, οὔτε ἤξερα ἄν μέ δοκιμάζανε. Ἀντίθετα, τά χαιρόμουνα πολύ αὐτά, γιατί τούς ἀγαποῦσα. Ἀλλά καί ἐκεῖνοι πολλή ἀγάπη μοῦ εἶχαν, ἄν καί δέν μοῦ τό ἔδειχναν. Ἀγαποῦσα καί τούς δύο Γέροντές μου, ἀλλά ἰδιαίτερα ἀκουμποῦσα στόν πνευματικό, τόν γέροντα Παντελεήμονα. Ὅπως λέγει ὁ Δαυίδ, «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω Σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά Σου»[4]. Ἔτσι κολλήθηκε καί ἡ ψυχή μου στόν Γέροντά μου. Αὐτή ἡ πνευματική ἕνωση τοῦ ὑποτακτικοῦ μέ τόν γέροντα εἶναι ἡ πραγμάτωση αὐτοῦ πού λέγει ὁ Κύριος: «ἵνα πάντες ἕν ὦσι»[5], νά γίνουμε ὅλοι ἕνα μέσα στήν Ἐκκλησία.
 
Ἀλήθεια σᾶς λέω∙ καί ἡ καρδιά μου ἦταν μαζί μέ τήν καρδιά του! Τόν ἔβλεπα, τόν αἰσθανόμουνα. Μ’ ἔπαιρνε ἔξω καί πηγαίναμε στό Κυριακό καί ἀπό κεῖ γιά δουλειές μαζί. Τόν αἰσθανόμουνα! Αὐτό μέ ἁγίασε πολύ. Μέ ὠφέλησε πολύ αὐτό, πού κολλήθηκε ἡ καρδιά μου ἐπάνω στήν καρδιά του. Πολύ μεγάλος ἅγιος ἦταν!
 
Κι ὅμως δέν μοῦ ἔλεγε τίποτα ὁ Γέροντας. Ὄχι μόνο δέν ἔλεγε ἀπό ποῦ κατάγεται, ἀλλ’ οὔτε τό ἐπίθετό του. Ποτέ δέν εἶπε «στήν πατρίδα μου», ἤ «οἱ γονεῖς μου, τ’ ἀδέλφια μου». Πάντα ἦταν σιωπηλός καί πάντα προσηύχετο καί πάντα ἦταν πράος. Ἄν θύμωνε καμιά φορά, ὁ θυμός του καί ὅ,τι ἔλεγε, ὅλα ἦταν πλαστά. Τόν ἀγαποῦσα καί πιστεύω ὅτι μέ τήν ὑπακοή πού τοῦ ἔκανα καί μέ τήν ἀγάπη πού τοῦ εἶχα, μέ ἐπισκέφτηκε καί ἐμένα ἡ Χάρις»[6]. Γιατί ἡ Χάρις πραγματικά δίνεται στόν ταπεινό καί ὁ ταπεινός εἶναι ὁ ὑπάκουος. Ἐνῶ αὐτός πού κάνει τό θέλημά του εἶναι ὑπερήφανος καί ἀνυπότακτος.
 
«Τόν πρόσεχα, νά πάρω κάτι, νά τόν μιμηθῶ. Τόν ἀγαποῦσα, τόν εὐλαβόμουνα, τόν ἔβλεπα καί ὀφελιόμουνα. Μοῦ ἀρκοῦσε μόνο πού τόν ἔβλεπα. Βαδίζαμε ὁλόκληρο δρόμο. Ἀνεβαίναμε ἀπ’ τά Καυσοκαλύβια πρός τά ἐπάνω στό βουνό γιά νά κόψουμε πουρνάρια, ὅλο τό δρόμο τίποτα, οὔτε μιά μιλιά! Θυμᾶμαι τόν Γέροντά μου πού μοῦ ἔδειχνε ποιά πουρνάρια νά κόψω. Μόλις ἔκοβα τό ἕνα, φώναζα: – Γέροντα, τό ἔκοψα. Ἔλεγε: – Ἔλα δῶ, πήγαινε ἐκεῖ μ’ ἕνα πριόνι. Καθάριζα γύρω-γύρω, γιά νά μπορεῖ νά χωράει τό πριόνι. Πήγαινε ἐκεῖνος νά μοῦ βρεῖ ἄλλο. Λέγαμε καί μιά λέξη «μονοφύσι», δηλαδή ἀπνευστί, μ’ ἕνα φύσημα.
 
Ἀμέσως, φώναζα: – Γέροντα, τά ἔκοψα! Μέ χαρά. Δέν ἦταν αὐτά φυσικά πράγματα. Ἦταν ἡ ἀγάπη μου, ἦταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ πού ἐξεπέμποντο ἀπό τόν Γέροντα σ’ ἐμένανε τόν ταπεινό. Δικαιώνω αὐτό πού λένε, ὅτι πηγαίνανε μοναχοί καί κύκλωναν ἕναν ἐρημίτη καί τόν ρωτοῦσαν διάφορα. Ἕνας ἀπό αὐτούς καθόταν ἔτσι καί δέν μιλοῦσε. Ἔβλεπε στό πρόσωπο τόν Γέροντα. Ὅλοι ρωτοῦσαν, ἐκεῖνος δέν μιλοῦσε. Καί τοῦ λέγει ὁ ἐρημίτης: – Γιατί ἐσύ, τέκνο μου, δέν μέ ρωτᾶς; Ἐσύ, δέν ἔχεις καμία ἀπορία; Τοῦ ἀπαντάει: – Ἐγώ δέν θέλω τίποτ’ ἄλλο, μοῦ ἀρκεῖ μόνο νά σέ βλέπω, Γέροντα». Εἶναι ἀπό τό Γεροντικό, ἀπό τόν Ἀββᾶ Ἀντώνιο. «Δηλαδή αὐτός τόν ἀπολάμβανε χαριτωμένα. Τόν «ρουφοῦσε», δηλαδή ἔπαιρνε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσω αὐτοῦ. Καί ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, τά ἴδια λόγια λέγει∙ ὁμολογεῖ ὅτι πῆρε καί αὐτός την Χάρη ἀπό τόν Γέροντά του»[7].
 
Ὑπακοή πράγματι εἶναι ἡ διαδικασία μέ τήν ὁποία κανείς παίρνει τήν Χάρη. «Ὁ διάβολος», λέει ὁ Ἅγιος Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος, «μέ κανένα ἄλλο ἐλάττωμα δέν ὁδηγεῖ τόσο στό βάραθρο τῆς ἀπώλειας τόν ἄνθρωπο, ὅσο μέ τό νά τόν πείσει νά μήν καταδέχεται νά ρυθμίσει τήν ζωή του σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία καί τίς ὑποδείξεις τῶν Πατέρων, ἀλλά νά ἀκολουθεῖ τό δικό του θέλημα». Νά μήν κάνει δηλαδή ὑπακοή. «Γιατί αὐτός πού πορεύεται σύμφωνα μέ τήν δική του κρίση καί γνώμη, ποτέ δέν θά προχωρήσει μέ ἀσφάλεια, ἀλλά πολλές φορές θά σκοντάψει καί θά πλανηθεῖ, καί βαδίζοντας λές συνεχῶς μέσα στό σκοτάδι θά ἀντιμετωπίσει κινδύνους πολλούς καί φοβερούς»[8].
 
Γι’ αὐτό λέγει ὁ Ἄγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «νά ὑπακούεις σέ ὅλους γιά κάθε ἀγαθό ἔργο, ἐκτός ἀπό τούς φιλοκτήμονες, τούς φιλάργυρους ἤ κοσμικούς πού δέν πρέπει νά ἀκολουθήσεις γιά νά μήν συνεργήσουν σέ διαβολικό ἔργο».
 
«Ὁ πιό εὔκολος καί ὁ πιό σύντομος δρόμος», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «εἶναι ἡ ὑπακοή. Εἶναι τό κλειδί τοῦ παραδείσου. Μέ αὐτή κόβεται τό θέλημα, ὁ ἐγωισμός, τά πάθη, ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ἡ ζωή παράδεισος. Στήν ὑπακοή ἡ Χάρις καθοδηγεῖ. Ἔχω καταλάβει ὅτι πολύ βοηθάει ἡ ὑπακοή. Καί λίγο μυαλό νά ἔχει κανείς, ἄν κάνει ὑπακοή, γίνεται φιλόσοφος. Εἴτε ἔξυπνος, εἴτε κουτός, εἴτε ὑγιής, εἴτε ἄρρωστος πνευματικά ἤ σωματικά εἶναι κανείς καί βασανίζεται ἀπό λογισμούς, ἄν κάνει ὑπακοή, ἐλευθερώνεται. Λύτρωση εἶναι ἡ ὑπακοή. Ἄν κάποιος εἶναι τετραπέρατος ἀλλά δέν κάνει ὑπακοή, θά καταστραφεῖ. Ὑπακοή σημαίνει ὅτι δέν ἔχεις δικό σου θέλημα, ὑπακοῦς στό θέλημα τοῦ ἄλλου.
 
Ἀλλά βέβαια δέν πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή ἀδιάκριτα σέ ὅλους. Ἔρχονται», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «πολλοί ἐπίσκοποι καί μοῦ λένε, σέ δεσμεύουμε μέ τήν ἀρχιερατική μας ἰδιότητα, ὅταν βγεῖς ἔξω στόν κόσμο, νά ἔρθεις στήν μητρόπολή μου. Ἄν κάνω ὑπακοή, δέν θά ἐπιστρέψω ποτέ στό Ἅγιο Ὄρος»[9].
 
«Μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σου», λέει ὁ Ἅγιος Ἔφραιμ, «τίμα τόν πνευματικό σου πατέρα καί μήν παραβεῖς τά παραγγέλματα ἐκείνου πού σέ γέννησε ἐν Κυρίῳ. Γιατί μέ αὐτόν τόν τρόπο οἱ πονηροί δαίμονες δέν θά σέ νικήσουν»[10]. Βλέπουμε πόσο σπουδαῖο εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν πνευματικό.
 
Καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι, ἐπειδή ἀκριβῶς ἔκανα τέλεια ὑπακοή καί κολλήθηκε ἡ καρδία μου στόν Πνευματικό μου, γι’ αὐτό πῆρα καί τά θεῖα χαρίσματα. «Ὅποιος ἀπέκτησε ὑπακοή, μιμεῖται τόν Χριστό. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἀντιλέγει, κάνοντας ἀνυπακοή, εἶναι ξένος ἀπό τόν Χριστό. Ὅποιος κάνει ὑπακοή στόν ἡγούμενο, μιμεῖται τούς ἀγγέλους. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἐναντιώνεται σέ αὐτόν, γίνεται φίλος μέ τόν διάβολο», λέει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος. «Ὁ ὑπάκουος γρήγορα ὑψώνεται καί γρήγορα θά προκόψει. Ἐπειδή δέν θέλουμε νά ἀφήσουμε τό δικό μας θέλημα γιά τόν Κύριο, προξενοῦμε στούς ἑαυτούς μας ψυχική βλάβη καί καταστροφή.
 
Καί ἐπειδή δέν ἀνεχόμαστε, νά ζοῦμε, ἤ νά μποῦμε σέ ὑποταγή καί ἐξουδένωση γιά τόν Κύριο, στεροῦμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τήν παρηγοριά τῶν δικαίων. Καί ἐπειδή, λέει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, «δέν πειθαρχοῦμε στίς νουθεσίες ὅσων μᾶς βάζουν νόμους γιά τόν Κύριο, γινόμαστε ἀντικείμενα τῆς χαιρεκακίας τῶν δαιμόνων. Καί ἐπειδή δέν ἀνεχόμαστε τήν αὐστηρή τιμωρία, θά μᾶς δεχτεῖ τό καμίνι τῆς ἄσβεστης φωτιᾶς, ὅπου δέν θά ὑπάρχει πλέον ποτέ παρηγοριά»[11].
 
Γι’ αὐτό ἄς ἀγαπήσουμε τήν ὑπακοή, τή μίμηση τοῦ Χριστοῦ, τόν γρηγορότερο δρόμο γιά τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
 
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
 
 
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
 
[3] Φιλ. 2, 8.
 
 
[4] Ψαλμ. 62, 9.
 
 
[5] Ἰωάν. 17, 21.
 
 
[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
 
[7] Ὅ.π.
 
 
[8] Μικρός Εὐεργετινός, Παῦλος μοναχός Εὐεργετινός, Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 2012 (στό ἑξῆς: Μικρός Εὐεργετινός).
 
 
[9] Πνευματικός Ἀγώνας, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ’, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, 2011.
 
 
[10] Μικρός Εὐεργετινός.
 
 
[11] Ὅ.π.